Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Η αρχιτεκτονική ισχύος της Ευρώπης και εμείς


του Γιώργου Ρακκά

Κάποτε θεωρούσαμε ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έπεσαν θύματα της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ και του άγριου, ληστρικού καπιταλισμού που γεννήθηκε στα ερείπιά του. Οι εξελίξεις διέψευσαν παταγωδώς αυτήν την άποψη. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια η Ανατολική Ευρώπη έχει αναδειχθεί σε έναν από τους δυναμικότερους ενδοευρωπαϊκούς πόλους.

Η Πολωνία, επί παραδείγματι, είναι ταυτόχρονα δύναμη στρατιωτική, αλλά και βιομηχανική, όπως και η Τσεχία. Στην Ρουμανία παράγεται (συνεργασία Ρενώ-Ντάτσια) το αυτοκίνητο με τις περισσότερες πωλήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Βουλγαρία, που οι Έλληνες κατά την δεκαετία του 1990 κορόιδευαν, η οικονομία της πληροφορικής ICT) αντιστοιχεί σήμερα στο 6% του ΑΕΠ. Εδώ, μόλις που αγγίζει το 2,84%.

Θα αντιτείνει κάποιος ότι συμβαίνει αυτό στην Ανατολική Ευρώπη εξαιτίας των χαμηλών μισθών ή του αδύναμου κράτους. Κι όμως το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της περιοχής θα φτάσει εκείνο της Ισπανίας το 2027. Και η Εσθονία, λογουχάρη, είναι υπόδειγμα δημογραφικής πολιτικής με παροχές και πολύ ευνοϊκές άδειες μητρότητας και πατρότητας για την συναρμογή της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή.

Η υπανάπτυξη της Ανατολικής Ευρώπης είναι επομένως ένας μύθος, όπως μύθος είναι και η πολιτική της ανυπαρξία: βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης του ρωσικού επεκτατισμού, ενώ πολύ συχνά φαίνεται να έχει πολύ πιο καθαρή αντίληψη για τις προκλήσεις ενός πολυπολικού κόσμου στον 21ο αιώνα, και την ανάγκη διαφύλαξης της ευρωπαϊκής ακεραιότητας από την Γερμανία ή την Γαλλία.

Υπάρχει επίσης και το άλλο. Ενώ το Παρίσι, το Βερολίνο, το Άμστερνταμ ή οι Βρυξέλλες βυθίζονται στο αδιέξοδο της μαζικής μετανάστευσης και της πολυπολιτισμικότητας, οι κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια και συνοχή. Και στο πνευματικό πεδίο, υπάρχει πολύ λιγότερη ένταση ανάμεσα στην εθνική αναφορά και την Ευρωπαϊκή ταυτότητα, την παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, τα δίπολα δηλαδή που εμάς μας έχουν ταλαιπωρήσει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Εν κατακλείδι η Ανατολική Ευρώπη ανέρχεται. Μας θυμίζει την σύγκριση που γίνονταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ανάμεσα σε “νέα” και “παλαιά Ευρώπη”.

Το ζήτημα –και με αφορμή τις Ευρωεκλογές– είναι εμείς τι κάνουμε; Έχουμε σχέσεις; Μπορούμε να έχουμε περισσότερες; Παραδειγματιζόμαστε από το μοντέλο των χωρών αυτών; Εν τέλει: αντιλαμβανόμαστε τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται μέσα στην Ευρώπη;

Όχι, όχι και όχι. Ενώ, η Ελλάδα διαθέτει κύρος στην ευρύτερη περιοχή, για λόγους ιστορικούς (βυζαντινή κληρονομιά), πνευματικούς (ορθοδοξία) και επιρροής που ασκεί ο ελληνικός πολιτισμός. Όμως ηλιθιωδώς, όλα τα προηγούμενα χρόνια πιστέψαμε πως για να συνομιλήσουμε με την Ανατολική Ευρώπη θα πρέπει να το κάνουμε μέσω Ρωσίας. Μολονότι, οι ανατολικοευρωπαϊκοί λαοί την απεχθάνονται, λόγω του επεκτατισμού της, και την αντιμετωπίζουν όπως εμείς τους Τούρκους. Όσο για ένα μοντέλο που συνδυάζει, την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, σε συνδυασμό με την επιμονή στις στρατιωτικές δαπάνες (λόγω εξ Ανατολών απειλής), τις μεταρρυθμίσεις ως προς την αποκατάσταση της κρατικής αποτελεσματικότητας, και την ανοικοδόμηση του κράτους πρόνοιας –ο δικός μας δρόμος προς την Ευρώπη υπήρξε πολύ περισσότερο παρασιτικός, σε σχέση με την Τσεχία, ή ακόμα και την Ρουμανία. 

Εν τέλει, μία νέα αρχιτεκτονική της ισχύος διαμορφώνεται μέσα στην ΕΕ. Πλέον, η δύναμική έρχεται από την περιφέρεια: η Ανατολική Ευρώπη, με την οποία καταπιάνεται αυτό το σημείωμα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, που από τα μνημόνια έχουν μετατραπεί σε ‘τίγρεις του Ατλαντικού’, η Γαλλία και η Ιταλία με τις σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ. Και βεβαίως η Σκανδιναβία, με την Φινλανδία, την Σουηδία και την Δανία να υιοθετούν ρηξικέλευθες πολιτικές γεωπολιτικά, ως προς το μεταναστευτικό, και για την επανενίσχυση της εθνικής και κοινωνικής συνοχής (όπου υπάρχει μεγάλη παράδοση πολιτικών).

Η αλλαγή αυτή, στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική της ισχύος που βρίσκεται εν εξελίξει, εδώ δεν έχει γίνει καν αντιληπτή. Η πολιτική συζήτηση περί άλλων τυρβάζει, και ο στρατηγικός προβληματισμός ασφυκτιεί υπό την ‘τυραννία της ασημαντότητας’. Ίσως ήρθε η στιγμή να σοβαρευτούμε. Μπορούμε; Αν δεν το κάνουμε κινδυνεύουμε να μείνουμε εκτός.

Δημοσιεύθηκε στην εφ. “Πολιτική” της Θεσσαλονίκης στις 11/05/2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου