Ο Γεώργιος Παπανδρέου υψώνει την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη
Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.
Η Ελλάδα, στη διάρκεια της Κατοχής, μέσα από ένα πρωτοφανές αντιστασιακό κίνημα, που εγκαινιάστηκε από μια πάνδημη κινητοποίηση ενάντια στην ιταλική εισβολή, εγκυμονούσε μια δυνητική λαϊκή επανάσταση. Στην απελευθέρωση, τον Οκτώβρη του 1944, το ήμισυ του πληθυσμού ήταν οργανωμένο ή ακολουθούσε το ΕΑΜ και ένα 10% περίπου τον ΕΔΕΣ και τις άλλες σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις, ενώ το 70-80% των νέων, ηλικίας 16 έως 25 χρόνων, συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Η παλιά Ελλάδα είχε κυριολεκτικά συντριβεί κάτω από τις μυλόπετρες της Κατοχής και της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Όμως, αυτή η επανάσταση, εκτός από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους κατακτητές, είχε απέναντί της δύο μεγάλους αντιπάλους στο εσωτερικό του αντιφασιστικού στρατοπέδου. Πρώτον, τους Εγγλέζους και τη συσπειρωμένη γύρω από τον βασιλιά ολιγαρχία, που ήθελαν να διαιωνίσουν το παλιό καθεστώς, και δεύτερον, παραδόξως, την ίδια την ηγεσία του επαναστατικού κινήματος – μια σταλινικής κοπής ηγεσία, αναθρεμμένη με τα αντιμικρασιατικά και «μακεδονικά» φληναφήματα. Και ενώ οργάνωσε αυτό το μεγάλο επαναστατικό κίνημα, δεν στάθηκε ικανή να εκφράσει τα βαθύτερα προτάγματά του και συνέβαλε στην ιστορική του αποτυχία, ολοκληρώνοντας έτσι την Καταστροφή του 1922.
Το αστικό στρατόπεδο
Μετά την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα, στις 21 Απριλίου του 1941, ο βενιζελικός τραπεζίτης Εμμανουήλ Τσουδερός ανέλαβε την πρωθυπουργία, αντικαθιστώντας τον Αλέξανδρο Κορυζή, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει τρεις ημέρες νωρίτερα. Η κυβέρνηση Τσουδερού, αφού μετακινήθηκε στην Κρήτη μαζί με τη βασιλική οικογένεια, κατέφυγε στο Κάιρο, θέτοντας τις μονάδες του πολεμικού ναυτικού και της αεροπορίας υπό τη διοίκηση των Βρετανών. Ο Γιώργος Σεφέρης, τότε Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής, σημειώνει: ««Ο Τσουδερός… Είναι μικρός άνθρωπος, χωρίς αέρα… Όπου και να ταξιδέψουν, θα κουβαλούν πάντα μαζί τους το ίδιο δηλητήριο της αυλοδουλείας και της μικροπολιτικής»[1]. Πάντως, ο Τσουδερός θα παραμείνει επί τρία χρόνια πρωθυπουργός, μέχρι τις 14 Απριλίου 1944, εκτελώντας, θέλοντας και μη, τις εντολές των Βρετανών, μέχρις ότου αντικατασταθεί από τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Ο Παναγιώτη Κανελλόπουλος –ένας από τούς ελάχιστους αστούς πολιτικούς που ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο–, τον Μάρτιο του 1942, διορίστηκε αντιπρόεδρος και υπουργός Εθνικής Άμυνας στην κυβέρνηση Τσουδερού, στην οποία παρέμεινε μόλις ένα χρόνο. Αρχικώς, διότι στις 21 Ιανουαρίου 1943, σε ραδιοφωνικό μήνυμα του, δήλωσε πως η εξόριστη κυβέρνηση θα παραιτηθεί μετά την απελευθέρωση, ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση από όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τις αντιστασιακές οργανώσεις· εν συνεχεία δε, διότι τον Μάρτιο του 1943, στη Βηρυτό, προσπάθησε να παρέμβει κατευναστικά μετά το πρώτο από τα κινήματα της ΑΣΟ (Αντιφασιστικής Οργάνωσης Στρατού), με αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Όπως έγραφε προσφυώς ο Στρατής Τσίρκας: «…Οι φασίστες τον μισούν γιατί τον στρατό τον θέλανε μόνο για να επιβάλουνε την τάξη στην Ελλάδα μεταπολεμικά. Οι βενιζελικοί τον φθονούν γιατί τους πρόλαβε. Και οι αριστεροί καταγγέλλουν τον καμουφλαρισμένο φασίστα, τον ξενόδουλο καιροσκόπο….»[2].
Μετά την ίδρυσή της, στις 18 Μαρτίου του 1944, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), η «Κυβέρνηση του Βουνού», πρότεινε τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ο δε Τσουδερός απέρριψε τις προτάσεις της με συνέπεια να εκδηλωθεί νέο κίνημα στον ελληνικό στρατό και στόλο. Ο Τσουδερός υποχρεώθηκε τότε σε παραίτηση, αφήνοντας τους Βρετανούς να καταστείλουν το κίνημα του στρατού και του στόλου, και επιστρατεύοντας τον Σοφοκλή Βενιζέλο ως πρωθυπουργό. Αμέσως μετά θα τον ακολουθήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου και, μετά τη Βάρκιζα, ο Εμμανουήλ Σοφούλης, ο οποίος θα διαχειριστεί τις εκλογές του Μαρτίου 1946 – προοίμιο για τον «δεύτερο γύρο» του Εμφυλίου.
Δηλαδή, καθ’ όλη την περίοδο 1941-1946, οι Βρετανοί θα χρησιμοποιούν κυρίως αντιβασιλικούς και αντιμεταξικούς πολιτικούς, εξαιτίας του επαναστατικού πνεύματος που έπνεε στην Ελλάδα, και μόνο μετά το 1946 θα επανέλθουν στο προσκήνιο οι Λαϊκοί, ο Τσαλδάρης και οι συντηρητικοί πολιτικοί.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, στις 14 Απριλίου 1944, έφτασε επειγόντως στο Κάιρο για να σχηματίσει κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» μετά από επιλογή του ίδιου του Τσώρτσιλ, εξαιτίας ενός «Μανιφέστου» που είχε στείλει στο βρετανικό Στρατηγείο της Μ. Ανατολής, τον Ιούνιο του 1943 όπου προδιέγραφε ήδη τον Ψυχρό Πόλεμο:
«Σήμερον δύο παγκόσμια μέτωπα διαμορφούνται: Ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξονισμός.… αμφότεραι αι παρατάξεις θα συγκλίνουν προς τον Σοσιαλισμόν, θα παραμένη ως κύριον περιεχόμενον της αντιθέσεως το μέγα θέμα της Ελευθερίας…»[3].
Παρατηρεί και πάλι ο Σεφέρης στο Κάιρο:
«Πέμπτη 27 Απρίλη. … press conference για τον Παπανδρέου· ο Balfour (της βρετανικής πρεσβείας) είπε: “He is a strong man” (είναι ένας ισχυρός άντρας). Είπε ότι … το πρωτεύον είναι γι’ αυτόν η μάχη μεταξύ nationalists (εθνικιστών) και extremists (εξτρεμιστών)… (για τους δημοσιογράφους) ο Παπανδρέου είναι straw-man (αχυράνθρωπος) και όχι strong man»[4].
Θα ακολουθήσει αμέσως μετά η μοιραία πορεία προς τον εμφύλιο: Ο Δεκέμβρης του 44 υπήρξε η πρώτη φάση, το προοίμιο του μεγάλου Εμφυλίου. Μέσα σε συνθήκες «λευκής τρομοκρατίας» θα ακολουθήσουν οι εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, όπου το ΚΚΕ και οι αριστεροί φιλελεύθεροι θα απέχουν και, εξ αιτίας της αποχής –20-25% των ψήφων–, το «Λαϊκόν Κόμμα» θα αποσπάσει την πλειοψηφία με 55%. Και πάντως, το προηγούμενο βράδυ, θα πραγματοποιηθεί επίθεση ανταρτών στον σταθμό χωροφυλακής του Λιτοχώρου. Τέλος, την 1η Σεπτεμβρίου του 1946, θα διεξαχθεί καλπονοθευτικό δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά όπου το Ναι συγκέντρωσε 69%, το Όχι των βενιζελογενών κομμάτων 10% ενώ 20% το λευκό του ΕΑΜ. Πλέον, όλες οι προϋποθέσεις του εμφυλίου είχαν συγκεντρωθεί.
Και τελικώς, ο πόλεμος και ο εμφύλιος δεν κατέστρεψαν μόνο τις λαϊκές τάξεις. Το έμβρυο μιας αστικής ή κρατικής παράδοσης, που είχε αρχίσει με μεγάλο κόπο να συγκροτείται, τα μεσαία στρώματα, φορείς της κουλτούρας του νεοελληνισμού, καταστράφηκαν προς όφελος μιας τάξης μισθοφόρων, λεγεωνάριων και μαυραγοριτών. Η Ελλάδα υπήρξε η μόνη χώρα του δυτικού στρατοπέδου στην οποία οι δυνάμεις που ταυτίστηκαν με τον Άξονα βρέθηκαν να συμμετέχουν σε τέτοια έκταση στο μεταπολεμικό καθεστώς.
Οι δυνάμεις της Αντίστασης
Υπολογίζεται ότι, όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα, οι αντιστασιακές οργανώσεις συμπεριλάμβαναν πάνω από 2.000.000 άτομα, η πλειοψηφία των οποίων ανήκε στο ΕΑΜ ενώ οι ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις έφθαναν τους ενενήντα χιλιάδες μαχητές εκ των οποίων οι 70.000 μαχητές του ΕΛΑΣ. Βέβαια, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο, το ΕΑΜ συνυπήρχε με δεκάδες άλλες οργανώσεις που συγκροτήθηκαν κατ’ εξοχήν από παλαιούς βενιζελικούς αξιωματικούς: Αντίθετα, οι επίστρατοι του Μεταξά, στην καλύτερη περίπτωση, θα στελεχώσουν τον στρατό του Καΐρου και πολύ συχνά τα Τάγματα Ασφαλείας.
Ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) υποστήριζε κατά τη δημιουργία του την εκδίωξη της «μοναρχικής σπείρας του Γεωργίου» και τη δημιουργία μιας δημοκρατικής-σοσιαλιστικής Ελλάδας. Εντούτοις, στη συνέχεια, ο Ναπολέων Ζέρβας θα μεταπηδήσει στο φιλομοναρχικό στρατόπεδο, παρότι ο υπαρχηγός του, Κομνηνός Πυρομάγλου, θα εμμένει στις αντιμοναρχικές και σοσιαλιστικές αρχές της οργάνωσης.
Η ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση) ιδρύθηκε από τον βενιζελικό συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό και τον Γεώργιο Καρτάλη και υποστήριζε την ανάγκη εγκαθίδρυσης ολοκληρωμένης Λαοκρατούμενης Δημοκρατίας, στην οποία τα βασικά μέσα παραγωγής θα κοινωνικοποιούνταν. Η ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1941 από τον αντιβασιλικό αξιωματικό της αεροπορίας Κώστα Περρίκο· τέλος, τα περισσότερα στελέχη της βενιζελικής οργάνωσης Αγών-Ανόρθωσις-Αναγέννησις (Α.Α.Α.) και οι στρατηγοί Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Σταμάτης Χατζήμπεης και Στέφανος Σαράφης θα ενταχθούν στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Συναφώς άλλωστε, τη στρατιωτική ραχοκοκαλιά του ΕΛΑΣ αποτέλεσαν 2.300 αξιωματικοί του ελληνικού στρατού.
Στρατηγική και τακτική
Ένα μικρό κόμμα όπως το ΚΚΕ, που στις εκλογές του 1936 είχε αποσπάσει το 5,7% των ψήφων, κατόρθωσε να μεταβληθεί σε μια μεγάλη πολιτική δύναμη η οποία θα διεκδικήσει και ένοπλα την κατάληψη της εξουσίας. Οι βασικότερες αιτίες ήταν οι εξής: Ένα κλίμα εθνικής ενότητας που κυριάρχησε μετά την ιταλική εισβολή. Η κρίση του αστικού πολιτικού κόσμου, ο οποίος είχε κυριολεκτικώς αποσυντεθεί στη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά: «…η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις …»[5], θα γράψει και πάλι ο Γιώργος Σεφέρης, στα τέλη του 1945. Επιπλέον, η πρόταξη του εθνικοαπελευθερωτικού και αντιφασιστικού χαρακτήρα του αγώνα έδωσε τη δυνατότητα στο ΚΚΕ να συνευρεθεί και να οργανώσει στο ΕΑΜ μεγάλο μέρος των δημοκρατικών βενιζελογενών στελεχών ενώ η βίαιη προλεταριοποίηση της μικροαστικής τάξης αποτέλεσε τον κοινωνικό βιότοπο γι’ αυτή την κατακόρυφη άνοδο.
Η συγκυρία, λοιπόν, επέτρεψε να αρθεί η αντίφαση ανάμεσα στην α-εθνική ιδεολογία των Ελλήνων κομμουνιστών και την πραγματικότητα της γερμανο-ιταλικής Κατοχής. Ωστόσο, η «λαοκρατία» είχε επιμολυνθεί από τη σταλινική παραμόρφωση, με αποτέλεσμα να την αντιλαμβάνονται ως επιβολή πάνω σε όλους τους άλλους. Χαρακτηριστική είναι η στάση απέναντι στην ΠΕΑΝ, του Κωνσταντίνου Περρίκου. Η ΠΕΑΝ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, προέβη στην ανατίναξη των γραφείων της ελληνικής χιτλερικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, με συνέπεια τον θάνατο πολλών μελών της οργάνωσης και δεκάδων Γερμανών. Ο Περρίκος θα εκτελεστεί στις 4 Φεβρουαρίου του 1943, και όμως, παρότι η ΠΕΑΝ συζητούσε τη συνεργασία της με το ΕΑΜ, το φθινόπωρο του 1943, ο Τύπος της Αριστεράς θα την συγκαταλέγει στις προδοτικές οργανώσεις!
Πολύ χειρότερη μάλιστα υπήρξε η συμπεριφορά του ΚΚΕ απέναντι στις σχετικά πολυάριθμες ομάδες της Αριστεράς, κυρίως τις τροτσκιστικές, πολλά μέλη των οποίων εξοντώθηκαν. Παράλληλα, σε πολλές αγροτικές περιοχές, η ολοκληρωτική αντίληψη έσπρωχνε έναν μεγάλο αριθμό αγροτών στις τάξεις των Ταγμάτων Ασφαλείας, τακτική που βοήθησε τους Βρετανούς να οικοδομήσουν ένα αντίπαλο δέος, και να διασώσουν όχι μόνο τον βασιλιά και την εξάρτηση αλλά και τους ταγματασφαλίτες και τους δωσίλογους.
Η αντίφαση έμοιαζε κυριολεκτικά αξεπέραστη; Διότι, από τη μία πλευρά, βρισκόταν το σταλινικό γραφειοκρατικό μοντέλο και από την άλλη πλευρά η επιστροφή στο προπολεμικό σύστημα και τον βασιλιά. Η έκλαμψη του Ζαχαριάδη, τον Ιούνιο του 1945, για μια μεταπολεμική Ελλάδα που θα βρίσκεται μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Αγγλίας, κινούνταν προς τη μόνη ορθή λύση. Άλλωστε, εξέφραζε τις βαθύτερες προσδοκίες ενός λαϊκού κινήματος που, παρότι απεχθανόταν το παλιό καθεστώς, δεν επιζητούσε την «κολεκτιβοποίηση» της ημιορεινής αγροτικής Ελλάδας, ή των μικρών επιχειρήσεων που κυριαρχούσαν στην ελληνική πραγματικότητα!
Ωστόσο, αυτή η διέξοδος έμοιαζε εξαιρετικά απίθανη, τόσο εξ αιτίας της εσωτερικής εμφυλιοπολεμικής δυναμικής, όσο και της σταδιακής διαμόρφωσης των παγκόσμιων στρατοπέδων του ψυχρού πολέμου. Θα προϋπέθετε, δε, τη διαμόρφωση ενός πολιτικού μπλοκ, από την Αριστερά μέχρι το αντιβασιλικό Κέντρο, σε μια ανανεωμένη εκδοχή ενός «κοινωνικού βενιζελισμού». Όμως, καθώς το ΕΑΜ ενισχυόταν διαρκώς και η Σοβιετική Ένωση φαινόταν να κερδίζει τον πόλεμο, η ηγεσία του ΚΚΕ θα ακολουθήσει την αντίστροφη στρατηγική, δηλαδή την υπερακόντιση του «αστικοδημοκρατικού σταδίου» και τη μετάβαση στη «σοσιαλιστική επανάσταση». Λύση η οποία προϋπέθετε μία τελεσίδικη ρήξη με τους Άγγλους – μέσω της στρατιωτικά εφικτής κατάληψης της εξουσίας, τον Οκτώβριο του 1944, αλλά πολιτικά προβληματικής, δεδομένης της συμμαχίας Αγγλίας-Σοβιετικής Ένωσης.
Η λενινιστική «στρατηγική» πρότασσε τη μονοκομματική κατάληψη της εξουσίας και την ενίσχυση της εμφύλιας σύγκρουσης – όπως έγινε με τη δολοφονία του χαρισματικού Κίτσου Μαλτέζου, την 1η Φεβρουαρίου 1944, πρώην στελέχους της ΟΚΝΕ, καθώς και με τη διάλυση του 5/42 Συντάγματος της ΕΚΚΑ και την εκτέλεση του συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρού, στις 26 Απριλίου 1944.
Αντίθετα, η «τακτική» επέβαλλε τη συνεργασία των Αντιστασιακών Οργανώσεων, όπως έγινε στον Γοργοπόταμο, την αποδοχή των τετελεσμένων της Γιάλτας, τη Συνθήκη της Βάρκιζας! Εξ ου και μια αντιφατική και αλλοπρόσαλλη πολιτική μέχρι τη μοιραία έναρξη του εμφυλίου.
Η πιο τραγική έκφραση όλων αυτών των ανυπέρβλητων αντιφάσεων υπήρξε ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο θρυλικός Άρης Βελουχιώτης, έκφραση των λαϊκών δυνάμεων που ξεκίνησαν τον αγώνα και ταυτόχρονα φυλακισμένος ο ίδιος στα δεσμά μιας ανελεύθερης ιδεολογίας. Αντιφάσεις που θα τον οδηγήσουν σε τραγικό τέλος ενώ το κομμένο του κεφάλι θα μεταβληθεί σε σύμβολο θριάμβου των δωσιλογικών δυνάμεων και τραγικού αδιεξόδου για τις λαϊκές δυνάμεις.
Οι Έλληνες δημοκράτες βρέθηκαν μπροστά σε ένα τρομακτικό δίλημμα. Η πλειοψηφία τους είχε οδηγηθεί στην προσχώρηση στο ΕΑΜ –η οποία όμως συνεπαγόταν την υποταγή στη σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ– ενώ, όσοι αρνούνταν τη σοβιετοποίηση θα έπρεπε να αποδεχθούν την επικράτηση των συμμοριτών και του μαυραγοριτισμού. Χαρακτηριστικό υπήρξε το αδιέξοδο της τροτσκιστικής ομάδας (στην οποία συμμετείχαν ο Άγις Στίνας και ο Κορνήλιος Καστοριάδης) η οποία, θεωρώντας τη σταλινική Σοβιετική Ένωση ως αντεπαναστατική δύναμη, ανάλογη με τη χιτλερική Γερμανία, έβλεπε την ίδια την Αντίσταση ως μια «σταλινική» παγίδα[6]. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του εμφυλίου πολέμου, ο Δημήτρη Γιωτόπουλος, ηγέτης του Αρχειομαρξιστικού Κόμματος, θα συνταχθεί ανοιχτά με το επίσημο κράτος,
Ο «Μακεδονισμός»
Τίποτε δεν παριστά εναργέστερα την εσωτερική αντίφαση ανάμεσα στην ΕΑΜική «τακτική» και τη σταλινική «στρατηγική» του ΚΚΕ από το Μακεδονικό Ζήτημα. Καθ’ όλη την περίοδο της διαμόρφωσης του κόμματος, από το 1918 μέχρι το 1935, η πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς είχε επιβάλει μια ψευδο-διεθνιστική αντίληψη περί «ελληνικού ιμπεριαλισμού» και επεκτατισμού στη Μακεδονία.
Όμως, όταν η σοβιετική γραμμή, τον Δεκέμβριο όμως του 1935, στο 6ο συνέδριο του ΚΚΕ, θα προτάξει τη στροφή προς τα Λαϊκά Μέτωπα, η ανεξαρτησία θα μεταβληθεί σε «παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων στις μειονότητες». Επιπλέον, η σύγκρουση με τους Βουλγάρους κατακτητές θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο τις παλιές εμμονές. Τα δε τρία εκατομμύρια Ελλήνων και Ελληνίδων που κινητοποιήθηκαν, με τη συμμετοχή του ΕΑΜ, τον Ιούλιο του 1943, ενάντια στην παραχώρηση ολόκληρης της Μακεδονίας και της Θράκης στους Βουλγάρους, θα υποχρεώσουν τους Γερμανούς να ανακρούσουν πρύμναν. Τέλος, τον Αύγουστο του 1944, ο ΕΛΑΣ, δια του Μάρκου Βαφειάδη, θα διαλύσει και τη σλαβομακεδονική ΣΝΟΦ.
Και παρά ταύτα, η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το 1949, μπροστά στη διαγραφόμενη ήττα στον Εμφύλιο, θα επανέλθει στη «στρατηγική» τοποθέτηση καθώς οι Σλαβομακεδόνες, το 1949, αποτελούσαν πάνω από το 30% των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού: «Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του…».
Ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα, το οποίο είχε την εσωτερική δυνατότητα να συγκροτήσει μια νέα κοινωνική, δημοκρατική και ανεξάρτητη Ελλάδα, και να επιτρέψει τη λύση, υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, τριών μεγάλων εθνικών θεμάτων που εκκρεμούσαν, της Κύπρου, της Βορείου Ηπείρου και της Δωδεκανήσου, κατεστράφη.
*****
Η λαϊκή επανάσταση έμοιαζε επί θύραις, δεν διέθετε όμως τις πολιτικές-ιδεολογικές προϋποθέσεις για να κυριαρχήσει. Και οι καταστροφικές συνέπειες δεν υπήρξαν μόνο άμεσες αλλά θα οδηγήσουν τη χώρα σε μια μακρά εμφύλια διαμάχη, που θα κλείσει μόλις το 1974. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτέλεσαν μια δεύτερη μεγάλη Καταστροφή μετά το 1922 η οποία δεν αφορούσε τόσο στη συρρίκνωση του ελληνισμού «εξωτερικά», αλλά κατ’ εξοχήν εσωτερικά.
Αυτή η νέα καταστροφή θα εξαχρειώσει τα ήθη, θα συρρικνώσει την πνευματική και πολιτιστική παραγωγή και, τέλος, θα ακυρώσει κάθε δυνατότητα αυτονομίας απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις, την οποία είχε κατακτήσει η Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θα υποταχθεί στους Αγγλοαμερικανούς ενώ και η οποιαδήποτε αντίδραση των ηττημένων θα φυλακίζεται στη σοβιετική στρατοπεδική επικυριαρχία· τα πάντα σχεδόν θα εντάσσονται στη διαλεκτική του ψυχρού πολέμου, του οποίου η Ελλάδα θα αποτελέσει το προοίμιο και το πρώτο πειραματόζωο.
[1] Γιώργος Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α¨ 1935-1944, Ικαρος 1979
[2] Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες-Αριάγνη, 1960 σ.95
[3] Γεώργιος Παπανδρέου, Η απελευθέρωσις της Ελλάδος,Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 1948.
[4] Γιώργος Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ ό.π.
[5] Γιώργος Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Β, 1945-1947, 1949, 1952, εκδόσεις Ικαρος, 1985
[6] Κ. Καστοριάδης, Η πείρα του εργατικού κινήματος, τ. Α΄ Εκδ. Ύψιλον Αθήνα 1984 Α. Στίνας, ΕΑΜ,ΕΛΑΣ,ΟΠΛΑ, Διεθνής βιβλιοθήκη Αθήνα 1997.
ΠΗΓΗ ardin-rixi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου