Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Η τουρκική «επιθετική άμυνα»

 

Σμύρνη - Αγαλμα του Μουσταφά Κεμάλ ANADOLU AGENCY VIA GETTY IMAGES

Διεθνολόγος

Τον 21ο αιώνα, ο διάλογος μεταξύ κρατών οφείλει να πραγματοποιείται υπό τις πρόνοιες και το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και όχι με όρους «ανατολίτικου παζαριού».

Μετά την έλευση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη το Μάϊο του 1919, τα κεμαλικά στρατεύματα επέλεξαν αρχικά την τακτική της φθοράς και της παράσυρσης στο εσωτερικό, με στόχο να επιμηκυνθούν οι γραμμές ανεφοδιασμού και να κερδηθεί χρόνος. Όταν πρώτοι οι Μπολσεβίκοι και αργότερα άλλες Μεγάλες Δυνάμεις εξόπλισαν και χρηματοδότησαν τον Κεμάλ και η ισορροπία δυνάμεων μεταβλήθηκε υπέρ του, τότε άρχισε η φάση της στρατηγικής εκμηδένισης του ελληνικού στοιχείου και όχι μόνο των στρατευμάτων. Εξάλλου, ο «Εθνικός Όρκος», στον οποίο αποκρυσταλλώνονταν οι στρατηγικοί στόχοι του Κεμάλ, ήταν σαφής και οι ειλημμένες δεσμεύσεις επιχειρήθηκε να υλοποιηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, την κατάλληλη χρονική συγκυρία και υπό τις προσήκουσες ισορροπίες.

Παράλληλα, μάλιστα, στα ανατολικά, η Συνθήκη των Σεβρών προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ίδρυση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους και όταν οι Κούρδοι ζήτησαν να πληροφορηθούν τις προθέσεις του Κεμάλ, εκείνος δεν απάντησε επί εβδομάδες έως ότου οργανωθεί η Κεντρική Στρατιά και εξαπολύσει σφοδρή επίθεση για τη διάλυση των Κούρδων. Μέχρι τότε, οι Τούρκοι ανέμεναν διατηρώντας την τακτική της «επιθετικής άμυνας», όπως έπραξαν και στο δυτικό μέτωπο εναντίον των Ελλήνων.

Ακολούθως, στο διπλωματικό επίπεδο, η Α΄ Τουρκική Δημοκρατία (1923-1950) διακήρυττε την αρχή «ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο», υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία δεν εμπλέκεται σε διεθνείς ανταγωνισμούς και διατηρεί ουδέτερη στάση αποσκοπώντας στη σταθερότητα. Οι λόγοι ήταν προφανείς και σχετίζονταν κατά βάση με τη στρατηγική ανεπάρκεια και τους ισχνούς πόρους του νεοιδρυθέντος κράτους, καθώς και την εσωτερική ανομοιογένειά του. Όμως, κάθε φορά που οι ισορροπίες το επέτρεπαν, η Τουρκία έκανε επιθετικά βήματα ακόμη και σε εκείνη την ιστορική φάση αδυναμίας. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτέλεσαν η προσάρτηση της Αλεξανδρέττας (1939), ο φόρος περιουσίας εις βάρος των αλλοεθνών της Πόλης (1942) και οι συναλλαγές με τη Ναζιστική Γερμανία εις βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Ε.Σ.Σ.Δ. («επιτήδειος ουδέτερος»).

Φθάνοντας στη δεκαετία του 1950, η Τουρκία εισέρχεται με τις ευλογίες των Βρετανών στα Κυπριακά πράγματα. Δεν αντέτεινε «δεν έχω καμία δουλειά εκεί» ή «η πλειοψηφία των Κύπριων μουσουλμάνων δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι» ή «δεν θέλω να προκαλώ». Δέχθηκε μετά χαράς και εκμεταλλεύτηκε την ιδιότητα της «εγγυήτριας δύναμης», που της αποδόθηκε εξαιτίας λαθών της ελληνικής διπλωματίας, ούτως ώστε να την επικαλεστεί καταχρηστικά και να εισβάλλει παρανόμως στην Κυπριακή Δημοκρατία, το 1974. Το 1955, μάλιστα, είχε οργανώσει πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Πόλης εκμεταλλευόμενη «την ανάγκη διασφάλισης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ» (!), όπως οι ΗΠΑ «συνέστηναν» προς την Ελληνική Κυβέρνηση, προκειμένου εκείνη να μην αντιδράσει στους μαζικούς διωγμούς των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους.

Εν συνεχεία, διατράνωσαν την περίφημη «θεωρία των γκρίζων ζωνών» προκαλώντας θερμά επεισόδια ανά δεκαετία (1976, 1987, 1996), υιοθετώντας το προσωπείου του αμνού αφού μεσολάβησαν η Συμφωνία της Μαδρίτης (1997), η απόσυρση του ελληνικού βέτο για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας, οι σεισμοί στην Κωνσταντινούπολη (1999) και οι συνεπακόλουθες χρεοκοπίες του τουρκικού κράτους, οι οποίες το οδήγησαν στο ΔΝΤ.

Όταν η τουρκική οικονομία ανέκαμψε και η ελληνική οικονομία άρχισε να έχει αντίθετη πορεία με την απαρχή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής (2010), η Άγκυρα αυτονόμησε σε μεγάλο βαθμό την αμυντική βιομηχανία της, διεύρυνε την επιθετική ρητορική της, πλήθυνε τις εισβολές της σε γειτονικά κράτη (Ιράκ και Συρία) και χάραξε μια στρατηγική αξιώσεων των πάντων, από τη Βόρεια Αφρική έως την Κεντρική Ασία και από τα Βαλκάνια έως τον Περσικό Κόλπο. Η μεταβολή του συσχετισμού ισχύος υπέρ της – ή για την ακρίβεια η εκτίμησή της ότι τούτο συνέβαινε σε βαθμό ανάλογο με τις διακηρυγμένες προθέσεις της – θεωρήθηκε «παράθυρο ευκαιρίας» επιβολής της αναθεωρητικής ατζέντας της.

Σήμερα, η Τουρκία βρίσκεται για μια ακόμη φορά τον τελευταίο αιώνα σε φάση «επιθετικής άμυνας». Ο σεισμός στα ανατολικά της διαδέχθηκε μια παρατεταμένη πίεση από τις ΗΠΑ σε νομισματικό, διπλωματικό και εξοπλιστικό επίπεδο. Οι εν λόγω εξελίξεις έχουν μεταθέσει την εκδίπλωση της ατζέντας της σε χρόνο μεταγενέστερο και καταλληλότερο για εκείνη, ανεξαρτήτως του πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος θα βρίσκεται στην εξουσία.

Η Τουρκία είναι αναθεωρητική και ο νεοοθωμανισμός διαπερνά το σύνολο της πολιτικής ελίτ, όπως είναι σαφές απλά και μόνο αν διαβάζει κάποιος τις καθημερινές δηλώσεις των Τούρκων πολιτικών. Η διαφωνία τους δεν είναι αν η Τουρκία πρέπει να διεκδικήσει αλλαγή συνθηκών, αλλά ως προς τον αριθμό των νησιών που δύνανται να ζητήσει, καθώς η ηγεμονική θέαση του περιφερειακού συστήματος ουδέποτε εξέλειψε.

Δεν πρόκειται καν για κάποιου είδους τακτικό κατευνασμό, καθότι η μεταλλαγή αφορά μόνο την τουρκική ρητορική και όχι τις μακρόπνοες στρατηγικές επιδιώξεις. Στην παρούσα ιστορική φάση, η Τουρκία κερδίζει και πάλι χρόνο και η Ελλάδα οφείλει να χαράξει τη δική της ενεργητική στρατηγική, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και εξισορροπώντας την Άγκυρα βάσει των δυνατοτήτων και των πάγιων στρατηγικών επιδιώξεών της, όχι βάσει των πρόσκαιρων ρητορειών, οι οποίες ενδεχομένως αποσκοπούν στην αποδοχή από πλευράς της Αθήνας μιας άνευ όρων παραλαβής F16 από την Τουρκία ή μιας τουρκικής συμμετοχής στην εξόρυξη και διαμετακίνηση του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου. Άλλωστε, όπως παρατηρείται, η Τουρκία δεν έχει πραγματοποιήσει κανένα ουσιαστικό βήμα υπαναχώρησης από τις θέσεις της, καθότι εξακολουθεί επί παραδείγματι να μιλά για συνδιαχείριση του Αιγαίου.

Αν η Ελλάδα αποδεχθεί να μιλήσει επί παντός και άνευ όρων διεθνούς νομιμότητας και ακόμη χειρότερα συμφωνώντας, οι τουρκικοί στόχοι θα έχουν πραγματοποιηθεί και σε μεταγενέστερο χρόνο, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με νέες αξιώσεις σε άλλα πεδία και μέτωπα. Αν η Ελλάδα αρνηθεί να υποχωρήσει και να συζητήσει επί των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, τότε εν ευθέτω χρόνω και με ευνοϊκή για την Τουρκία ισορροπία δυνάμεων, θα επιστρέψουμε στον κίνδυνο θερμού επεισοδίου και στις «υποσχέσεις» για νυχτερινή επίσκεψη.

Προς τούτο και επειδή η Τουρκία διαθέτει στρατηγική, την οποία δεν προτίθεται να μεταβάλει εκτός των επιμέρους τακτικών κινήσεων της, η χώρα μας οφείλει να παραμείνει σταθερή στην εντατικοποίηση και στον εξορθολογισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων της, στην ενημέρωση των διεθνών οργανισμών και των εταίρων για την τουρκική παραβατικότητα και στην άρνηση έναρξης οποιασδήποτε μορφής διαλόγου επί θεμάτων επιλυμένων από τη Συνθήκη της Λοζάνης.

Για τα υπόλοιπα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ), τον 21ο αιώνα, ο διάλογος μεταξύ κρατών οφείλει να πραγματοποιείται υπό τις πρόνοιες και το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και όχι με όρους «ανατολίτικου παζαριού».


ΠΗΓΗ https://www.huffingtonpost.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου