Το καλοκαίρι του 1976 αρκετές οικογένειες προσφύγων από διάφορα μέρη της Κύπρου βρέθηκαν σε ένα άγνωστο χωριό της επαρχίας Λάρνακας αναζητώντας μια στέγη για τους ίδιους και της οικογένειές τους.
Έψαχναν για μια καλύτερη στέγη από τα αντίσκηνα στους καταυλισμούς που είχαν στηθεί τους πρώτους μήνες μετά τα γεγονότα του 1974. Κτηνοτρόφοι και γεωργοί στην πλειονότητά τους που έψαχναν ένα κομμάτι γης για επαναδραστηριοποιηθούν.
Ακολουθώντας και τις υποδείξεις των αρμοδίων κινήθηκαν προς αγροτικές περιοχές με περιουσίες των Τουρκοκυπρίων οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους είτε την περίοδο 1963-64 ή το 1974.
Βρήκαν σπίτια, ή κατ’ ακρίβεια τους τέσσερις τοίχους. Γιατί το περιεχόμενο των σπιτιών είχε από καιρό αδειάσει. Κάποιοι έλεγαν ότι τα άδειασαν μόλις είχαν πληροφορηθεί πως στα τ/κ σπίτια θα έμπαιναν πρόσφυγες. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, το ποιοι και γιατί άδειασαν τα σπίτια των Τουρκοκυπρίων.
Οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω τουρκικής εισβολής βρήκαν μια στέγη για να μείνουν και σιγά-σιγά θα έφτιαχναν το βιός τους και πάλι. Στα σπίτια των Τουρκοκυπρίων διέμεναν πρόσφυγες Ελληνοκύπριοι που είχαν αναγκαστεί, λόγω της εισβολής, να εγκαταλείψουν τις δικές τους περιουσίες. Αυτό κρίθηκε από όλους λογικό και φυσιολογικό. Σε κάθε περίπτωση ο χαρακτηρισμός ήταν «πρόσφυγες που διαμένουν σε τ/κ περιουσίες» ή «τ/κ περιουσίες στις οποίες διαμένουν πρόσφυγες».
Όμως οι τουρκοκυπριακές περιουσίες δεν πήγαν μόνο για να καλύψουν τις ανάγκες που είχαν προκύψει για τους πρόσφυγες. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτήδειους οι οποίοι έβλεπαν τις τ/κ περιουσίες ως μια ευκαιρία για οικονομικό όφελος. Οι λόγοι για αυτές τις κινήσεις εκμετάλλευσης των περιουσίων είναι πολλοί και διάφοροι. Έτσι από τους πρόσφυγες διαμένοντες σε τ/κ περιουσίες, άρχισε να εμφανίζεται ένας νέος όρος, αυτός του χρήστη.
Ο ορισμός «χρήστης» δεν είναι τόσο αθώος όσο μπορεί να φαίνεται επειδή αφορά τους πρόσφυγες ή μη πρόσφυγες που κάνουν χρήση μιας τ/κ περιουσίας. Γιατί την ίδια περίοδο που κάποιοι πρόσφυγες έψαχναν μια στέγη για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, η Τουρκία προχωρούσε οργανωμένα και στοχευμένα στη μεταφορά Τούρκων υπηκόων από τις περιοχές της Ανατολίας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Οι Τούρκοι έποικοι, όπως λένε και οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι, δεν είχαν καμιά σχέση με την Κύπρο, με τον τόπο και τους ανθρώπους της.
Ωστόσο, και αυτοί θεωρούνται χρήστες. Έτσι σήμερα στα 49 χρόνια μετά την εισβολή: είτε είναι Ελληνοκύπριοι οι οποίοι έλαβαν μια τουρκοκυπριακή περιουσία για να έχουν μια στέγη οι ίδιοι και οι οικογένειές τους για να επαναδραστηριοποιηθούν, είτε είναι έποικοι εξ Ανατολίας οι οποίοι τοποθετήθηκαν σε μια ελληνοκυπριακή περιουσία στο πλαίσιο μιας οργανωμένης προσπάθειας αλλοίωσης του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου, στο τέλος και οι δύο θεωρούνται «χρήστης περιουσίας».
Πάνω σ’ αυτό τον χαρακτηρισμό του έποικου ως χρήστη περιουσίας είναι που προσπάθησε η Τουρκία να κτίσει τη ρητορική και τη νομική της θέση στο ΕΔΑΔ αλλά και στο Κυπριακό. Δηλαδή στο ότι ο σημερινός χρήστης μιας περιουσίας έχει τον τελευταίο λόγο έναντι του ιδιοκτήτη. Εμείς λέμε «νόμιμος ιδιοκτήτης» και «παράνομος χρήστης» όταν αναφερόμαστε στις περιουσίες Ελληνοκυπρίων που βρίσκονται στα κατεχόμενα.
Από την άλλη, όλο και περισσότερο χρησιμοποιείται ο όρος «χρήστης τ/κ περιουσίας» όταν αναφερόμαστε σε Ελληνοκύπριο που διαμένει ή χρησιμοποιεί μια περιουσία η οποία ανήκει σε Τουρκοκύπριο. Μπαίνοντας έτσι στη λογική της ίσης αντιμετώπισης τους ζητήματος, δηλαδή ύπαρξης δύο χρηστών που χρησιμοποιούν/εκμεταλλεύονται μια περιουσία η οποία αποδεδειγμένα εν τους ανήκει. Και έτσι με την πάροδο του χρόνου μετατρέπονται πρόσφυγες και έποικοι σε «χρήστες μιας περιουσίας». Εύλογα μπαίνει το ερώτημα: εφόσον σπεύδουμε να δώσουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στον χρήστη, τότε θα πρέπει να είμαστε και έτοιμοι να αποδεχθούμε τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων. Γιατί επιπτώσεις σίγουρα θα υπάρξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου