Το Πολεμικό Ναυτικό στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 ανέλαβε τον δύσκολο αλλά δυστυχώς αφανή ρόλο των μεταφορών. Οπλισμός, εφόδια και στρατιώτες μεταφέρονταν στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, ενώ οι Ναυτικές Διοικήσεις δούλευαν ακατάπαυστα μέχρι και την παράδοσή τους στους Γερμανούς. Οι Διοικητές και το Προσωπικό των Ναυτικών Διοικήσεων είχαν αναλάβει την οργάνωση των μεταφορών, την αντιαεροπορική άμυνα, την ναρκοθέτηση και την ναρκαλειία μέχρι και την αντικατασκοπεία. Για την αντιαεροπορική άμυνα η συνεισφορά του Πολεμικού Ναυτικού ήταν τέτοια που ο Αρχηγός Στόλου Ναύαρχος Επαμεινώνδας Καββαδίας, αφού απαριθμεί το προσωπικό που χρησιμοποιήθηκε, αναφωνεί: “Δηλαδή διέθεσε το Ναυτικόν περισσότερο προσωπικό για την κοινή αντιαεροπορική άμυνα από ό,τι ήσαν τα πληρώματα των πολεμικών του Στόλου του”!
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΕΡΟΝΤΑ
ΠΗΓΗ ΜΕΘ’ ΟΡΜΗΣ ΑΚΑΘΕΚΤΟΥ
Και τα πολεμικά πλοία δρούσαν ασταμάτητα παρ’ όλη την αρχαιότητά τους και το επίφοβο ενός τεράστιου (σε μέγεθος) εν συγκρίσει με την Ελλάδα αντιπάλου. Άφοβα τα ελληνικά πλοία εκτελούσαν τις μεταφορές χωρίς να σημειωθεί η παραμικρή απώλεια υλικού. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση η δημιουργία της Ναυτικής Βάσης Πειραιώς, η οποία δημιουργήθηκε μεσούντος του πολέμου. Η Ναυτική Αμυντική Περιοχή Σαρωνικού (Ν.Α.Π./3) που διηύθυνε τις μεταφορές, διεπίστωσε ότι λόγω ελλείψεως πείρας των τοποθετημένων στη Στρατιωτική Βάση Πειραιώς (Σ.Β.Π.) Αξιωματικών επιμελητείας Στρατού σχετικά με τη φόρτωση διαφόρων ειδών επί πλωτών μέσων καταστράφηκε υλικό. Για αυτό αποφασίστηκε και ιδρύθηκε η Ναυτική Βάση Πειραιώς υπό έφεδρο Πλοίαρχο, η οποία υπήχθη στην Ν.Α.Π./3. Αυτός ο έφεδρος Πλοίαρχος ήταν ο Περικλής Μπούμπουλης, ο οποίος είχε σημαντική δράση με την Ναυτική Αεροπορία στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Οι φίλοι του ποδοσφαίρου όμως πρέπει να τον θυμούνται διπλά καθώς ήταν ένας από τους ιδρυτές του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Αθηνών (ΠΟΑ – 3 Φεβρουαρίου 1908) μετέπειτα Παναθηναϊκού!
Το τέλος του Φεβρουαρίου του 1941 σηματοδοτεί τη λήξη της πρώτης φάσης των μεταφορών ανδρών και κτηνών που διενήργησε το Πολεμικό Ναυτικό. Από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου μεταφέρθηκαν 86.361 άνδρες και 31.237 ζώα. Πρέπει να τονιστεί ότι σε αυτούς τους αριθμούς συγκαταλέγονται μόνο τα συγκροτημένα στρατιωτικά τμήματα που μεταφέρθηκαν με την συνοδεία των αντιτορπιλικών του Στόλου και από τα τορπιλοβόλα, τα οποία ευρίσκονταν υπό τις διαταγές της ΝΑΠ/1 (Πάτρα) και ΝΑΠ/3. Ο αριθμός αυτός μεγαλώνει σημαντικά αν αναλογιστεί κανείς το αριθμό των στρατευσίμων που μεταφέρθηκαν από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα με μέριμνα των Ναυτικών Διοικητών ή αυτών που μεταφέρθηκαν με κανονικά δρομολόγια που επίσης συνοδεύονταν από ελληνικά πολεμικά ή ακόμα και αυτών που μεταφέρθηκαν με πετρελαιοκίνητα σκάφη που και αυτά προστατεύονταν από το Πολεμικό Ναυτικό.
Ακόμη, με την προστασία των ελληνικών πολεμικών μεταφέρθηκε κάθε είδους πολεμικό υλικό, οπλισμός, πυρομαχικά και μεταφορικά μέσα, ενώ και ο εφοδιασμός της Χώρας με σίτο και γαιάνθρακες έγινε με την προστασία του Πολεμικού Ναυτικού. Όλο αυτό το έργο έγινε με τους Ιταλούς να έχουν την απόλυτη ναυτική υπεροπλία. Τα ιταλικά υποβρύχια ανέρχονταν σε 120, ενώ τα ελληνικά αντιτορπιλικά δεν είχαν συστήματα εντοπισμού υποβρυχίων. Παρόλα αυτά, το έργο του Ναυτικού κρίνεται ως άκρως επιτυχημένο, καθώς οι αντικειμενικοί στόχοι επετεύχθησαν ενώ οι απώλειες σε ημέτερα εμπορικά σκάφη ήταν ελάχιστες.
Οι τρεις επιδρομές των ελληνικών αντιτορπιλικών στο Οτράντο
Από την αρχή του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπήρχαν σκέψεις για καταδρομικές επιθετικές ενέργειες. Ανασταλτικός παράγοντας ήταν η συντριπτική υπεροπλία του ιταλικού στόλου. Μια ενδεχόμενη μαζική απώλεια σκαφών θα οδηγούσε το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό σε μία ουσιαστική απενεργοποίηση μέχρι το πέρας του πολέμου. Ο Αρχηγός Γ.Ε.Ν. θεωρούσε ότι έπρεπε να αποφευχθούν τέτοιες ενέργειες ούτως ώστε να μείνει ο Στόλος, όσο το δυνατόν άθικτος , αν και ο Αρχηγός Στόλου είχε σκεφθεί την εκτέλεση μιας τέτοιου είδους επιχείρησης με την χρησιμοποίηση του Γ. Ἀβέρωφ και του Κιλκίς (το Γ. Ἀβέρωφ είχε τα γνωστά του προβλήματα, ενώ το Κιλκίς εθεωρείτο από τον Ναύσταθμο παντελώς άχρηστο), ή με την χρησιμοποίηση τορπιλακάτων. Η λογική ήταν και ότι και μία ενδεχόμενη απώλεια αυτών δεν θα ήταν τρομερή για τον Στόλο. Ο Βρετανός Στόλαρχος της Ανατολικής Μεσογείου απέκλειε κάθε πιθανότητα εκτέλεσης επιθετικών επιχειρήσεων εναντίον των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων. Τέλος, δεν υπήρχε ισχυρή αεροπορία δίωξης, ούτως ώστε να υποστηριχθούν οι επιχειρήσεις και την ημέρα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Αρχηγό του Στόλου, δεν απέμενε άλλη λύση από την νυχτερινή επιδρομή με αντιτορπιλικά στην Αδριατική, δεδομένου ότι οι μεταφορές συγκεντρώσης σιγά-σιγά ολοκληρώνονταν και τα αντιτορπιλικά παρέμεναν διαθέσιμα. Παρ’ όλα αυτά, ανασταλτικός παράγοντας και πάλι ήταν οι Βρετανοί. Η ηγεσία του Βρετανικού Στόλου διαπνεόταν από ορθόδοξες αντιλήψεις επιχειρήσεων. Από την άλλη όμως, η Κυβέρνηση πιεζόταν από την κοινή γνώμη, η οποία θεωρούσε ότι το Πολεμικό Ναυτικό μένει αδρανές. Πράγματι ο αφανής και σημαντικότατος ρόλος του Ναυτικού δεν γινόταν αντιληπτός από την κοινή γνώμη, ενώ ο ηρωικός αγώνας του μαχομένου Στρατού Ξηράς δημιουργούσε αναπόφευκτα συγκρίσεις. Επιπρόσθετα, το Γ.Ε.Σ. είχε ζητήσει επίμονα από το Ναυτικό, ήδη από το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, τη διακοπή ή έστω την παρεμπόδιση της αποστολής ιταλικών ενισχύσεων στο αλβανικό μέτωπο.
Για την εξέταση του ζητήματος, συνεκλήθη Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο το απόγευμα της 11ης Νοεμβρίου, στο οποίο προήδρευε ο βασιλιάς και παρίστατο ο διάδοχος. Συμμετείχαν στην σύσκεψη ο πρόεδρος της Κυβέρνησης, οι υφυπουργοί Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, ο Αρχιστράτηγος Παπάγος, ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν., ο Αρχηγός Στόλου και ο Αρχηγός Γ.Ε.Α. Ο πρωθυπουργός αποφάσισε να γίνει καταδρομική επιχείρηση στο Οτράντο και παράλληλα να αναζητηθεί και η πιθανότητα της βρετανικής συνεργασίας.
Σύμφωνα με διαταγή του Αρχηγού Στόλου, τα αντιτορπιλικά απέπλευσαν χωριστά από τον Ναύσταθμο. Το Β. Γεώργιος (επί του οποίου επέβαινε ο Α.Δ.Α.) στις 16:35 της 13/11, το Ὕδρα στις 18:45 της 13/11, το Κουντουριώτης στις 22:10 της 13/11, το Ψαρά στις 00:25 της 14/11 και τέλος το Β. Ὄλγα, επί του οποίου επέβαινε ο ίδιος ο Αρχηγός Στόλου, στις 02:25 της 14/11. Από αυτά, το Κουντουριώτης κατά την ρυμούλκηση δια της διώρυγας προσέκρουσε στα τοιχώματα και στρέβλωσε την αριστερή του έλικα. Αναγκάστηκε λοιπόν, ο Α.Σ. να διατάξει την επιστροφή του, διότι με αυτήν τη βλάβη οι κραδασμοί θα ήταν πολύ μεγάλοι και μάλιστα σε μεγάλη ταχύτητα.
Τα αντιτορπιλικά κινήθηκαν σε διαφορετικές πορείες και αγκυροβόλησαν σε διαφορετικά σημεία για να μην εντοπιστούν από την ιταλική αεροπορία. Το Β. Γεώργιος στην Ναύπακτο, το Ψαρά στην Ιτέα, το Ὕδρα στο Αίγιο. Το Β. Ὄλγα, το οποίο διήλθε τελευταίο την διώρυγα της Κορίνθου, έπλευσε μεμονωμένα. Το απόγευμα της 14ης Νοεμβρίου, τα αντιτορπιλικά απέπλευσαν και αφού διήλθαν το φράγμα του Ρίου, συναντήθηκαν προ του φράγματος Πάππα – Θολής και βγήκαν στο Ιόνιο πέλαγος.
Τελικά, η πρώτη αυτή επιδρομή Οτράντο απέβη άκαρπη. Σε όλον τον πλου, φάνηκαν μόνο δύο-τρία ιστιοφόρα. Τα ελληνικά πλοία κινδύνευσαν σοβαρά λόγω της ευθαλασσίας που επικρατούσε, ενώ το ίχνος που άφηναν στην επιφάνεια της θάλασσας καθώς έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα αποτελούσε στόχο πρώτης τάξεως για αεροσκάφη και υποβρύχια. Παρ’ όλα αυτά δεν πραγματοποιήθηκε εχθρική επίθεση . Η κοινή γνώμη και ο τύπος υποδέχθηκαν το γεγονός με ενθουσιασμό, ενώ έκανε και θετική εντύπωση στους συμμάχους. Ο πρωθυπουργός αποφάσισε ότι παρόμοια επιχείρηση θα έπρεπε να επαναληφθεί εν καιρώ. Η τολμηρή και με πολλά ρίσκα επιχείρηση συνετέλεσε στην ανύψωση του γοήτρου του Πολεμικού Ναυτικού.
Στη συνέχεια παρουσιάστηκε εκ νέου η ανάγκη παρεμπόδισης της μεταφοράς των ιταλικών ενισχύσεων στο μέτωπο της Αλβανίας. Για το λόγο αυτό συνεκλήθη Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο το απόγευμα της 11ης Δεκεμβρίου. Ο πρωθυπουργός σε αυτό το Συμβούλιο ανέπτυξε την άποψη ότι η Ελλάδα είχε κάθε συμφέρον να συμμετέχει σε επιχειρήσεις κατά των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων ακόμα και χωρίς την συμμετοχή των Βρετανών, παρ’ όλο που οι τελευταίοι επιθυμούσαν διακαώς την κατάληψή τους. Και πάλι ο πρωθυπουργός διατύπωσε την άποψη ότι το Ναυτικό δεν συμβάλλει όσο πρέπει στον αγώνα στην Αλβανία, ενώ ο υφυπουργός των Στρατιωτικών ανέφερε ότι το Ναυτικό θα έπρεπε να παρεμποδίσει τον εφοδιασμό και την ενίσχυση των Ιταλών δια θαλάσσης. Τέλος, λόγω απουσίας του Αρχηγού του Στόλου εξαιτίας των νυχτερινών πυρών του, το Πολεμικό Συμβούλιο αναβλήθηκε για το εσπέρας της επομένης (12/12).
Στο νέο αυτό Πολεμικό Συμβούλιο, ο Αρχηγός Γ.Ε.Ν. Αλέξανδρος Σακελλαρίου έκανε μία διεξοδικότατη αναφορά στην δυσχερή θέση του Ναυτικού. Ξεκινώντας τα λεγόμενα του από την υποβάθμιση του Όπλου στις παλαιότερες εποχές, αλλά και τη διενέργεια εξοπλισμών σύμφωνα με πολιτικές σκοπιμότητες, όπως ήταν τα τέσσερα αντιτορπιλικά ιταλικής κατασκευής, συνέχισε τονίζοντας την υποβάθμιση της Ναυτικής Αεροπορίας, ενώ κατέληξε στην περιγραφή της τότε κατάστασης του Στόλου, η οποία δεν ήταν ευοίωνη. Παρόλα αυτά, δήλωσε ότι το Πολεμικό Ναυτικό εκτελεί το ακέραιο τα καθήκοντα του, καθώς στις μεταφορές συγκέντρωσης δεν υπήρξε ούτε μία απώλεια.
Στη συνέχεια, προέβη σε σύγκριση των ελληνικών δυνάμεων με τις ιταλικές δυνάμεις στην Αδριατική. Η υπεροπλία των Ιταλών παρέμενε συντριπτική ακόμη και μετά την καταστροφή τους στον Τάραντα. Η άποψη λοιπόν, του Αρχηγού του Γ.Ε.Ν. ήταν ότι το Ναυτικό Όπλο έπρεπε να χρησιμοποιείται με σύνεση, διότι ενδεχόμενη απώλεια ναυτικών μονάδων θα ήταν μεγάλο πλήγμα για τον ελληνικό λαό.
Η πρόταση του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου για δημιουργία προκεχωρημένης ναυτικής βάσης στην Κέρκυρα, αποκρούστηκε από τους αρχηγούς του Γ.Ε.Ν. και του Στόλου λόγω της μη ύπαρξης αντιαεροπορικής προστασίας, την οποία θα έπρεπε να παραχωρούσε ο Στρατός. Το τελευταίο, προκάλεσε την δυσφορία του αρχιστρατήγου. Άδικα όμως γιατί, όπως ήδη έχει αναφερθεί, το Ναυτικό είχε παραχωρήσει αντιαεροπορικό πυροβολικό για την αντιαεροπορική προστασία των μετόπισθεν και ιδίως της περιοχής της πρωτεύουσας. Τελικά, ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως αποφάσισε να συνεχίσει η διενέργεια νυκτερινών επιδρομών σε ιταλικές νηοπομπές, ενώ τόνισε ότι έπρεπε στο μεταξύ οι ιθύνοντες των Ενόπλων Δυνάμεων να μελετούν ενδεχόμενη επιχείρηση στα Δωδεκάνησα.
Μετά το Πολεμικό αυτό Συμβούλιο, αποφασίστηκε να εκτελεστεί δεύτερη καταδρομική επιδρομή στο στενό του Οτράντο. Αρχικά, είχε αποφασιστεί ως χρόνος εκτελέσεως μεταξύ 17 και 19 Δεκεμβρίου. Είχε προβλεφθεί ότι για την επιχείρηση θα ήταν έτοιμα όλα τα μεγαλύτερα αντιτορπιλικά τύπου Β. Ὄλγα και Ὕδρα. Εντούτοις, λόγω των επιχειρήσεων του Βρετανικού Στόλου στην περιοχή, ο Αρχηγός Στόλου αναγκάστηκε να επισπεύσει την αποστολή για τις 14/12 χρησιμοποιώντας μόνο τα διαθέσιμα αντιτορπιλικά Ψαρά, Σπέτσαι και Κουντουριώτης, διότι το Β. Γεώργιος και το Ὕδρα ήταν δεσμευμένα σε συνοδεία προς Μούδρο και Δαρδανέλια, ενώ το Β. Ὄλγα δεν είχε ολοκληρώσει την επισκευή του.
Εκδόθηκε απόρρητη διαταγή, η οποία ως σκοπό καθόριζε και πάλι την καταστροφή των πλοίων του εχθρού που διέπλεαν το στενό του Οτράντο είτε αυτά ήσαν πολεμικά είτε εμπορικά. Παρέχονταν όλες οι σχετικές πληροφορίες για τα πολεμικά πλοία του εχθρού, καθώς και για τα εκτιμώμενα ναρκοπέδια καθώς και για το περιπολούν ελληνικό υποβρύχιο στην περιοχή, Τρίτων. Καθοριζόταν ο τρόπος εκτέλεσης, ο διαδοχικός απόπλους των πλοίων, ο διασκορπισμός τους κατά την ημέρα της 15ης /12 στον Κορινθιακό, η συγκέντρωσή τους, οι κινήσεις τους προς τον αντικειμενικό σκοπό, τα μέτρα ασφάλειας, οι τρόποι συνεννοήσεως κ.τ.λ.
Σύμφωνα λοιπόν με τις διαταγές, απέπλευσαν το απόγευμα της 14ης /12 διαδοχικά από τον Ναύσταθμο πρώτο το Ψαρά στις 21:30, δεύτερο το Σπέτσαι επί του οποίου επέβαινε ο διοικητής της 2ης Μοίρας πλοίαρχος Αντωνόπουλος στις 23:00. Τρίτο και τελευταίο το αντιτορπιλικό Κουντουριώτης, στο οποίο επέβαινε ο Αρχηγός Στόλου, στις 01:00 της 15ης /12. Τα ελληνικά αντιτορπιλικά αφού πέρασαν τον διώρυγα της Κορίνθου αραίωσαν κατά τη διάρκεια της ημέρας εντός του Κορινθιακού αλλά επειδή ο καιρός επιδεινωνόταν με πυκνή και χαμηλή νέφωση, πράγμα που εμπόδιζε την δράση της εχθρικής αεροπορίας, ο Α.Σ. επέσπευσε την έξοδο του από τον Πατραϊκό και στις 16:25 της 15ης /12 διήλθε το φράγμα Θολής και βγήκε στο Ιόνιο Πέλαγος. Περί τις 18:00, ενώ ο στολίσκος βρισκόταν βόρεια από τη Λευκάδα, το Σπέτσαι ανέφερε ότι εξαιτίας βλάβης ανεμιστήρα ενός λεβητοστασίου αδυνατούσε να αναπτύξει ταχύτητα άνω των 27 κόμβων.
Ο Α.Σ. στην αρχή σκέφθηκε να κρατήσει το αντιτορπιλικό υπολογίζοντας ότι σε τυχόν συνάντηση με ιταλικά αντιτορπιλικά θα ήθελε να αντιτάξει εναντίον τους όλη την διαθέσιμη ελληνική δύναμη. Παρ’ όλα αυτά ο περιορισμός στην ταχύτητα καθώς και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το υλικό αυτού του τύπου του αντιτορπιλικών, τον έπεισαν να διατάξει το Σπέτσαι να αποχωρήσει και να αναμείνει όλη την νύχτα έξω από το φράγμα Θολής. Τα δύο εναπομείναντα αντιτορπιλικά συνέχισαν και τέθηκαν σε κατάσταση πλήρους συναγερμού μόλις πέρασαν και την Κέρκυρα.
Ο καιρός είχε επιδεινωθεί πολύ. Ο κυματισμός είχε αυξηθεί και η θάλασσα περιέβρεχε τα καταστρώματα καθιστώντας δυσχερή την χρήση των πυροβόλων, ενώ το ψύχος ήταν αισθητό. Με αυτές τις συνθήκες ο πλους του στολίσκου συνεχίστηκε μέχρι 3-4 μίλια βόρεια της νήσου Σάσσωνος έξω από τις ακτές της Αλβανίας. Πιθανότατα εξαιτίας της κακοκαιρίας δεν σημειώθηκε καμία συνάντηση με εχθρικό πλοίο. Τα δύο αντιτορπιλικά παρέμειναν για μία περίπου ώρα έναντι της Σάσσωνος και τελικά, έλαβαν πορεία προς νότο. Αφού συναντήθηκαν με το Σπέτσαι, επανέπλευσαν στον Ναύσταθμο άπρακτα το εσπέρας της 16ης /12.
Πραγματοποιήθηκε και τρίτη επιδρομή στο Οτράντο. Τα ελληνικά αντιτορπιλικά Β. Όλγα, Β. Γεώργιος, Σπέτσαι, Ψαρά και Κουντουριώτης πέρασαν υπό την κάλυψη του σκότους της νύχτας της 4ης προς 5η Ιανουαρίου το στενό του Οτράντο και βομβάρδισαν τις ιταλικές θέσεις του κόλπου του Αυλώνα με φτωχά αποτελέσματα.
Η πολιτική του να εκτίθενται τόσο επιπόλαια σε κινδύνους μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού ήταν εγκληματική. Παρατίθεται απόσπασμα του λόγου του Αρχηγού ΓΕΝ υποναυάρχου Αλέξανδρου Σακελλαρίου ΒΝ στο Πολεμικό Συμβούλιο της 12ης Δεκεμβρίου: “Εν τέλει παρακαλώ να μου επιτραπή να τονίσω ότι το Ναυτικόν έχει εις τους πολέμους άχαριν ρόλον. Όλοι είμεθα επηρεασμένοι από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τότε όμως είχομεν πλοία, τον «Αβέρωφ», εν των ισχυροτέρων νέων καταδρομικών μάχης της εποχής, 14 νέα αντιτορπιλλικά και αντιπάλους των οποίων η ισχύς δεν ηδύνατο να συγκριθή με τους της παρούσης ώρας. Σήμερον; ουδέποτε ναυτικόν και επιτελείον ευρέθη εις πλέον δυσχερή θέσιν. Να βαρύνεται με όσας υποχρεώσεις και να μην έχη τα μέσα. […] Σήμερον αγωνιζόμεθα, φειδόμενοι και του τελευταίου σκάφους, να φέρωμεν εις πέρας τας ποικίλας υποχρεώσεις που μας φορτώνει ο Στρατός και τα διάφορα Υπουργεία και ας έως σημερον υποδειγματικώς έχομεν εκπληρώσει. Το Ναυτικόν όταν είναι παρόν, δεν καθιστά την παρουσίαν του απαραίτητον, μόνον όμως όταν λείψη, θα αντιληφθή όλος ο κόσμος τί του προσέφερε. Ουδείς ησθάνθη την παρουσία του το 1922. Ουδείς όμως εσκέφθη ότι ο Κεμάλ θα υπέγραφε εις Αθήνας τους όρους της ειρήνης, ην θα μας επέβαλε κατόπιν της καταστροφής…”
Η δράση των υποβρυχίων
Τα υποβρύχια μας επίσης έγραψαν την δική τους ιστορία σε αυτήν την πρώτη φάση του πολέμου. Ο Παπανικολής και ο Τρίτων έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών. Το υποβρύχιο Παπανικολής γράφει τις λαμπρές σελίδες της δράσης του. Στις 17 Δεκεμβρίου με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μ. Ιατρίδη απέπλευσε από τον Ναύσταθμο. Στις 22 Δεκεμβρίου, ώρα 01:35, το Παπανικολής συνάντησε ένα μικρό πετρελαιοκίνητο σκάφος. Ο κυβερνήτης έδρασε άμεσα. Συνέλαβε το πλοίο ευρίσκοντας σε αυτό σπουδαία απόρρητη διαταγή των ιταλικών ναυτικών αρχών του Μπρίντιζι, η οποία είχε εκδοθεί προ διημέρου και περιείχε οδηγίες πλου για νηοπομπή από Μπρίντεζι προς Αυλώνα. Ο κυβερνήτης του ελληνικού υποβρυχίου κράτησε αιχμάλωτο όλο το ιταλικό πλήρωμα και στην συνέχεια πυρπόλησε το πετρελαιοκίνητο (Motorela Antonietta) με σκοπο να φανεί ότι το πλοίο ανεφλέγη από τυχαία πυρκαγιά με αποτέλεσμα το πλήρωμα να εξαναγκαστεί να το εγκαταλείψει.
Στις 24 Δεκεμβρίου, το Παπανικολής συναντά στην περιοχή του Αυλώνος νηοπομπή αποτελούμενη από 12 εμπορικά πλοία και συνοδεία τουλάχιστον έξι αντιτορπιλικών, ενώ παράλληλα προστατευόταν και από πλήθος αεροσκαφών. Το ελληνικό υποβρύχιο έβαλε εναντίον της δέσμη από τέσσερεις τορπίλες. Παρά τον καταιγισμό των επιθέσεων, χάρη στην ψυχραιμία του κυβερνήτη Ιατρίδη, το ελληνικό υποβρύχιο διέφυγε και ανεδύθη προ των Οθωνών. Στην επίθεση του Παπανικολής αποδόθηκε η βύθιση του S/S Liguria 15354 τόνων και ενός εμπορικού 7000 τόνων, ενώ επιβεβαιωμένα βύθισε το Firenze 3952 τόνων.
Το ίδιο χρονικό διάστημα το ελληνικό υποβρύχιο Κατσώνης επιχειρεί στην περιοχή κόλπων Δρίνου και Δυρραχίου. Αφού απέτυχε να τορπιλίσει εχθρικό φορτηγό, το πρωί της 31ης Δεκεμβρίου συναντάται με ιταλικό πετρελαιοφόρο, στο οποίο έβαλε τορπίλες και πάλι ανεπιτυχώς. Το ελληνικό υποβρύχιο συνέχισε απτόητο να καταδιώκει τον στόχο. Το Κατσώνης ανεδύθη και άρχισε να βάλει κατά του στόχου με το πυροβόλο. Το πλήρωμα του πετρελαιοφόρου πανικόβλητο άρχισε να πηδάει στην θάλασσα, ενώ εξαιτίας των βολών του υποβρυχίου, το πετρελαιοφόρο ανεφλέγη. Οι ναυαγοί του δεν περισυνελέγησαν διότι το ελληνικό υποβρύχιο καταδύθηκε προς αποφυγήν εντοπισμού του από άλλες εχθρικές δυνάμεις.
Ο Παπανικολής μπήκε στα στόματα όλων των Ελλήνων, όπως και ο Μίλτων Ιατρίδης. Ο Πλωτάρχης Μιχαήλ Χατζηκωνσταντής κάθε φορά που πήγαινε στο υποβρύχιό του τον Πρωτέα αναφωνούσε τα λόγια του Θεμιστοκλή για τον Μιλτιάδη: “Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον” – Μιλτιάδης εδώ ήταν ο Ιατρίδης. Στις 26 Δεκεμβρίου 1940 το Πρωτεύς ξεκίνησε για την τρίτη και τελευταία πολεμική του περιπολία, υπό τον Πλωτάρχη Μ. Χατζηκωνσταντή, η οποία έμελλε να τελειώσει με την βύθισή του στις 29 Δεκεμβρίου 1940. Έχοντας φθάσει στην περιοχή περιπολίας του εντόπισε στις 29.12.40 εχθρική νηοπομπή, αποτελούμενη από τα ιταλικά μεταγωγικά πλοία Sardegna, Italia και Piemonte, τα οποία συνοδεύονταν από το ιταλικό τορπιλοβόλο Antares (κλάση Spica), 630 τόνων, ερχόμενη από την Αυλώνα της Αλβανίας με τελικό προορισμό το Μπρίντιζι της Ιταλίας.Το υποβρύχιο επιτέθηκε με τορπίλες εναντίον της νηοπομπής καταφέρνοντας να βυθίσει το οπλιταγωγό Sardegna. Μετά την εξαπόλυση των τορπιλών το Πρωτεύς έχασε το καταδυτικό του βάθος με αποτέλεσμα να ανέλθει στην επιφάνεια, να γίνει αντιληπτό και να βυθιστεί αύτανδρο στην συνέχεια με εμβολισμό από το τορπιλοβόλο Antares. Η βύθιση του Πρωτεύς έγινε γνωστή στην Ελλάδα την 10η Ιανουαρίου 1941 από ανακοινωθέν του ιταλικού ραδιοφωνικού σταθμού.
Στις 23 Μαρτίου 1941 στις 9:30 το πρωί το υποβρύχιο Τρίτων με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Γ. Ζέπο, συναντήθηκε με εχθρική νηοπομπή, η οποία έπλεε σε δύο στήλες με πορεία από Μπρίντιζι προς Δυρράχιο, ενώ συνοδευόταν από αεροσκάφη. Ο κυβερνήτης του ελληνικού υποβρυχίου αποφάσισε να βάλει την νότια στήλη, η οποία αποτελούνταν από τέσσερα πλοία: ένα επιβατηγό 7.000 – 8.000 τόνων, δύο μικρά φορτηγά 2.000 – 3.000 τόνων και ένα μεγάλο φορτηγό 12.000 τόνων. Ο κυβερνήτης του Τρίτων θέλησε στην αρχή να επιτεθεί εναντίον του μεγαλύτερου φορτηγού. Αντελήφθη όμως, ότι δίπλα του έπλεε αντιτορπιλικό, οπότε προσέβαλε με τέσσερεις τορπίλες το προπορευόμενο επιβατηγό. Από τις 10:25 μέχρι τις 11:42 ρίχτηκαν εναντίον του υποβρυχίου 17 βόμβες βυθού.
Επειδή τα υδρόφωνα του υποβρυχίου δεν λειτουργούσαν καλά, το Τρίτων αναγκάστηκε να παραμείνει σχεδόν κρατημένο σε μέση απόσταση 1.000 μέτρων από την θέση του. Στις 14.15 το ελληνικό υποβρύχιο εντοπίστηκε από εχθρικά αντιτορπιλικά, τα οποία έπλεαν από πάνω του χωρίς όμως να ρίξουν βόμβες. Μόλις στις 18:30, κατάφερε να αναδυθεί. Κατέπλευσε στον Ναύσταθμο το απόγευμα της 25ης Μαρτίου. Το επιβατηγό που βυθίστηκε ήταν το πετρελαιοκίνητο Carnia. Ο κυβερνήτης Γ. Ζέπος προήχθη επ’ ανδραγαθία σε αντιπλοίαρχο και του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Α΄ Τάξης. Στους υποπλοιάρχους Κοντογιάννη, Μέρλιν, Μασουρίδη και στον ανθυποπλοίαρχο μηχανικό Πάλλα απονεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξης. Τέλος σε όλους τους υπαξιωματικούς και άνδρες του πληρώματος απενεμήθη το μετάλλιο των εξαίρετων πράξεων.
Η νίκη επί της Ιταλίας θα ήταν μόνο η αρχή του πολέμου για την Ελλάδα. Η Χώρα θα καταληφθεί από τους Γερμανούς και το Πολεμικό Ναυτικό ακολουθώντας το δίδαγμα των Αρχαίων Αθηναίων θα πλεύσει προς τη Μ. Ανατολή, θα αναδιοργανωθεί εκεί και θα συνεχίσει τον αγώνα εναντίον του Άξονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου