Σταθμεύσαμε πάνω από την παραλία του «Πέντε Μίλι» και περπατήσαμε μερικά μέτρα. Μπροστά μας ξεπρόβαλε φρεσκοβαμμένο και καλοσυντηρημένο το πλοίο/μουσείο που στήθηκε τα τελευταία χρόνια από το κατοχικό καθεστώς ως μνημείο θριάμβου για την εισβολή του 1974.
Ένα από τα αποβατικά σκάφη τα οποία αρχικά μετέφεραν από το λιμάνι της Μερσίνας στην Κύπρο τους Τούρκους εισβολείς το ξημέρωμα της 20ης Ιουλίου του 1974, και στη συνέχεια ίσως χρησιμοποιήθηκαν και για να μεταφέρουν αιχμάλωτους από την Κύπρο στην Τουρκία.
Η προσοχή μου ήταν στραμμένη στον κ. Βάσο Χρίστου, πρόεδρο του Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου 1974, που με συνόδεψε σε ολόκληρο το οδοιπορικό του «Φ» στις κατεχόμενες περιοχές.
Από τα πρώτα βήματα, κατάλαβα ότι δεν ένιωθε καλά. Ήταν λες κι άκουγα την καρδιά του που κτυπούσε δυνατά και γρήγορα.
«Εν τούτο; Εν άλλο; Πάντως φαίνεται ίδιο με το πλοίο που μας μετέφερε ως αιχμαλώτους στην Μερσίνα», είπε. Πλησιάσαμε αρκετά και η αντανάκλαση του ήλιου στο πλοίο μας τύφλωσε. Ο κ. Βάσος έσκυψε κι ακούμπησε την λαμαρίνα. «Σκέψου να κάθεσαι πάνω σε τούτη την λαμαρίνα που κάφκει μες τον ήλιο, με τα χέρια δεμένα πίσω και τα μάτια δεμένα και να μην ξέρεις καν το τι θα σου συμβεί το επόμενο λεπτό», μου είπε.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή διατηρούσα την ψυχραιμία μου. Καταλάβαινα ότι ο κ. Βάσος ξαναζούσε τις χειρότερες μάλλον στιγμές της ζωής του. Προσπαθούσα όμως να συμπεριφερθώ επαγγελματικά, να αποσυνδεθώ από τον εαυτό μου και να καταγράψω απλώς τα όσα έπρεπε για του σκοπούς αυτού του ρεπορτάζ.
Ομοιώματα Τούρκων στρατιωτών, με τις στολές μάλλον της τότε εποχής. Ένα στρατιωτικό τζιπ και βεβαίως τουρκικές σημαίες και μια δύο σημαίες του ψευδοκράτους.
«Νομίζω εν να σπάσει η καρδιά μου», είπε και συνέχισε: «Ήμασταν πολλοί. Τα μάτια και τα χέρια μας δεμένα. Εβάλαν μας να κάτσουμε κάτω. Πάνω σε τούτες τες λαμαρίνες. Εκρούζαμεν. Προσπαθούσαμε να μετακινούμε συνεχώς το κορμί μας δεξιά αριστερά γιατί δεν αντέχαμε τη ζέστη. Εμείς να καθούμαστε τζαι που πάνω μας γύρω γύρω οι Τούρκοι με τα όπλα να μας προσέχουν. Εν ξέρω αν εν τούτο το πλοίο, θυμούμαι όμως την σκάλα».
Στην Τουρκία είχαν γίνει μεταφορές αιχμαλώτων σε τρεις φάσεις. Στις 30 Ιουλίου, στις 21 Αυγούστου και στις 31 Αυγούστου.
Ρώτησα πόσοι άνθρωποι ήταν σε κάθε μεταφορά. «Δεν ξέρω να σου πω. Ξέρω μόνο ότι στην πρώτη μεταφορά ήταν 384 άτομα. Κανένας δεν ξέρει να σου πει για τις άλλες δύο φορές πόσοι ήταν μέσα στο κάθε πλοίο. Σε όλες τις μεταφορές μας, μας είχαν τα μάτια δεμένα. Ακούγαμε μόνο τους Τουρκοκύπριους και τους Τούρκους απ’ έξω στους δρόμους από τους οποίους περνούσε το λεωφορείο να μας χλευάζουν και να μας βρίζουν. Δεν ξέρω να σου πω αν στο λεωφορείο ήμασταν 20 ή 30 ή πιο λίγοι για να ξέρω πόσοι άλλοι ήταν μαζί μου στο ίδιο πλοίο. Ας πούμε εμένα με άλλους μας μετέφεραν στο γκαράζ του Παυλίδη όπου από τα, περίπου, 1000 άτομα τα οποία ήταν εκεί, μετέφεραν γύρω στους 400 στην Τουρκία. Όσους συνέλαβαν οι Τούρκοι, τους έκλεψαν χρήματα, ρολόγια, χρυσαφικά ότι πολύτιμο ας πούμε είχαν πάνω τους».
Άνθρωποι όλων των ηλικιών. «Εγώ ήμουν κοντά στα 18. Μαζί μου ήταν ένας 14χρονος. Κι άλλοι μεγαλύτεροι, κι άλλοι πολύ μεγαλύτεροι. Εκείνο που ξέρω και είμαι σίγουρος είναι ότι κανένας ο οποίος μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στην Τουρκία, δεν έμεινε στην Τουρκία. Επιστρέψαμε. Όμως δεν μπορείς να ξεχάσεις, αυτό που έζησες στην πορεία της αιχμαλωσίας, μέχρι την τελευταία στιγμή που μας άφησαν δεν πιστεύαμε ότι θα μας αφήσουν ελεύθερους. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος που έζησε όλα αυτά να κοιμάται ήσυχος το βράδυ και ειδικά αυτοί που γλύτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα βλέποντας τους συντρόφους τους να πέφτουν νεκροί».
Ο δρόμος της αιχμαλωσίας οδηγούσε στην Τουρκία
Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα να μιλά. Κοίταξε κατά τη θάλασσα. Τα μάτια του βουρκωμένα. «Ακόμα και στην αιχμαλωσία στην Τουρκία κάποιοι μετέφεραν τα δικά μας μίση και πάθη. Ακόμα και εκεί κάποιοι Γριβικοί και Μακαριακοί έστηναν καβγάδες και τρέχαμε οι υπόλοιποι να τους χωρίσουμε γιατί ξέραμε ότι θα ακολουθήσουν βασανιστήρια και όλοι ξέραμε τι σήμαινε βασανιστήρια εκεί. Έναν αιχμάλωτο τον ξυλοφόρτωσαν τόσο άσχημα οι Τούρκοι μετά από ένα τέτοιο καβγά που όταν επιστρέψαμε στην Κύπρο τον μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο και τρεις μέρες αργότερα πέθανε. Πάθαμε τόσα κακά και δεν μάθαμε τίποτα».
Δεν ήθελα να τον ρωτήσω για τα βασανιστήρια. Ήταν ήδη πολύ φορτισμένος. Έψαξα αργότερα και διάβασα δεκάδες ιστορίες. Τρόμαξα.
Ο πρώτος σταθμός στην Τουρκία ήταν στην Μερσίνα. «Όταν ερχόταν νέα ομάδα αιχμαλώτων μετέφεραν τους παλιούς πιο μέσα», στα Άδανα και μετά στην Αμάσεια και στην Αντίγιαμα».
Περπάτησε κατά μήκος του πλοίου και επέστρεψε. «Εν τζαι ηξέραμεν που ήμασταν τζαι που μας έπαιρναν. Κάποιοι Τουρκοκύπριοι που ήταν στο πλοίο εκάμναν τους διερμηνείς. Ρωτούσαμε και μας έλεγαν εν να σας πάρουμε να σας σύρουμεν μες τη θάλασσα. Πραγματικά δεν είχαμε ιδέα τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Ποια θα ήταν η τύχη μας».
Περπατήσαμε μαζί μέχρι την καμπίνα του πλοίου. Η πόρτα ήταν ανοικτή και από μέσα πλησιάζοντας ακούσαμε τους ήχους εμβατηρίων.
«Εγώ εν αντέχω άλλο, φεύγω», μου είπε ο κ. Βάσος και τράβηξε κατά το αυτοκίνητο.
Δεν μπορώ βεβαίως να πω ότι ένιωθα την ίδια ένταση μαζί του αλλά το σίγουρο είναι πως πλέον δεν μπορούσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου.
Μια ταινία προβάλλεται σε διαρκή βάση. Σκηνές από την απόβαση, από τους Τούρκους στρατιώτες και τα τουρκικά στρατιωτικά οχήματα και άρματα που μπήκαν στην Κερύνεια. Φωτογραφίες με πανηγυρισμούς, λάφυρα σε βιτρίνες και τα εμβατήρια από τα μεγάφωνα να σου τρυπούν το μυαλό. Όσο παρακολουθούσα κι άκουγα, τόσο μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.
Θεέ μου δώσε μου τη δύναμη, να καταπιώ όλα τα αρνητικά συναισθήματα που ξύπνησαν μέσα μου. Βγήκα και στάθηκα στην είσοδο της καμπίνας. Είδα ξανά το στημένο σκηνικό με τα ομοιώματα των Τούρκων στρατιωτών. Το πλοίο ονομάστηκε C-1974. Κοίταξα κάτω την ακτή της απόβασης. Ένιωσα να με τυλίγει μεγάλος θυμός. Είδα από μακριά έναν αστυνομικό του κατοχικού καθεστώτος να ανεβαίνει στο πλοίο. Ώρα να φεύγω.
Περπάτησα βιαστικά και έφθασα στον κ. Βάσο ο οποίος ακόμα προσπαθούσε να πιάσει κανονικό ρυθμό στην αναπνοή του. «Θόλωσα», του είπα. Απλώς με κοίταξε στα μάτια. Περπατήσαμε μέχρι το αυτοκίνητο. Εμένα δεν με χωρούσε ο τόπος αλλά έπρεπε και τελικά κατάφερα να συγκρατηθώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου