Η ιστορική μυθοπλασία ήταν δημοφιλής στους Έλληνες: προκειμένου να αποκτήσει κύρος το έργο τους ή μια πόλη, τα απέδιδαν σε μορφές ή ρίζες του παρελθόντος. Αρχαίες πόλεις συγκροτούσαν τις γενεαλογίες τους μέχρι τον πρώτο ιδρυτή τους, που συνήθως απέδιδαν και αφιέρωναν σε κάποιο θεό, ήρωα ή απόγονο ενός μεικτού γάμου θεού με θνητή. Οι αιτιολογικοί αυτοί μύθοι ανίχνευαν και αφηγούνταν την αρχή (ίδρυση) της πόλης, εξυπηρετούσαν την ανάγκη της κοινότητας για μια συγκεκριμένη και διακριτή πολιτική ταυτότητα, χάρη στην οποία η κάθε πόλη θα είχε την προσωπικότητά της, θα ήταν ηθικό πρόσωπο, μέλος με πλήρη δικαιώματα στην κοινωνία των πόλεων. Με αυτή την έννοια, ο αιτιολογικός μύθος γίνεται πολιτική ιδεολογία, ενώ οι μυθικοί τίτλοι της πόλης χρησίμευαν στον καθορισμό των δυναμικών σχέσεων· μαζί με τις μυθικές συγγένειες μεταξύ των πολιτειών, συνιστούσαν διπλωματικό επιχείρημα, το οποίο ακυρωνόταν, όταν μια συμμαχία ή η ανατροπή της στηριζόταν σε επίκαιρα συμφέροντα.
Την τακτική αυτή ακολούθησαν και οι Μακεδόνες βασιλείς, οι οποίοι τεκμηρίωσαν την ελληνική καταγωγή και την παλαιότητα του οίκου τους μέσα από το γενεαλογικό τους δέντρο, το οποίο διαμορφώθηκε τον 5ο αι. π.Χ., ενώ προσθήκες κατά τον 4ο αι. π.Χ. συμπλήρωναν τα «κενά». Πρόκειται για σύνθετο γενεαλογικό δέντρο, με πολλές λεπτομέρειες και παραμέτρους. Διότι όσο νεότερη είναι μια δύναμη και ισχυρότερη θέλει να γίνει τόσο πιο περίπλοκο είναι το μυθολογικό πλέγμα που συνθέτει, προκειμένου να διεκδικήσει, μέσα από τους μυθολογικούς της τίτλους, τη θέση της στο από παλιά διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό και να ανατρέψει ισχύουσες ισορροπίες. Γι’ αυτό και «ο ισχυρισμός του Μακεδονικού βασιλικού οίκου ότι είχε αρχαία καταγωγή πιστοποιείται πολύ πιο καθαρά από τον ισχυρισμό οποιουδήποτε άλλου βασιλικού οίκου στην Ελλάδα» (Hammond, 1995, τ. Α’, 11).
Αντίστοιχη ήταν και η προσπάθεια του βασιλικού οίκου των Λυγκηστών, στην Άνω Μακεδονία, [Χάρτης 2] να διακηρύξουν μια απ’ ευθείας καταγωγή από τη μυθική περίοδο της Ελλάδας, και μάλιστα από τους Βακχιάδες, το ηγεμονικό γένος της Κορίνθου, που κι αυτό καταγόταν από τον Ηρακλή, ήταν δηλαδή Ηρακλείδες, οπότε οι δύο βασιλικοί οίκοι, των Μακεδόνων και των Λυγκηστών, συνδέονταν στενά μεταξύ τους με δεσμούς πατρογονικής συγγένειας.
[ο Αλέξανδρος Α’ ο Μακεδών, πριν εφαρμόσει σχέδιο εξόντωσης, απευθύνεται σε Πέρσες, οι οποίοι, κάτω από την επίδραση του κρασιού, φέρονται άπρεπα και καταπατούν τους ελληνικούς νόμους της ευπρέπειας και της φιλοξενίας]
πρὸς δὲ καὶ βασιλέϊ τῷ πέμψαντι ἀπαγγείλητε ὡς ἀνὴρ Ἕλλην, Μακεδὼν ὕπαρχος, εὖ ὑμέας ἐδέξατο.
[…] να πείτε στον βασιλιά [των Περσών] που σας έστειλε πως ένας Έλληνας [ο Αλέξανδρος Α’ ο Μακεδών], αυτός που αντιβασιλεύει στους Μακεδόνες, σας καλοδέχτηκε»
(Ηρόδοτος 5,20)
[ο Αλέξανδρος Α’ ο Μακεδών πριν από τη μάχη των Πλαταιών απευθύνεται στους Αθηναίους]
οὐ γὰρ ἂν ἔλεγον, εἰ μὴ μεγάλως ἐκηδόμην συναπάσηςτῆς Ἑλλάδος·αὐτός τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον, καὶ ἀντ’ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα.
Δεν θα μιλούσα αν δεν ενδιαφερόμουν διακαώς για ολόκληρη την Ελλάδα· γιατί κι εγώ στην καταγωγή ανέκαθεν είμαι Έλληνας και δεν θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα να χάσει τη λευτεριά της και να γίνει σκλάβα.
(Ηρόδοτος 9,45)
Τημενίδες από το Άργος
Το γενεαλογικό δέντρο των Μακεδόνων βασιλέων αποδείκνυε ότι ήταν Αργείοι, Τημενίδες από το Άργος, απόγονοι δηλαδή του Ηρακλή, Ηρακλείδες, μια και ο Τήμενος ήταν βασιλιάς του Άργους που καταγόταν από τον Ηρακλή, γιο του Δία. Γι’ αυτό και ο Ηρακλής σε επιγραφές αναφέρεται ως Ηρακλής Πατρώοςκαι γι’ αυτό είναι συχνή η παρουσία του σε ειδώλια, νομίσματα, πήλινα σφραγίσματα, πλακίδια και αλλού. Εξάλλου, η λατρεία του Ηρακλή, κυρίως στη Βοττιαία και την Άνω Μακεδονία, με την προσωνυμία Κυναγίδας, παρά τη θηρευτική ιδιότητα που προδίδει το επίθετο, συνάδει περισσότερο με την άρχουσα τάξη και τα μέλη του βασιλικού οίκου και την αριστοκρατική ενασχόληση του κυνηγιού.[Χάρτης 2]
i. Ο Τήμενος ήταν γιος του Αριστόμαχου και δισέγγονος του Ύλλου, του γιου της Δηιάνειρας και του Ηρακλή, γιου του Δία, γνήσιος δηλαδή Ηρακλείδης. Άλλη παράδοση τον θέλει εγγονό του Ύλλου και γιο του Κλεοδαίου, που στην προηγούμενη μυθική παράδοση είναι ο παππούς του. [Γενεαλογικό δέντρο,4]
Μετά την αποθέωση του Ηρακλή, τα παιδιά του έμειναν απροστάτευτα απέναντι στον Ευρυσθέα, γι’ αυτό και έφυγαν από την Πελοπόννησο. Επέστρεψαν μετά τον θάνατο του Ευρυσθέα, με αρχηγό τον Ύλλο. Όμως αναγκάστηκαν και πάλι να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, γιατί δεν ήταν ο ορισμένος από τη Μοίρα χρόνος. Παρερμηνεύοντας χρησμούς του μαντείου των Δελφών, ο Ύλλος και, αργότερα, ο εγγονός του Αριστόμαχος προσπάθησαν να επιστρέψουν και πάλι στην Πελοπόννησο αλλά σκοτώθηκαν. Στους γιους του Αριστόμαχου Τήμενο και Κρεσφόντη ανατέθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση, ο Τήμενος πήρε το Άργος και πάντρεψε την κόρη του Υρνηθώ με τον Ηρακλείδη Δηιφόντη. Αυτό όμως προκάλεσε την οργή των γιων του, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν την ώρα που λουζόταν μόνος του σε ένα ποτάμι. Ο Τήμενος όμως δεν πέθανε αμέσως, αποκλήρωσε τους γιους του και έδωσε το βασίλειό του στον Δηιφόντη.
ii. Από τον Ηρόδοτο, για τον οποίο οι Μακεδόνες φαίνεται να αποτελούν ένα ελληνικό φύλο όπως τα άλλα –το αποκαλεί μάλιστα Δωρικόν έθνος– γνωρίζουμε τα ονόματα των Μακεδόνων βασιλέων από τον πρώτο βασιλιά Περδίκκα Α’ μέχρι τον Περδίκκα Β’. Είναι οι: Περδίκκας Α’, Αργαίος, Φίλιππος, Αέροπος, Αλκέτας, Αμύντας, Αλέξανδρος, Περδίκκας Β’. Σύνολο οκτώ. Τον ίδιο αριθμό χωρίς αναφορά στα ονόματα κάνει και ο Θουκυδίδης, ο οποίος επίσης μαρτυρεί την ελληνική καταγωγή του Περδίκκα. Οι δύο ιστορικοί συμφωνούν και στο ότι ο πρώτος Περδίκκας ήρθε στη Μακεδονία «το αρχαίον», δηλαδή τον 6ο αι. π.Χ. ή νωρίτερα. Με τριάντα χρόνια η κάθε γενιά των βασιλέων υπολογίζεται ότι ο πρώτος Περδίκκας βασίλευσε γύρω στα 650 π.Χ. Αυτή είναι η επίσημη γενεαλογία τον 5ο αι. π.Χ.
iii. Για την καταγωγή και τη δράση του πρώτου μακεδόνα βασιλιά, του Περδίκκα Α’, μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο ότι:
Έβδομος πρόγονος αυτού του Αλεξάνδρου ήταν ο Περδίκκας που έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων με τον ακόλουθο τρόπο. Τρία αδέλφια από τη γενιά του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, κατέφυγαν από το Άργος στους Ιλλυριούς· από εκεί πέρασαν στην Άνω Μακεδονία και έφτασαν στην πόλη Λεβαία. Εκεί υπηρέτησαν έναντι αμοιβής τον βασιλιά, ο ένας φροντίζοντας τα άλογα, ο δεύτερος τα βόδια, ενώ ο πιο μικρός από αυτούς, ο Περδίκκας, τα μικρότερα ζώα. Τον παλιό καιρό δεν ήταν φτωχός μόνο ο λαός, αλλά και οι βασιλιάδες, και το ψωμί του σπιτιού το φούρνιζε η ίδια η βασίλισσα. Όμως κάθε φορά που έτρωγε το καρβέλι του νεότερου αδελφού, του Περδίκκα, το ψωμί γινόταν διπλάσιο, και επειδή αυτό γινόταν συχνά, εκείνη το είπε στον άνδρα της, κι αυτός, ακούγοντάς το, σκέφτηκε πως το πράγμα ήταν σημαδιακό. Κάλεσε λοιπόν τους υποτακτικούς του και τους πρόσταξε να φύγουν από τη γη του, όμως εκείνοι απάντησαν πως είχαν το δικαίωμα πρώτα να πληρωθούν και μετά θα έφευγαν. Ακούγοντας για πληρωμή ο βασιλιάς, ίσως από θεϊκή συγκυρία, είδε να μπαίνει μέσα στο σπίτι ήλιος από την καπνοδόχο. Και τότε λέει: «Αυτόν σας δίνω για μισθό αντάξιο σε σας», και τους έδειξε τον ήλιο. Ο Γαυάνης και ο Αέροπος έμειναν άναυδοι ακούγοντας την απόκριση, αλλά ο μικρότερος, που κρατούσε και μαχαίρι, είπε: «Συμφωνούμε βασιλιά με όσα μας δίνεις». Και με το μαχαίρι του χαράζει κατά γης τον κύκλο που έκανε ο ήλιος στο σπίτι. [Αστέρι 2] Το ’κανε τρεις φορές και τάχα μάζευε κατόπι τον ήλιο στον κόρφο του. Στη συνέχεια, οι τρεις τους έφυγαν.
(Ηρόδοτος 8.137-138)
Από τον Θουκυδίδη:
Αλλά την περί την θάλασσαν εκτεινομένην χώραν, η οποία καλείται σήμερον Μακεδονία, κατέκτησαν πρώτον και εβασίλευσαν επ’ αυτής ο πατήρ του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του Τημενίδαι, οι οποίοι κατήγοντο αρχικώς από το Άργος και οι οποίοι εξεδίωξαν από μεν την Πιερίαν τους Πίερας […], και από την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους […]. Κατέκτησαν ωσαύτως από την Παιονίαν λωρίδα γης […] και εξουσιάζουν ήδη πέραν του Αξιού μέχρι του Στρυμόνος την καλουμένην Μυγδονίαν […]. Επίσης, εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν τους Εορδούς […] και από την Αλμωπίαν τους Άλμωπας. Το ούτω συγκροτηθέν βασίλειον των Τημενιδών κατέκτησε και εξουσιάζει μέχρι σήμερον τα διαμερίσματα άλλων φύλων, όπως τον Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν, και πολύ μέρος της καθαυτό Μακεδονίας
(Θουκυδίδης 2.99).
iv. Μεταγενέστερη πηγή παραδίδει ότι χρησμός δόθηκε στον Περδίκκα να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο:
Οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία που κρατά την αιγίδα. Σπεύσε όμως για τη γη των Βοττιαίων, χώρα πολλών κοπαδιών, και όπου δείτε κατσίκες λευκές σαν το χιόνι με κέρατα αστραφτερά, που κοιμούνται ύπνο βαθύ, στο επίπεδο μέρος αυτής της γης θυσιάστε στους θεούς και ιδρύστε την πόλη του κράτους σας
(Διόδωρος Σικελιώτης 7.16).
v. Προσθήκες ή μεταβολές στη γενεαλογία: Στον τραγωδία Αρχέλαος του Ευριπίδη, που παρουσιάστηκε στη Μακεδονία το 408/7 π.Χ., ο Αρχέλαος παρουσιάζεται ως γιος του Τήμενου και ιδρυτής της βασιλικής οικογένειας στη Μακεδονία. Η προσθήκη αυτή οφείλεται προφανώς στο αίσθημα ευγνωμοσύνης του Ευριπίδη στον οικοδεσπότη του, που τον προσκάλεσε και τον φιλοξένησε στη μακεδονική αυλή για δεκαοκτώ μήνες και μέχρι τον θάνατό του. [Γενεαλογικό δέντρο 4]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια να συνδεθεί ο πρώτος Αρχέλαος με την τοπική παράδοση και τον βασιλιά Κισσέα. Ο Τήμενος, που ήταν άκληρος, συμβουλεύτηκε τη Δωδώνη και ο εκεί ιερέας της Διώνης απάντησε ότι ο Δίας θα του έδινε ένα παιδί που θα έπρεπε να ονομάσει Αρχέλαο. Διωγμένος από τα αδέλφια του από το Άργος, ο Αρχέλαος πήγε στη Θράκη, στον βασιλιά Κισσέα που τότε πολιορκούνταν από εχθρούς έτοιμους να τον συντρίψουν. Ο Κισσέας υποσχέθηκε στον Αρχέλαο την κόρη του και το βασίλειό του, σε αντάλλαγμα υπηρεσιών που θα τον ελευθέρωναν. Με μία μόνο μάχη ο Αρχέλαος νίκησε και γλίτωσε τη ζωή του Κισσέα. Κακοί σύμβουλοι όμως έπεισαν τον θράκα βασιλιά να παραβεί τον λόγο του και να σκοτώσει τον Αρχέλαο. Έβαλε λοιπόν να σκάψουν ένα χαντάκι, το γέμισε με αναμμένα κάρβουνα και το σκέπασε με ξερόκλαδα. Εκεί θα τον σκότωνε. Ειδοποιημένος εκείνος από ένα δούλο για την παγίδα, ζήτησε μυστική συνάντηση με τον βασιλιά και τον έσπρωξε στο χαντάκι. Ύστερα, σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα –σώζεται στην περίληψη του θεατρικού έργου του Ευριπίδη από τον Υγίνο, Fab. 219–, ακολούθησε μια κατσίκα που απάντησε στον δρόμο του και που τον έφερε στη θέση όπου ο Αρχέλαος –άμεσος πρόγονος του Αλεξάνδρου– θα ιδρύσει την πόλη που θα ονομάσει Αιγαί, τιμώντας το ζώο που τον οδήγησε –το εικονογραφικό θέμα της αίγας χρησιμοποιήθηκε στα νομίσματα διαφόρων πόλεων (Άκανθος, Μένδη, Τράγιλος κ.α.) και στην κεραμοποιία.[Εικόνα 11]
Λίγο πιο πάνω επισημάναμε ότι ο Παυσανίας απέδωσε στον Κάρανο τον φόνο του Κισσέα, ο οποίος αποτελεί νέα προσθήκη μετά την τραγωδία του Ευριπίδη. Είναι πιθανό ότι η τραγωδία του Ευριπίδη ενέπνευσε τον Αρχέλαο να αναζητήσει μια πιο εντυπωσιακή απαρχή του μακεδονικού οίκου. Από τα μέσα, λοιπόν, του 4ου αι. π.Χ. ως πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας φέρεται ο Κάρανος, όνομα που είχε ένας από τους γιους του Φιλίππου Β’ και ένας από τους ιππάρχους του Αλεξάνδρου. Αυτός ο ιδρυτής-πρόγονος, γιος του Ποιάνθη ή Ποία, άλλοτε γιος ή αδελφός του Αργείου βασιλιά Φείδωνα, γιου του Αριστοδαμίδα, είχε έλθει απευθείας από το Άργος για να φτιάξει μια καινούρια πατρίδα.
Ο Κάρανος ήλθε στην Ημαθία με μεγάλη συνοδεία Ελλήνων, σύμφωνα με τον χρησμό που τον διέταξε να ψάξει να βρει τόπο εγκατάστασης στη Μακεδονία. Ακολουθώντας ένα κοπάδι αίγες που έτρεχαν να προφυλαχθούν από τη βροχή –έβρεχε καταρρακτωδώς και υπήρχε πυκνή ομίχλη– κατέλαβε την πόλη της Έδεσσας χωρίς οι κάτοικοι να τον αντιληφθούν. Και όταν του υπενθύμισαν τον χρησμό που τον είχε διατάξει «να ψάξει ένα βασίλειο όπου θα τον οδηγήσουν οι αίγες», την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Και με πολλή προσοχή διατήρησε από κει και πέρα τη συνήθεια να βάζει τις ίδιες θηλυκές αίγες μπροστά από το λάβαρό του, όποτε παρήλαυνε ο στρατός του, ώστε να είναι οι αρχηγοί των επιχειρήσεών του, ακριβώς όπως είχαν γίνει και πρωτεργάτες της ίδρυσης του βασιλείου του. Σε ανάμνηση του ρόλου των αιγών μετονόμασε την πόλη της Έδεσσας «Αιγές» και τους κατοίκους Αιγεάδες. Έπειτα εκδίωξε τον Μίδα, που κρατούσε ένα κομμάτι της Μακεδονίας, και άλλους βασιλείς και τους αντικατέστησε. Ήταν ο πρώτος που ένωσε τις φυλές διαφόρων λαών και έκανε τη Μακεδονία αυτό που λέμε ένα σώμα. Και το βασίλειό του μεγάλωσε, επειδή είχε βάλει γερά θεμέλια ανάπτυξης. Μετά από αυτόν βασίλεψε ο Περδίκκας.
(Ιουστίνος 7.1.7-12)
Είναι φανερό ότι οι νεότερες προσθήκες στον μύθο φτιάχτηκαν με τρόπο που να συνάδουν με τα παλαιότερα στρώματά του: Περδίκκας, Αρχέλαος, Κάρανος ιδρύουν τις Αιγές ύστερα από χρησμό και με παρόμοιο τρόπο. Όμως σχετικά με αυτόν τον Κάρανο ανακύπτουν δύο ερωτήματα: α) Ποια είναι η σημασία του ονόματός του; β) Ποια είναι η θέση του στη διευρυμένη γενεαλογία όπως είναι γνωστή κατά την ελληνιστική περίοδο;
Για το πρώτο ζήτημα ο Ξενοφώντας παραδίδει ότι κάρανος σημαίνει ανώτατος άρχοντας, κύριος, και ότι αυτόν τον τίτλο είχε αποδώσει ο Μέγας Βασιλιάς στον Κύρο το 407 π.Χ. Σύμφωνα όμως με τον Ησύχιο η λέξη κάραννος σημαίνει επίσης έριφος, οπότε ο βασιλιάς συνδέεται και με το άλλο κομμάτι του μύθου για την ίδρυση των Αιγών. Σε αυτές τις εκδοχές, θα προσθέσουμε μιαν ακόμη. Σύμφωνα με τον μύθο, λίγο καιρό μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τα αδέλφια Τήμενο και Αριστόδημο κατάρα χτύπησε στρατό και ναυτικό, όταν ένας από τους Ηρακλείδες, ο Ιππότης, διαπέρασε με ακόντιο τον μάντη Κάρνο, επειδή θεώρησε ότι τον είχαν στείλει οι Πελοποννήσιοι εχθροί τους, για να τους κάνει κακό με τα μάγια τους. Έτσι, σκοτώθηκε ο φιλικά προσκείμενος στους Ηρακλείδες μάντης. Ο Τήμενος κατέφυγε για μια ακόμη φορά στο μαντείο, για να ρωτήσει πώς θα απαλλαχτούν από τη θεϊκή οργή που είχε ξεσπάσει εναντίον τους, κι εκείνο όρισε εξορία για τον φονιά για δέκα χρόνια. Από τότε οι Ηρακλείδες αφιέρωσαν λατρεία στον Κάρνειο Απόλλωνα. Αν πράγματι συνδέεται το όνομα του Κάρανου με του Κάρνου, τότε η επινόηση αυτή για μια ακόμη φορά συνδέει τον μακεδονικό βασιλικό οίκο με τους Ηρακλείδες.
Όσον αφορά στη θέση του στη διευρυμένη μυθολογία, ο Κάρανος αλλού εμφανίζεται πριν από τον Περδίκκα και αλλού να παρεμβάλλονται ανάμεσα σε αυτόν και τον Περδίκκα άλλοι δύο. Πιο συγκεκριμένα, η σειρά διαδοχής, όπως παραδόθηκε από τον Σάτυρο, άρχιζε με τον Διόνυσο και τον Δία, αφού η Δηιάνειρα, κόρη του Διόνυσου, ήταν η μητέρα, και ο Ηρακλής, γιος του Δία, ήταν ο πατέρας του Ύλλου, από τον οποίο ο τρίτος κατευθείαν απόγονος ήταν ο Τήμενος και ένατος ο Κάρανος. Ακολουθούν Κοίνος, Τυρίμμας, Περδίκκας και οι λοιποί όπως τους γνωρίσαμε από τον Ηρόδοτο.
Προκύπτει, λοιπόν, ο εξής πίνακας των βασιλέων:
Οίκος των Τημενιδών
Κάρανος
Γαυάνης
Κοίνος
Αέροπος
Τυρίμμας
Περδίκκας
Οίκος Αργεαδών
(οι Αργεάδες ιδρύουν τη βασιλική δυναστεία των Μακεδόνων)
Περδίκκας Α’ αρχές 7ου αι.
Αργαίος
Φίλιππος Α’
Αέροπος Α’
Αλκέτας
Αμύντας Α’ 540-497
Αλέξανδρος Α’ Φιλέλλην 495-454
Περδίκκας Β’ 454-413
Αρχέλαος 413-399
Ορέστης 399-396
Αέροπος Β’ 396-393
Αμύντας Β’ ο Μικρός 393-392
Παυσανίας
Αμύντας Γ’ 392-370
Αλέξανδρος Β’ 370-368
Πτολεμαίος Αλωρίτης 368-365
Περδίκκας Γ’ 365-359
Φίλιππος Β’ 359-336
Αλέξανδρος Γ’ 336-323
Αλέξανδρος Δ’ 323-310
vi. Με την προϋπόθεση, λοιπόν, της προγονικής καταγωγής από τον Τήμενο, απόγονου του Ηρακλή, τα μέλη της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας εντάσσονταν σε εκείνον τον ευρύ κύκλο και κατάλογο των ένδοξων απογόνων του Ηρακλή, που κυβέρνησαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως λ.χ. ο Λεωνίδας. Ποιοι δικαιούνταν να είναι απόγονοι ενός τέτοιου προγόνου και να έχουν ισχυρό δικαίωμα επί του θρόνου ήταν θέμα πολιτικής σημασίας. Ο Κάσσανδρος λ.χ., που από το 317 π.Χ. ονομάστηκε από την Ευρυδίκη «επιμελητής των βασιλέων» και «στρατηγός της Ευρώπης», προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του στη Μακεδονία, επιδίωξε να αποκτήσει ερείσματα, ένα από τα οποία ήταν ο γάμος του με την κόρη του Φιλίππου Β’, γεγονός που τον συνέδεσε με τον μακεδονικό βασιλικό οίκο των Αργεαδών και έδωσε νομιμότητα στη διεκδίκησή του στον μακεδονικό θρόνο. Ο γάμος, λοιπό, του Κάσσανδρου με τη Θεσσαλονίκη έδωσε την εξής συνέχεια στον μακεδονικό βασιλικό οίκο:
Οίκος Αντιπατριδών
Κάσσανδρος 315-297
Αντίπατρος 297-294
Φίλιππος Δ’ 297
Αλέξανδρος Ε’ 297-294
Συμπεράσματα: Το μακεδονικό βασίλειο ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Το γενεαλογικό δέντρο του Περδίκκα, αλλά και το διευρυμένο με τις διάφορες προσθήκες καταδεικνύουν την ελληνική καταγωγή του πρώτου βασιλιά της Μακεδονίας από τον Ηρακλή. Απόηχος της καταγωγής αυτής είναι και το έθιμο που παραδίδεται από τον ιστορικό Δούρι από τη Σάμο (4ος/3ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με αυτό οι κόρες των Μακεδόνων έσβηναν τη νεκρική πυρά του πατέρα τους, όταν αυτοί έμεναν άκληροι από αρσενικά παιδιά. Το έθιμο αυτό, σύμφωνα με τον ιστορικό, έχει τις ρίζες του στην παράδοση που θέλει την κόρη του Ηρακλή, Μακαρία, να σβήνει τη νεκρική πυρά του πατέρα της.
Την ελληνική καταγωγή των Μακεδόνων βασιλέων μαρτυρούν τόσο ο Θουκυδίδης όσο και ο Ηρόδοτος:
Πως Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε κι οι ίδιοι, κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το γνωρίζω και στη συνέχεια της ιστορίας μου θα αποδείξω πως είναι Έλληνες· κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. Γιατί, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες και κατέβηκε γι’ αυτό τον σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοί του σε αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν με τον ισχυρισμό πως ο αγώνας δεν είναι για βάρβαρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος, κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας, πήρε μέρος στο αγώνισμα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο.
(Ηρόδοτος 5,22,2)
Οι γενεαλογικοί μύθοι για την προέλευση των βασιλέων από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο αποτελούν τη φιλολογική εκδοχή μιας πολιτισμικής συγγένειας με τα δωρικά φύλα. Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, που καταγράφουν τις πολιτισμικές συγγένειες στα ταφικά έθιμα, στη θρησκεία, στη γλώσσα:
Η «[…] συνεχώς αυξανόμενη ανεύρεση μυκηναϊκών αγγείων και όπλων στην ενδοχώρα της Μακεδονίας (Όλυμπος, Πιέρια, Κοζάνη, Γρεβενά) και στην Αιανή […] μαρτυρούν πως οι κάτοικοι της Μακεδονίας, και μάλιστα του ορεινού της τμήματος, είχαν άμεση και ενδεχομένως πρωτογενή σχέση με τους φορείς του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της χαρακτηριστικής για τη Μακεδονία αμαυρόχωρωμης κεραμικής από τα υστεροελλαδικά νεκροταφεία της Αιανής και του Ολύμπου και η πιθανή καταγωγή τους από την αμαυρόχρωμη κεραμική της προηγούμενης (μεσοελλαδικής) περιόδου από τη νοτιότερη Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις ομοιότητες ανάμεσα στη μυκηναϊκή και τη μακεδονική διάλεκτο, αντιπροσωπεύουν μιαν, ή μέρος μιας πραγματικότητας που έχει καταγραφεί στους μύθους για τη σχέση των κατοίκων της ορεινής Μακεδονίας με τη βορειανατολική Πελοπόννησο και την καταγωγή των βασιλιάδων τους (Τημενίδες, Βακχιάδες) από τον Ηρακλή και το Άργος ή την Κόρινθο αντίστοιχα»
(Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, 2003, 26).
Εξάλλου, «οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία» (Διόδωρος Σικελιώτης 7.16), όπως αντίστοιχα ο Δίας έδωσε τη Σπάρτη στους βασιλείς (Τυρταίος 2.2).
Εύλογη λοιπόν είναι και η υπόθεση ότι και τα χρυσά προσωπεία από τους γνωστούς τάφους της Σίνδου (http://www.komvos.edu.gr/masks/masks1.html#makedonia ) ή τα χρυσά προσωπεία από μνημειακούς τάφους των αρχαϊκών χρόνων στο Αρχοντικό Πέλλας αντανακλούν τη συγγένεια αυτή, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η σπανιότητα του νεκρικού προσωπείου στον ελλαδικό χώρο και ότι, δίπλα στο τάφο με το γυναικείο νεκρικό προσωπείο στο Αρχοντικό (Τ 198), ο Τ 131 ανήκει σε πολεμιστή με αργείτικη ασπίδα. Εξάλλου, έχει ήδη διατυπωθεί η υπόθεση ότι τα χρυσά προσωπεία ανήκουν σε κατοίκους που κατά τον 6ο και αρχές του 5ου αι. π.Χ. θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των Παιόνων ευγενών που αναφέρονται στον Όμηρο.
Αιακίδες από την Ήπειρο
Ο βασιλικός οίκος των Τημενιδών είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τους Αιακίδες (Μολοσσούς) της Ηπείρου. Κατάγονταν από τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα, και ονομάζονταν έτσι από το όνομα του παππού του Αχιλλέα Αιακού. Η Ολυμπιάδα ήταν εγγονή του Αλκέτα Α’, βασιλιά των Μολοσσών, κόρη του βασιλιά Νεπτόλεμου και ανιψιά του βασιλιά Αρρύβα/Αρύμβα που κυβερνούσε. Οι βασιλικοί οίκοι της Μακεδονίας και της Ηπείρου έμοιαζαν πολύ –το ίδιο και οι λαοί τους– σε γλώσσα, φυλή και πολιτισμό. Μια βασίλισσα των Μολοσσών δεν ήταν ξένη για τους Μακεδόνες. Ο γάμος της Ολυμπιάδας με τον Αργεάδη Φίλιππο εξυπηρετούσε και τα πολιτικά συμφέροντα του πατέρα της Αρρύβα που ήθελε τους Ιλλυριούς στην περιοχή τους, όπως και ο Φίλιππος, και μακριά από τις δικές τους περιοχές.
Μυθολογικές και θρησκευτικές επιλογές πολιτικού χαρακτήρα
Η μύηση στα παλαιότατα και σεβαστά μυστήρια αποτελούσε και αυτή μια πράξη μείζονος πολιτικής σημασίας, και προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και ο μακεδονικός βασιλικός. Στα μυστήρια της Σαμοθράκης εμφανίζονται μυημένα πολλά πρόσωπα του θρύλου και της ιστορίας, πολλοί φορείς της εξουσίας από τα προαρχαϊκά ήδη χρόνια. Ο μύθος που καλλιεργήθηκε ότι ο βασιλόπαις Αργεάδης Φίλιππος και η βασιλοπούλα των Μολοσσών Ολυμπιάδα μυήθηκαν και ερωτεύτηκαν στη Σαμοθράκη, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί ένα νέος θείος γάμος και να γεννηθεί ο θεόπαις Αλέξανδρος, ενίσχυε την πολιτική ισχύ τους μέσα από τη θεοσέβεια, ενώ υπαινισσόταν ότι πραγματικός πατέρας του Αλέξανδρου ήταν ο Δίας με θνητό υποκατάστατο τον Φίλιππο, σχήμα γνωστό σε πολλούς γενεαλογικούς και ιδρυτικούς μύθους, πρώτα και κύρια στον προπάτορά του μακεδονικού οίκου Ηρακλή: θνητός πατέρας του λογαριαζόταν ο Αμφιτρύωνας, ενώ ο θεϊκός του πατέρας ήταν ο Δίας.
λέγεται δέ ποτε καὶ Ὀλυμπιάδα τὴν ἐπὶ τοῖς
Ἀλεξάνδρου τόκοις εὐδαίμονα, ὀργιάζουσαν τὰ Καβείρων ἐν
Σαμοθρᾴκῃ μυστήρια, ἰδεῖν κατὰ τὴν τελετὴν τὸν Φίλιππον
– ἦν δὲ ὑπηνήτης ἔτι – , ἰδοῦσάν τε ἐρασθῆναι τοῦ νεανίσκου
καὶ ὁμολογῆσαι τὸν γάμον, προτέλειά τε ποιησαμένην
τοῦ γαμηλίου πυρὸς τὰ μυστήρια.
(Ιμέριος, Declamationes et orationes 9.145-150)
[Μετάφραση]
Λέγεται ότι η Ολυμπιάδα, όταν κάποτε πήρε μέρος στα μυστήρια των Καβείρων που τελούνταν στη Σαμοθράκη, είδε στη διάρκεια της τελετής τον Φίλιππο και τον ερωτεύτηκε και συμφώνησε να τον παντρευτεί, αφού προσφέρει τις πρέπουσες θυσίες και προσφορές στη γαμήλια φωτιά.
(Ιμέριος, Or. I, 12)
Η Ολυμπιάδα, μάλιστα, εμφανίζεται πολλές φορές με φίδια, σαν την κυρά των φιδιών της Κνωσού ή σαν Μαινάδα:
ἐνταῦθα ἰδόντες
δράκοντας παμμεγέθεις, ἡμέρους πάνυ καὶ
τιθασούς, ὡς καὶ ὑπὸ γυναικῶν τρέφεσθαι καὶ
παιδίοις συγκαθεύδειν καὶ πατουμένους ἀνέχεσθαι
καὶ θλιβομένους μὴ ἀγανακτεῖν καὶ γάλα πίνειν
ἀπὸ θηλῆς κατὰ ταὐτὰ τοῖς βρέφεσι – πολλοὶ δὲ
γίγνονται παρ’ αὐτοῖς τοιοῦτοι, ὅθεν καὶ τὸν περὶ
τῆς Ὀλυμπιάδος μῦθον διαφοιτῆσαι πάλαι εἰκός,
ὁπότε ἐκύει τὸν Ἀλέξανδρον, δράκοντός τινος,
οἶμαι, τοιούτου συγκαθεύδοντος αὐτῇ
(Λουκιανός, Αλέξανδρος 7.1-10)
Εκεί είδαν φίδια τεράστια σε μέγεθος, τόσο ήμερα και άκακα, που τρέφονταν από τις γυναίκες και κοιμόνταν μαζί με τα παιδιά· ακόμη κι όταν τα πατούσαν, δεν ερεθίζονταν, και όταν τα ενοχλούσαν, δεν οργίζονταν, και έπιναν γάλα από τη θηλή όπως ακριβώς και τα μωρά –υπάρχουν πολλά εκεί πέρα [στην Πέλλα], και από αυτά φαίνεται ότι προέκυψε από παλιά ο μύθος για την Ολυμπιάδα, ότι, δηλαδή, όταν κυοφορούσε τον Αλέξανδρο, κάποιο φίδι κοιμόταν μαζί της.[1]
(Λουκιανός, Αλέξανδρος 7.1)
Παρόμοια και ο Πλούταρχος σημειώνει:
ἡ δ΄ Ὀλυμπιὰς […] ὄφεις μεγάλους χειροήθεις ἐφείλκετο τοῖς θιάσοις͵ οἳ πολλάκις ἐκ τοῦ κιττοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι καὶ περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις τῶν γυναικῶν καὶ τοῖς στεφάνοις͵ ἐξέπληττον τοὺς ἄνδρας.
(Πλούταρχος, Αλέξανδρος 2.9.6)
[Μετάφραση]
η Ολυμπιάδα […] έφερε στους βακχικούς θιάσους μεγάλα φίδια εξημερωμένα, τα οποία πολλές φορές έβγαιναν από τον κισσό και από τα κρυμμένα κάνιστρα, και καθώς τυλίγονταν γύρω από τις ράβδους των γυναικών και τα στεφάνια, τρόμαζαν τους άνδρες. (Μετ. Α. Σαχπεκίδης)
Λέγεται μάλιστα ότι λίγο πριν τη γέννηση του Αλεξάνδρου ο Φίλιππος είχε δει ένα φίδι να περιβάλλει την κοιμωμένη Ολυμπιάδα. Φαίνεται ότι όσοι καλλιέργησαν τον μύθο αυτόν γνώριζαν καλά και εκμεταλλεύτηκαν την κεντρική ιερουργία των σαβαζιακών μυστηρίων –Σαβάζιον τον Διόνυσον οι Θράκες καλούσι (Σχόλια Αριστοφ. Σφ. 9b.1)– το πέρασμα δηλαδή από τον κόρφο του μυουμένου ενός ζωντανού ή μαλαματένιου φιδιού, που αποτελούσε την ενσάρκωση του θεού.[2] Δεν αποκλείεται βέβαια και η σύνδεση με τα δύο φίδια που έστειλε η Ήρα στην κούνια του Ηρακλή για να τον εξοντώσουν, και τα οποία έπνιξε ο μικρός Ηρακλής κρατώντας ένα σε κάθε χέρι. Παράλληλα με τον θρησκευτικό υπομνηματισμό κινούνταν και ο υπομνηματισμός της καταγωγής από τον Ηρακλή, επιλογές πολιτικού περιεχομένου και πολιτικής σκοπιμότητας. (Το φίδι έπαιζε ρόλο στον δεύτερο βαθμό μύησης στα μυστήρια της Σαμοθράκης, διονυσιακού περιεχομένου και χαρακτήρα).
Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, ήταν γιος του Δία, γεννήθηκε όπως ακριβώς ο Διόνυσος, με τον πατέρα τους Δία να έχει μεταμορφωθεί σε φίδι, και ήταν απόγονος σπουδαίων προγόνων, του Αχιλλέα και του Ηρακλή, με τον οποίο συνδεόταν και ως αδελφός μέσω του κοινού πατέρα τους Δία. Η αμφισβήτηση της κυριότητάς του ήταν ένα επικίνδυνο πολιτικό εγχείρημα. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Αλέξανδρος τελειώνοντας την εκστρατεία του έστησε βωμούς ως ορόσημα με την εξής επιγραφή:
ΠΑΤΡΙ ΑΜΜΩΝΙ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙ ΑΔΕΛΦΩΙ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΙ ΚΑΙ ΔΙΙ ΟΛΥΜΠΙΩΙ ΚΑΙ ΣΑΜΟΘΡΑΙΞΙ ΚΑΒΕΙΡΟΙΣ ΚΑΙ ΙΝΔΩΙ ΗΛΙΩΙ ΚΑΙ ΔΕΛΦΩΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙ͵
(Φιλόστρατος, Βίος Απόλλ. Τυαν. ΙΙ 43).
Ηρακλείδης και Αιακίδης από την πλευρά του πατέρα και της μητέρας του αντίστοιχα, και διογενής, ο Αλέξανδρος φρόντιζε να ανανεώνει τους δεσμούς με τους προγόνους και τους θεούς του τόπου του με κάθε τρόπο στη διάρκεια της εκστρατείας του, είτε περνώντας και κατακτώντας μέρη απ’ όπου μυθευόταν ότι είχαν περάσει εκείνοι είτε θυσιάζοντας σ’ αυτούς. Για παράδειγμα, όταν έφτασε στο Ίλιο, κάνοντας την εκστρατεία του στην Ανατολή, τέλεσε θυσία και προς τιμή του Πριάμου στο βωμό του Ερκείου Διός, επειδή επιθυμούσε να απαλλαχτεί από την οργή του Πριάμου εναντίον του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα, ο οποίος είχε φονεύσει τον τρώα βασιλιά και στη γενιά του οποίου ανήκε ο Αλέξανδρος. Ακολουθεί ή μυθεύεται ότι ακολουθεί τα βήματα του Ηρακλή θυσιάζοντας στον Ηρακλή Τύριο, επιχειρώντας να κατακτήσει το όρος Άορνος που απέτυχε να καταλάβει ο Ηρακλής, ενώ στις Παραπαμισάδες λέγεται ότι είδε το σπήλαιο όπου μυθεύεται ότι είχε δεθεί ο Προμηθέας και τον οποίο ελευθέρωσε ο Ηρακλής. Αντίστοιχα, μυθεύεται ότι ακολούθησε την πορεία του Διόνυσου του κατακτητή των Ινδιών και ότι σταμάτησε την εκστρατεία του στο σημείο που είχε σταματήσει εκείνος στον Ινδό ποταμό. Έναντι των δυο, του Διόνυσου και του Ηρακλή, ο φιλόσοφος Ανάξαρχος υποστήριξε ότι δικαιότερα θα θεωρούνταν θεός ο Αλέξανδρος, γιατί ο Διόνυσος ήταν Θηβαίος και ο δεύτερος Αργείος χωρίς συγγενική σχέση με τους Μακεδόνες παρά ως μακρινός πρόγονος του Αλεξάνδρου. Εξάλλου, μετά τον θάνατο του βασιλιά θα τον τιμούσαν σαν θεό (Αρριανός, Αλεξάνδρου ανάβασις 4.10.6).
Μία ακόμη επισήμανση για την προσπάθεια του Αλεξάνδρου να κρατά επαφή με το μυθικό του παρελθόν και να δείχνει τον σεβασμό του απέναντι σε αρχέγονες λατρείες που τιμούσαν οι πρόγονοί του: Ποιοι είναι οι θεοί στους οποίους ο Αλέξανδρος θυσιάζει; Στην αρχή του ταξιδιού του και στη μέση του Ελλήσποντου θυσιάζει ταύρο προς τιμή του Ποσειδώνα και ρίχνοντας χρυσή φιάλη στη θάλασσα· το ίδιο τελετουργικό ακολούθησε και στη θάλασσα ανοιχτά των εκβολών του Ινδού ποταμού στο τέλος της εκστρατείας του θυσιάζοντας πάλι σε εκείνους τους θεούς που του είχε φανερώσει με προφητεία ο Άμμων, στους οποίους συγκαταλέγεται ο Ποσειδώνας. Ο Αρριανός σημειώνει:
λέγουσι δὲ καὶ πρῶτον ἐκ τῆς νεὼς σὺν τοῖς ὅπλοις ἐκβῆναι αὐτὸν ἐς τὴν γῆν τὴν Ἀσίαν καὶ βωμοὺς ἱδρύσασθαι ὅθεν τε ἐστάλη ἐκ τῆς Εὐρώπης καὶ ὅπου ἐξέβη τῆς Ἀσίας Διὸς ἀποβατηρίου καὶ Ἀθηνᾶς καὶ Ἡρακλέους. ἀνελθόντα δὲ ἐς Ἴλιον τῇ τε Ἀθηνᾷ θῦσαι τῇ Ἰλιάδι͵kjj καὶ τὴν πανοπλίαν τὴν αὑτοῦ ἀναθεῖναι ἐς τὸν νεών͵ καὶ καθελεῖν ἀντὶ ταύτης τῶν ἱερῶν τινα ὅπλων ἔτι ἐκ τοῦ Τρωικοῦ ἔργου σωζόμενα.
(Αλεξάνδρου ανάβασις 1.11.7.1-8)
[Μετάφραση]
Λέγεται, επίσης, ότι πρώτος αυτός αποβιβάστηκε ένοπλος από το πλοίο στην ασιατική γη και ότι ίδρυσε βωμούς στο μέρος της Ευρώπης, απ’ όπου αναχώρησε, και στο μέρος της Ασίας, όπου αποβιβάστηκε, προς τιμήν του Δία προστάτη των αποβάσεων, της Αθηνάς και του Ηρακλή. Αφού ανέβηκε στο Ίλιο, πρόσφερε θυσία στην Αθηνά προστάτιδα της πόλεως και αφιέρωσε τη δική του πανοπλία στον ναός και ως αντάλλαγμα γι’ αυτήν κατέβασε μερικά από τα ιερά όπλα τα οποία ακόμα σώζονταν από την εποχή του Τρωικού πολέμου.
Θυσιάζει επίσης στον Δία, τον Διόνυσο, στους Διόσκουρους αντί για τον Διόνυσο, στον Ηρακλή, στον Άμμωνα όταν φτάνει στην Ινδία, ενώ στο σημείο όπου θεωρεί ότι η εκστρατεία του τελειώνει ίδρυσε βωμούς του Ωκεανού και της Τηθύος. Στους Σόλους της Κιλικίας θυσίασε στον Ασκληπιό και οργάνωσε πομπή –συμμετείχε και ο ίδιος με όλο τον στρατό του–, λαμπαδηδρομία και αγώνες γυμνικούς και μουσικούς. Σημειώνουμε ακόμη ότι ο Αλέξανδρος βρήκε και το Αγηνόριον, ναό της Τύρου αφιερωμένο στον ιδρυτή της Αγήνορα, γιο του Ποσειδώνα και της Λιβύης, βασιλιά της Φοινίκης και πατέρα του Κάδμου, που στην πορεία αναζήτησης της αδελφής του φτάνει στη Σαμοθράκη, όπου παντρεύεται την Αρμονία, πρώτος γάμος στον οποίο παρευρίσκονται θεοί και άνθρωποι· το ζεύγος συνδέεται με τα μυστήρια της Σαμοθράκης και με τον Διόνυσο.
Οι θεοί στους οποίους θυσιάζει ο Αλέξανδρος είναι κατ’ ουσίαν οι θεοί της Σαμοθράκης. Η πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι ο μεγάλος Κάβειρος της Σαμοθράκης είναι ο Ποσειδών, ένας όμως Παλαιοποσειδών, με διευρυμένες ιδιότητες, όχι μόνο θαλάσσιος αλλά και χθόνιος, θεός τόσο του κάτω κόσμου όσο και του πάνω, Άδης αλλά και Δίας μαζί -στη Μακεδονία, εξάλλου, αλλά και στη Θεσσαλία, ο Ποσειδώνας λατρεύεται ως θεός των ποταμών και των πηγαίων υδάτων, οπότε εύλογη είναι η επίκλησή του για γονιμότητα, που απευθύνεται προφανώς στη χθόνια υπόστασή του. Έδειξε επίσης ότι συνοδοί των Μεγάλων Θεών ήταν οι Διόσκουροι, στους οποίους επίσης θυσιάζει ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος θυσιάζει στους θεούς που ο οίκος του αναγνώριζε ως αρχέγονους, και στο τέλος της εκστρατείας του στήνει βωμούς στο πρώτο θεϊκό ζευγάρι. Η Ολυμπιάδα είχε πει ότι ο Δίας Άμμων ήταν ο πατέρας του, διογενής δηλαδή και αυτός όπως και ο Ηρακλής και οι Διόσκουροι, θεόπαιδο, δημιούργημα ενός ιερού γάμου σαν αυτού που τελούνταν στα μυστήρια της Σαμοθράκης.
Τι όμως εννοούσε η Ολυμπιάδα ονομάζοντας τον Δία πατέρα του και γιατί ο Αλέξανδρος αρνιόταν τη θεϊκή καταγωγή του, ακόμη κι όταν μετά την επίσκεψή του στο μαντείο του Άμμωνα διαδόθηκε ότι κατάγεται από αυτόν; Αν όμως εκλάβουμε τη λέξη πατέρας με τη σημασία του πατρώος, πατρογονικός, τότε η Ολυμπιάδα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μυεί τον γιο της στα Μυστήρια της Σαμοθράκης και της αρχέγονης λατρείας· εξάλλου, ο γάμος της με τον Φίλιππο στη Σαμοθράκη έγινε μέσα στα πλαίσια των Μυστηρίων καθιστώντας τον γιο της γόνο ενός ιερού γάμου. Όταν λοιπόν επισκέπτεται το μαντείο του Άμμωνα, όταν ο Άμμων του αποκαλύπτει σε ποιους θεούς να θυσιάσει στο τέλος του ταξιδιού του, όταν ο Αλέξανδρος θυσιάζει συνεχώς στους προγόνους του και στον Διόνυσο, στην ουσία αναβαπτίζεται στην αρχέγονη θρησκεία. Το ταξίδι προς τα μπρος είναι ταξίδι προς τα πίσω. Και σε αυτό εμμένουν και στα ελληνιστικά χρόνια μέσα και από τη θεοποίηση του Αλεξάνδρου ως Διονύσου μετά τον θάνατό του ως αποτέλεσμα πτολεμαϊκών γενεαλογικών δέντρων, οπότε ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε σαν απόγονος του Διόνυσου, ως alium Liberum patrum. Στην περίπτωση του Διόνυσου, ο Αλέξανδρος λειτουργούσε ως πρότυπο που σαν κατακτητής γινόταν η μυθολογική ανύψωση του Αλεξάνδρου (Q. Curtius Rufus, IX 8,3): και οι δυο γιοι του Αιγύπτιου Άμμωνα Δία, και οι δυο κατακτητές της Ινδίας. Όπως ο Ηρακλής και ο Διόνυσος, γιοι του Δία, ήταν και άνθρωποι και θεοί, η ίδια δυνατότητα παρουσιαζόταν και με τον Αλέξανδρο. Η μυθολογική αλληγορία της κατάκτησης συνέδεε το ιστορικό πρόσωπο με τον θεό και τον αποθέωνε. Βεβαίως, ως κατακτητής ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε παρά να παρασταθεί και σαν Άρης.
Και οι δυο [Διόνυσος και Ηρακλής] είναι γιοι του Δία, και οι δυο
πολεμιστές, και οι δυο
από τη Θήβα,
ο πόλεμος έφερε και στους δυο τον θύρσο, το ρόπαλο, τη φήμη·
κοντά βρίσκονται τα αγάλματα των δυο […]
Και τους δυο η Ήρα εχθρευόταν, και οι δυο βγήκαν από τη φωτιά
και ανυψώθηκαν από τον πλούτο της γης στους θεούς.
(Sabellicus, B VI 9)
Μια τελευταία παρατήρηση για το θέμα αυτό. Οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού του Αλεξάνδρου και ο ίδιος ο Αλέξανδρος οργάνωναν και συμμετείχαν σε συμπόσια, στα οποία έτρωγαν και έπιναν υπερβολικά, κάτι που παραπέμπει στην αρχέγονη αντίληψη ότι αυτός που τρώει και πίνει πολύ, όπως λ.χ. ο Ηρακλής, είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος.
[1] Η σκηνή των φιδιών που πίνουν γάλα από το στήθος των γυναικών ανακαλεί στίχους από τις Βάκχες του Ευριπίδη: Άλλες, που εγκατέλειψαν τα βρέφη τους νεότοκες / και το στήθος τους έσφυζε, / κρατούσαν στην αγκαλιά τους ζαρκάδι ή άγρια λυκόπουλα / και τους έδιναν άσπρο γάλα. (στ. 699-701).
[2] Αργότερα, ο Γαλέριος, ο φιλόδοξος και σκληρός καίσαρας του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, ιδιοποιήθηκε τον μύθο της θεϊκής σύλληψης του Αλεξάνδρου –ἐν μορφῇ δράκοντος συνευναζόμενον τῇ γυναικί τὸν θεὸν. Όταν εκδίωξε τους Πέρσες του Ναρσή από την Αρμενία και αιχμαλώτισε τη μεγάλη βασίλισσα και το χαρέμι, επέστρεψε από την Ασία ως νέος Αλέξανδρος.
Ηλιακή μυθολογία
Ο Ήλιος, αν και λατρευόταν από παλιά στην Ελλάδα, δεν εντάχθηκε στο δωδεκάθεο, γιατί, ως ουράνιο σώμα, υπολειπόταν από τη λατρεία των Ολυμπίων. Η λατρεία του θεωρούνταν βαρβαρική συνήθεια, και γι’ αυτό προφανώς, μέσα στα πλαίσια μιας «νομιμοποίησής» της, της ένταξής της δηλαδή στον ελληνικό τρόπο σκέψης, στα κλασικά χρόνια ταυτίστηκε με τους θεούς Απόλλωνα και, στη Μακεδονία και τη Θράκη, με τον Άρη.
Τον 4ο αι. π.Χ., η ανάπτυξη της επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης τόνισε την κοσμολογική σημασία του ήλιου, αναγνώρισε την κοσμοκρατορία του και ταυτίστηκε με τον Δία αλλά και με άλλους εξωελληνικούς θεούς, όπως τον Μίθρα. Μετά την εκστρατεία του στην Ανατολή, ο Αλέξανδρος θεοποιήθηκε και ταυτίστηκε με τον Ήλιο (Αλέξανδρος-Ήλιος), η λατρεία του Ήλιου υιοθετήθηκε από μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων και εξαπλώθηκε λόγω των νέων συνθηκών.
Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς αν η υιοθέτηση της λατρείας του Ήλιου οφείλεται τόσο ή μόνο στην εκστρατεία στην Ανατολή, όπου η λατρεία του ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη, ή αν θα μπορούσαμε να τη συσχετίσουμε και με εκείνον τον παλιό και τοπικό μύθο για τον Περδίκκα που «έκοψε» από το δάπεδο το κομμάτι του ήλιου που έμπαινε στο σπίτι του τοπικού βασιλιά από την καπνοδόχο. Επομένως, κάτι νεότερο και έξω του μακεδονικού χώρου –η λατρεία του Ήλιου– συσχετίστηκε με κάτι παλαιό και ενδομακεδονικό.
Περσέας και Μέδουσα
Tα τελευταία χρόνια της μακεδονικής δυναστείας κάνει την εμφάνισή του στον μακεδονικό χώρο ο μύθος του Περσέα. Ο ήρωας από το Άργος ανήκει στους άμεσους προγόνους του Ηρακλή. Και αυτός είχε πατέρα τον Δία, ενώ από τη μητέρα του κρατούσε από τον Δαναό και τον Αίγυπτο. [Γενεαλογικό δέντρο Περσέα 05]
Παππούς του Περσέα ήταν ο Ακρίσιος, ο οποίος πήρε χρησμό ότι θα σκοτωνόταν από τον γιο της κόρης του Δανάης. Παρ’ όλο τον εγκλεισμό που επέβαλε στην κόρη του σε υπόγειο δωμάτιο με χάλκινους τοίχους, ο Δίας χάρηκε τον έρωτα της νεαρής κόρης παίρνοντας ο ίδιος τη μορφή χρυσής βροχής και διεισδύοντας στον απροσπέλαστο χώρο από μια χαραμάδα της στέγης. Η συνέχεια βρίσκει τον μικρό Περσέα μέσα σε ξύλινο κιβώτιο μαζί με τη μητέρα του να πλέει στη θάλασσα και να διασώζονται και οι δυο στη Σέριφο. Εκεί ο βασιλιάς Πολυδέκτης επέβαλε στον νεαρό πια Περσέα να του φέρει το κεφάλι της Γοργόνας, γιατί αλλιώς θα κατακτούσε με τη βία τη μητέρα του. Με τη βοήθεια θεών ο Περσέας έφερε σε πέρας τον άθλο, γυρνώντας μάλιστα στη Σέριφο γλίτωσε την όμορφη Ανδρομέδα από τον θάνατο και την πήρε μαζί του. Μαζί της θα επιστρέψει στην πατρίδα του, το Άργος, όπου θα εκπληρωθεί ο χρησμός: θα σκοτώσει, άθελά του, τον παππού του. Για να μην μείνει στον τόπο όπου διέπραξε το έγκλημα, αντάλλαξε τη βασιλεία του Άργους με της Τίρυνθας, όπου προηγουμένως βασίλευε ο ξάδελφός του Μεγαπένθης. Στον Περσέα αποδίδονται τα οχυρωματικά έργα του Άργους.
Άλλη παράδοση συσχετίζει τον Περσέα και τον Διόνυσο, και μάλιστα σε μια σχέση αντιπαλότητας παρόμοια με του Πενθέα στη Βοιωτία. Ο Διόνυσος είχε πάει στην Αργολίδα αψηφώντας την κυριαρχία του ήρωα στον τόπο. Η μάχη μεταξύ τους ήταν σφοδρή. Από τη μια ο Διόνυσος, η γυναίκα του Αριάδνη, οι Μαινάδες· από την άλλη ο Περσέας, με συμπαραστάτη του την Ήρα, σκότωσε μια Μαινάδα και απολίθωσε την Αριάδνη δείχνοντάς της το κεφάλι της Μέδουσας. Με τη μεσολάβηση της Ήρας οι δυο άνδρες συμφιλιώθηκαν, ορίστηκε μάλιστα κοινή γιορτή με χορούς. (Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Περσέας σκότωσε τον Διόνυσο και τον έριξε νεκρό στα νερά της Λέρνας.)
Οι δεσμοί της δυναστείας με το Άργος, πατρίδα του ήρωα Περσέα, ήταν ήδη μακρινό παρελθόν πριν ο Φίλιππος Ε’ αποφασίσει να τις ενισχύσει στην προσπάθειά του να δείξει συγγένεια με τον Φίλιππο Β’ και τον Αλέξανδρο. Ο Φίλιππος Ε’, όπως νωρίτερα ο Δημήτριος Πολιορκητής, προήδρευσε στους αγώνες του Ηραίου του Άργους, ανανεώνοντας τους δεσμούς με την κοιτίδα των προγόνων του οίκου αλλά και με τη θεά που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμάχη του Περσέα με τον Διόνυσο, θεό κυρίαρχο στη Μακεδονία. Τον πρώτο γιο και διάδοχό του (γεννήθηκε το 213 π.Χ.), καρπό του γάμου του με μια ευγενή Αργεία, την Πολυκράτεια, σύζυγο του Άρατου του νεότερου, ονόμασε Περσέα, ένα όνομα που για πρώτη φορά εμφανίζεται στο βασιλικό ονοματολόγιο της Μακεδονίας. Η περαιτέρω γοητεία που ο ήρωας ασκούσε στον Φίλιππο Ε’ φαίνεται από τα τετράδραχμα που έκοψε το 186 π.Χ., όπου εικονίζεται ένα ιδεαλιστικό πορτραίτο του ίδιου του βασιλιά ως Περσέα, στο κέντρο μιας μακεδονικής ασπίδας, ενώ το 183 ίδρυσε στη Δερρίοπο, κοντά στον ποταμό Εριγώνα , μια νέα πόλη την οποία ονόμασε προς τιμή του διαδόχου του Περσηίδα. Ο Περσέας ήταν το πρότυπο του νέου άνδρα που με επιτυχία ξεπερνάει τα εμπόδια και διάδοχος σε ένα θρόνο με ένδοξο παρελθόν, και ο οποίος ωστόσο νικήθηκε από τους Ρωμαίους στη μάχη της Πύδνας· η Θεσσαλονίκη, μαζί με άλλες πόλεις, και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, παραδόθηκε στον νικητή Ρωμαίο ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. [Μεκεδονία 14]
Η συνέχεια, λοιπόν, του μακεδονικού βασιλικού οίκου είναι η εξής:
Οίκος Αντιγονιδών
Δημήτριος Πολιορκητής 294-288
(Πύρρος) 288/7
Λυσίμαχος 287-281
Πτολεμαίος Κεραυνός 281-279
(Αναρχία)
Μελέαγρος
Αντίπατρος
Αντίγονος Γονατάς 277-239
Δημήτριος Β’ 239-229
Αντίγονος Β’ Δώσων 229-222
Φίλιππος Ε’ 222-179
Περσέας 179-168
Με την αναβίωση και ανανέωση των δεσμών με το Άργος φαίνεται να συνδέεται ένας αριθμός μεδουσών και γοργονείων που εμφανίζονται αυτή την εποχή (θυμίζουμε τη σχέση του Περσέα με τη Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας προσάρμοσε η Αθηνά στη μέση της ασπίδας της), όπως είναι λ.χ., μια κολοσσική κεφαλή Μέδουσας [Μέδουσα 1] του ωραίου τύπου της Βέροιας, δύο μικρά, παρόμοια και με διαφορές στις λεπτομέρειες, χρυσά κεφαλάκια Μέδουσας (με διαστάσεις 0,035 μ.) από τον προθάλαμο του μεγάλου βασιλικού τύμβου (σύμφωνα με τον Μ. Ανδρόνικο διακοσμούσαν πιθανόν ένα μικρό ξύλινο κουτί), μια Μέδουσα που χρησίμευε ως διακόσμηση τάφου σε κτίριο που ο ανασκαφέας Φ. Πέτσας ταύτισε με το Νυμφαίο της Μίεζας· επίχρυσα Γοργόνεια, πάλι του ωραίου τύπου, εμβλήματα πόρτας ή λαβές διακοσμούσαν τις μαρμάρινες πόρτες του μακεδονικού τύμβου στον Λαγκαδά (χρονολογήθηκαν τον 3ο αι. π.Χ.) που ανασκάφτηκε το 1910 και τώρα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ακρόπολης. Η δημοφιλία του θέματος φαίνεται και από τη χρήση στη διακόσμηση μεταλλικών αγγείων, από τους μικρούς πήλινους δίσκους σε τάφους της ελληνιστικής περιόδου σε διάφορες περιοχές, και στη Βέροια, από μερικά πήλινα καλούπια από την Πέλλα, από ανάγλυφο αμφιπρόσωπο σκύφο από τις Πέτρες [Μέδουσα 2], από το εξανθρωπισμένο προσωπείο της Μέδουσας που φορά η θεά Αθηνά σε έξεργη προτομή της αντί για κράνος στη Θεσσαλονίκης [Μέδουσα 5], από το γοργόνειο που κοσμεί το πέπλο Αθηνάς από την Πέλλα [Μέδουσα 3]. Και ακόμη, ψηφιδωτό δάπεδο με Μέδουσα κοσμεί ανατολικό αίθριο, βόρεια από την αίθουσα των συμποσίων στο Δίον [Μέδουσα 6],ενώ κεφαλή Μέδουσας αποτελεί την κεντρική λεπτομέρεια σε μωσαϊκό δάπεδο ρωμαϊκής εποχής μέσα στην πόλη της Νάουσας. [Μέδουσα 8]
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας © 2008 Δήμητρα Μήττα
http://www.komvos.edu.gr/mythology/4_politikhmythologia.html
ΠΗΓΗ hellasforce
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου