Θεμέλιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και μια διαρκής υπενθύμιση του καθήκοντός μας να την υπερασπιζόμαστε.
Δρ. Κωνσταντίνα Δ. Οικονόμου, ΑρθρογράφοςΔιεθνολόγος
Τον Νοέμβριο του 1922 ο νεαρός ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, βρίσκεται στη Λωζάννη, παρακολουθώντας και καλύπτοντας τις εργασίες της διάσκεψης της Λωζάννης, η οποία είχε ξεκινήσει στις αρχές του ίδιου μήνα. Αντικείμενο και σκοπός της διάσκεψης ήταν η διαπραγμάτευση μίας νέας συνθήκης, η οποία θα αντικαθιστούσε τη συνθήκη των Σεβρών και θα τερμάτιζε τον πόλεμο μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ο Χέμινγουεϊ παρατηρεί τους ιστορικούς πρωταγωνιστές της συνδιάσκεψης, το παρασκήνιο και το προσκήνιο των διαπραγματεύσεων και αποδίδει τις εμπειρίες του, με έναν ιδιοσυγκρασιακά ειρωνικό και αμφίθυμο τρόπο, με το ποίημα «Έκαναν όλοι τους ειρήνη. Τι είναι η ειρήνη;»[1].
Η ερώτηση αυτή είναι μία από τις πολλές ερωτήσεις, οι οποίες προκύπτουν από τη μελέτη της Συνθήκης της Λωζάννης και του ιστορικού της γίγνεσθαι. Ποιον αφορά η Συνθήκη της Λωζάννης; Ποιος έχασε και ποιος κέρδισε από αυτή; Είναι μία συνθήκη που επιχείρησε να επανατακτοποιήσει παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς ή σηματοδοτεί το εναρκτήριο σημείο μίας νέας διεθνούς τάξης; Είναι μία συνθήκη διχασμένη ανάμεσα στο νομικισμό και τον πολιτικό συσχετισμό των μεγάλων διεθνών δυνάμεων; Είναι η ειρηνευτική συνθήκη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ή η συνθήκη τερματισμού του Ελληνοτουρκικού Πολέμου; Τι είναι η Συνθήκη της Λωζάννης και, τελικά, τι είναι η Συνθήκη για εμάς σήμερα;
Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι μία ιστορική διπλωματική στιγμή, η οποία ενέχει και αναπαράγει πολλαπλές, και συχνά αντικρουόμενες, νοηματοδοτήσεις. Η συνθήκη αυτή είναι ταυτόχρονα τέλος και αρχή, τραύμα και ελπίδα, ενώ πέρα από την τυπική νομική της διάσταση και τις νομικές διευθετήσεις που προέβλεπε, αλλά και το γεωπολιτικό πεδίο συσχετισμών μεγάλων, περιφερειακών και μικρών δυνάμεων που δημιούργησε, η Λωζάννη είναι ένα σημείο τομής, σχηματισμού και εκκίνησης συνεκτικών ταυτοτήτων, εθνικών, εθνοτικών, θρησκευτικών και κρατικών, διαχωριστική γραμμή μεταξύ ημών και του Άλλου, ακόμα και πεδίο, για κάποιους, μεταφυσικών ερμηνειών και υποσχέσεων. Σε κάθε περίπτωση, πέρα και πάνω από όλα αυτά, η Συνθήκη της Λωζάννης είναι μία συνθήκη ειρήνης, η τελευταία συνθήκη μίας σειράς ειρηνευτικών συνθηκών μετά το τέλος του Α’ Π.Π., ένας τραγικός και σπουδαίος ιστορικός συμβιβασμός μετά από μία δεκαετία πολεμικής βίας και φρικαλεότητας, είναι το οριστικό τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Είναι μία στιγμή ευθύνης, περισυλλογής και ανακούφισης, υπό το βάρος της ιστορίας που διέγραψε ο Α’ Π.Π. και η τελευταία πολεμική πράξη αυτού, ο πόλεμος του 1919-1922 μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η Συνθήκη της Λωζάννης, ως μέρος ενός συνόλου διεθνών πράξεων, είναι μία πολυμερής συνθήκη μεταξύ των νικητών Συμμαχικών Δυνάμεων του Πρώτου Παγκόσμιο Πολέμου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Συνθήκη αυτή, σε μεγάλο βαθμό, επέλυσε το Ανατολικό Ζήτημα, το οποίο ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, αποτελούσε ένα από τα πιο περίπλοκα και επείγοντα διεθνή προβλήματα, καθώς αφορούσε άμεσα τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων αυτοκρατορικών δυνάμεων στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Με τη Λωζάννη ρυθμίστηκε η διάλυση και η διαδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ίδρυση της Τουρκίας ως ανεξάρτητου κράτους, ενώ ταυτόχρονα καθορίστηκε η μετά-οθωμανική τάξη πραγμάτων. Μεταξύ άλλων, καθόρισε τα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, το Ιράκ και τη Συρία, καθόρισε το καθεστώς των νησιών του Βορείου Αιγαίου, επέβαλε την παραίτηση της Τουρκίας από τα δικαιώματα της επί των Δωδεκανήσων, της Κύπρου, της Λιβύης, της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Συρίας και του Σουδάν, ρύθμισε το καθεστώς των μουσουλμάνων Ιταλών της Λιβύης και των μουσουλμάνων Γάλλων της Τυνησίας και του Μαρόκου, καθόρισε και ρύθμισε το καθεστώς των Στενών.
Ακόμη, η Συνθήκη της Λωζάννης ενσωμάτωσε τη Σύμβαση της Λωζάννης της 30ης Ιανουαρίου 1923, η οποία αφορά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία αποτελεί κορυφαίο γεγονός της Συνθήκης, ένα συλλογικό τραύμα για τους πληθυσμούς που επηρεάστηκαν από αυτή, ενώ παραμένει μέχρι σήμερα ένα νομικά αμφιλεγόμενο κομβικό σημείο των ειρηνευτικών διευθετήσεων, καθώς στη βάση ανθρωπιστικών κινήτρων (Winter, 2022, p.200), κρίθηκε ως προτιμητέα η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των υποχρεωτικώς μετακινούμενων πληθυσμών, ώστε να δοθεί μία αποτελεσματική λύση στο ζήτημα του πληθυσμιακού ανταγωνισμού Ελλάδας και Τουρκίας.
Τέλος, η Συνθήκη απέκλεισε τον σχηματισμό κουρδικού κράτους, αγνόησε πλήρως το ζήτημα της Αρμενίας, ενώ χορήγησε ασυλία στους δράστες κάθε εγκλήματος, συνδεδεμένου με πολιτικά γεγονότα και τετελεσμένου μεταξύ 1914-1922.
Γίνεται αντιληπτό ότι η Συνθήκη της Λωζάννης, όχι μόνο καθόρισε και ρύθμισε ζητήματα που αφορούν τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, αλλά ουσιαστικά διαμόρφωσε ολόκληρο τον γεωπολιτικό χώρο της ανατολικής πτέρυγας της Μεγάλης Θάλασσας[2] της Μεσογείου. Η διαρκής και σταθερή εμβέλεια της Συνθήκης έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα σύνορα των χωρών που αφορούσε άμεσα, καθιστώντας την μία συνθήκη ορόσημο για τον σχηματισμό των διεθνών σχέσεων όπως τις γνωρίζουμε σήμερα.
Η αντοχή της στον χρόνο και ο διαπλαστικός γεωπολιτικός της χαρακτήρας οφείλονται στο γεγονός ότι η Συνθήκη επιβάλει εδαφικές διευθετήσεις και καθορίζει σύνορα, θεμελιώνοντας με τον τρόπο αυτό ένα αντικειμενικό καθεστώς.
Ένα αντικειμενικό καθεστώς συνόρων και κυριαρχίας, το οποίο όχι μόνο παραμένει αμετάβλητο, ακόμα και αν το ίδιο το συμβατικό κείμενο που το παράγει πάψει να ισχύει, αλλά δεσμεύει, πέρα από τα συμβαλλόμενα μέρη, με ισχύ erga omnes. Τόσο οι διατάξεις που διέπουν το δίκαιο των συνθηκών όσο και η διεθνής νομολογία, αποκλείουν την αμφισβήτηση του αντικειμενικού εδαφικού καθεστώτος της Συνθήκης της Λωζάννης, καθιστώντας κάθε κίνηση αντίθετη σε αυτή, νομικά ανυπόστατη, χαρακτηριστικό στοιχείο, το οποίο βρίσκεται στον υπαρξιακό πυρήνα του οριοθετημένου και καθορισμένου από τη Συνθήκη εδαφικού καθεστώτος, το οποίο αποτελεί τον οριστικό προσδιορισμό της κυριαρχίας επί των εδαφών της Συνθήκης.
Η Ελλάδα μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης
Για την νικήτρια του Α’Π.Π. και ηττημένη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου Ελλάδα, η Συνθήκη υπήρξε ίσως η καλύτερη δυνατή διπλωματική έκβαση μίας ταραγμένης πολιτικής και στρατιωτικής πορείας. Η Ελλάδα με τη Συνθήκη βίωσε το οριστικό, αμετάκλητο και επώδυνο τέλος της Μεγάλης ιδέας και αναγκάστηκε εντός των οριστικών, πια, συνόρων της, να αναστοχαστεί και να συγκροτήσει τη σύγχρονη εθνική της ταυτότητα, να επανανοηματοδοτήσει την έννοια και τον ρόλο της μέσω της σύνθεσης του ελληνισμού και του ελλαδισμού, καθώς και να επανατοποθετηθεί με άλλους όρους, πιο ρεαλιστικούς, στον διεθνή χώρο. Έκανε με τον τρόπο αυτό, μία αναγκαία για την επιβίωση της, ρεαλιστική στροφή, βασισμένη σε μία πραγματιστική αντίληψη των διεθνών συσχετισμών και απαλλαγμένη από μαξιμαλιστικά στρατηγικά αδιέξοδα του παρελθόντος.
Το ελληνικό κράτος, με την ενσωμάτωση των προσφύγων στον εθνικό του κορμό και τον επαναπροσδιορισμό των εθνικών και διεθνών του προτεραιοτήτων, πραγμάτωσε την εθνική, πολιτισμική και πολιτιστική του ολοκλήρωση. Τέλος, για άλλη μία φορά, μία από τις πολλές φορές στην ιστορική της πορεία, η Ελλάδα μέσα από τις οδύνες της νίκης και της ήττας επιβεβαίωσε και σφράγισε ανεξίτηλα το αδιαπραγμάτευτο ανήκειν στη Δύση και τον σεβασμό στις αρχές της δημοκρατίας, της αυτοδιάθεσης και της εθνικής κυριαρχίας.
Η Τουρκία μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης
Για την ηττημένη στον Α’ Π.Π. και νικήτρια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου Τουρκία, η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ταυτόχρονα ένα οδυνηρό τέλος και μία ευλογία. Η οριστική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιόρισε τη νέα Τουρκία σε εδάφη πολύ μικρότερα από αυτά που το αυτοκρατορικό της παρελθόν της επέτρεπε να φαντάζεται, καθώς την ανάγκασε να παραιτηθεί από κάθε αξίωση σε περιοχές, οι οποίες κάποτε ήταν υπό τον έλεγχό της. Μετά τη Λωζάννη, και η Τουρκία καλείται να οικοδομήσει μία νέα εθνική ταυτότητα, μία νέα αντίληψη του τι σημαίνει Τουρκία και νέες ειρηνικές σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού με τις γείτονες χώρες της δυτικής πλευράς του Αιγαίου και με τα διάδοχα κράτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ακόμη περισσότερο, η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν για την Τουρκία η πρώτη, και όχι η μόνη από τις πολλές που ακολούθησαν, παραινέσεις της διεθνούς κοινότητας προς αυτήν να ακολουθήσει τον δρόμο του εκδημοκρατισμού και της ελευθερίας. Η διεθνής κοινότητα με τη Συνθήκη της Λωζάννης, στην πραγματικότητα συγχώρεσε την Τουρκία για τα εγκλήματα εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ταυτόχρονα επέλεξε να αγνοήσει το γεγονός πώς κάθε άλλο παρά δημοκρατική είχε ξεκινήσει ήδη να γίνεται η κεμαλική Τουρκία. Η Τουρκία που προέκυψε από τη Συνθήκη της Λωζάννης, δεν άργησε να δείξει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν την έννοια της αυτοδιάθεσης, του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.
Η Συνθήκη της Λωζάννης και ο χαρακτήρας των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, αυτό το αντικειμενικό εδαφικό καθεστώς αποτέλεσε το οριοθετικό πλαίσιο, εντός του οποίου αποκρυσταλλώθηκαν οι εθνικές τους ταυτότητες, οι κρατικές τους υποστάσεις, η οντολογική, πολιτική και ζωτική ορμή της συγκρότησης τους ως κυρίαρχα εθνικά και κρατικά υποκείμενα. Συνολικά, η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των διμερών σχέσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Διασφάλισε την ειρήνη μεταξύ τους και, ταυτόχρονα, κατέστησε τον πόλεμο μία εξίσου επώδυνη και καταστροφική πιθανότητα και για τα δύο μέρη. Πέρα από αυτό και παρά την επιβολή μίας αμοιβαίως επωφελούς ειρήνης, η Συνθήκη λειτούργησε και ως επιβεβαίωση και επαύξηση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των σχέσεών τους. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του συγκρουσιακού χαρακτήρα είναι το γεγονός ότι νοηματοδοτείται από τις αμοιβαία αντιθετικά κατασκευασμένες εθνικές ταυτότητες των δύο χωρών κατά μήκος ενός άξονα αντίθεσης και διαφοράς.
Στον πυρήνα των σχέσεων των δύο χωρών βρίσκεται η ουσία της ταυτότητας και της αυτό-αντίληψής τους, η οποία συνοδεύεται από μια αμοιβαία αρνητική κατασκευή της ταυτότητας του άλλου. Η εθνική ιστορία και τα συλλογικά τραύματα της κάθε χώρας αποτελούν τα καθοριστικά στοιχεία μίας περισσότερο κατασκευασμένης και λιγότερο φυσικής εθνικής ταυτότητας (Hall, 1996, p.4-5), η οποία καθοδηγεί έναν ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών, ο οποίος θεωρητικά φαίνεται ότι δεν είναι μόνο ιστορικός, αλλά και αναπόφευκτος, καθώς είναι το αποτέλεσμα μιας υπαρξιακής πίστης σε μια σύγκρουση που δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Σήμερα, 100 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και σε ένα νέο ασύμμετρο διεθνές περιβάλλον, η ζωντανή και ισχυρή Συνθήκη της Λωζάννης, θα πρέπει να λειτουργήσει ως το σημείο εδραίωσης νέων, πιο εποικοδομητικών σχέσεων, ως το σημείο εκκίνησης μίας ρεαλιστικής, αμοιβαίως επωφελούς και συμβατής με το διεθνές δίκαιο επαναπροσέγγισης των δύο χωρών.
Η κληρονομιά της Συνθήκης της Λωζάννης στο διεθνές σύστημα
Η Συνθήκη της Λωζάννης αντιμετώπισε ένα εύρος ζητημάτων, τα οποία αφορούσαν όχι μόνο την άμεση γειτονιά της χώρας μας, τα Βαλκάνια και την Τουρκία, αλλά το σύνολο της Ευρώπης, τον ενιαίο γεωπολιτικό χώρο που σήμερα ονομάζουμε Ανατολική Ευρώπη καθώς και τη Μέση Ανατολή. Είναι επομένως, μία συνθήκη, η οποία επηρέασε ριζικά και διαμόρφωσε καθοριστικά το πεδίο των διεθνών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι μία συνθήκη παγκόσμια. Την ίδια στιγμή, η Συνθήκη αυτή, εντός και χάριν του ιστορικού της συγκειμένου και της χειρουργικής διπλωματικής ισορροπίας που επέτυχε, είναι αναμφίβολα μία κατάσταση και μία επίτευξη οριακή. Οριακή από την άποψη ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο του τέλους της παλαιάς αυτοκρατορικής Ευρώπης και στην αρχή μίας νέας Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, ενός νέου πολυμερούς διεθνούς συστήματος εθνικών κρατών. Εγκολπώνοντας τα διδάγματα του δεκαετούς πολέμου, αλλά και τα διδάγματα της οικονομικής εξάντλησης και της κοινωνικής εξουθένωσης των αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων, η Συνθήκη εγκαθιδρύει μία ειρήνη αναγκαία και ελπιδοφόρα, μα συνάμα εύθραυστη και μοιραία.
Το τέλος του πολέμου έφερε και την αρχή της κατάρρευσης των μεγάλων αυτοκρατοριών, ενώ σε συνδυασμό με τη δέσμευση των Συμμάχων στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, υπό την αμερικανική πίεση και τη γοητεία της γουϊλσονικής έμπνευσης Κοινωνίας των Εθνών, δημιούργησε ένα momentum εξάπλωσης του φιλελεύθερου ιδεώδους και παραδείγματος. Η Συνθήκη της Λωζάννης καταγράφει αυτή τη φιλελεύθερη τομή στο διεθνές της σύστημα και στον ιστορικό, πολιτικό και νομικό της πυρήνα, ενσωματώνει αυτό που δεκαετίες αργότερα θα περιγραφεί ως φιλελεύθερη ειρήνη και φιλελεύθερη διεθνής τάξη.
Το ερώτημα που προκύπτει, είναι αν αυτή η φιλελεύθερη στιγμή του 1923 και της Συνθήκης της Λωζάννης, αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη με προοπτική αντοχής στο χρόνο μίας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης νομιμότητας που ξεκίνησε με την Κοινωνία των Εθνών ή η αρχή του τέλους της.
Εξετάζοντας τις δύο φάσεις του ευρύτερου χρονολογίου του Μεγάλου Πολέμου, διαπιστώνουμε ότι από το 1914 μέχρι το 1918 συγκρούονται απευθείας μεταξύ τους οι μεγάλες αυτοκρατορικές δυνάμεις, ενώ από το 1919 και μέχρι το 1922 η σύγκρουση αποκεντρώνεται και μετατοπίζεται προς την περιφέρεια, ενώ ταυτόχρονα αναδιοργανώνεται σε έναν ιδιότυπο πόλεμο διά αντιπροσώπων, όπου οι μεγάλες δυνάμεις, αδυνατώντας, πλέον, να συνεχίσουν να ανταποκρίνονται στο οικονομικό κόστος και στο κόστος ανθρώπινου δυναμικού μίας άμεσης σύγκρουσης μεταξύ τους, συνεχίζουν να διεξάγουν πόλεμο, αλλά αυτή τη φορά μέσω των μικρότερων κρατών που έχουν στη σφαίρα επιρροής τους.
Παράλληλα με τις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων, στην καρδιά των συγκρούσεων του 1918 – 1922 βρίσκεται ο αγώνας για εθνική κυριαρχία, για πληθυσμιακή ενότητα, για αυτοδιάθεση. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η δεύτερη φάση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σε μικροσκοπικό επίπεδο, η κατάρρευση του παλαιού αυτοκρατορικού συστήματος και η εξάπλωση της ιδέας της αυτοδιάθεσης των λαών, αποτελεί την εκδήλωση της εναντίωσης των αποικιοποιημένων λαών της Ανατολικής Ευρώπης, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής σε εθνικό, εθνοτικό, θρησκευτικό, ακόμα και ταξικό επίπεδο, στο μεταπολεμικό ηγεμονικό σύστημα, όπως αυτό προέκυψε μετά το 1918.
Παρά την στροφή αυτή του πολέμου προς μία κατεύθυνση εθνική και περιφερειακή, θα ήταν, τουλάχιστον, αφελές να θεωρήσουμε ότι οι μεγάλες δυνάμεις έπαψαν να έχουν και να προωθούν τις αυτοκρατορικές τους φιλοδοξίες και προτεραιότητες καθ’ όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων του Α’Π.Π.. Η τελική πολεμική σύγκρουση, ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς επρόκειτο για την τελική φάση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για επιρροή, έλεγχο και προώθηση συμφερόντων στα εδάφη και στη διάδοχη κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Συνθήκη της Λωζάννης, με τα πολλαπλά της νοήματα, ήταν ένα ακόμα πεδίο αποκάλυψης, διαπάλης και εφαρμογής των συσχετισμών δυνάμεων της παλαιάς και της νέας Ευρώπης, το πεδίο της ευαίσθητης ισορροπίας μεταξύ των νικητών και των ηττημένων.
Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς, ότι η Ευρώπη το 1923, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, είχε χαρακτηριστικά, τα οποία θύμιζαν την Ευρώπη μετά το Συνέδριο της Βιέννης του 1814-1815, τον αποκατεστημένο κόσμο (Kissinger, 2013) της Ευρώπης του 19ου αιώνα, με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να προσπαθούν να θεμελιώσουν μία ανθεκτική ειρήνη.
Από το 1924, η Ευρώπη απολάμβανε σχετική ειρήνη και σταθερότητα, η οποία, αν και προέκυψε περισσότερο από την καταστροφή και το ασύμφορο κόστος του πολέμου παρά από κάποια οικουμενική μετατόπιση προς τις αξίες της ειρήνης και της νομιμότητας, ήταν απαραίτητη για την οικονομική και κοινωνική επιβίωση της ηπείρου. Κυρίαρχα εθνικά κράτη διατηρούσαν ειρηνικούς δεσμούς εντός ενός υπό διαμόρφωση, πιο συμμετοχικού και πιο συμμετρικού διεθνούς συστήματος, το οποίο χαρακτηριζόταν από μία σχετική ισορροπία δυνάμεων και από ένα διπλωματικό σύστημα υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ευελπιστούσε να λειτουργήσει ως δύναμη εγγυητική για την ειρήνη, τον αφοπλισμό και τη συλλογική ασφάλεια εντός ενός πλαισίου κανόνων και αξιών.
Ήταν οι αξίες της αυτοδιάθεσης, της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας ως το ιδανικό μοντέλο κρατικής διακυβέρνησης, τα συστατικά στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών και η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν μέρος εκείνου του ιστορικού και φιλελεύθερου κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, το οποίο τη διαμόρφωσε και το οποίο αντανακλάται στο σύνολο των διεθνών πράξεων που την απαρτίζουν. Υπό αυτή την έννοια, η Συνθήκη της Λωζάννης και η ειρήνη, την οποία αυτή έφερε, ήταν ο αντικατοπτρισμός ενός νέου φιλελεύθερου κόσμου, ο οποίος πάσχιζε να προκύψει από τις στάχτες του πολέμου.
Ωστόσο, τα γεγονότα που ακολούθησαν τη Συνθήκη, η κατάληψη της Κέρκυρας, μόλις έναν μήνα μετά την υπογραφή της συνθήκης, από την Ιταλία του Μουσολίνι, η οικονομική κρίση του 1929 και η σαρωτικά επελαύνουσα παλινδρόμηση της Ευρώπης προς τον πόλεμο και την καταστροφή με την άνοδο του ναζισμού, έδειξαν ότι η ειρήνη και το νέο διεθνές σύστημα που προέκυψαν μετά τον Α’Π.Π. και τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν ήταν μόνο ιδιαιτέρως εύθραυστα, αλλά και εξαιρετικά βραχύβια.
Επιχειρώντας μία περισσότερο μακροσκοπική θεώρηση του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου της Συνθήκης εντός του σύντομου 20ου αιώνα (Hobsbawm, 1994), οφείλουμε να επισημάνουμε μία ακόμα πτυχή της πολυσήμαντης αυτής Συνθήκης, η οποία συχνά παραβλέπεται λόγω, μάλλον, της εμπεδωμένης μας εμπειρίας της ειρήνης και της ευημερίας που γνώρισε η Ευρώπη τα χρόνια μετά τον Β’Π.Π.. Η Συνθήκη της Λωζάννης, ως το νομικό κείμενο που ήρθε να αντικαταστήσει τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία είχε εκ των πραγμάτων καταστεί κενό γράμμα, αποδεικνύει με τρόπο τραγικό πώς μία ειρηνευτική συνθήκη μπορεί να κουρελιαστεί με βία και αιματοχυσία. Η τραγωδία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου και η Συνθήκη της Λωζάννης στην πραγματικότητα αποτελούν το πολιτικό και διπλωματικό επιστέγασμα της διά της βίας αναθεώρησης προγενέστερων συνθηκών ειρήνης.
Η διεθνής τάξη, τα ευρωπαϊκά κράτη δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν μία ειρήνη σταθερή και ισχυρή μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η Συνθήκη της Λωζάννης δεν αποτελεί εξαίρεση αυτής της αποτυχίας. Υπό αυτό το πρίσμα και υπό το βάρος της κατάρρευσης της Συνθήκης των Σεβρών, η Λωζάννη είναι μία συνθήκη του πολιτικού ντετερμινισμού του νόμου του ισχυρότερου, η οποία έθεσε ένα επικίνδυνο παράδειγμα: πως οι αλυτρωτικές εξάρσεις και ο αναθεωρητισμός μπορούν να κομματιάσουν, να καταστρέψουν και να αναθεωρήσουν τις μεταπολεμικές συνθήκες ειρήνης όχι μόνο στο επίπεδο του πολέμου, αλλά και στο επίπεδο της διπλωματίας. Με αυτόν τον τρόπο, η Συνθήκη της Λωζάννης άνοιξε την πόρτα των καταστροφικών αναθεωρητικών δυνάμεων, υπονομεύοντας έτσι την μεταπολεμική ειρήνη που η ίδια εγκαθίδρυσε.
Η Λωζάννη μας υπενθυμίζει πως πέρα από τις νομικές διευθετήσεις και τα πολιτικά ευχολόγια, ο σπόρος του πολέμου ενδέχεται να υποφώσκει σε κάθε συνθήκη ειρήνης. Αυτό απέδειξε ο Μουσταφά Κεμάλ και οι δυνάμεις του, όταν αναθεωρούσε και ξαναέγραφε τη συνθήκη ειρήνης των Σεβρών στο πολεμικό πεδίο.
Μία απόπειρα σύντομης αποτίμησης
Παρά τις αδυναμίες και τα ίχνη μίας επικίνδυνης αναθεωρητικής δυναμικής που άφησε, χαρακτηριστικές εκφάνσεις άλλωστε, της ιστορικής και πολιτικής πραγματικότητας που την γέννησε και των δομικών αντιφάσεων το νεοσύστατου και εκκολαπτόμενου φιλελεύθερου διεθνούς συστήματος που την πλαισίωνε, η Συνθήκη της Λωζάννης είχε ένα άμεσο και αδιαμφισβήτητο θετικό αποτύπωμα: τερμάτισε μία δεκαετία πρωτοφανούς πολεμικής βίας και προσέφερε στην πολύπαθη Ευρώπη σχεδόν μία εικοσαετία ειρήνης και σχετικής σταθερότητας. Ήταν η απαρχή ενός μετά-αυτοκρατορικού κόσμου, ενός κόσμου πιο δημοκρατικού και πιο συμμετοχικού, ήταν η στιγμή κατά την οποία έννοιες όπως η εθνική κυριαρχία, η αυτοδιάθεση των λαών και η ιδιότητα του πολίτη σε αντίθεση με την ιδιότητα του υπηκόου, βρέθηκαν στο κέντρο μίας παγκόσμιας συζήτησης και διαπάλης, στο προσκήνιο των μεγάλων αλλαγών, οι οποίες αρκετές δεκαετίες αργότερα, μετά το τέλος του Β΄Π.Π., θα γίνονταν η εξελικτική δύναμη του φιλελεύθερου διεθνούς συστήματος. Εν τέλει, ήταν μία άσκηση λεπτής διπλωματικής ισορροπίας, η οποία, αν μη τι άλλο, εξασφάλισε ότι κανείς δεν έφυγε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων απολύτως ικανοποιημένος.
Για την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, όχι μόνο δημιούργησε ένα αντικειμενικό εδαφικό καθεστώς, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα, αλλά διαμόρφωσε μία ειρήνη, η οποία αντέχει και διαρκεί και θα πρέπει να συνεχίσει να διαρκεί. Από αυτή την άποψη, η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν μία απολύτως ρεαλιστική στιγμή της διεθνούς κοινότητας, καθώς έδειξε ότι, τελικά, ο πόλεμος δεν είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή επίλυσης των διαφορών, καθώς επιφέρει μαζί του ένα τεράστιο κόστος σε πολλαπλά επίπεδα. Είναι αυτή η διαπίστωση που καθιστά την ειρήνη ανθεκτική.
Οι αναθεωρητικές δυνάμεις στη γειτονιά μας, όμως, δεν σταματούν να προκαλούν και να χρησιμοποιούν τη Συνθήκη με τρόπο καταχρηστικό. Από την άλλη, για την Ελλάδα, η Συνθήκη ήταν μία στιγμή ενηλικίωσης, μία στιγμή ευθύνης και διεθνούς νομιμότητας. Αυτό εξακολουθεί να είναι και σήμερα, καθώς η Ελλάδα τιμά και υπερασπίζεται τη Συνθήκη της Λωζάννης καθημερινά. Για την Ελλάδα η Συνθήκη είναι η πυξίδα της διεθνούς νομιμότητας, το θεμέλιο της εξωτερικής πολιτικής και ο οδηγός της συνεπούς προσήλωσης της χώρας στις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Βιβλιογραφία
Dziewanowski-Stefańczyk, Bartosz, and Jay Winter. A New Europe, 1918-1923: Instability, Innovation, Recovery, Routledge, London ; New York, 2022.
Hall, S. (1997). Introduction: Who Needs “Identity”? In S. Hall, & P. D. Gay (Eds.), Questions of Cultural Identity. London: Sage Publications.
Hobsbawm, E. J. Age of Extremes: The Short Twentieth Century, 1914-1991. Michael Joseph, 1994.
Kissinger, Henry. A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace 1812-1822. Echo Point, 2013.
Mazower, Mark. Dark Continent Europe’s Twentieth Century, Penguin Books, London, 2008.
Tsakonas, P. I. The Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish Relations: Grasping Greece’s Socialization Strategy, Palgrave Macmillan, Basingstoke, 2010.
Tusan, Michelle Elizabeth. The Last Treaty: Lausanne and the End of the First World War in the Middle East, Cambridge University Press, Cambridge, United Kingdom, 2023.
Winter, Jay. The Day the Great War Ended, 24 July 1923 the Civilianization of War. Oxford University Press, 2022.
[1] Ποίημα το αμερικανού συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ, το οποίο δημοσιεύθηκε την άνοιξη του 1923 στο λογοτεχνικό περιοδικό The Little Review. https://hcommons.org/deposits/item/hc:28847/
[2] Μεγάλη Θάλασσα, όρος, ο οποίος στην Παλαιά Διαθήκη αναφερόταν στη θάλασσα της Μεσογείου. Για μία εκτενή ιστορική ανάλυση της ανθρώπινης ιστορίας της μεγάλης θάλασσας της Μεσογείου, βλέπε το βιβλίο του David Abulafia, The Great Sea: A Human History of the Mediterranean.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου