Η δημόσια παρέμβαση του Θάνου Ντόκου, Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στο τεύχος 148 του περιοδικού «ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ» που εκδίδει ο Σύνδεσμος Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ), που αναδημοσίευσε στον ΔΟΥΡΕΙΟ ο καλά ενημερωμένος συνάδελφος Σάββας Βλάσσης, έχει αυτονόητο ενδιαφέρον.
Αρχικά, διότι καλό -εκτός από απαραίτητο- είναι να γνωρίζουμε επισήμως πως σκέπτεται ένα πρόσωπο με τη θεσμική θέση που κατέχει ένας εγνωσμένου κύρους επιστήμονας του ευρύτερου χώρου των διεθνών σχέσεων που συμβουλεύει τον πρωθυπουργό της χώρας. Δευτερευόντως όμως, διότι δίνει την ευκαιρία διατύπωσης ερωτημάτων και έγερσης ενστάσεων.
Ζούμε σε μια χώρα, το πολιτικό σύστημα της οποίας, ολοένα και περισσότερο δεν αρέσκεται ιδιαίτερα στη δημόσια συζήτηση. Στην πράξη, ενδυναμώνεται κάθε μέρα που περνά η πεποίθηση ότι τα θέματα εθνικής ασφαλείας αποτελούν το προνομιακό πεδίο ορισμένων «πεφωτισμένων», οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν το αποκλειστικό προνόμιο και την ευθύνη του χειρισμού τους και μάλιστα με πλήρη αδιαφάνεια. Κι αυτό συμβαίνει σε πλήρη αντίθεση με ό,τι ισχύει στις δυτικές κοινωνίες, μέρος των οποίων υποτίθεται πως είναι και η ελληνική.
Η συνήθης δικαιολογία που επικαλούνται για να παρουσιάσουν την κατάσταση αυτή ως φυσιολογική,, είναι το «εθνικό απόρρητο». Σε μια χώρα που πάσχει από κραυγαλέα απουσία «κουλτούρας ασφαλείας» (security culture), επιλέγονται οι πολιτικά βολικές μεγαλοστομίες και τα αφηγήματα. Οι πολιτικοί προϊστάμενοι όμως αρνούνται πεισματικά να ακολουθήσουν το αυτονόητο: Να επιχειρήσουν να υποστηρίξουν τις απόψεις τους δημόσια, στο πλαίσιο συνεντεύξεων και να επιχειρήσουν να απαντήσουν σε διευκρινιστικές ερωτήσεις δημοσιογράφων και ειδικών.
ΣΕΑ δίχως… ΣΕΑ γίνεται;
Ίσως διότι αυτή η δημοσιότητα στοίχισε τη θέση στον πρώτο Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, αντιναύαρχο ε.α. Αλέξανδρο Διακόπουλο, αναπληρωτής του οποίου και μετέπειτα αντικαταστάτης του ήταν ο Δρ. Θάνος Ντόκος. Με την ευκαιρία βέβαια να επισημανθεί, ότι η θέση εξακολουθεί να μην έχει την ουσία και το περιεχόμενο που συνηθίζεται σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου και όχι μόνο. Φέρουν τον τίτλο, όμως απουσιάζει επιδεικτικά ο θεσμός του οποίου θα έπρεπε να εκπροσωπούν: Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.
Κατά συνέπεια, απαξιώνεται η θέση, αφού υποχρεωτικά διατυπώνονται προσωπικές απόψεις και θέσεις – ασχέτως της αναμφισβήτητης ακαδημαϊκής και επαγγελματικής επάρκειας και αξίας των προσώπων. Όχι το αποτέλεσμα της παραγωγής επεξεργασμένης θεσμικά εθνικής πολιτικής στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Χρειάζεται άραγε να αναφερθεί κανείς στις ισχυρές και παραδοσιακές γραφειοκρατικές ενστάσεις τόσο από το υπουργείο Εξωτερικών όσο και από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας στην προοπτική ίδρυσης Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας;
Πεφωτισμένοι
Να αναφερθούμε δηλαδή στη συστημική παθογένεια όπου άπαντες θεωρούν τους ανωτέρω θεσμούς ως προσωπικό «βιλαέτι» και προνομιακό χώρο άσκησης προσωπικής πολιτικής; Ή μήπως να υπενθυμιστεί κάτι που έχει υποστηριχτεί και στο παρελθόν από τον υπογράφοντα, ότι η χώρα τελεί υπό την ομηρία των στερεοτύπων και προκαταλήψεων προβεβλημένων πολιτικών ανδρών και γυναικών που αναλαμβάνουν τους θώκους;
Όποτε διατυπώνονται ενστάσεις για την ακολουθούμενη πολιτική, παρουσιάζεται το εξόχως εξοργιστικό φαινόμενο η εκάστοτε πολιτική ηγεσία να προσποιείται ότι δεν ακούει και δεν αντιλαμβάνεται. Ακόμα πιο προβληματικός έχει καταστεί ο χώρος των εξοπλιστικών πρωτοβουλιών, με βασικότερη παράμετρο την αδιαφορία για το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο.
Το καταπατούν συστηματικά και σε μια προσπάθεια να καλύψουν τα νώτα τους απλά φέρνουν νόμο στη Βουλή για την κύρωση των συμβάσεων που υπογράφουν! Προφανής στόχος είναι το να αποφύγουν νομικές περιπλοκές και δια της διάχυσης των ευθυνών στην εθνική αντιπροσωπεία να διασφαλιστεί η αποφυγή ανάληψης των ευθυνών ή και ακόμα της λογοδοσίας.
Καταπατούν βάναυσα την κοινή λογική που υπαγορεύει ότι μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών τις οποίες προβλέπει η νομοθεσία, η χώρα έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους υποψήφιους προμηθευτές, με τελικό στόχο να συμπιεστεί το κόστος προμήθειας και να μεγιστοποιηθεί η επιστροφή σε τεχνολογικούς όρους και γενικότερα εμπλοκή, της εγχώριας αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Είτε πρόκειται για δημόσια ελεγχόμενες είτε για ιδιωτικές βιομηχανίες.
Σε αυτή την περίπτωση, το «εθνικό απόρρητο» αντικαθίσταται από το «εθνικώς επείγον»… Αξιοποιείται ως επιχείρημα – δικαιολογία, το ότι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η χώρα παραμέλησε τις Ένοπλες Δυνάμεις για υπερδεκαετή περίοδο. Κι αν αυτό ίσχυε σε κάποιες αρχικές – κομβικής σημασίας εξοπλιστικές επιλογές, ουδείς μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει για ποιον λόγο αυτή η πρακτική έχει μονιμοποιηθεί, δείχνει να συνεχίζεται… στο διηνεκές και δεν υπάρχει ούτε επαναφορά στην κανονικότητα της τήρησης του νομικού πλαισίου, ούτε πρωτοβουλία αλλαγής του!
Στο άρθρο του Θάνου Ντόκου, διαπιστώνεται η πεποίθηση ότι… χωρίς μάλιστα αμφισβήτηση, «έχει επιτελεστεί, τα τελευταία χρόνια, σημαντικό έργο στον τομέα της Εθνικής Άμυνας». Παντού βλέπει μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις «με έμφαση στην αμυντική βιομηχανία και την καινοτομία, την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού»!
Δυστυχώς όμως για την εθνική άμυνα, η πραγματικότητα, όπως θα αναλυθεί σε επόμενες αναφορές του DP, διαψεύδει με ηχηρό και αδιαμφισβήτητο τρόπο τα αναφερόμενα από τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας και τα καθιστά εικονική πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου