Του Bobby Ghosh
Κατά παράδοση, το ανακοινωθέν στο τέλος κάθε συνόδου κορυφής του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) είναι μια κοινότοπη ελεγεία για τη φιλία μεταξύ των κρατών-μελών του - Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κουβέιτ, Κατάρ, Ομάν και Μπαχρέιν.
Η κοινή δήλωση είναι συνήθως μακροσκελής ως υπόσχεση αλλά σύντομη σε ό,τι αφορά οποιοδήποτε πρακτικό στοιχείο πέραν της απόκρυψης εσωτερικών διαφωνιών στο Συμβούλιο.
Φύλλο συκήςΑκόμη και από την άποψη αυτών των μάλλον χαμηλών στάνταρντ, το έγγραφο το οποίο κυκλοφόρησε στο τέλος της τελευταίας σύναξης των ηγετών του Κόλπου στο Ριάντ στις 14 Δεκεμβρίου ήταν το πλέον λεπτό από τα συνήθη φύλλα συκής. Η συνήθης επίκληση της ενότητας πέτυχε ελάχιστα να κρύψει την αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο πιο σημαντικών μελών του ομίλου, δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ.
Για εμένα, η διευρυνόμενη απόκλιση των συμφερόντων στα πεδία της οικονομίας, της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής μεταξύ του βασιλείου και της συνομοσπονδίας των εμιράτων ήταν μια από τις πιο σημαντικές ιστορίες του 2021.
Ο τρόπος με τον οποίο θα εξελιχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ τους θα έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο για τις υποθέσεις της Αραβικής Χερσονήσου, αλλά και για τη γεωπολιτική της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Ειδικότερα, αποτελεί πρόκληση για τις ΗΠΑ, οι οποίες εδώ και καιρό βασίζονται στη φιλία μεταξύ των δύο κρατών ως προπύργιο κατά του Ιράν.
Μερικές από τις διαφορές μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ προέρχονται από οικονομικές επιλογές που έγιναν από τους ηγέτες τους, άλλες από αντικρουόμενους υπολογισμούς ασφαλείας και άλλες οφείλονται σε ιδεολογικούς λόγους. Αυτά δεν έχουν ακόμη μετατραπεί σε ανοικτό ανταγωνισμό μεταξύ τους και σίγουρα σε τίποτε που να θυμίζει τη φύση της γυμνής εχθρότητας που άσκησαν από κοινού προς το Κατάρ κατά τη διάρκεια ενός τριετούς οικονομικού εμπάργκο που έληξε στις αρχές του 2021.
Ωστόσο, ο ανταγωνισμός Σαουδικής Αραβίας και Εμιράτων είναι βέβαιο ότι θα οξυνθεί. Τελικά, η κλιμακούμενη ένταση θα φέρει επιχειρήσεις και επενδυτές στη δύσκολη θέση να πρέπει να επιλέξουν ανάμεσά στους δύο, περισσότερο για πολιτικούς και λιγότερο για οικονομικούς λόγους.
Μακρά ιστορίαΟι δύο χώρες, οι οποίες μοιράζονται σύνορα 300 μιλίων, έχουν μακρά ιστορία φιλίας. Ήλθαν εξαιρετικά κοντά μετά τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης του 2011, όταν οι μονάρχες και των δύο πλευρών αναγνώρισαν την απειλή που συνιστούσαν τα λαϊκά κινήματα υπέρ της δημοκρατίας.
Οι δεσμοί βάθυναν στα μέσα της δεκαετίας, με την ανάδειξη του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν (MBS) ως ισχυρού παράγοντα εξουσίας πίσω από τον θρόνο στο Ριάντ. Ο MBS ανέπτυξε στενή φιλία με τον ομόλογό του, πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ Μπιν Ζαγέντ του Άμπου Ντάμπι, γνωστό ως MBZ. Ο Εμιρατιανός, αναμφισβήτητα ο ηγέτης με τη μεγαλύτερη επιρροή στον αραβικό κόσμο, έγινε μέντορας του νεαρού Σαουδάραβα. Μέχρι το 2017, όταν ο MBS ονομάστηκε επίσημα διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, οι δύο χώρες τους ήταν σύμμαχοι σε έναν πόλεμο στην Υεμένη, καθώς και στο εμπάργκο εναντίον του Κατάρ.
Και στις δύο συγκρούσεις, θεωρήθηκε ευρέως ότι ο ηλικιακά μεγαλύτερος του διδύμου είχε καθοδηγήσει το χέρι του προστατευόμενου του. Ο MBZ είχε πείσει τον MBS ότι οι χώρες τους απειλούνταν από την υποστήριξη της Ντόχα προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, το ισλαμιστικό κίνημα το οποίο θεωρεί εχθρούς του τις βασιλικές οικογένειες της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων. Είχε επίσης σύρει τον Σαουδάραβα πρίγκιπα στην άποψη ότι το Ιράν και το δίκτυο των πολιτοφυλακών του, συμπεριλαμβανομένων των Χούτι στην Υεμένη, αντιπροσώπευαν τη μεγαλύτερη απειλή για αμφότερες τις χώρες.
Μαζί, οι Σαουδάραβες και οι Εμιρατιανοί άσκησαν επιρροή στην κυβέρνηση Τραμπ για να ενισχύσει τη λεγόμενη εκστρατεία "μέγιστης πίεσης" των οικονομικών κυρώσεων κατά του καθεστώτος της Τεχεράνης και καλωσόρισαν την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018 από την πυρηνική συμφωνία που είχε συνάψει η Ισλαμική Δημοκρατία με τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις.
Σε μικρότερο βαθμό, οι δύο χώρες ήταν επιφυλακτικές προς την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στον μουσουλμανικό κόσμο. Όταν ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέδειξε ότι ο MBS βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στην Κωνσταντινούπολη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υποστήριξαν την εξήγηση της Σαουδικής Αραβίας για την υπόθεση.
Υπήρχαν και άλλα σημάδια επιρροής των Εμιράτων στον Σαουδάραβα διάδοχο. Τα φιλόδοξα σχέδια του MBS για κοινωνική μεταρρύθμιση, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ελευθεριών για τις γυναίκες και περιορισμού της θρησκευτικής εξουσίας, έμοιαζαν σχεδιασμένα να φέρουν το συντηρητικό βασίλειο πιο κοντά στα ήθη των σχετικά φιλελεύθερων ΗΑΕ.
Το πρότζεκτ του, υπό τον τίτλο "Όραμα 2030", για τον απογαλακτισμό της οικονομίας της Σαουδικής Αραβίας από την εξάρτησή της από τα πετρελαϊκά έσοδα είχε τουλάχιστον εν μέρει ως έμπνευση την επιτυχημένη διαφοροποίηση των ΗΑΕ σε τομείς όπως ο τουρισμός και η εφοδιαστική μεταφορών.
Οι δύο πρίγκιπες, ωστόσο, δεν μπορούσαν να παραμείνουν ενωμένοι για πάντα. Ήδη από το 2019, οι υπολογισμοί ασφαλείας του MBZ τον απομάκρυναν από μια αντιπαράθεση με την Τεχεράνη και τους πληρεξουσίους της. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα άρχισαν να αποχωρούν από τον πόλεμο στην Υεμένη, όπου οι αντάρτες Χούτι, οι οποίοι υποστηρίζονταν από το Ιράν, είχε αποδειχθεί αδύνατο να νικηθούν. Οι Σαουδάραβες ήταν δυσαρεστημένοι που έμειναν με τον "μουτζούρη" στο χέρι, ωστόσο ο MBS δεν επέκρινε δημόσια τον μέντορά του.
Την επόμενη χρονιά, όταν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διαφοροποιήθηκαν από το αραβικό μποϊκοτάζ κατά του Ισραήλ και υπέγραψαν τις Συμφωνίες του Αβραάμ, εμπνέοντας άλλες τρεις χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, οι Σαουδάραβες ξεκαθάρισαν ότι δεν θα συμμετείχαν στη διαδικασία. Τότε ήλθε η σειρά του Ριάντ να αποσυρθεί από μια κοινή προσπάθεια: προς τα τέλη του 2020, ο MBS αποφάσισε μονομερώς να τερματίσει το εμπάργκο στο Κατάρ. Οι Εμιρατιανοί γκρίνιαξαν, τελικώς όμως ακολούθησαν.
Το 2021, ήταν ο μεταξύ τους οικονομικός ανταγωνισμός που βρέθηκε το επίκεντρο. Ο MBZ επιτάχυνε τη διαδικασία τερματισμού των γεωπολιτικών συγκρούσεων των ΗΑΕ - ιδίως με την Τουρκία και τη Συρία - προκειμένου να επικεντρωθεί στις οικονομικές προκλήσεις στο εσωτερικό. Ο MBS, από την πλευρά του, ενίσχυσε την προσπάθειά να κάνει τη Σαουδική Αραβία τον κορυφαίο προορισμό της Αραβικής Χερσονήσου για επιχειρήσεις και επενδύσεις.
Στη συνέχεια, οι δύο πλευρές έσπασαν μια μακρά παράδοση, διαφωνώντας ανοιχτά για τις ποσοστώσεις παραγωγής πετρελαίου τον Ιούλιο. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απαίτησαν το δικαίωμα να πωλούν περισσότερο αργό, μολονότι το καρτέλ του OPEC+ υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας ήθελε να περιορίσει την παραγωγή. Τελικά επετεύχθη συμβιβασμός, ωστόσο ένα έξαλλο Ριάντ απαγόρευσε τις πτήσεις προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα - η πανδημία του Covid αναφέρθηκε ως ο βασικός λόγος, ωστόσο κανείς δεν ξεγελάστηκε.
Οι Σαουδάραβες αύξησαν την ένταση αμφισβητώντας τις προτιμησιακές δασμολογικές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Το μεγαλύτερο πλήγμα το δέχθηκαν οι εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στις ελεύθερες ζώνες των ΗΑΕ, οι οποίες χρησιμοποιούν την εγγύτητά τους στην πολύ μεγαλύτερη αγορά της Σαουδικής Αραβίας για να προσελκύσουν δραστηριότητα.
Το Ριάντ πίεζε ήδη ξένες εταιρείες να μεταφέρουν την περιφερειακή τους έδρα στο βασίλειο, απειλώντας να διακόψει τις κρατικές συμβάσεις για όσες δεν αποφάσιζαν να μετεγκατασταθούν. Οι Σαουδάραβες προσέγγισαν επίσης χιλιάδες εταιρείες σε όλο τον κόσμο με φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλα κίνητρα προκειμένου να μετατρέψουν τον εαυτό τους σε παγκόσμιο επιχειρηματικό κόμβο.
Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η δική τους αγορά είναι πολύ μικρότερη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση της Σαουδικής Αραβίας ενισχύοντας τα δυνατά τους σημεία, όπως τον σχετικά φιλελεύθερο τρόπο ζωής τον οποίο μπορούν να απολαύσουν οι ξένοι σε κοσμοπολίτικες πόλεις όπως το Ντουμπάι και το Άμπου Ντάμπι. Εισήγαγαν νέους κανόνες για χορήγησης βίζας προκειμένου να προσελκύσουν ξένα ταλέντα. Και, σε ένα πρόσφατο μέτρο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ανακοίνωσαν ότι θα μεταβούν σε εργάσιμη εβδομάδα Δευτέρας-Παρασκευής για να ευθυγραμμίσουν την οικονομία τους με τις διεθνείς συνήθειες.
Το Ιράν στο επίκεντροΟ εντεινόμενος οικονομικός ανταγωνισμός συνέπεσε με μια διπλωματική κινητοποίηση, τόσο για τον MBS όσο και για τον MBZ. Πριν από τη σύνοδο κορυφής του GCC, ο Σαουδάραβας πρίγκιπας πραγματοποίησε μια περιοδεία στα κράτη-μέλη. Mεταξύ άλλων, φέρεται να αναζητούσε συναίνεση για τον τρόπο αντιμετώπισης του Ιράν. Αν και έχουν πραγματοποιήσει ορισμένες συνομιλίες με τους Ιρανούς, με τη μεσολάβηση του Ιράκ, οι Σαουδάραβες εξακολουθούν να ανησυχούν ότι το επιταχυνόμενο πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου της Τεχεράνης την φέρνει όλο και πιο κοντά στη δυνατότητα απόκτησης πυρηνικών όπλων.
Τα Εμιράτα, την ίδια στιγμή, επιδιώκουν πιο ανοικτή διπλωματική επαφή με την Ισλαμική Δημοκρατία. Ο MBZ έστειλε τον αδελφό του και σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, Σεΐχη Ταχνούν μπιν Ζαγέντ, στην Τεχεράνη στις αρχές Δεκεμβρίου. Ο σκληροπυρηνικός πρόεδρος του Ιράν Εμπραχίμ Ραϊσί αναμένεται να επισκεφθεί τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πιθανώς στις αρχές του 2022.
Τα Εμιράτα φαίνεται να έχουν αποφασίσει ότι δεν μπορούν πλέον να εξαρτώνται από τις ΗΠΑ για την προστασία τους από το Ιράν. Μεταξύ άλλων, αυτός ο υπολογισμός μπορεί να επηρέασε την πρόσφατη απόφαση των ΗΑΕ να αναστείλουν τις συνομιλίες με την κυβέρνηση Μπάιντεν σχετικά με την αγορά αεροσκαφών F-35 και άλλων όπλων. Δεν είναι εξάλλου πεπεισμένα ότι η εμβάθυνση της φιλίας τους με το Ισραήλ θα αναπληρώσει την απώλεια της αμερικανικής ομπρέλας ασφαλείας. Οι Ιρανοί θα παίξουν με αυτές τις αγωνίες για να προσπαθήσουν να διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των ΗΑΕ και των συμμάχων τους, τόσο της διπλανής πόρτας, όσο και της Δύσης.
Το καθεστώς της Τεχεράνης σίγουρα ενθουσιάστηκε ακούγοντας έναν κορυφαίο διπλωμάτη των Εμιράτων να τοποθετείται κατά νέων και ευρύτερων οικονομικών κυρώσεων κατά του Ιράν, παρόλο που οι ΗΠΑ έχουν προειδοποιήσει με αυστηρότερους περιορισμούς εάν το πυρηνικό πρόγραμμα δεν αντιστραφεί. Ωστόσο η αλλαγή στον τόνο των ΗΑΕ δεν είναι ευπρόσδεκτη στο Ριάντ. Πόλεις και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας παραμένουν υπό συνεχή απειλή από πυραύλους ιρανικής κατασκευής που εκτοξεύονται από θέσεις των Χούτι στην Υεμένη. Ο τελευταίος γύρος συνομιλιών μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων και του Ιράν άρχισε τη Δευτέρα, ωστόσο δεν είναι πιθανό να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Για την κυβέρνηση Μπάιντεν, οποιαδήποτε εμβάθυνση των διαφορών μεταξύ των συμμάχων του Αραβοπερσικού Κόλπου δυνητικά αποδυναμώνει την αμερικανική πίεση στο Ιράν, ενώ αποτελεί και από μόνη της διπλωματικό "πονοκέφαλο". Και θα ήταν κακή για την επόμενη σύνοδο κορυφής του GCC, στο Ομάν, τον 2022.
Όχι ότι θα μπορούσατε να το καταλάβετε φυσικά από το ανακοινωθέν…
ΠΗΓΗ capital
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου