Μάιος 16, 2024. Ελλάδα.
Οι λόγοι της αποστροφής για τη Συμφωνία των Πρεσπών και της σημερινής προβληματικοποίησής της βρίσκονται σε μακροχρόνια ιστοριογραφικά ιδεολογικά στερεότυπα ταυτότητας που επιβαρύνουν τη σχέση μας με το παρελθόν και απειλούν το μέλλον μας
Γράφει ο Βαλεντίνο Ντιμιτρόφσκι*
Η πρόσφατη μη κατονομασία της συνταγματικής ονομασίας της χώρας μας από την Γκόρντανα Σιλιανόφσκα Ντάβκοβα, όταν ορκίστηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας που μπορεί να έχει πολιτική αβεβαιότητα που νομίζαμε ότι, ωστόσο, ξεπεράστηκε…
Η παρατυπία της προέδρου
Χρησιμοποιώντας τον ιστορικό-γεωγραφικό όρο «Μακεδονία» στο προφορικό μέρος του όρκου και όχι τη συνταγματική ονομασία του κράτους, η νεοεκλεγείσα πρόεδρος παραβίασε κατηγορηματικά το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, παραβίασε την Τελική Συμφωνία με την Ελλάδα (Συμφωνία των Πρεσπών) και αναίτια αναστάτωσε το συμπονετικό διεθνές κοινό, κάτι που θα μπορούσε να έχει δυσάρεστες συνέπειες για τις ευρωατλαντικές μας ενοποιήσεις, εάν αυτή η πρακτική κλιμακωθεί.
Είναι προφανές ότι αυτή η στάση απέναντι στη συνταγματική ονομασία του κράτους, μεταξύ των πολιτικών οντοτήτων που πλειοψηφούσαν κυριαρχικά στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, οφείλεται στην αποστροφή προς τις λύσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία ο διεθνής παράγοντας αξιολόγησε ως ιστορική.
Ποιος είναι ο λόγος για τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της εξαιρετικά θετικής εξωτερικής αξιολόγησης αυτής της διμερούς πράξης και της διαδεδομένης αρνητικής ερμηνείας στο εγχώριο κοινό;
Τι πράγματι δηλώνει ο όρος Βόρειος Μακεδονία
Η λύση για το όνομα στη Συμφωνία, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, είναι μια λύση που οριοθετεί σε ποιο τμήμα του ιστορικογεωγραφικού όρου «Μακεδονία» αναφέρεται η χώρα μας.
Το επίθετο «Βόρεια» στην τροποποιημένη ονομασία εντοπίζει επακριβώς το πολιτειακό μας θέμα και αφαιρεί πιθανές παρατηρήσεις ότι υποδηλώνει σημαντική «έκταση» ολόκληρης της επικράτειας του ιστορικογεωγραφικού τοπωνυμίου Μακεδονία, αλλά και διευκρινίζει τα διλήμματα των ουδέτερων και ανεπαρκώς ενημερωμένων παρατηρητών από το εξωτερικό, για το οποίο η Μακεδονία γίνεται λέξη.
Κάποιοι από αυτούς μπέρδεψαν τους όρους Δημοκρατία της Μακεδονίας, την ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας και τη βόρεια περιοχή της Μακεδονίας στη Δημοκρατία της Ελλάδας.
Το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» είναι ακριβές και αντικειμενικό, γιατί με το επίθετο «Βόρεια» αντικατοπτρίζει το εδαφικό πλαίσιο του κράτους, το οποίο παραμένει «Μακεδονία» ως θέμα.
Το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» αντικειμενοποιεί την ονομασία του κράτους και το διακρίνει από τις υπόλοιπες γύρω περιοχές που αποτελούν τμήματα της ευρύτερης ιστορικογεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας.
Ας μην κρυβόμαστε: Η ταυτότητά μας είναι σλαβική και η γλώσσα νοτιοσλαβική
Στο δεύτερο σημαντικό τμήμα της Συμφωνίας, η αντιμετώπιση ερωτημάτων «ταυτότητας» σχετικά με τη γλώσσα και την πολιτιστική συνήθειά του τι σημαίνει το επίθετο Μακεδονικός, Μακεδονική ή Μακεδονικό, το μοντέλο πολιτισμικής οριοθέτησης του τι σημαίνουν αυτοί οι όροι για εμάς και τι σημαίνουν για την Ελλάδα.
Παράλληλα, για πρώτη φορά (από ελληνικής πλευράς) έχουμε διακρατική ανάδειξη, ονοματοδοσία και αναγνώριση της πολιτιστικής μας ταυτότητας και το απεριόριστο δικαίωμα χρήσης της.
Και το ότι αυτή η ταυτότητα είναι σλαβική και όχι ελληνική, δηλαδή γκρέκικη (στο κείμενο= а не хеленски, т.е. грчки), η πλευρά μας έπρεπε να το είχε ξεκαθαρίσει εδώ και καιρό.
Η εκκαθάριση όλων των συσσωρευμένων ιστοριογραφικών και ταυτοπροσωπικών-ιδεολογικών στερεοτύπων και νεφελωμάτων από το κοντινό ή μακρινό παρελθόν είναι πρώτης τάξεως σημασίας για τον πολιτισμό μας ακόμη και χωρίς αυτή τη Συμφωνία με την Ελλάδα.
Υπό αυτή την έννοια, το έργο της προβλεπόμενης Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων σε Ιστορικά, Αρχαιολογικά και Εκπαιδευτικά Θέματα μεταξύ των δύο χωρών είναι μόνο θετικό, δεδομένου ότι θα πρέπει να λειτουργεί αποκλειστικά με βάση αυθεντικά στοιχεία και επιστημονικά υποστηριζόμενες ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα.
Σε κάποιο βαθμό, κατανοούμε τους αντιπάλους αυτού του σημείου της Συμφωνίας, γιατί μια επιστημονική και πολιτισμική εξέταση και ερμηνεία ορισμένων ιστορικών πτυχών, φαινομένων και συνθηκών στην περιοχή μας μπορεί να εκθέσει και να καταστρέψει πλήρως τη φανταστική ιστορικο-ιδεολογική μήτρα τους.
Με την αναγνώριση της μακεδονικής πολιτιστικής οντότητας και ταυτότητας ως σλαβικής (και αναμφισβήτητα νοτιοσλαβικής γλώσσας)[στο κείμενο= како словенски и недвосмислено јужнословенски јазик], οι διαδικασίες αναγνώρισης μιας τέτοιας οντότητας, από άποψη πολιτισμού και γλώσσας, μόνο θετικά μπορούν να ανοίξουν σήμερα στην Ελλάδα .
Η ανησυχία για τη μειονότητά μας στην Ελλάδα είναι μια από τις πιο ηχηρές ενστάσεις των πολέμιων της Συμφωνίας.
Φυσικά, οι φόβοι και οι κατηγορίες τους δεν βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση, αλλά στην πιο πεζή πολιτική.
Διότι με την προηγούμενη διατύπωση στο Σύνταγμά μας για το θέμα αυτό, η μέριμνα για τη μειονότητά μας τις περασμένες δεκαετίες δεν υλοποιήθηκε ούτε κατέστη δυνατή ούτε με ελάχιστη επιτυχία.
Μειώνεται στο μηδέν.
Με την αναγνώριση της μακεδονικής πολιτιστικής οντότητας και ταυτότητας ως σλαβικής (και αναμφισβήτητα νοτιοσλαβικής γλώσσας), οι διαδικασίες αναγνώρισης μιας τέτοιας οντότητας, από άποψη πολιτισμού και γλώσσας, μόνο θετικά μπορούν να ανοίξουν σήμερα στην Ελλάδα.
Μια τέτοια οντότητα αναγνωριζόταν από ένα μέρος της ελληνικής προηγμένης επιστημονικής και πνευματικής ελίτ μέχρι τώρα, όπως είχε αναγνωριστεί στο παρελθόν στις τάξεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.
Σήμερα, αυτή η σλαβομακεδονική οντότητα που διαχωρίζεται από την ελληνομακεδονική οντότητα στην Ελλάδα έχει σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες να αναγνωριστεί, ειδικά εάν στη Συμφωνία προβλέπονται όλοι οι διεθνείς μηχανισμοί για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.
Η πρόβλεψη της Συμφωνίας ότι «η χώρα μας επιβεβαιώνει ότι τίποτα στο Σύνταγμά της δεν μπορεί και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αντιπροσωπευτικό ή ποτέ θα αποτελέσει βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Δημοκρατίας της Ελλάδας, προκειμένου να προστατεύσει το καθεστώς και τα δικαιώματα της πρόσωπα που δεν είναι δικοί της πολίτες», αναφέρθηκε σε ρήτρα του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπου στο προοίμιο αναφέρεται ρητά «Το Μανιφέστο από την πρώτη σύνοδο της ΑΣΝΟΜ προς τον μακεδονικό λαό».
Οι “Μακεδόνες υπό Βουλγαρία και Ελλάδα” ανήκει στο παρελθόν
Προβληματική παρουσία του Μανιφέστου από το 1944 στο σημερινό Σύνταγμα ήταν η ενότητα για «Μακεδόνες υπό Βουλγαρία και Ελλάδα», όπου ζητά «…ενοποίηση ολόκληρου του μακεδονικού λαού υπό την κάλυψη της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, καθώς και τη διαγραφή τα «…έμπειρα σύνορα τα οποία χώρισαν αδελφό από αδελφό, Μακεδόνα από Μακεδόνα».
Τέτοιες διατυπώσεις, εμπνευσμένες από τον ανεμοστρόβιλο της τελικής απεμπλοκής στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε ένα εντελώς διαφορετικό ιδεολογικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, ήταν κατανοητές και αυθεντικές εκείνη την ιστορική στιγμή, αλλά είναι εξαιρετικά ακατάλληλες και οπισθοδρομικές σήμερα και μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθούν μια αλυτρωτική απειλή.
Αν πρέπει να οικοδομηθεί μια πολιτική συνεργασίας και καλής γειτονίας με τους γείτονες, τέτοιες διατυπώσεις δεν πρέπει να εκπροσωπούνται στο θεμελιώδες σύνταγμα της χώρας μας, άσχετα που δεν ήταν στο κανονιστικό του κομμάτι. Το μανιφέστο έχει θεμελιώδη σημασία για την ανάπτυξη του κράτους μας και η σημασία του δεν μειώνεται από το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται πλέον στο Σύνταγμα.
Όπως αναφέρθηκε, η δομή και το πνεύμα της Συμφωνίας βασίζονται στην αρχή της πολυσθενούς διαφοροποίησης στην έννοια και τη χρήση των βασικών όρων ταυτότητας και στο σεβασμό του δικαιώματος διαφορετικής ερμηνείας τους, σύμφωνα με τα διαφορετικά ιστορικά και πολιτιστικά πλαίσια και στις δύο χώρες.
Αυτό το μόνο δυνατό μοντέλο αρχών επίλυσης της μακροχρόνιας διαφοράς από την ανεξαρτησία της χώρας μας, αλλά και με υποτροπές από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, βασίζεται στη συνεπή μη αποκλειστικότητα στην ερμηνεία των όρων και την εφαρμογή τους.
Επομένως, εκπλήσσει η μόνιμη έχθρα και ανυπομονησία απέναντι σε αυτή την πράξη και η απροθυμία να την εφαρμόσουμε πλήρως, που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε γιατί πρόκειται για μια κυρωμένη διεθνή συμφωνία.
Λανθασμένα στερεότυπα για τη γεωγραφική Μακεδονία
Στο λαό μας υπάρχει επίμονα επί μακρόν η κοινή λογική ότι ο ιστορικογεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας ανήκε κατά κύριο λόγο στους προγόνους μας και με τους Βαλκανικούς πολέμους μοιράστηκε άδικα, κατακερματίστηκε και ένα σημαντικό μέρος αλλοτριώθηκε.
Από την άλλη, αποφεύγεται να τονιστεί ότι ο χώρος αυτός ήταν σαφώς πολυεθνικός και πολυομολογιακός δομημένος, γι’ αυτό και κανείς δεν μπορούσε να διεκδικήσει αποκλειστικό δικαίωμα σε αυτόν και γιατί προβλήθηκε η αρχή της αυτονομίας λόγω της εθνοτικής πολυπλοκότητάς του.
Οι πρόγονοί μας κατάλαβαν πολύ καλά αυτή την κατάσταση, μεταφρασμένη στην ιδεολογία τους για μια αυτόνομη Μακεδονία ως πατρίδα όλων των κοινοτήτων της. Η παρανόηση της ιστορικής στρωματογραφίας της περιοχής και η πραγματικότητα ότι η χώρα μας συλλαμβάνεται μόνο σε ένα μέρος της, καθώς και το γεγονός ότι οι πρόγονοί μας (όπως και εμείς οι απόγονοί τους) ήταν (και είμαστε) από τις περισσότερες κοινότητες στην πλούσια εθνοτική στρωματογραφία της, έχει ως αποτέλεσμα τη σημερινή απόρριψη των λύσεων της Συμφωνίας με την Ελλάδα που αναμφίβολα εξέρχονται, τόσο για εμάς όσο και για την Ελλάδα.
Αυτή η διμερής συμφωνία έχει ιστορική σημασία και ευρεία διεθνή επαλήθευση και υποστήριξη.
Ως εκ τούτου, φαίνεται απατηλό να πιστεύουμε ότι μπορεί να παρακαμφθεί, να ερμηνευθεί περαιτέρω και να προβληματιστεί επειδή είναι ενσωματωμένο στο πλαίσιο της πορείας μας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το μέλλον.
Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι οι λύσεις σε αυτό δεν έχουν γίνει διεξοδικά διαβούλευση με τους κατάλληλους διεθνείς θεσμούς και ειδικούς (ιστορικούς και άλλους).
Είναι αφελές και χάσιμο χρόνου αν συνεχίσουμε να τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτή η συμφωνία (και αυτή για την καλή γειτονία με τη Βουλγαρία), καθώς και το καθιερωμένο πλαίσιο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιβάλλονται από κάποιους εξωτερικούς και εσωτερικούς υπαγορεύουν και ότι μπορούν να αλλάξουν και να επαναδιαπραγματευτούν.
* Ο Βαλεντίνο Ντιμιτρόφσκι / Валентино Димитровски αποφοίτησε από την Ιστορία της Τέχνης με Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή των Σκοπίων. Από το 1978 έως το 2004 εργάστηκε στο Δημοκρατικό Ινστιτούτο Προστασίας Πολιτιστικών Μνημείων της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Από το 2005 έως το 2021 εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού – Διοίκηση Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς στα Σκόπια. Από το 1978 δημοσιεύει άρθρα για την ιστορία της τέχνης, την κριτική τέχνης, την αρχιτεκτονική και άλλα. Συμμετείχε σε πολλά εγχώρια και διεθνή συμπόσια με συνεισφορές στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στη Μακεδονία, της μακεδονικής και περιφερειακής σύγχρονης τέχνης, της καλλιτεχνικής κριτικής, της πολεοδομίας, της αρχιτεκτονικής και άλλα.
Racin-mk
—
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου