Του Γιώργου Καραμπελιά*
Κατά τα επόμενα είκοσι χρόνια, μέχρι την Άλωση του 1204, η κατάσταση επιδεινώνεται αδιάλειπτα. Όταν οι στρατιές των σταυροφόρων κατόρθωσαν να την εκπορθήσουν, στις 13 Απριλίου 1204, η Κωνσταντινούπολη είχε ήδη αλωθεί εκ των ένδον.
Η εσωτερική υπονόμευση συνίστατο κατ’ αρχάς στις αναρίθμητες διαμάχες ανάμεσα στους ευγενείς –και τη δημιουργία «κακοδαιμόνων τυραννίδων», σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη–, διαμάχες που εκμεταλλεύθηκαν επιδέξια οι Λατίνοι, με τους οποίους συμμαχούσαν οι «δυνατοί», «τῆς πατρίδος προαγωγοὶ γινόμενοι» (Χωνιάτης).
Οι διομολογήσεις στους ξένους εμπόρους είχαν υποτάξει σε τέτοιο βαθμό το Βυζάντιο, ώστε οι «Λατίνοι» διέθεταν αυτόνομα τελωνεία και εισέπρατταν δασμούς για λογαριασμό τους στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, ακόμα και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Γρηγορά, λίγο πριν από την Άλωση, οι Γενοβέζοι εισέπρατταν, από το τελωνείο τους στην Κωνσταντινούπολη, δασμούς αξίας διακοσίων χιλιάδων υπερπύρων (περίπου 100.000 χρυσών λιρών), ενώ το βυζαντινό τελωνείο εισέπραττε μόλις τριάντα χιλιάδες[1]. Το Βυζάντιο αποτελούσε ήδη ημι-αποικία και δεν απολειπόταν παρά η τελευταία πράξη του δράματος. Ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος θα εκμεταλλευθεί την Δ΄ Σταυροφορία, που είχε συναποφασίσει με τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄[2], για να επιτύχει τη διάλυση και τον διαμελισμό του βυζαντινού κράτους.
Η Άλωση θα καταγραφεί ως μία από τις μεγαλύτερες πολιτιστικές καταστροφές της ιστορίας. Καλλιτεχνικοί θησαυροί τουλάχιστον εννέα αιώνων (γιατί οι Αυτοκράτορες, ήδη από την εποχή του κτήτορος Κωνσταντίνου, είχαν μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη πολλά αρχαία μνημεία) θα καταστραφούν και θα λεηλατηθούν μέσα σε ελάχιστες μέρες. Η Πόλη έπεφτε μετά από εννιακόσια χρόνια, ενώ οι ίδιοι οι κατακτητές είχαν μείνει περιδεείς μπροστά στο κατόρθωμά τους, όπως φαίνεται από την περιγραφή του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που συμμετείχε στην πολιορκία, στο Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης:
- Τώρα μπορείτε να μάθετε πώς κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο ΠΛΟΥΣΙΑ πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ πύργους κι αυτά τα ΠΛΟΥΣΙΑ παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. [ ]
- Εκείνη τη νύχτα [12η προς 13η Απριλίου 1204], μπροστά στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου του Μονφερατικού, δεν ξέρω ποιοι άνθρωποι [ ] βάλανε φωτιά στο χώρο ανάμεσα σε αυτούς και στους Έλληνες. Και η πόλη άρχισε να αρπάζει φωτιά και να καίγεται πολύ άσχημα, όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα. Και τούτη ήταν η τρίτη πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη από τότε που ήρθανε οι Φράγκοιστην χώρα. Και υπήρχαν περισσότερα καμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας.
- Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα, [ ] από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μια μόνο πόλη[3].
Ο χρονικογράφος της Άλωσης, Νικήτας Χωνιάτης, στη Χρονικήν Διήγησίν του, θα προσδώσει ελεγειακούς τόνους σε αυτή την κοσμοϊστορική πτώση:
Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. [ ] Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους… Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού. Αυτά έκαναν αυτοί που όλα τα ξέρουν από μόνοι τους, και είναι σοφοί, και δίνουν αληθινούς όρκους, και αγαπούν την αλήθεια, και μισούν το κακό, και είναι ευσεβέστεροι και δικαιότεροι από εμάς τους Γραικούς, [ ] αυτοί που πήραν το σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών. [ ]
Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο, [ ] αφήνοντας όλους να φύγουν με ένα ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων. [ ] Κι έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν το Χριστό προς τους αλλόπιστους Λατίνους, ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι, [ ] αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα….
Τα αυθεντικά άλογα του Αγίου Μάρκου που εκτίθενται εντός της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στην Βενετία. Αντίγραφα κοσμούν την πρόσοψή του
Ο ίδιος, εγκαταλείποντας την Πόλη, αφού ξέφυγε από τους Δυτικούς αναφώνησε:
Ω Πόλη, βασίλισσα των πόλεων, ποιος μας χωρίζει από σένα, σα τη μητέρα από τα αγαπημένα παιδιά της; Τι θα απογίνουμε; Πού θα πάμε; Ποια παρηγοριά θα βρούμε ξεριζωμένοι από τον κόρφο σου; Θα γίνουμε τραγούδι και θρύλος στο στόμα των εθνών, σύντροφοι των πουλιών, εξασφαλίζοντας την τροφή μας όπως τύχει και πίνοντας αντί για νερό χολή;
Τέλος, δηλώνει πως σταματά αηδιασμένος την Ιστορία του με την Άλωση του 1204. Αρνείται να συνεχίσει ένα έργο, όπως η ιστορία, που υπήρξε η ευγενέστερη εφεύρεση των Ελλήνων, περιγράφοντας τις πράξεις των Δυτικών βαρβάρων: «Πῶς ἄν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ’ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος;». Τέλος, ένας σύγχρονός μας, ο Στήβεν Ράνσιμαν, θα γράψει:
Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει το αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του χριστιανικού πολιτισμού. Είχε γεμίσει με έργα τέχνης που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών. Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όσοι μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν για να στολίσουν τις πλατείες και τις εκκλησίες και τα παλάτια της πόλεώς των. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μία μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν και για να βιάσουν ή για ν’ ανοίξουν τα κελάρια για να πιουν. Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια, ούτε οι βιβλιοθήκες. Στη ίδια την Αγιά Σοφιά έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες να σχίζουν τις μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο, ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία. Επί τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας, ώσπου η τεράστια και ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο[4].
Χάρτης της Κωνσταντινούπολης και των τειχών της κατά την βυζαντινή εποχή
*Απόσπασμα (σσ. 129-131) από το βιβλίο του, 1204-1922, η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, τόμος Α΄, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2023, πέμπτη έκδοση.
[1] Βλ. Σπύρος Βρυώνης, «Η Μικρά Ασία από το 1071 ως το 1204», στο ΙΕΕ, ό.π., τόμ. Θ΄, σσ. 42-49, και Ν. Σβορώνος – Α. Λαΐου, «Πολιτεία – κοινωνία – οικονομία (1071-1204)», στο ίδιο, σσ. 50-73, και Κορδάτος, ό.π., σ. 609.
[2] Ο πάπας ήταν αντίθετος σε μια ενδεχόμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, διότι ήλπιζε να προσελκύσει τους Βυζαντινούς σε μια πρώτη «ένωση» των Εκκλησιών. Βλ. R. Cesi, «Η Βενετία τις παραμονές της Τέταρτης Σταυροφορίας», ΠΚ, ΙΒΑ, τόμ. Α΄.
[3] Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1990· βλ. και Μιχάλης Μερακλής, «Ο πολιτισμός της βαρβαρότητας», Αφιέρ. περ. Άρδην – «1204, οκτώ αιώνες αποικιοκρατίας», τ. 51, 2004, σσ. 30-32.
[4] Στ. Ράνσιμαν, Ιστορία των Σταυροφοριών, τόμ. Γ΄, έκδοσις ΓΕΣ, Αθήναι 1979, σ. 123.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου