Η
ελληνική διαχρονία είναι σημαντικό διακύβευμα από μόνη της, δίπλα της
όμως πρέπει να βάλουμε και μιαν άλλη συνέχεια, αυτήν του χώρου.
Η σύγχρονη ιστοριογραφία σε πολλές περιπτώσεις βάλλει κατά της διαχρονίας της πορείας του λαού μας στην ιστορία, προσπαθώντας να αποκόψει τη σύγχρονη πορεία του από τις προηγούμενες περιόδους αυτής, εξυπηρετώντας ποικίλες σκοπιμότητες. Για ένα διάστημα έπαιζε δίχως αντίπαλο, καθώς εκμεταλλεύτηκε την επέλαση του «εκσυγχρονισμού» και επέβη του άρματός του προσφέροντας του ιδεολογική κάλυψη που διαχύθηκε σε όλο το νεοταξικό εθνομηδενιστικό φάσμα, τόσο της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς όσο και της δικαιωματικής Αριστεράς.
Οι απόψεις αυτές έχουν πια επαρκώς αντικρουστεί, με νέο υλικό που προστέθηκε στο έργο των παλαιότερων ιστορικών μας και εστίασε ακριβώς στα σημεία που έθιγαν οι αποδομητές. Πλέον η συνέχεια, η εθνική συνείδηση του νέου ελληνισμού, η σχέση του με την ορθοδοξία, το κρυφό σχολειό, ο ελληνικός διαφωτισμός, οι διαρκείς επαναστάσεις εναντίον Δυτικών και Οθωμανών κατακτητών, η αυτόφωτη εξεγερσιακή δραστηριότητα, αποτελούν κοινό τόπο σε όσους επιμένουν να διατηρούν ένα στοιχειώδη προβληματισμό. Μπορούμε να πούμε πως το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα έχει πια ηττηθεί και ιδεολογικά, εκτός του ότι ποτέ δεν το ενστερνίστηκε η λαϊκή βάση.
Η ελληνική διαχρονία είναι σημαντικό διακύβευμα από μόνη της, δίπλα της όμως πρέπει να βάλουμε και μιαν άλλη συνέχεια, αυτήν του χώρου. Το ελλαδικό κράτος από την αρχή παραθεωρούσε το πολύ ευρύτερό του έθνος, αν δε βρισκόταν σε ανταγωνισμό μαζί του.
Η ύπαρξη σημαντικών κέντρων του αυτόχθονος (και όχι παροικιακού) Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα και τη Σμύρνη, η παρουσία συμπαγών Ελληνικών πληθυσμών από τη Βόρειο Ήπειρο μέχρι την Κύπρο, την Καππαδοκία και τον Πόντο, δημιουργούσαν αμηχανία, αν όχι ενόχληση, στο ελλαδικό κράτος της «μικράς πλην εντίμου».
Τόσο πολύ που επέδειξε και έναν εξέχοντα ρατσισμό εναντίον των υπόδουλων που προσέβλεπαν σ’ αυτό, ρατσισμό που δύο φορές έλαβε και νομοθετική κάλυψη:
Την πρώτη με τη νομοθεσία περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, η οποία το 1844 απέκλεισε τους Έλληνες που είχαν γεννηθεί σε υπόδουλες περιοχές και εγκατασταθεί στο Ελλαδικό κράτος να διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, διάταξη που οδήγησε, μεταξύ άλλων, και στην απόλυση του Κων/νου Παπαρηγόπουλου.
Τη δεύτερη, με νόμο του 1922, πάνω στην Καταστροφή, με τον οποίο «Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι δια τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων…», απαγορεύτηκε η καταφυγή όσων από τους Μικρασιάτες είχαν επιζήσει από τους διωγμούς των Τούρκων στην Ελλάδα.
Έχομε συνηθίσει να μιλούμε για τα γεγονότα που συνέβησαν στο χώρο που σήμερα καταλαμβάνει το Ελλαδικό κράτος σα να είναι, αυτά και μόνο, τα γεγονότα της Ελληνικής ιστορίας. Ακόμα και η διαδεδομένη κρίση περί 400 χρόνων σκλαβιάς, αγνοεί ότι υπήρξαν πληθυσμοί και περιοχές που παρέμεναν υπόδουλες ήδη από τη μάχη του Μαντζικέρτ, άλλες που ελευθερώθηκαν εκατό και περισσότερα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελλαδικού κρατιδίου κι άλλες που παραμένουν ακόμα υπό ξένη κατοχή.
Και σίγουρα, οι εκτός συνόρων εναπομένοντες πληθυσμοί θεωρούνται μάλλον βάρος, όπως δείχνει η αντιμετώπιση της κυπριακής και της βορειοηπειρωτικής διάστασης του λαού μας, ενώ ο προσφυγικός ελληνισμός, αφού συκοφαντήθηκε και περιφρονήθηκε από τους ντόπιους ενσωματώθηκε υπό την αίρεση της υποστολής της πολιτιστικής του ταυτότητας. Η εξαίρεση του Ποντιακού στοιχείου επιβεβαιώνει τον κανόνα, αφού η διακριτή του ταυτότητα σώθηκε λόγω της μαζικότητάς της εγκατάστασής του σε περιοχές αγροτικές και χωριά, όπου και σήμερα συνεχίζεται η πολιτιστική του δημιουργία.
Το ελλαδικό κράτος έχει διαμορφώσει μιαν ιδεολογία που υπόρρητα διασπά την εδαφική παρουσία του Ελληνισμού σε μια «τοπική» και μιαν «εξωτική». Η αποτυχία της ολοκλήρωσης της επανάστασης του 1821 και το κάψιμο του οράματός της στο γιαγκίνι της Σμύρνης, έχει θέσει σύνορα και στο ποιος είναι ο Ελληνισμός γεωγραφικά.
Η μικρασιατική, βορειοηπειρωτική, κυπριακή διάσταση του Νέου Ελληνισμού δε θεωρείται άξια μελέτης στα πλαίσια της ελληνικής ιστορίας αλλά προσεγγίζεται ως κάτι περιθωριακό και δίχως την ανάπτυξη που επιφυλάσσεται στα υπόλοιπα τμήματα του λαού μας που κατοικούν σε τμήματα της επικράτειας της χώρας.
Σαν αποτέλεσμα, η συλλογική εμπειρία των πληθυσμών αυτών δεν ενσωματώνεται στο εθνικό συνειδητό, με αποτέλεσμα την άγνοια σε -επίσημο και μη- επίπεδο του τί έχει συμβεί πχ στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Τέτοια γνώση όμως θα οδηγούσε σε ασφαλή συμπεράσματα για το γενοκτονικό και επιθετικό χαρακτήρα της Τουρκίας, τα οποία θα λάμβανε υπ’ όψη της τόσο η εξωτερική πολιτική όσο και τα κόμματα και η κοινή γνώμη.
Αντί γι’ αυτό, έχομε απόψεις όπως του Μπαλάφα του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα το ρίσκαραν με την Τουρκία, απόψεις όμως που, πέραν της γελοιότητάς τους, περνάν υποσυνείδητα σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας γιατί η Μικρά Ασία ή η Κύπρος, φαίνονται πράγματι μακρινές κι όχι οικείες.
Το θέμα της Γενοκτονίας, δίδει ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό: Η Γενοκτονία αντιμετωπίζεται σα θέμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού μόνο και όχι όλου του λαού. Σε αντίθεση, η Αρμενία το αντιμετωπίζει σαν ένα εθνικό θέμα, που αφορά όλο το Αρμενικό έθνος, και το λαμβάνει υπ’ όψη συνολικά. Το δικό μας κράτος, το βλέπει σαν κάτι περιθωριακό και το αγνοεί στη χάραξη της πολιτικής του, εξωτερικής, εκπαιδευτικής διπλωματικής. Κι αυτό γιατί οι Αρμένιοι έχουν συνείδηση της συνέχειάς τους στο χώρο της Ανατολικής Μικράς Ασίας, ενώ εμείς καμία.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνομε ότι διαμορφώνονται δύο πόλοι σε αυτή τη διαδικασία, οι οποίοι αλληλοτροφοδοτούνται: Η άγνοια δίνει άλλοθι στην κατευναστική πολιτική, η υλοποίηση της οποίας νομιμοποιείται από την επίκληση της μη ύπαρξης συμφερόντων και δικαιωμάτων του Ελληνισμού σε συγκεκριμένες περιοχές (λόγω άγνοιας)· και η υποχωρητικότητα οδηγεί σε παγίωση της άγνοιας, αφού η άρση της θα δημιουργούσε «υποχρεώσεις» που δεν επιθυμεί να επωμιστεί το ελλαδικό κράτος: «Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα…».
Αυτή η προσέγγιση λοιπόν δεν περιορίζεται στο ιδεολογικό πεδίο· έχει απτά αποτελέσματα όσον αφορά την πολιτική του Ελλαδικού κράτους, γιατί το αποκλείει από το να διαμορφώσει σχέσεις και να επηρεάσει (στα πλαίσια μιας σοβαρής πολιτικής εννοείται) πληθυσμούς και εξελίξεις εκτός της ελλαδικής επικράτειας:
Η Κύπρος «βρίσκεται μακριά», επομένως είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς, οπότε δε μας αφορά η Κατοχή. Επιπλέον, δε μας αφορά και η Ανατολική Μεσόγειος εφόσον δε φτάνουμε μέχρι εκεί. Άρα νομιμοποιείται η απουσία μας από το μέτωπο αυτό και η εγκατάλειψη του ενιαίου αμυντικού δόγματος, και βεβαίως της Ανατολικής Μεσογείου και της Κύπρου στην Τουρκία.
Αντίστοιχα ισχύουν και για τη Βόρειο ’Ήπειρο. Η ύπαρξη μιας μειονότητας αναγνωρισμένης ως εθνικής Ελληνικής, αποτελεί βάρος για τον ελλαδικό τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής· η πολιτική μας αγνοεί τις διεθνείς συμβάσεις, αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της, ενώ υιοθετεί άκριτα τις θέσεις του Αλβανικού Εθνικισμού. Αυτό πάλι σημαίνει ότι η μειονότητα εγκαταλείπεται στις ορέξεις του Αλβανικού κράτους, και ότι η στάση μας περνά το μήνυμα ότι δε θα υπάρξει αντίδραση, εντείνοντας την ασυδοσία σε βάρος των ομογενών.
Η συνέχεια στο χώρο και η μη συνειδητοποίησή της από το ελλαδικό κράτος αφορά και άλλες παραμέτρους. Στις περιοχές που εγκαταλείψαμε με τη γενοκτονία και την ανταλλαγή των πληθυσμών δεν υπάρχουν πια χριστιανοί, υπάρχουν όμως τα μνημεία τους και ο απόηχος της παρουσίας τους είναι ακόμα εκεί.
Επιπλέον, υπάρχει ο εξισλαμισμένος πληθυσμός, τμήμα του οποίου πιθανόν και να προέρχεται από ένα προηγούμενο κρυπτοχριστιανικό στάδιο που δε μπόρεσε να αντέξει σε περισσότερες γενιές, αλλά σε κάθε περίπτωση μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της καταγωγής του και, ακόμα κι αν είναι πια μωαμεθανικός, να μη θεωρεί τον εαυτό του Τούρκο αλλά Έλληνα μουσουλμάνο.
Αυτό γίνεται ήδη σε περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, όπου ομιλούνται και τα Ρωμαίικα κατά τόπους. Μια σοβαρή πολιτική θα είχε συνείδηση αυτών των στοιχείων. Και θα διαμόρφωνε άποψη τόσο για τα μνημεία όσο και για τον πληθυσμό που έχει παραμείνει εκεί (ή ήρθε με την ανταλλαγή των πληθυσμών από την Ελλάδα, ως εξισλαμισμένος, είναι χαρακτηριστικό ότι οι Σκοπιανοί θεωρούν τους εκ Μακεδονίας Βαλαάδες εξισλαμισμένους Σκοπιανούς και τους προσεγγίζουν).
Μια στάση που θα είχε εμπεδώσει τη συνέχεια στο χώρο, δεν θα θεωρούσε ποτέ μακριά την Κύπρο. Θα επενέβαινε στην υπεράσπισή της και στην αποτροπή των πειρατικών ενεργειών της Τουρκίας. Θα απέτρεπε τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αρπαγή των περιουσιών των Βορειοηπειρωτών στη Βόρειο Ήπειρο. Θα άπλωνε ασπίδα προστασίας σε πληθυσμούς κρυπτοχριστιανικούς στη Μικρά Ασία (ο Νεοκλής Σαρρής αναφερόταν σε έγγραφα τέτοιων αδελφών μας της δεκαετίας του ’30 προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, τα οποία δεν έτυχαν καμιάς απάντησης), θα διαμόρφωνε διαύλους επικοινωνίας με σημερινούς εξισλαμισμένους πληθυσμούς που συνειδητοποιούν την καταγωγή τους και θα διεκδικούσε λόγο για τα μνημεία μας εκεί. Έτσι, θα είχε μιαν ενεργή πολιτιστική επικοινωνία και θα ενθάρρυνε την έκφραση ταυτοτήτων που είναι σήμερα καταπιεσμένες, κι ίσως αύριο να εξαλειφθούν.
Είναι σαφές ότι η παραθεώρηση της χωρικής διάστασης του Ελληνισμού οδηγεί σε κολοβωμένη τοπικά πρόσληψη της ιστορικής μας διαδρομής και εν τέλει στη διάγνωση ύπαρξης συμφερόντων του λαού μας και στο σχεδιασμό(;) της όποιας στρατηγικής μόνο σε αυτά τα πλαίσια. Αυτό δε σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να καταστεί αναθεωρητική δύναμη και να διεκδικεί εδάφη η τύχη των οποίων έχει καθοριστεί με διεθνείς συνθήκες.
Σημαίνει όμως πως μπορεί να εκφέρει λόγο σε σχέση με περιοχές όπου αναπτύχθηκε αυτόχθων ελληνικός πληθυσμός, να ενδιαφέρεται για τα δικαιώματά του ως ξεριζωμένου, για τα μνημεία του, είτε αυτά βρίσκονται εκεί είτε έχουν μεταφερθεί αλλού (πχ τα μνημεία της Περγάμου που βρίσκονται σε γερμανικό μουσείο).
Σημαίνει ότι το Κυπριακό δε μπορεί να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα του Κυπριακού κράτους, ούτε τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών σαν εσωτερικό θέμα της Αλβανίας.
Η πολιτιστική επαναπροσέγγιση των εξισλαμισμένων πληθυσμών μας, Ποντίων (που το κάνουν ήδη από μόνοι τους), Μακεδόνων, Κρητικών (που είναι πιο δύσκολο στο βαθμό που αποχώρησαν μέσα από οξύτατες συγκρούσεις αλλά εφικτό σε μεμονωμένες προς το παρόν περιπτώσεις), μπορεί να δημιουργήσει μια συναίσθηση του τί έχει προηγηθεί.
Το τουρκικό κράτος γνωρίζει αυτό που εμείς επιμένουμε να αγνοούμε, και πρέπει να μπούμε κι εμείς σε μια τέτοια λογική. Η συνειδητοποίηση έστω και μόνο από την εδώ πλευρά του Αιγαίου αυτών των παραμέτρων αρκεί για να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε την περιοχή μας, γιατί θα είναι μια άλλη περιοχή, θα πρόκειται για περιοχή του Ελληνισμού και όχι της ελλαδικής επικράτειας.
Η μάχη για την αναίρεση της χωρικής λήθης είναι μπροστά μας. Πιο αχαρτογράφητη από τη μάχη για την ελληνική διαχρονία. Πιο ασυνειδητοποίητη, ακόμα και σε μας που τα νιώθομε αυτά. Γιατί ενώ η χρονική συνέχεια έχει έρεισμα στο συλλογικό θυμικό, η γενοκτονία της λήθης που υπέστη ο λαός μας, πρόσφυγες και μη, οδήγησε στον εξοβελισμό από αυτό του πέραν της Ελλάδικής επικράτειας αυτόχθονος Ελληνισμού, πρέπει λοιπόν να τον ξαναβάλουμε στην εικόνα ισότιμα με τους Ελλαδικούς πληθυσμούς και περιοχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου