Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Δημήτρης Τσαϊλάς: Είναι οι σφαίρες επιρροής που επηρεάζουν την τουρκική συμπεριφορά

 Του Δημήτρη Τσαϊλά*

Ο επεκτατισμός της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια έχει εισαγάγει μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην περιοχή. Μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αναιρεθεί εύκολα. Η Άγκυρα έχει αναλάβει νέες δεσμεύσεις, έχει εμπλακεί σε πλέγματα συμφερόντων και έχει κάνει επενδύσεις στις περιοχές όπου ήδη επιχειρούν τα τουρκικά στρατεύματα. Αν και πρόκειται για πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά δαπανηρές πρωτοβουλίες, μια υποχώρηση μπορεί να είναι πιο δαπανηρή όσον αφορά την περιφερειακή ισορροπία ισχύος και την εσωτερική πολιτική της. Έτσι, ακόμη κι αν μια νέα τουρκική κυβέρνηση αποφασίσει την απεμπλοκή, η απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων ή τον τερματισμό των στρατιωτικών εμπλοκών αυτό θα ήταν αρκετά περίπλοκο σενάριο.

Ποιοι παράγοντες ενίσχυσαν τη τουρκική αδιαλλαξία στο νέο Γεωπολιτικό πλαίσιο;

Σε έναν όλο και πιο πολυπολικό κόσμο, η Άγκυρα κατάφερε να βελτιώσει τις σχέσεις της με χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και τη Κίνα. Ο βασικός λόγος που πρέπει να εξεταστεί είναι ο ρόλος της αλλαγής των σφαιρών επιρροής που την ενθαρρύνει να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις εκτός των παραδοσιακών συμμάχων της και να υιοθετήσει μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Έτσι, όταν τα συμφέροντά της αποκλίνουν από εκείνα των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η Τουρκία αναλαμβάνει μονομερείς διπλωματικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες όπως τη μη συμμετοχή στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία ή τον εκβιασμό με βέτο στο ΝΑΤΟ για την εισδοχή της Φινλανδίας και Σουηδίας, ή την απειλή για νέα εισβολή στη Συρία.

Οι μελλοντικές τουρκικές κυβερνήσεις θα σχεδιάζουν την εθνική τους στρατηγική με τους ίδιους δομικούς παράγοντες, και μπορεί να το κάνουν πιο αποτελεσματικά από τη σημερινή κυβέρνηση. Εάν η Ουάσιγκτον συνεχίσει να στρέφει την επιρροή της στον Ειρηνικό ασκώντας μια πολιτική χωρίς πηδάλιο με σημαντική απουσία από τη Μέση Ανατολή, και εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμείνει ανίκανη να εμπλακεί αποτελεσματικά στις εξελίξεις πέρα ​​από τα σύνορά της, η τουρκική πολιτική θα ανταποκριθεί ανάλογα αναπληρώνοντας το κενό ισχύος. Αυτό δεν σημαίνει ρήξη στις σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαίνει όμως ότι η Άγκυρα θα αντιδρά εφόσον το δυτικό κοινό δεν συμμεριστεί τις ανησυχίες της για την τρομοκρατία ή τις περιφερειακές κρίσεις, ειδικά στη Συρία και το Ιράκ. Στο μεταξύ, η Άγκυρα θα πρέπει ακόμα να συνεργαστεί με τη Ρωσία για να διαχειριστεί τις προκλήσεις που θέτει η συριακή κρίση. Και, παράλληλα με την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή, η Άγκυρα μπορεί να πλησιάσει ακόμη περισσότερο το Πεκίνο. Τα περιφερειακά κενά ισχύος και η αστάθεια στην περιοχή αφήνουν την Τουρκία να αναλάβει άμεση δράση. Εν ολίγοις, σε σύγκριση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Άγκυρα μπορεί να επιλέξει έναν πιο αυτόνομο τρόπο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αντί να επιμείνει στους δυτικούς συμμάχους της.

Υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία έχει αγκαλιάσει όλο και πιο επιθετικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες, συνεργάστηκε με ριζοσπαστικές ή εγκληματικές ομάδες, έκανε φιλικές προσεγγίσεις σε ρεβιζιονιστικές δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα και αποστασιοποιήθηκε από τους δυτικούς θεσμούς και αξίες. Ωστόσο, θα ήταν παραπλανητικό να αποδοθούν όλες αυτές οι αλλαγές στον Ερντογάν ή στο κόμμα του. Όπως και ότι η Τουρκία στη μετά-Ερντογάν εποχή θα παύσει να απειλεί και να εκβιάζει. Πέρα από κάθε αμφιβολία, η απουσία ενός απερίσκεπτου, φιλόδοξου και θερμοκέφαλου ηγέτη θα έχει θετικό αντίκτυπο στη λήψη αποφάσεων στην Άγκυρα. Οι θεσμοί, ιδιαίτερα στο Υπουργείο Εξωτερικών, ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη επιρροή, φέρνοντας μεγαλύτερη σταθερότητα και συνέπεια στις εξωτερικές σχέσεις της Άγκυρας. Οι εταίροι της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ πιθανότατα θα έβρισκαν τους διαδόχους του Ερντογάν πιο συμπαθητικούς και ευκολότερους στην επικοινωνία, όμως είναι δύσκολο να συζητήσουμε την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας χωρίς έννοιες όπως ο Νεο-Οθωμανισμός, ο Πανισλαμισμός ή ο Παντουρκισμός. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τους δομικούς παράγοντες που παίζουν στην τουρκική πολιτική. Επομένως, μόνο με μια ρεαλιστική προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη τις παγκόσμιες και περιφερειακές επιρροές παράλληλα με την ιδεολογία και την κακοδιαχείριση είναι ζωτικής σημασίας.

Τι πρέπει να κάνουμε εμείς;

Γνωρίζουμε πως τα πλεονεκτήματα μιας στρατηγικής απόφασης εξαρτώνται από την εύλογη  αντιμετώπιση καταστάσεων. Για παράδειγμα, εάν ενεργήσω με τον Α τρόπο, περιμένω να συμβεί το Β λόγω του Γ. Οι αμυντικοί σχεδιαστές πρέπει να είναι σε θέση να δουν (ή να συμπεράνουν) αυτόν τον βασικό αιτιώδη λόγο και να βρουν την βέλτιστη λύση. Όταν πραγματοποιούμε επενδύσεις που αλλάζουν τη στρατηγική ισορροπία, όπως μια μεγάλη δαπάνη για σύγχρονα αεροσκάφη και πλοία υψηλής τεχνολογίας που μας εισαγάγει στο δικτυοκεντρικό πόλεμο, η λογική μας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική. Και θα πρέπει να προσέξουμε τη διαχείριση, ή τουλάχιστον να γνωρίζουμε, τους κινδύνους, υπολογίζοντας και τις “ομίχλες” που σχετίζονται με την απόφασή μας (διαχείριση ρίσκου).

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αμυντική στρατηγική αναθεώρηση είναι σημαντική ενέργεια. Δεν χωράει αποτυχία και απαιτεί άμεσες τεχνολογικές προβλέψεις για «το μέλλον του πολέμου». Είναι λογικό για τον Ελληνισμό να συγκεντρώσει τους πόρους στον ζωτικό του χώρο αντί να μετατρέπει τον στρατό του ως ένα είδος διεθνούς αμυντικού οργανισμού. Είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί η εκτίμηση του περιβάλλοντος ασφάλειας στο οποίο ανταποκρινόμαστε και χαρακτηρίζεται από έναν ανυπόφορο και αναθεωρητικό τουρκικό επεκτατισμό και έναν αναξιόπιστο, στρατηγικά ασταθή σύμμαχο, των ΗΠΑ. Ο Ελληνισμός πρέπει να αντισταθμίσει την ακανόνιστη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και την τουρκική επιθετικότητα  στο γεωστρατηγικό του χώρο σταθμίζοντας τις σφαίρες επιρροών. Όλα αυτά πρέπει να καταστούν ξεκάθαρα στην Εθνική μας Στρατηγική.

Ο νέος σκοπός της προσπάθειας εκσυγχρονισμού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων είναι να αποτρέψουμε την Τουρκία από περιορισμένο συμβατικό πόλεμο από μόνοι μας, χωρίς βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή συμμάχους. Πρέπει να πιστεύουμε ότι οι νέες στρατιωτικές δυνατότητες μας θα είναι ικανές να αποτρέψουν την Τουρκία καλύτερα από την υπάρχουσα στρατηγική και την υπάρχουσα δομή δύναμης. Είναι αδικαιολόγητη η όποια αισιοδοξία για την έλλειψη αποφασιστικότητας των Τούρκων. Η ανισορροπία δυνάμεων ευνοεί μόνο την Άγκυρα και πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας πόλεμος ενάντια του Ελληνισμού δεν συνεπάγεται την υποστήριξή μας από μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών ή συμμάχων. Και αν το στοίχημα του Ελληνισμού σε μια μονομερή επιλογή αποτροπής πάει άσχημα, δεν θα πληρώσει μόνο η Αθήνα το τίμημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι γείτονες μας ευρωπαίοι θα επιβαρυνθούν επίσης.

Συμπεράσματα

Οι ενεργειακοί πόροι στην Ανατολική Μεσόγειο και η επιθετικότητα της Τουρκίας έχουν διευκολύνει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Ελλάδας και του Ισραήλ, καθώς και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ωστόσο, μια νέα κυβέρνηση στην Άγκυρα και οι ανανεωμένες διπλωματικές καλλιέργειες δεν σημαίνουν αυτόματα ότι αυτή η συμμαχία θα σπάσει ή ότι η Τουρκία θα εισέλθει σε αυτήν.

Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός και τα θαλάσσια σύνορα ενδέχεται να συνεχίσουν να προκαλούν εντάσεις στην περιοχή. Για να είμαστε σαφείς, οι Ηνωμένες Πολιτείες έθεσαν τον Ελληνισμό σε αυτήν τη θέση. Η ίδια η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι η κύρια πηγή αβεβαιότητας στη Νοτιανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Κύπρο, οπότε η αμυντική στρατηγική αναθεώρηση αποτελεί αντιστάθμιση έναντι αυτού. Όμως, η αντιστάθμιση μπορεί να λάβει πολλές μορφές, και με τον τρόπο που επιλέξουμε να το κάνουμε, μπορεί να διαβρώσουμε κατά λάθος το κεντρικό σύστημα της ασφάλειας της Ελλάδος για γενιές (αξιοπιστία απειλής συμμαχίας) χωρίς να την αντικαταστήσουμε.

Απαιτείται να επιτύχουμε έναν εξειδικευμένο καταμερισμό της συμμαχικής δουλείας που να καθιστά πιο πιθανό για τις Ηνωμένες Πολιτείες να τηρήσουν τη δέσμευσή τους.  Η Ελλάδα μπορεί ακόμη και να αντισταθμίσει με δομές αποτροπής που να ενσωματώνουν τις ένοπλες δυνάμεις σε συνεργασία με τρίτα μέρη εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως ήδη ενεργεί. Το θέμα είναι απλώς ότι ενώ η ελληνική εθνική στρατηγική πρέπει να ανταποκρίνεται σε ένα περιβάλλον ασφάλειας στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν έναν κύριο ρόλο, δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο για το πώς η Ελλάδα θα ανταποκρίνεται σε αυτό.

Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, ο Ερντογάν έχει επανειλημμένα αποδείξει πώς η διεκδίκηση και ο επεκτατισμός στην εξωτερική πολιτική μπορεί να είναι χρήσιμοι στην εσωτερική πολιτική. Βοηθούν στην κινητοποίηση των εθνικιστικών συναισθημάτων μεταξύ των ψηφοφόρων και απομακρύνουν την προσοχή από τα εγχώρια προβλήματα. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, οι Τούρκοι ψηφοφόροι απολαμβάνουν τα συναισθήματα μεγαλείου που έχουν προκαλέσει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και τα drones της Τουρκίας. Η λαϊκή απαίτηση για ισχύ, ή η ανάγκη για εκτροπή από εσωτερικά προβλήματα, θα μπορούσε επίσης να αποπλανήσει τους διαδόχους του Ερντογάν, οι οποίοι θα διοικήσουν μια έμπειρη στρατιωτική δύναμη. Οπότε, ακόμη και στη μετά-Ερντογάν εποχή, κανείς στην Ουάσιγκτον ή τις Βρυξέλλες πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να περιμένει από την Τουρκία να μετατραπεί ξαφνικά σε έναν πειθήνιο και υπάκουο σύμμαχο. Οι δομικές αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον, οι μετακινήσεις των σφαιρών επιρροής και τα νέα δεδομένα είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την τουρκική συμπεριφορά.

*Υποναύαρχος ε.α.

geopolitics.iisca.eu

ΠΗΓΗ anixneuseis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου