Με ένα τίτλο που εκπέμπει μειδίαμα “Ξεδιπλώνοντας την ενεργειακή μετάβαση, Οικονομική και Γεωπολιτική Διάσταση” αυτό το άρθρο επανέρχεται στις οικονομικές μεταβολές και τις επιπτώσεις τους στα ενεργειακά, επισιτιστικά και γεωπολιτικά κεκτημένα και επαναλαμβάνει ότι ο όρος «ενεργειακή μετάβαση» αντικατοπτρίζει μόνο ένα υποσύνολο των ευρύτερων παγκόσμιων οικονομικών αναταραχών.
ΠΗΓΗ: MODERN DIPLOMACY
ΤΙΤΛΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ: «Unpacking the Energy Transition – Economic and Geopolitical Dimensions»
Η σημερινή εξέλιξη των ανταγωνισμών επιρροής και κυριαρχίας αμφισβητεί την Βεστφαλιανή Τάξη που εφαρμόστηκε στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο και τον Ογδοηκονταετή Πόλεμο και επεκτάθηκε παγκοσμίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βεστφαλιανή Τάξη αναφέρεται στο σύνολο των συνθηκών που υπεγράφησαν το 1648 και έθεσαν τα θεμέλια για την έννοια του κυρίαρχου κράτους όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Εισήγαγε την ιδέα ότι τα κράτη είναι κυρίαρχα και ανεξάρτητα, και ότι οι διεθνείς σχέσεις πρέπει να βασίζονται σε κοινά αποδεκτούς κανόνες και το διεθνές δίκαιο. Αυτή η τάξη πραγμάτων αποτέλεσε επίσης τη βάση για τη σύγχρονη διπλωματία, καθιερώνοντας τη συστηματική διπλωματική μέθοδο ως μέσο επίλυσης διαφορών και διατήρησης της ειρήνης. Ο Γιάννης Μπασιάς, πρώην πρόεδρος της ΕΔΕΥ, επανέρχεται στο θέμα και εξηγεί ότι οι επιπτώσεις αυτής της σύγχρονής αμφισβήτησης στις ενεργειακές ισορροπίες δεν είναι καινούργιες.
Το 1971, όταν μέρος της αγοράς προέβλεπε ότι το πετρέλαιο θα εξαντληθεί, προκαλώντας μια στροφή προς την πυρηνική ενέργεια. Αυτή η πρόβλεψη κέρδιζε οπαδούς με την κρίση των τιμών του πετρελαίου του 1973. Εκείνο τον καιρό, η ευρωπαϊκή οικονομία βίωνε κραδασμούς, προκαλώντας μια κίνηση προς την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο πλαίσιο του σχεδίου Werner.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πετρελαϊκή κρίση του 1973 αντανακλούσε την οικονομική μετάβαση στην κυριαρχία του δολαρίου, με σημαντικές επιπτώσεις για το ενεργειακό μείγμα της εποχής και τις στρατιωτικές συγκρούσεις, όπως ο Αραβο-Ισραηλινός πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Μια άλλη πετρελαϊκή κρίση το 1979, που προκλήθηκε από την Ιρανική Επανάσταση, σταθεροποίησε τις τιμές του πετρελαίου στα 32 δολάρια το βαρέλι μέχρι το 1981.
Κατά την άποψη του συγγραφέα, υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με την οικονομική μετάβαση που επιχειρείται από το 2000 και κρούει τον κώδωνα κινδύνου: «η αναβάθμιση του ενεργειακού μείγματος με καινοτόμες τεχνολογίες και πηγές υψηλότερης ενεργειακής πυκνότητας είναι μια πολύπλοκη και πολύπλευρη διαδικασία. Δεδομένης της πολυπλοκότητας των μεταβλητών που εμπλέκονται, η επίτευξη αυτής της βελτίωσης θα απαιτήσει τρισεκατομμύρια ευρώ που θα καταβληθούν από τους καταναλωτές, για να επιτευχθεί ένα αβέβαιο αποτέλεσμα, εάν είναι μόνο η ενεργειακή πυκνότητα που μπορούν να προσφέρουν οι τρέχουσες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Η ευρωπαϊκή οικονομία θα αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις τα επόμενα χρόνια λόγω του ανταγωνισμού από την Ασία που διψά για ενέργεια. Όπως δείχνουν τα στοιχεία των έγκριτων OilPrice και Reuters ένας εμπορικός ανταγωνισμός διαφαίνεται ήδη μεταξύ Κίνας και Ευρώπης για την πρόσβαση στο ρωσικό φυσικό αέριο. «Αναμφισβήτητα υποδεικνύει την οικία σχέση μεταξύ της οικονομίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη και αυτής του εισαγόμενου φυσικού αερίου». Η έλλειψη φυσικού αερίου που προκαλείται από τις κυρώσεις στη Ρωσία αποκάλυψε ξεκάθαρα την εξάρτηση των σημερινών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από το φυσικό αέριο.
Το άρθρο κλείνει υπενθυμίζοντας ότι η ενέργεια δεν παράγεται από τους ανθρώπους, αλλά αξιοποιείται και χρησιμοποιείται από αυτούς. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτέλεσαν τη τροφή των σύγχρονων οικονομιών και χωρίς μηχανές, το ΑΕΠ κάθε χώρας θα ήταν σημαντικά μικρότερο. Ο παγκόσμιος πληθυσμός και το βιοτικό επίπεδο αυξάνονται, και κατά συνέπεια οι ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα αυξηθούν με την ανάπτυξη των υπηρεσιών. Οι χώρες με υψηλή βιομηχανική δραστηριότητα και ταχεία ανάπτυξη θα συνεχίσουν να καταναλώνουν και να επενδύουν στην καύση άνθρακα σε νέες μονάδες με φθηνότερους καταλύτες, παρατείνοντας το χρονοδιάγραμμα για τη σταδιακή κατάργηση της καύσης άνθρακα μέχρι το 2050 ή αργότερα.
Ταυτόχρονα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται όσο οι άνθρωποι μπορούν να αγοράζουν διυλισμένα προϊόντα και παράγωγα υδρογονανθράκων σε τιμές που διατηρούν την παραγωγή, υπό την προϋπόθεση ότι η βιομηχανία υδρογονανθράκων διαχειρίζεται την έλλειψη οικονομιών κλίμακας που προκύπτει.
Κοιτάζοντας το μέλλον με ρεαλιστικό μάτι, θεωρεί ότι η ανάπτυξη των σημερινών συμβατικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα συνεχιστεί. Ωστόσο, εάν δεν αναπτυχθούν μαζικές, οικονομικά βιώσιμες λύσεις αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας με ελάχιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις εντός της επόμενης δεκαετίας, το μέλλον της ενέργειας θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό ανάπτυξης και την κοινωνική αποδοχή της πυρηνικής σχάσης και, τελικά, της πυρηνικής σύντηξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου