Απόσπασμα από το βιβλίο του Ματιέ Μποκ Κοτέ*, Η φυλετιστική Επανάσταση & άλλα ιδεολογικά ζιζάνια που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
«Όχι μεγαλειότατε, δεν πρόκειται για εξέγερση, πρόκειται για επανάσταση»**
«Ακόμα και ο πιο φιλελεύθερος και καλοπροαίρετος λευκός
έχει έναν ιό στο μυαλό του ή στο μυαλό της
που μπορεί να ενεργοποιηθεί μέσα σε μία στιγμή»
Van Jones, 29 Μαΐου 2020 ***
Εδώ και αρκετό καιρό οι αμερικάνικες πανεπιστημιουπόλεις μοιάζουν με υπαίθρια άσυλα ανίατων.
Συνήθως οι άνθρωποι που θεωρούσαν πως έχουν ακόμα τα λογικά τους τα παρατηρούσαν με μια παιγνιώδη αποστασιοποίηση λέγοντας, εξ αποστάσεως, ότι «είναι όντως τρελοί, αυτοί οι Αμερικανοί». Όμως πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Δεν γελάμε πια με το παραλήρημά τους και οι εκτροπές τους δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως τυχαία γεγονότα αλλά ως συμπτώματα μιας βαθύτερης ασθένειας.
Το διανοητικό σύμπαν τους έχει εξέλθει από το περιθώριο και βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης των δυτικών κοινωνιών. Ένα νέο κίνημα, μια νέα θρησκευτική αμερικανική Αριστερά, η «woke» (αφυπνισμένη) Αριστερά, η οποία θέλει να είναι σε εγρήγορση, φωτισμένη από την Αποκάλυψη της ποικιλομορφίας και της διαφορετικότητας: Προβάλλει τη «φυλή» ως τη σημαντικότερη κοινωνιολογική και πολιτική κατηγορία, πολλαπλασιάζει τις μεγάλες λιτανείες στην καρδιά των πρωτευουσών και των μητροπόλεων και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, φωνάζοντας «αποαποικιακά» συνθήματα έτσι ώστε να καταρρεύσει επιτέλους η γέρικη Δύση, κάτω από το βάρος του συστημικού ρατσισμού. Η δε αναγνώριση αυτού του συστημικού ρατσισμού καθίσταται πλέον επιτακτική ανάγκη.
Αυτή η θεωρία θα πρέπει να θεωρείται στο εξής ως το αναγκαίο σημείο εκκίνησης για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας «περιεκτικής», χωρίς αποκλεισμούς. Και δεν θα πρέπει στο εξής να συζητάμε για την αξιοπιστία αυτής της θεωρίας αλλά θα πρέπει να κινούμαστε υποχρεωτικά μέσα στα πλαίσια των παραμέτρων της, οι οποίες και θα οριοθετούν στο εξής τη συλλογική συνείδηση: Η Δύση είναι ρατσιστική και όποιος δεν αποδέχεται αυτό το σημείο εκκίνησης δεν θα μπορεί πλέον να συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση.
Οι αναπτυγμένες κοινωνίες θα πρέπει να θέσουν τον εαυτό τους στο εδώλιο του κατηγορουμένου και να πραγματοποιήσουν μια ευρείας κλίμακας ενδοσκόπηση, να πολλαπλασιάσουν τις ερευνητικές επιτροπές ώστε να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη στην επικράτειά τους συστημάτων μεροληπτικών διακρίσεων.
Μετά από αιώνες τύφλωσης θα πρέπει να αποκαλυφθεί στο φως της ημέρας η φυλετιστική συγκρότηση των δυτικών κοινωνιών ώστε να αποσυναρμολογηθεί και να καταστραφεί επιτέλους η αυτοκρατορία της «λευκής υπεροχής». Οι κοινωνίες που αντιστέκονται σε αυτή τη θεωρία κατηγορούνται ότι βραδυπορούν ηθελημένα και εμφανίζονται καθυστερημένες απέναντι στη νέα κανονικότητα της διαφορικής ποικιλομορφίας.
Η woke Αριστερά δεν μπορεί καν να φανταστεί ότι αντιμετωπίζει κάποιους έντιμους αντιπάλους, αλλά μόνο ανώμαλους, καθυστερημένους, rednecks (βλάχους), αξιοθρήνητους φουκαράδες, φοβικούς, ρατσιστές, δηλαδή για λευκούς ανθρώπους που παραμένουν ακόμα πολύ λευκοί, και οι οποίοι θα πρέπει να αποβάλουν τη λευκότητά τους για να μπορέσουν να κερδίσουν την ανθρωπικότητά τους. Η ιστορία της απο-αποαποικιοποίησης, που εγκαινιάστηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα από τις χώρες της Δύσης, πρέπει τώρα να συνεχιστεί στο εσωτερικό των συνόρων τους και να τις αναγκάσει να αμφισβητήσουν τους ιδρυτικούς μύθους τους.
Μόνο όταν οι δυτικοί λαοί θα έχουν γίνει ξένοι στα σπίτια τους η διαδικασία θα θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Η φυλετικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων μεταβάλλεται στο αξεπέραστο όριο της δημοκρατικής προόδου του δυτικού πολιτισμού. Στην καρδιά της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής, πολλαπλασιάζονται έργα με μεγάλη αναγνωσιμότητα που καταδικάζουν τη φυλετική αναισθησία του δυτικού πολιτισμού και τον εγκαλούν να αναγνωρίσει την λευκή προνομιούχα υπόστασή του.
Οι φυλετιστές ακτιβιστές θέλουν να επιβάλουν τις αξίες τους στην καρδιά του δημόσιου χώρου. Αυτή είναι η περίπτωση της Reni Eddo-Lodge που έγραφε το 2014:
Στο εξής δεν θα συζητώ πλέον το ζήτημα της φυλής με λευκούς ανθρώπους. Όχι με όλους τους λευκούς – απλά με τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών που αρνούνται να αναγνωρίζουν την ύπαρξη του δομικού ρατσισμού και των συμπτωμάτων του. […] Δεν θέλω πια αυτό το είδος της συζήτησης, όπου οι δύο συνομιλητές εκκινούν συχνά από ριζικά διαφορετικές οπτικές γωνίες. Εγώ δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους τις λεπτομέρειες ενός προβλήματος εάν δεν αναγνωρίζουν καν την ύπαρξη του προβλήματος. Αλλά υπάρχει κάτι χειρότερο: οι λευκοί που λένε ότι είναι έτοιμοι να εξετάσουν έναν τέτοιο ρατσισμό, αλλά που νομίζουν ότι μπαίνουμε στη συζήτηση ως ίσος προς ίσο[1].
Η αναγνώριση του «δομικού ρατσισμού» αποτελεί επομένως την προϋπόθεση κάθε συζήτησης πάνω στη «διαφορετικότητα».
Αυτή η λογική είναι όμοια με εκείνη της Layla F. Saad που θέλει να εξηγήσει στους Λευκούς, σε ένα έργο που γνώρισε τεράστια απήχηση, πως καμιά δημόσια συζήτηση δεν είναι δυνατή μαζί τους εάν δεν αναγνωρίσουν πρώτα πως οι δυτικές κοινωνίες βασίζονται στην ιδέα της «λευκής υπεροχής»:
Πολλοί λευκοί προοδευτικοί φιλελεύθεροι αρέσκονται να πιστεύουν πως βρισκόμαστε σε μια μετα-φυλετική εποχή της ιστορίας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ο ρατσισμός και ιδιαίτερα ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων είναι ακόμα υπαρκτός σήμερα. Οι BIPOC [Μαύροι, αυτόχθονες και έγχρωμοι] υποφέρουν καθημερινά από τις συνέπειες τόσο της ιστορικής όσο και της σύγχρονης αποικιοκρατίας. Ο αντι-μουσουλμανικός εθνικισμός της Δεξιάς κερδίζει έδαφος στον Δυτικό κόσμο. Και η εχθρότητα προς τους μαύρους αποτελεί μια μορφή ρατσισμού που τη συναντάμε σε όλο τον κόσμο. Μπορεί να φαίνεται ότι βρισκόμαστε σε μια στιγμή της ιστορίας όπου ο ρατσισμός και η λευκή υπεροχή επανεμφανίζονται, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έφυγαν ποτέ. […] Και οι BIPOC σε κοινωνίες και χώρους που κυριαρχούν οι λευκοί αποτελούν στόχο των διακρίσεων, της ανισότητας, της αδικίας και της διαρκούς επιθετικότητας[2].
Θέλοντας να απευθυνθεί σε ένα παγκοσμιοποιημένο κοινό, θέλει να τοποθετήσει στην καρδιά της δημόσιας ζωής παντού την κατάσταση των «φυλετικοποιημένων» οι οποίοι και πρέπει να διαθέτουν κάποια μορφή επιστημολογικού και ηθικού προνομίου στην αφήγηση και την περιγραφή της δυτικής κοινωνίας. Ο λόγος τους, και γενικότερα αυτός των μειονοτήτων, δεν μπορεί ποτέ να αμφισβητηθεί. Τέτοιες τοποθετήσεις δεν είναι πλέον σπάνιες: αντιπροσωπεύουν αντίθετα τη νέα ορθοδοξία, και αν θέλετε, τη νέα κοινή λογική που προωθείται από το διαφοροποιητικό καθεστώς.
Για τους φυλετιστές ακτιβιστές, η Δύση βρίσκεται σήμερα σε ανάλογη κατάσταση με κείνη του Νότου των ΗΠΑ την εποχή των φυλετικών διακρίσεων, μια σύγκριση που σίγουρα συναρτάται με την αμερικανική προέλευση αυτής της κοσμοεικόνας. Με αφετηρία την τραγική εμπειρία των μαύρων Αμερικανών καλούνται οι πληθυσμοί που προέρχονται από τη μετανάστευση να ορίσουν τη δική τους ένταξη στον δυτικό κόσμο, σαν να ανήκαν όλοι σε μια διεθνή των θυμάτων των διακρίσεων ή, ακόμα καλύτερα, σε μια διεθνή των «φυλετικοποιημένων».
Άλλωστε οι βασικοί θεωρητικοί της woke Αριστεράς προέρχονται από τις Η.Π.Α., όπου κατάφεραν να επιβληθούν ως οι μεγάλοι συνταγογράφοι της συλλογικής συνείδησης, ενώ παράλληλα αναγνωρίστηκαν ως οι αξιοθαύμαστοι δάσκαλοι της διαφορετικότητας. Ο Ibram X. Kendi, ο οποίος εμφανίζεται ως ο «Προφήτης του αντιρατσισμού»[3] επιβεβαιώνει σε ένα βιβλίο που έχει καταστεί εμβληματικό, το Πώς να γίνετε αντιρατσιστές, ότι ο γνήσιος αντιρατσισμός στηρίζεται σε μια μαχητική φυλετική ευαισθητοποίηση. Αυτό το πνεύμα διαπνέει επίσης και την Robin Di Angelo, συγγραφέα του βιβλίου Λευκή ευθραυστότητα και κεντρική φιγούρα του νέου αντιρατσισμού, η οποία έχει αποδυθεί σε σταυροφορία για να υποχρεώσει τους λευκούς να ανακαλύψουν τον ίδιο τους τον ρατσισμό· τους προτείνει μια εξιλεωτική θεραπευτική διαδικασία, ώστε να υπερβούν την «λευκή ευθραυστότητα», και να ξεπεραστούν τα εμπόδια που τους απαγορεύουν να επενδύσουν πλήρως σε αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν μια «συνομιλία περί της φυλής». Επικεντρώνοντας την ανάλυσή της αποκλειστικά στην αμερικανική ιστορία, της οποίας επιχειρεί μια ιδιαίτερα απλοϊκή ανάγνωση, δεν διστάζει να γράψει πως «σχεδόν όλοι οι λευκοί στις δυτικές κοινωνίες γενικά και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες συμμερίζονται όλες τις πτυχές της λευκότητας»[4].
Με αφετηρία την αμερικανική ιστορία και την πολύ συγκεκριμένη κοινωνιολογική μήτρα της πρέπει στο εξής να αντιμετωπίζουμε τις «φυλετικές σχέσεις» και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν την αυτοκρατορική ιδεολογική δύναμη την εποχή της διαφορικής ποικιλομορφίας – ως εάν από μια πανουργία της ιστορίας ο επαναστατικός και προοδευτικός πυρσός να έχει περάσει από τον ηττημένο στον νικητή του ψυχρού πολέμου. Οι Αμερικανοί προβάλλουν την αντίληψή τους για τις κοινωνικές σχέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, και θέλουν ακόμα και να τον καθοδηγήσουν, αν δανειστούμε τα λόγια του Τζο Μπάιντεν, που φαίνεται πεπεισμένος ότι ο κόσμος εξακολουθεί να προσβλέπει στις ΗΠΑ ως ένα μοντέλο πολιτισμού[5].
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στον Καναδά, οι Ευρωπαίοι αντιαποικιακοί ακτιβιστές καλωσορίζονται ως οι μεγάλοι διανοούμενοι με τη «διαπεραστική ματιά»[6] που απορρίφθηκαν στην πατρίδα τους για λόγους φυλετικού αποκλεισμού – και, για να διορθώσουν την κατάσταση, τους ανοίγουν τις σελίδες των πιο μεγάλων εφημερίδων, ως εάν επρόκειτο για ημιεξόριστους διανοουμένους που βρίσκουν στην Αμερική ένα μέρος για να ζήσουν τη διαφορετικότητά τους. Η Βόρεια Αμερική αρέσκεται να φαντασιώνει τον εαυτό της ως τη χώρα του ταυτοτικού ασύλου των «φυλετικοποιημένων» Ευρωπαίων.
Το γεγονός ότι μια τέτοια κίνηση λαμβάνει χώρα δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει: ο μεσσιανισμός στοιχειώνει την ιστορία του δυτικού πολιτισμού και η θρησκευτική ενέργεια η οποία παραμένει ανενεργή σε μια κοσμική κοινωνία που δεν πιστεύει πια στις παλιές ιδεολογίες που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα θα πρέπει κάπου να διοχετευτεί. Καμία κοινωνία δεν είναι ξένη στην επιθυμία του απολύτου και η φιλελεύθερη φαντασίωση ενός κόσμου που αποδέχεται ένα μεταφυσικό κενό καταρρέει μπροστά στα μάτια μας.
* Καναδός κοινωνιολόγος, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο HEC του Μόντρεαλ, συγγραφέας και αρθρογράφος στην εφημερίδα Le Journal de Montréal.
**Ο δούκας de La Rochefoucauld-Liancourt, (1747-1827) απάντησε με αυτή τη φράση (Non, Sire, c’est une révolution) που έμεινε ιστορική, στον Λουδοβίκο 16ο (1754-1793), ο οποίος τη νύχτα της 14ης Ιουλίου 1789 στις Βερσαλλίες τον ρώτησε εάν επρόκειτο για εξέγερση (Σ.τ.μ.).
*** «Even the most liberal, well-intentioned white person, has a virus in his or her brain that can be activated at an instant». [Ο Anthony Kapel «Van» Jones (1968) είναι ένας Αφροαμερικανός πολιτικός αναλυτής, συγγραφέας και δικηγόρος. Έχει διδάξει σε πολλά Πανεπιστήμια, όπως στο Πρίνστον, είναι ιδρυτής πολλών ΜΚΟ ενώ τρία από τα βιβλία του υπήρξαν μπεστ σέλλερ των εκδόσεων των New York Times. Υπήρξε σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα για τις πράσινες θέσεις εργασίας και της διοίκησης Τραμπ για τη μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος (Σ.τ.μ.)].
[1] Reni Eddo-Lodge, Le racisme est un problème de Blancs, Autrement, Παρίσι 2018, σ. 11.
[2] Layla F. Saad, Me and White Supremacy, Sourcebooks, Νέιπερβιλ (Ιλ.), 2020.
[3] Christopher Caldwell, «Ibram X. Kendi, Prophet of Anti-racism», National Review, 23 Ιουλίου 2020.
[4] Robin DiAngelo, Fragilité blanche, Les Arènes, Παρίσι 2020, σ. 101.
[5] AFP, «Joe Biden assure que les Etats-Unis sont prêts à guider le monde», Le Figaro, 25 Νοεμβρίου 2020.
[6] «Le regard incisif d’Houria Bouteldja sur le féminisme et le racisme d’Etat», Radio-Canada, 27 Απριλίου 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου