Ανδρέας Πιμπίσιης
Αίφνης τις τελευταίες ημέρες το Βερολίνο ήρθε να ανακινήσει ένα πολυσυζητημένο θέμα που ταλαιπωρείται εδώ και μερικά χρόνια, την κατάργηση του δικαιώματος βέτο που έχουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ ανακίνησε το θέμα της αλλαγής του τρόπου που η ΕΕ λαμβάνει τις αποφάσεις προκαλώντας ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις από δύο γειτονικές της χώρες, την Πολωνία και την Ουγγαρία. Οι πλείστες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, είχαν εξ αρχής τοποθετηθεί αρνητικά στο ενδεχόμενο να αρθεί το δικαίωμα βέτο που έχουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ανεξαρτήτως μεγέθους.
Αρχές της εβδομάδας, σε συνάντηση με τους αρχηγούς των διπλωματικών αποστολών στο Βερολίνο, η Αναλένα Μπέρμποκ άδραξε την ευκαιρία προκειμένου να παρουσιάσει εκ νέου την πρόταση για αλλαγή του τρόπου με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση λαμβάνει τις αποφάσεις της. Ουσιαστικά αυτό που επιδιώκει η Γερμανία είναι οι αποφάσεις της ΕΕ να λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, δηλαδή να καταργηθεί η ομοφωνία και κατ’ επέκταση να αφαιρεθεί το βέτο από τα χέρια των κρατών μελών.
Λίγες εβδομάδες προηγουμένως είχε επιχειρήσει να προβάλει τη θέση αυτή στη διάρκεια ενός προγεύματος εργασίας που διοργάνωσε η ίδια στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με πληροφορίες μας στο εν λόγω πρόγευμα είχαν προσκληθεί καμιά δεκαριά νομικοί προκειμένου να συζητήσει μαζί τους το πως θα μπορούσε να αφαιρεθεί το δικαίωμα του βέτο από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Όπως αναφέρουν οι ίδιες πληροφορίες στην εν λόγω συνάντηση προσκλήθηκαν και παρέστησαν άτομα τα οποία συμφωνούσαν με τη γερμανική θέση και επιχείρησαν να παρουσιάσουν νομικά επιχειρήματα πάνω στα οποία θα ήταν δυνατό να στηριχθεί μια αλλαγή του τρόπου λήψης αποφάσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κίνηση αυτή, ωστόσο, προκάλεσε την έντονη αντίδραση κυρίως από την πλευρά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Οι δύο χώρες μέλη της ΕΕ κατέθεσαν την αντίδραση του γραπτώς και σε έντονο, όπως πληροφορούμαστε ύφος. Αμφότερες Πολωνία και Ουγγαρία είναι κάθετα αντίθετες στην αφαίρεση του δικαιώματος αρνησικυρίας από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Και η αντίδρασή τους δεν είναι άσχετη με τις εις βάρος τους κατηγορίες που σχετίζονται με το κράτος δικαίου.
Η Γερμανία επιχειρεί να περάσει την αλλαγή του τρόπου λήψεως αποφάσεων στην ΕΕ, κατά κάποιο τρόπο, από την πίσω πόρτα. Συνδέοντας το με μια νέα διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και με το θέμα της Ουκρανίας. Υπενθύμισε τη θέση πως μακροπρόθεσμα Ουκρανία, Μολδαβία, χώρες των δυτικών Βαλκανίων, ακόμα και η Γεωργία μπορούν να καταστούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα όμως με την Γερμανίδα υπουργό Εξωτερικών θα πρέπει να γίνουν «τολμηρά βήματα για να διασφαλίσουμε ότι αυτή η ΕΕ του μέλλοντος με περισσότερα από 30 μέλη θα είναι μια ισχυρή ένωση με ικανότητα δράσης». Με βάση τη γερμανική προσέγγιση η αλλαγή στον τρόπο λήψεως αποφάσεων θα προηγηθεί της επόμενης διεύρυνσης. Κάτι που δείχνει ότι αυτό που έχει κατά νουν το Βερολίνο είναι να πετύχει την αφαίρεση του βέτο, ανεξαρτήτως ποια θα είναι η τύχη της διεύρυνσης.
Ενίσχυση και καχυποψία
Η Αναλένα Μπέρμποκ είπε πως ξεκίνησε «μια διαδικασία με ορισμένους εταίρους προκειμένου να επιτρέψουμε τη λήψη αποφάσεων με μεγαλύτερη ειδική πλειοψηφία στην κοινή μας εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας». Υποδεικνύοντας ότι θα πρέπει παράλληλα να προωθηθεί «μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών θεσμών και της πολιτικής συνοχής». Υποστηρίζοντας παράλληλα ότι αυτό θα συμβάλει στην ενίσχυση της ΕΕ ως γεωπολιτικό παράγοντα.
Προς το σκοπό το Βερολίνο αναλαμβάνει πρωτοβουλία, προκειμένου πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου να φιλοξενήσει μια διάσκεψη για την Ευρώπη προκειμένου να συζητηθεί σε έκταση το πως προωθούνται οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να καθοριστούν τα επόμενα βήματα σ’ ό,τι αφορά την αλλαγή του τρόπου λήψεως αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Γερμανία, και ορισμένα άλλα κράτη (που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ) συνδέσουν την σημαντική αυτή αλλαγή με την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πλην όμως για κάποια από τα κράτη μέλη βλέπουν με καχυποψία τις κινήσεις θεωρώντας ότι οι ισχυρές χώρες της ΕΕ θα καθορίζουν όλο το παιχνίδι εντός ΕΕ στη βάση των δικών τους συμφερόντων και σκοπιμοτήτων. Παράλληλα θεωρούν ότι αποδυναμώνεται η σημερινή ισότητα ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Έχοντας την ίδια ώρα στο πίσω μέρος του μυαλού τους τα δικά τους εθνικά ή περιφερειακά συμφέροντα.
Με αφορμή το Ουκρανικό
Το κεφάλαιο κατάργηση του βέτο υπάρχει στις ευρωπαϊκές συζητήσεις εδώ και μερικά χρόνια. Ωστόσο το θέμα απασχόλησε πολύ πιο έντονα πριν από ένα χρόνο με αφορμή το Ουκρανικό και την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει σε επιβολή πρόσθετων κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, ως απάντηση/τιμωρία για την εισβολή στην Ουκρανία.
Κατά τις συζητήσεις για την υιοθέτηση του έκτου πακέτου κυρώσεων κατά της Ρωσίας καταγράφηκε αντίδραση από κράτη μέλη, κυρίως όμως από την Ουγγαρία. Η Βουδαπέστη χρησιμοποίησε το δικαίωμα του βέτο γεγονός που προκάλεσε δυσφορία ανάμεσα σε εταίρους της. Όπως είχε σημειώσει σε σχετικό κείμενο η ιστοσελίδα Politico «Η καθυστέρηση (λόγω του ουγγρικού βέτο) μετατρέπεται όπλο στην φαρέτρα εκείνων που θέτουν την ανάγκη αναθεώρησης των Ευρωπαϊκών Συνθηκών και την κατάργηση του κανόνα της ομοφωνίας». Πρωταγωνιστές, σ’ εκείνη τη φάση, ήταν ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν και ο τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι.
Βασική φιλοδοξία των εμπνευστών της κατάργησης της ομοφωνίας, είναι να αφαιρεθεί το βέτο των κρατών μελών από ορισμένους ευαίσθητους τομείς πολιτικής, όπως η υγεία, οι φόροι, η άμυνα και τα μελλοντικά μέλη, κάτι που αναμφισβήτητα απαιτεί την αναδιατύπωση των ευρωπαϊκών Συνθηκών. Η Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009 έχει αυξήσει μεν τον αριθμό των τομέων στους οποίους προβλέπεται η λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν φαίνεται να αρκεί στις σημερινές συνθήκες, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Ντράγκι μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.« Χρειαζόμαστε έναν ρεαλιστικό φεντεραλισμό και αν «αυτό απαιτεί την αρχή μιας πορείας που θα οδηγήσει στην αναθεώρηση των Συνθηκών, θα πρέπει να αγκαλιαστεί με θάρρος και εμπιστοσύνη», υποστήριξε ο τέως Ιταλός πρωθυπουργός. Με την κατάργηση του βέτο φαίνεται να συντάσσεται και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Εναπόκειται πλέον σε εμάς να επιλέξουμε την πιο άμεση οδό, είτε πιέζοντας τα όρια του τι μπορούμε να κάνουμε στο έπακρο, με βάση τις Συνθήκες, είτε ναι, αλλάζοντας τις Συνθήκες όταν είναι απαραίτητο», είχε αναφέρει η πρόεδρος της Κομισιόν.
Η αντίθεση των μισών μελών
Στην ιδέα της αναθεώρησης των συνθηκών και της κατάργησης της ομοφωνίας αντιτάχθηκαν κατά την προηγούμενη συζήτηση του θέματος τουλάχιστον 13 χώρες μέλη της ΕΕ, που είχαν υπογράψει ένα non-paper, στο οποίο τονίζουν: ««Δεν υποστηρίζουμε τις απρόβλεπτες και πρόωρες προσπάθειες για την έναρξη μιας διαδικασίας για την αλλαγή των Συνθηκών», αναφέρει κοινή επιστολή την οποία υπογράφουν χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Κροατία, η Μάλτα, η Δανία, η Φινλανδία, η Σουηδία, οι τρεις δημοκρατίες της Βαλτικής, η Τσεχία, η Βουλγαρία και η Σλοβενία. Οι χώρες που αντιδρούσαν, εξέρασν φόβους ότι θα λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις με ειδικές πλειοψηφίες- για παράδειγμα από 15 χώρες μέλη, εφόσον αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 65% των 450 εκατομμυρίων πολιτών της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο θα ευνοείται η λήψη αποφάσεων που θα προωθούν οι πιο ισχυρές και πολυπληθέστερες χώρες της Ένωσης.
Για την Κύπρο έχουν σημασία οι αλλαγές
Η κατάργηση του βέτο είναι ένα ζήτημα που δεν αφήνει αδιάφορη την Κύπρο καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα να χάσει ένα ισχυρό χαρτί που έχει στα χέρια της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα χαρτί που μπορεί να μην το έχει χρησιμοποιήσει ευθέως σ’ ό,τι αφορά δικά της ζητήματα, όπως για παράδειγμα για τη λήψη αποφάσεων σε βάρος της Τουρκίας. Ωστόσο υπό τα σημερινά δεδομένα είναι ένας άσος στο μανίκι που της επιτρέπει να κάνει τις δικές της κινήσεις στην σκακιέρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα οι εταίροι της εντός της ΕΕ έχουν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους το ενδεχόμενο η Κύπρος να μπλοκάρει, μια δεδομένη στιγμή, αποφάσεις. Κι αυτό βοηθά στη διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων όπως είναι οι συζητήσεις για την Τουρκία.
Σε περίπτωση απώλειας του βέτο τότε τα δεδομένα αλλάζουν και η Κύπρος αυτομάτως θα χάσει το ισχυρό χαρτί που έχει στη διάθεσή της. Χάνει ουσιαστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει έναντι της Τουρκίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά ότι σε μια ανάλογη εξέλιξη το ισοζύγιο δυνάμεων εντός της ΕΕ από αρνητικό μπορεί να μετατραπεί σε θετικό. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός σε κάθε περίπτωση η Άγκυρα επαναλαμβάνει πως τα ευρωτουρκικά δεν πρέπει να γίνονται όμηρος κάποιων κρατών, υπονοώντας βεβαίως την Κύπρο. Εάν το εγχείρημα των Γερμανών, με πρόσχημα την Ουκρανία επιτύχει, τότε χώρες όπως η Τουρκία θα έχουν να κερδίσουν. Επί του παρόντος όμως αυτό το όφελος δεν διαφαίνεται, όχι λόγω Κύπρου, αλλά λόγω της Ουγγαρίας, μιας χώρας την οποία η Τουρκία θεωρεί στενό σύμμαχο εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΠΗΓΗ philenews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου