Η Τουρκία σε κάθε κίνηση της αξιοποιεί την οθωμανική στρατηγική της πολιορκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Αλέξανδρος Ιτιμούδης, ΑρθρογράφοςΓεωπολιτικός αναλυτής
Κάποιος ο οποίος θα επιδιώξει να ερμηνεύσει την συμπεριφορά της Τουρκίας αναγκαστικά θα στραφεί στο οθωμανικό παρελθόν της, εφόσον το σύγχρονο τουρκικό κράτος έχει ακραιφνώς υιοθετήσει μία νέο-οθωμανική γεωστρατηγική προκειμένου να πετύχει περιφερειακή ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο. Έπειτα με συνδυασμό γεωπολιτικής και άλλων επιστημονικών πεδίων (εθνολογία, θρησκειολογία κ.α.) ο συγκερασμός που προκύπτει φανερώνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απρόβλεπτο δρώντα, αλλά αντιθέτως με έναν απολύτως προβλέψιμο (κατά Δ.Σταθακόπουλο).
Ο Οθωμανός ναύαρχος Πίρι Ρεΐς, το όνομα του οποίου έχει δοθεί και σε υποβρύχιο του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας, είχε συγγράψει ένα εγχειρίδιο κατακτητικής ναυσιπλοΐας, με το όνομα Μπαχριγιέ, το οποίο αποτελεί έναν οδηγό κατάκτησης των νησιών του Αιγαίου, μέσω της επίκλησης βυζαντινών χαρτών και περιγραφής του γεωφυσικού τοπίου. Εκεί ο Πίρι Ρεΐς με έναν απόλυτα κυνικό και σκληρό τρόπο εξέφραζε την στρατηγική νοοτροπία του οθωμανικού κράτους η οποία συνίστατο στην αρπαγή και βίαιη κατάληψη των ελληνικών νησιών. Δύο βασικά σημεία πρέπει να κρατήσει ο αναγνώστης για αυτό το βιβλίο τα οποία αναφέρει ξεκάθαρα ο Πίρι Ρεΐς:
Πρώτον, δηλώνει ξεκάθαρα πως τα νησιά σε σχέση με τις απέναντι ακτές της Τουρκίας θεωρούνται κέντρο και ανήκουν στην Ρουμελία (κυρίως Ελλάδα) ως μεγάλη ενότητα. Τα νησιά δηλαδή δεν αποτελούν προέκταση της Μικράς Ασίας αλλά η Μικρά Ασία είναι απέναντι από τα νησιά. Αυτό ουσιαστικά έρχεται να καταρρίψει τον σύγχρονο ισχυρισμό των Τούρκων πως τα νησιά του Αιγαίου αποτελούν προέκταση των ακτών της Τουρκίας. Αυτό είναι κάτι που οι Έλληνες διπλωμάτες θα έπρεπε να είχαν υπόψη τους.
Το δεύτερο σημείο είναι οι πολλές αναφορές του συγγραφέα περί «εποχές προγόνων» όταν αναφέρεται στα εδάφη που ακόμη δεν κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς. Έμμεση παραδοχή γνώσεως της ελληνικής καταγωγής του; Πολύ πιθανόν, εάν αναλογιστούμε πως όλοι σχεδόν οι Οθωμανοί ναύαρχοι κατάγονταν από εκτουρκισμένους Έλληνες, με πολλούς από αυτούς να προέρχονται από τις παράλιες περιοχές της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Αιώνες αργότερα το 2001, ο στρατηγός Αττίλα Ατές, τότε διοικητής των Τουρκικών Πολεμικών Ακαδημιών, έγραφε, εξ αφορμής της έκδοσης εκθέσεως 150 σελίδων με θέμα το πρόβλημα του Αιγαίου, πως «καμία νομική αντίληψη και κανόνας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της Τουρκίας στα χωρικά της ύδατα και την απομόνωση της από την θάλασσα που επί εκατοντάδες χρόνια χρησιμοποιούσε μόνη της και με την οποία έχει άρρηκτους δεσμούς γεωγραφικής, ιστορικής, οικονομικής, κοινωνικής υφής και δεσμούς ασφαλείας.»
Καθίσταται εμφανές στον σύγχρονο αναγνώστη η ιστορική συνέχεια και απόλυτη ταύτιση των δύο απόψεων, οι οποίες συγκροτούν την τουρκική σκέψη μέσα σε μία απλοϊκή ανάγνωση των καταστάσεων από την οποία η Τουρκία δεν κατόρθωσε να ξεφύγει ποτέ.
Εάν σε αυτά τα ιστορικά κείμενα τώρα συμπεριλάβουμε και την πραγματολογία που προσφέρει η γεωπολιτική ανάλυση μέσα από ένα πλέγμα δεικτών, μπορούμε εύλογα να διαπιστώσουμε μία τάση για επαναφορά της Τουρκίας σε μία επεκτατική διάταξη δυνάμεων, κυρίως απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, μέσα από ένα συνδυασμό νομικών και εδαφικών τετελεσμένων.
Η Τουρκία ήδη έχει καταστήσει την Λιβύη ως κράτος-εξάρτημα της έπειτα από την τελευταία συμφωνία που υπέγραψε ο Ερντογάν, και που προσδίδει στις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις που σταθμεύουν εκεί σχεδόν απεριόριστες εξουσίες (μη υπαγωγή σε φορολογία, απαλλαγή από το νομικό καθεστώς της Λιβύης, κρατική χρηματοδότηση, χρήση εξοπλισμού κ.α.), προσπαθεί να επικαλείται συνέχεια το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, ενώ διαθέτει και ναυτική βάση στην Αλβανία, ακριβώς στα μετώπισθεν της Ελλάδας.
Στην περίπτωση της Κύπρου από την άλλη η Τουρκία έχει αναβαθμίσει το αεροδρόμιο του Λευκόνικου σε βάση μη επανδρωμένων αεροσκαφών τα οποία διενεργούν κατασκοπευτικές ενέργειες (βλ. ανάλυση του υποψήφιου διδάκτορα Γεωπολιτικής, Θ.Νικολοβγένη) ενώ οι τουρκικές δυνάμεις έχουν εγκαταστήσει νέες μονάδες καταδρομών στα παράλια απέναντι από το νησί (πληροφορία από τον στρατηγό ε.α. Λάζαρο Καμπουρίδη). Βλέπουμε λοιπόν ότι η Τουρκία θεωρεί το κεκτημένο του 1974 προϊόν της παράνομης εισβολής, ως ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στην Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο όχι μόνο δεν έχει σκοπό να παραδώσει (ψηφίσματα του ΟΗΕ), αλλά αντιθέτως προσπαθεί να επεκτείνει.
Η Τουρκία σε κάθε κίνηση της αξιοποιεί την οθωμανική στρατηγική της πολιορκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, μέσω του στρατιωτικού πυλώνα, ενώ σε ευρύτερο επίπεδο στρατηγικής είτε με το καλό είτε με το άγριο παίρνει με το μέρος της τους πληθυσμούς που βρίσκονται στα σύνορα της Ελλάδα (Αλβανούς, Σκοπιανούς), αξιοποιώντας το Ισλάμ και το οθωμανικό παρελθόν της περιοχής (πυλώνας Πολιτισμού/Πληροφορίας). Η στρατηγική αυτή αποτελεί μετάγγιση της παλαιάς οθωμανικής πρακτικής η οποία άλωσε τα Βαλκάνια και κατέστησε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως ένα περικυκλωμένο, περιορισμένο κράτος.
Όσον αφορά το θαλάσσιο επίπεδο, είναι φανερό πως η Τουρκία θέλει να αναιρέσει το θαλάσσιο στρατηγικό βάθος της Ελλάδας, το οποίο αποτελεί την τελευταία γραμμή άμυνας της χώρας και το μεγάλο πλεονέκτημα έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Αυτό το προσπαθεί μέσω νομικών τετελεσμένων (τουρκολιβυκό μνημόνιο), αμφισβήτησης των κινήσεων της Ελλάδας (βλ. θαλάσσια πάρκα, ΑΟΖ) ενώ σχεδιάζει ένα ναυτικό πρόγραμμα καθέλκυσης πλοίων και υποβρυχίων.
Εκτιμώ πως η Τουρκία μέχρι και το 2030 θα επιδιώξει να βρει ένα «κενό ασφαλείας» το οποίο στην περίπτωση της Ελλάδας πιθανώς να πάρει την μορφή κοινωνικής εσωτερικής αστάθειας λόγω οικονομικής καχεξίας, η οποία θα λάβει και πολιτικές διαστάσεις. Και στην περίπτωση των Ιμίων και στην Κύπρο η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε τέτοιες ακριβώς καταστάσεις. Εάν το βρει πιθανώς θα προχωρήσει σε μικρό τετελεσμένο, ίσως συνοδευόμενο από συνδυαστικές κινήσεις λαθρομεταναστών και ενόπλων δυνάμεων.
Το ζήτημα είναι η Ελλάδα θέλει να αναγνώσει επιτέλους ορθά το που το πάει η Τουρκία; Η στρατιωτική ενίσχυση ήδη καθυστερεί, ενώ ο χρόνος είναι λίγος. Επιπλέον η Ελλάδα καλείται να ενημερώσει σοβαρά τον πληθυσμό της για την κατάσταση που επικρατεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Χωρίς κινητοποίηση του πληθυσμού το χάσμα μεταξύ αυτού και της πολιτικής ηγεσίες δύναται να καταστεί τροχοπέδη σε οποιαδήποτε κίνηση ενότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου