Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Η δημογραφική κρίση ως ζήτημα επιβίωσης του έθνους

 

Οι τάσεις σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό & εθνικό επίπεδο

Του δρα. Κωνσταντίνου Δ. Γεώρμα από το Άρδην Τ. 122

Οι παγκόσµιες τάσεις

Σε παγκόσμιο επίπεδο, κεντρικά ζητήματα συνιστούν τόσο η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού όσο και η παράλληλη τάση της γήρανσης του πληθυσμού. Μολονότι, σήμερα, η τάση είναι η συνεχής αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η πρόβλεψη είναι ότι, προς τα τέλη του 21ου αιώνα, η μείωση των γεννήσεων θα έχει ως συνέπεια τη σταθεροποίηση του παγκόσμιου πληθυσμού και τη γήρανσή του. 

Η εκτίμηση είναι ότι το 2050 θα υπάρχουν 2 δισεκατομμύρια νέοι κάτω των 15 ετών στον πλανήτη και ο ίδιος αριθμός ανθρώπων άνω των 60 ετών. Στην Ευρώπη, οι άνω των 60 ξεπέρασαν τους κάτω των 15 ετών ήδη από το 2000. Στη Βόρεια Αμερική, αυτό θα λάβει χώρα το 2030, στη Λατινική Αμερική και την Ασία το 2040. Ενώ σε όλες τις ηπείρους παρατηρείται μια ταχεία γήρανση του πληθυσμού, μόνη εξαίρεση αποτελεί η Αφρική. Έτσι, εκεί προβλέπεται ότι, ακόμα και στα μέσα του 21ου αιώνα, το 1/3 του πληθυσμού της θα είναι κάτω από την ηλικία των 15 ετών[1]. Προφανώς, οι συνέπειες για τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, ιδιαίτερα στον μεσογειακό χώρο, θα είναι δραματικές.

Οι ευρωπαϊκές τάσεις

Το ζήτημα της γήρανσης του πληθυσμού και της δραματικής μείωσης των γεννήσεων αποτελούν μία από της κεντρικές προκλήσεις και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα τελευταία πενήντα χρόνια, το προσδόκιμο ζωής, ένας από τους παράγοντες γήρανσης του πληθυσμού, έχει αυξηθεί κατά 10 έτη[2]. Το 2070, υπολογίζεται ότι το προσδόκιμο ζωής θα είναι για τους άνδρες 86,1 έτη και για τις γυναίκες 90,3 έτη.

Πέραν του μεγαλύτερου προσδόκιμου ζωής, άλλος σημαντικός παράγων για τη γήρανση του πληθυσμού είναι η πτώση των ποσοστών θνησιμότητας. Ωστόσο, η κυριότερη αιτία που αλλάζει την πληθυσμιακή δομή είναι ο δείκτης γονιμότητας. Στην ΕΕ, το 2001, ο δείκτης αυτός ήταν 1,43 για κάθε γυναίκα, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας τεκνοποίησης ήταν τα 29 έτη. Το 2018, ο δείκτης γονιμότητας είχε ανέλθει στο 1,55 και ο μέσος όρος ηλικίας τεκνοποίησης τα 30,8 έτη. (Σημειώνεται ότι για να υπάρχει πλήρης αναπλήρωση του πληθυσμού, ο δείκτης αυτός πρέπει να είναι 2,1).

Ένας άλλος παράγοντας, που συνήθως δεν συζητείται, αλλά επιδρά αποφασιστικά στα ποσοστά γονιμότητας και γενικότερα στη θεώρηση της τεκνοποίησης είναι η οικογένεια και, για να είμαστε πιο ακριβείς, η δομή της οικογένειας και η θεώρηση που η κοινωνία έχει γι’ αυτήν. Η γενική τάση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ο περιορισμός του μεγέθους της οικογένειας. Ο μέσος όρος μελών ανά νοικοκυριό ήταν το 2010 2,4 άτομα, ενώ το 2019 ήταν 2,3.  33% των νοικοκυριών είναι μονογονεϊκά νοικοκυριά. Η τάση είναι προς νοικοκυριά με ζευγάρια χωρίς παιδιά, πρόσωπα που ζουν μόνα, και μονογονεϊκούς γονείς.  Ιδιαίτερα έντονο είναι το φαινόμενο της μοναξιάς για τις γυναίκες μεγάλης ηλικίας, αφού το μερίδιο των γυναικών πάνω από 65 ετών ήταν 40% και ήταν διπλάσιο από αυτό των ανδρών (ένας λόγος βέβαια γι’ αυτό είναι ότι οι άνδρες φεύγουν από τη ζωή νωρίτερα).

Πάντως, με ορίζοντα το 2070, οι χώρες που θα έρθουν αντιμέτωπες με τις μεγαλύτερες μειώσεις στον πληθυσμό τους είναι οι κάτωθι: Βουλγαρία, Ελλάδα, Κροατία, Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία και Ρουμανία.

Με τον πληθυσμό να γηράσκει, σε όλη την έκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέραν των πολύπλοκων κοινωνικών ζητημάτων που αυτό δημιουργεί, είναι επίσης σοβαρές και οι επιπτώσεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, υγείας και μακροχρόνιας φροντίδας. Η οικονομική βιωσιμότητα αυτών των συστημάτων θα δοκιμαστεί, καθώς ένας όλο και πιο μικρός αριθμός εργαζόμενων θα πρέπει να στηρίζει έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό ηλικιωμένων (αλλά και νέων).  Η σημαντικότερη λοιπόν πρόκληση για το μέλλον είναι ότι ο περιορισμός του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας θα είναι πρακτικά αδύνατο να συνεισφέρει τους απαραίτητους πόρους για να στηρίξει έναν όλο και μεγαλύτερο πληθυσμό μεγάλης ηλικίας.

Συμπερασματικά, δύο είναι οι προκλήσεις που σχετίζονται με τον προβληματισμό του παρόντος κειμένου: «Η πρώτη αφορά τη γονιμότητα, η οποία κυμαίνεται κάτω από το επίπεδο ανανέωσης των γενεών και, μαζί με το αυξημένο προσδόκιμο ζωής και την επακόλουθη γήρανση του πληθυσμού, φαίνεται να δημιουργούν σημαντικά και μακροπρόθεσμα προβλήματα για τη χρηματοδότηση των συντάξεων και την υποστήριξη των ηλικιωμένων. Η δεύτερη έχει σχέση με τα υψηλά επίπεδα οικογενειακής αστάθειας, τα οποία πιστεύεται ότι έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ευημερία των παιδιών, των νέων και των ηλικιωμένων»[3].

Οι τάσεις στην Ελλάδα

Η Ελλάδα αποτελεί μια από τις πιο ακραίες περιπτώσεις δημογραφικής γήρανσης (Πίνακες 1 και 2). Ένα ενδιαφέρον ζήτημα που χρήζει περαιτέρω έρευνας είναι ότι, γενικά, το ζήτημα της δημογραφικής γήρανσης φαίνεται να πλήττει ιδιαιτέρως χώρες με μακραίωνη ιστορία (Ελλάδα-Ιταλία), ορθόδοξες (Βουλγαρία-Ρωσία- Ελλάδα) και καθολικές (Ιταλία-Πολωνία).

Αναφερόμενη στην εξέλιξη της γονιμότητας στην Ελλάδα, η Συμεωνίδου σημειώνει ότι η δεκαετία του 1980 αντιπροσωπεύει τη δημογραφική κατάρρευση της χώρας, με «ετήσια μείωση του δείκτη γονιμότητας της τάξης του 38%», ενώ την επόμενη δεκαετία η μείωση συνεχίστηκε και ήταν 8%[4]. Την τάση αυτή επιδεινώνει και το γεγονός της αύξησης της μέσης ηλικίας της μητέρας, με αργούς ρυθμούς κατά τη δεκαετία του 1980 και εντονότερους τη δεκαετία του 1990. Σημειώνεται ότι ένας από τους λόγους της κάθετης μείωσης των γεννήσεων στη χώρα μας είναι η δραστική μείωση των γεννήσεων σε νεώτερες ηλικίες και η μη αντικατάστασή τους από γεννήσεις σε μεγαλύτερες ηλικίες όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στις σκανδιναβικές χώρες.

Ιδιαίτερο προβληματισμό επίσης δημιουργεί η διαχρονική πορεία της πολύ χαμηλής γονιμότητας, η οποία είναι συνυφασμένη με νέα κοινωνικά προβλήματα και ανάγκες που απορρέουν από την οικονομική ύφεση, το μεταναστευτικό, τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, την άμβλυνση του παραδοσιακού ρόλου των άτυπων δικτύων φροντίδας και την αναδιάρθρωση των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών[5], αλλά, όπως έχει επίσης τονιστεί, και με πολιτισμικά προβλήματα και αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν την εποχή της μεταπολίτευσης.

Μια ναρκισσιστική κουλτούρα

Τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια, από την πλευρά των ελίτ, για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού-ψυχολογικού προτύπου ανθρώπου ναρκισσιστικού, του «ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε και ό,τι …», με συμπεριφορές που επιτάθηκαν από τον πακτωλό των ευρωπαϊκών κονδυλίων, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διαφθορά των επιστημονικών, πολιτικών και δημοσιογραφικών ελίτ της χώρας. Όχι τυχαία, τα «μελετητικά ενδιαφέροντα» κατευθύνονταν εκεί που ήταν τα λεφτά και όχι οι ανάγκες της χώρας.

Χωρίς να επεκταθούμε στον συγκεκριμένο προβληματισμό, αναφέρουμε ότι η καλλιέργεια μιας τέτοιας κουλτούρας συνδέεται άμεσα με την υπονόμευση της ιστορικότητας και της εθνικής υπόστασης, τη διάβρωση της οικογενειακής συνοχής. «Μια κοινωνία που φοβάται ότι δεν έχει ιδιαίτερο μέλλον», επισημαίνει ο Λας, «δεν αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες της επόμενης γενιάς, και η πανταχού παρούσα αίσθηση της ιστορικής ασυνέχειας –η μάστιγα της εποχής μας– επιπίπτει με ιδιαίτερα καταστροφικές συνέπειες στην οικογένεια»[6]. Και συνεχίζει: «Η προσπάθεια του σύγχρονου γονέα να κάνει το παιδί να αισθανθεί αγαπητό και επιθυμητό δεν μπορεί να συγκαλύψει μια υπόρρητη απομάκρυνση, την αποστασιοποίηση αυτού που έχει λίγα να περάσει στην επόμενη γενιά και που, σε κάθε περίπτωση, αποδίδουν προτεραιότητα στο δικό τους δικαίωμα αυτόπραγμάτωσης». Αυτή είναι η προσέγγιση ζωής του ανθρώπου που σκοπός της ζωής του είναι η κατανάλωση, το να «ανακαλύψουμε τον εαυτό μας» και άλλα συναφή, του αποκομμένου από τις παραδόσεις, την ιστορία, την πνευματικότητα.

Ας δούμε πώς αποτυπώνεται αυτή η αντιμετώπιση των παιδιών σε απαντήσεις από μία έρευνα: «Έχουμε τρία σκυλιά και απολαμβάνουμε κάθε λεπτό που περνάμε οι δύο μας. Επίσης απολαμβάνουμε τον ύπνο μας και το να κάνουμε μεγάλα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Να  προσαρμόσεις το παιδί σου στον τρόπο ζωής σου… Απλώς δεν θέλω να περάσω από αυτή τη διαδικασία»[7].

Στον προβληματισμό για τα αίτια της υπογονιμότητας, πρέπει να επισημανθεί ότι ο δείκτης γονιμότητας δεν έχει καταρρεύσει πρωτευόντως λόγω οικονομικών συνθηκών αλλά λόγω αλλαγής πολιτισμικών αντιλήψεων. Προς επίρρωση αυτού έρχονται δύο παραδείγματα: Το πρώτο είναι το παράδειγμα της Γάζας, όπου οι άνθρωποι με ελάχιστα μέσα έχουν 4,5 παιδιά κατά μέσο όρο ανά γυναίκα και, στο άλλο άκρο, η περίπτωση της Σουηδίας, όπου με γενναιόδωρες επιδοματικές πολιτικές και υπηρεσίες, αγγίζουν τα 1,8 παιδιά ανά γυναίκα.

Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος στη χώρα μας, όσον αφορά το δημογραφικό. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί η απουσία συζήτησης και προβληματισμού για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι θέμα εθνικής επιβίωσης. Και αυτό όταν μάλιστα σχετικά με το ασφαλιστικό υπάρχει πλούσιος και έντονος διάλογος, αλλά η δημογραφική παράμετρος ξεχνιέται[8]. Γεγονός που μόνον τυχαίο δεν είναι, αφού ένας λόγος για την αδυναμία υλοποίησης μιας δυναμικής πολιτικής για τη γονιμότητα και, γενικότερα για την ενίσχυση της οικογένειας και της ανατροφής των παιδιών, είναι τα μεγάλα ποσοστά πόρων που απορροφούνται από το ασφαλιστικό σύστημα, μην αφήνοντας περιθώριο για άλλου τύπου πολιτικές. Η Ελλάδα είναι η χώρα με την υψηλότερη δαπάνη σε συντάξεις και πολύ χαμηλά ποσά για οικογενειακές πολιτικές[9].

Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5, οι Έλληνες πολίτες που θα εργάζονται το 2070 θα καλούνται ο κάθε ένας να καλύπτει με την εργασία του ένα άλλο μέλος του πληθυσμού, περίπου. Οι αριθμοί αυτοί καταδεικνύουν εύγλωττα τη σοβαρότητα της δημογραφικής πρόκλησης που αντιμετωπίζει η χώρα.

Συμπερασματικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το κύριο ζήτημα στη χώρα μας είναι ότι οι γονείς κάνουν το πρώτο παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία, γεγονός που δεν τους δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε δεύτερο και παραπάνω παιδιά, μολονότι κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό, απ’ ό,τι τουλάχιστον δείχνουν τα στοιχεία. Και ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα είναι το μικρό ποσοστό των πολύτεκνων.

Οι πίνακες 3 και 6 είναι χαρακτηριστικοί. Στον πίνακα 6 βλέπουμε ότι όταν οι Έλληνες ερωτώνται για τον ιδεώδη αριθμό παιδιών που θα επιθυμούσαν, το 51% απαντά δύο παιδιά και το 31% περίπου πάνω από τρία παιδιά. Ενδιαφέρον ωστόσο έχει και ο πίνακας 3, ο οποίος δείχνει ότι σε σημαντικό βαθμό το έλλειμμα στη γεννητικότητα οφείλεται και στον μικρό αριθμό πολύτεκνων οικογενειών που υπάρχουν στη χώρα μας. Στον πίνακα βλέπουμε ότι χώρες που έχουν σχετικά καλές επιδόσεις στον δημογραφικό τομέα ( π.χ. Ιρλανδία, Σουηδία) έχουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά στο τρίτο και στο πάνω από τρία παιδιά, σε αντίθεση με την Ελλάδα που έχει μεγάλα ποσοστά στο πρώτο και στο δεύτερο παιδί.

Όπως επισημαίνεται, είναι γεγονός ότι «οι μικρότερες οικογένειες είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χαμηλής γονιμότητας στην Ευρώπη», και ότι «η καθυστερημένη τεκνοποίηση δεν αποτελεί πρόβλημα καθ’ εαυτή, αλλά, πιθανότατα, αποτρέπει τις γυναίκες από το να αποκτήσουν τον επιθυμητό αριθμό παιδιών, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει τους δείκτες γονιμότητας …χώρες όπου ο μέσος όρος ηλικίας της πρώτης γέννησης είναι πάνω από τα 28 έτη (όπως η Ιταλία και η Ισπανία) έχουν μεγάλη αναλογία σε οικογένειες έως δύο παιδιά…. [δηλαδή] χώρες με χαμηλούς δείκτες γονιμότητας έχουν μικρότερα μερίδια οικογενειών με πάνω από δύο ή περισσότερα παιδιά»[10]


[1] Sarah Harper, «Economic and social implications of aging societies», sciencemag.org, Μάιος 2017.

[2] European Commission, European Commission Report on the Impact of Demographic Change, 2020.

[3] ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, Δ. Μπαλούρδος, Ν. Δεμερτζής, Γ. Πιερράκος, Ηλ. Κικίλιας, Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας, Ιανουάριος 2019, σελ. 39.

[4] Χάρις Συμεωνίδου, «Οικογενειακές-δημογραφικές πολιτικές στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανάλυση κόστους-οφέλους για την Ελλάδα», στο Ναούμη, Παπαπέτρου κ.ά (επιμ.) Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2010, ΕΚΚΕ, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα 2010, σελ. 149

[5] ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, Δ. Μπαλούρδος, Ν. Δεμερτζής, Γ. Πιερράκος, Ηλ. Κικίλιας, Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας, Ιανουάριος 2019.

[6] Christopher Lasch, The Culture of Narcissism. American Life in An Age of Diminishing Expectations, W.W. Norton & Company, New York, 1979, σελ. 50.

[7] Βλέπε HUFFPOST, 10 Ελληνίδες μας εξηγούν γιατί δεν θέλουν να κάνουν παιδιά, https://www.huffingtonpost.gr/2015/12/03/life-10-ellhnides-mas-ekshgoun-giati-den-theloun-na-kanoun-paidia_n_8699564.html

[8] Οι συζητήσεις για το ασφαλιστικό, γενικά, εξαντλούνται στο πού θα βρεθούν πόροι για να το στηρίξουν, ποια είναι τα όρια συνταξιοδότησης και άλλα συναφή. Τα κύρια θέματα του συνταξιοδοτικού, που αφορούν δημογραφικό και παραγωγικότητα οικονομίας, συνήθως απουσιάζουν από τον διάλογο. Βλέπε, Τάσος Γιαννίτσης, Ασφαλιστικό, Ανάπτυξη, Μακροοικονομία. Οι κρίσιμες διασυνδέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, 2020.

[9] Το 2014 οι δαπάνες για στήριξη οικογενειών και παιδιών ήταν 0,4% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο στην ΕΕ (ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 2%), ενώ για συντάξεις οι δαπάνες αντιπροσώπευαν το 17% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στην ΕΕ (μέσος όρος ΕΕ 11,2% του ΑΕΠ) και το 85,3% των δαπανών κοινωνικής προστασίας της χώρας, πηγή: World Bank, Greece Social Welfare Review, Output A1, Benefits Inventory and Expenditure Review, 17 Απριλίου 2016.

[10] Greulich, A., O. Thévenon, and M. Guergoat-Larivière. 2014. “Starting or Enlarging Families? The Determinants of Low Fertility in Europe.” Research Report, World Bank, Washington, DC.

ΠΗΓΗ https://ardin-rixi.gr/archives

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου