του Γιώργου Καλλίνικου
Να την πάλι την 19η Νοεμβρίου. Επανέρχεται κάθε χρόνο. Βασανιστικά να ξυπνά τους χειρότερους εφιάλτες μας. Να μας υποχρεώνει να βγάζουμε την συνείδησή μας από τα ντουλάπια στα οποία την κρύβουμε ολόχρονα. Από φόβο. Αφού δεν διαθέτουμε τόση δύναμη ψυχής ώστε να την αντικρίσουμε κατάματα. Τρέμουμε το άγριο βλέμμα της. Εκείνο που θα μας παγώσει. Εκείνο που θα μας υποχρεώσει να μετρήσουμε την κατηφορική πορεία την οποία ακολουθούμε.
Από την λαμπερή λεωφόρο της αξιοπρέπειας την οποία μας έδειξε ένας νέος στα 32 του χρόνια, στο βούρκο του εθνικού διασυρμού στον οποίο κατρακυλήσαμε 65 χρόνια μετά. Με ευθύνη των ταγών της ντροπής. Αλλά και της κοινωνίας. Που τους ακολουθεί τόσες δεκαετίες. Απροβλημάτιστα. Αδιαμαρτύρητα. Άβουλα.
Θα δω ξανά σήμερα εκείνον τον αετό. Επιμένει κάθε χρόνο τέτοια μέρα να διασχίζει γοργά τον ουρανό. Πριν καν το λυκαυγές. Τα πρώτα χρόνια απορούσα. Πώς ένας αετός κατεβαίνει σε μια πόλη. Τι θέλει; Στην πορεία κατάλαβα. Τυχαία στράφηκε το βλέμμα μου στο μαρτυρικό παλληκαρόβουνο. Την ώρα που χαράζει, η εικόνα του είναι η πιο καθαρή. Εκείνη την στιγμή διακρίνεις τις χαραγές στη ράχη του. Και το αίμα, λες και είναι φρέσκο ακόμη.
Εκείνη την στιγμή μπορεί κάποιος να διακρίνει και μια ανδρική φιγούρα. Σεργιανάει με αργά βήματα. Αγέρωχος. Τι και αν τα άσπρα του μαλλιά προδίδουν την μεγάλη του ηλικία. Δείχνει μεγαλειώδης. Τον παρακολουθώ χρόνια τώρα. Ακολουθεί την ίδια ακριβώς πορεία. Από την κορυφή του παλληκαρόβουνου κατηφορίζει στο Δίκωμο. Σε εκείνο το κρησφύγετο, απ’ όπου ξεκινά ένα μονοπάτι. Λέγεται πως είναι εκείνο το οποίο μετέφερε στους στίχους της ανδρείας ο Βαγορής (θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια, που παν’ στη λευτεριά…).
Κάθε χρόνο κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Κάθεται στο πρώτο σκαλί του συγκεκριμένου μονοπατιού. Κοιτάζει το λαγούμι από το οποίο αναβλύζει η αθανασία. Όποιος επισκεφτεί τον χώρο παραμένει αποσβολωμένος. Eκστασιασμένος την αντικρίζει. Δεν μπορεί, όμως, να την αγγίξει.
Το πρόσωπό του φωτίζεται. Τα σημάδια του χρόνου λες και χάνονται. Για λίγο, όμως. Μετά στρέφει το βλέμμα στο νησί. Όσο φαίνεται από εκεί πάνω που βρίσκεται. Η λάμψη από τα μάτιά του χάνεται. Κοιτάζει τη σημαία της ντροπής. Το πρόσωπό του συνοφρυώνεται. Τα δάκρυα κυλάνε βροχή. Χαράζουν κι άλλο το ρυτιδιασμένο από τον χρόνο πρόσωπο. Οι χαραγές των δακρύων είναι βαθύτερες. Προκαλούν πόνο.
Τότε, αυτός ο λεβεντάνθρωπος, βγάζει ένα σημειωματάριο. Γράφει κάτι σε μια κόλλα χαρτί και το αφήνει πάνω από το μπαρουτοκαπνισμένο (ακόμη) λαγούμι. Στρέφεται στα σκαλοπάτια του μονοπατιού. Τα ανεβαίνει με βήμα βαρύ. Και χάνεται… Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, το ίδιο σκηνικό. Με έτρωγε η περιέργεια. Πριν μερικά χρόνια στήθηκα εκεί και περίμενα. Μόλις έφυγε έπιασα το χαρτί και διάβασα: «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής!». Το επανέλαβα και τα επόμενα χρόνια. Έπαιρνα το χαρτί και διάβαζα. Το ίδιο ακριβώς μήνυμα. Κάθε Νιόβρη. Κάθε χρόνο.
Πέρσι ήταν η τελευταία φορά. Έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Με δυσκολία περπατούσα. Η απέραντη ντροπή, που είχα νιώσει, δεν μου άφηνε δύναμη. Ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπάω σ’ εκείνο τον ιερό χώρο. Ποτέ. Μόνο αν έρθει η στιγμή, που στη ράχη του παλληκαρόβουνου θα σβηστούν τα σημάδια της ντροπής.
Θα ήταν ιεροσυλία και ασυγχώρητη προσβολή να μολύνω με την παρουσία μου εκείνον τον χώρο, όπου η αδαμάντινη και αλύγιστη ψύχη του Κυριάκου είχε κουβαλήσει την δόξα από τα βάθη της Ιστορίας. Την επανέφερε τον Νιόβρη του 1958 στην σύγχρονη εποχή, φωνάζοντας εκείνο το ανυπέρβλητο: «Όχι, δεν παραδίδομαι. Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας».
Η βροντερή φωνή σκέπασε το νησί. Ο αντίλαλος διέσχισε τα σύνορα του. Εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη. Υποχρέωσε την ανθρωπότητα να υποκλιθεί. Συνειδητά εκείνο το παλληκάρι στα 32 του χρόνια είχε προεπιλέξει την οδό της αξιοπρέπειας. Το περιέγραφε στα συγγράμματά του: «Έκλεξε όσον ημπορής τον τρόπο του θανάτου σου, ένας ωραίος θάνατος είναι συνήθως η ευγενεστέρα πράξις της ζωής σου». Τον περιέγραφε και στις επιστολές προς τους γονείς του 11 μήνες νωρίτερα: «Πιστεύομεν ότι κάθε θυσία μας δεν πηγαίνει άδικα και εσείς να είστε περήφανοι για μας. Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσσει την λαμπράν τύχη να δώσουμεν την ζωήν μας για την πατρίδα, τότε η χαρά σας πρέπει να είναι απέραντη».
Ήταν έτοιμος. Συνειδητοποιημένος. Ήξερε τι σήμαινε ελευθερία και αξιοπρέπεια. Ένα πράγμα δεν ήξερε. Ότι κάποια χρόνια μετά, η θυσία η δική του και των υπόλοιπων παλικαριών, θα πήγαινε χαμένη με τόση ευκολία. Πού να φανταζόταν ο ήρωας ότι οι εγωισμοί, ο ατομικισμός, η εξουσιομανία, η διχόνοια θα άνοιγαν την κερκόπορτα. Το μισό νησί βρέθηκε στα χέρια άλλου κατακτητή. Πιο ωμού, πιο αιμοβόρου, πιο βάρβαρου. Πού να φανταζόταν ότι η απληστία, το κυνήγι του εύκολου κέρδους, η διαφθορά, η ασυδοσία θα σκλάβωναν ξανά τόσο πολλούς. Όχι με αλυσίδες και κελιά. Αλλά στη φυλακή της δυστυχίας, όπου εγκλωβίζονται όσοι παραδίδουν την ψυχή τους στο βωμό του χρήματος.
Σήμερα, για μιαν ακόμη φορά οι τιποτένιοι ταγοί θα επιχειρήσουν να τιμήσουν τον ήρωα. Γνωρίζει όμως πια, ότι να αντλήσουν λίγη από τη δόξα του στοχεύουν. Το μήνυμα, που κάθε χρόνο γράφει, δεν το διάβασαν ποτέ. Το «ου» της αξιοπρέπειας το διέγραψαν για πάντα. Απέμεινε το «περί χρημάτων…» της ντροπής για να πνίγει την ατμόσφαιρα… Τι ειρωνεία αλήθεια. Μόλις μερικές μέρες πριν από την ένδοξη σημερινή, ο εφιάλτης της ντροπής. 270 δημοσιογράφοι ανέδειξαν ξανά τον διασυρμό της γλυκιάς πατρίδας. Confidential μας είπαν. Δημοσίως, σε κάθε γωνιά της υφηλίου, όμως, στην πραγματικότητα! Εκείνο το βαρύ «ου», τρίψε μας το στην μούρη Κυριάκο Μάτση!
από τον Φιλελεύθερο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου