Ο καναδικός οίκος DBRS Morningstar επιβεβαίωσε αργά το βράδυ της Παρασκευής την αξιολόγησή του για την Ελληνική οικονομία στο επίπεδο του BBB (low) που αποτελεί την χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα, επισημαίνοντας παράλληλα τις σταθερές προοπτικές της. Όπως σημειώνει ο Οίκος:
- “Μετά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας μετριάζεται σε περίπου 2% και αναμένεται να παραμείνει πάνω από αυτά τα επίπεδα την περίοδο 2024-2025”, σημειώνει η DBRS.
- “Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις”.
Σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης
H σταθερή αξιολόγηση αντανακλά την εκτίμηση της DBRS ότι οι κίνδυνοι για την αξιολόγηση είναι ισορροπημένα. Οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις σε συνδυασμό με τα πρωτογενή πλεονάσματα θα βοηθήσουν το λόγο χρέους προς ΑΕΠ να παραμείνει σε καθοδική τροχιά.
Μετά την ισχυρή ανάπτυξη 5,6% το 2022, ο οίκος βλέπει τον ρυθμό ανάπτυξης να μετριάζεται περίπου στο 2% και αναμένεται να μείνει σε αυτά τα επίπεδα την περίοδο 2024-25.
Η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, που αναμένεται να κινηθούν πάνω από το 2% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, από 1,1% το 2023 θα βοηθήσουν το χρέος να υποχωρήσει κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025, από 160% πέρυσι. Επιπλέον, η υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων κερδίζει δυναμική, που σε συνδυασμό με τις υψηλότερες επενδύσεις με τη στήριξη και των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ενισχύουν τις προοπτικές για τον ρυθμό ανάπτυξης.
Η πιστοληπτική αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και (2) διαρκής δέσμευση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, που οδηγεί σε βιώσιμη μείωση του δημόσιου χρέους.
Οι πιθανοί παράγοντες μιας υποβάθμισης περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των παρακάτω: (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση. (2) ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και (3) ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ο οίκος ήταν από τους πρώτους που έδωσαν στην ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα στις αρχές Σεπτεμβρίου, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια S&P και Fitch. Ο μόνος οίκος που διατηρεί τη χώρα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα είναι η Moody’s, η οποία αναμένεται να ανακοινώσει τις αποφάσεις της την ερχόμενη Παρασκευή.
Η πιστοληπτική αξιολόγηση
- Η ελληνική οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα το 2023, οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την ανάπτυξη
Οι οικονομικές επιδόσεις μετά την πανδημία ήταν αξιοσημείωτες στην Ελλάδα. Η οικονομική δραστηριότητα της χώρας υπερβαίνει τις επιδόσεις του μέσου όρου της Ευρωζώνης από το 2021. Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση, αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί στο μέλλον. Μετά από μια ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η απόδοση του ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι μετριάστηκε στο 2,0% πέρυσι, ξεπερνώντας κατά πολύ το εκτιμώμενο 0,6% της Ευρωζώνης.
Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Ενώ οι ισχυρές πλημμύρες του περασμένου έτους είχαν σημαντικό αντίκτυπο σε γεωργικές εκτάσεις, ζωικό κεφάλαιο και υποδομές στην περιοχή της Θεσσαλίας, ο συνολικός αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία περιορίστηκε λόγω της μικρής συνεισφοράς της περιοχής στο ΑΕΠ και των δημόσιων πόρων που διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση. Φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) αναμένει ανάπτυξη 2,3%, με περαιτέρω πρόοδο στην εφαρμογή του Greece 2.0.
Οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί σε ένα εκτιμώμενο 14,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 από 10,7% το 2019. Επιπλέον, το απόθεμα κεφαλαίου που μειώνονταν από το 2009, έγινε θετικό το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 7,59 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δάνεια 7,29 δισ. ευρώ ενώ το συνολικό κονδύλι είναι σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η διάθεση κονδυλίων της ΕΕ σε συνδυασμό με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πιθανότατα θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.
- Η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει, με στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,1% το 2024
Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας, μετά την επιδείνωση λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, βελτιώνονται με ταχείς ρυθμούς. Αφού κορυφώθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα εκτιμάται τώρα ότι έχει μειωθεί στο 2,1% το 2023.
Αυτό αντανακλά όχι μόνο τον αντίκτυπο του πληθωρισμού, αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τα οποία οδηγούν τη δημοσιονομική υπεραπόδοση. Το πρωτογενές ισοζύγιο επέστρεψε σε πλεόνασμα το 2022 (0,1% του ΑΕΠ) και προβλέπεται ότι έχει αυξηθεί στο 1,1% του ΑΕΠ πέρυσι.
Ο δείκτης του χρέους
Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, χάρη στην αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα μέτρια επιτόκια και την υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.
Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 206,3% του ΑΕΠ το 2020 πριν υποχωρήσει σε περίπου 160,3% το 2023. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προέβλεψε ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνέχιζε την πτωτική του τάση, πέφτοντας στο 153% του ΑΕΠ. και αυτό σημαίνει πτώση 54 ποσοστιαίων μονάδων σε τέσσερα χρόνια.
Τα κόκκινα δάνεια
Έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν.
Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, έχουν καλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης και η μείωση του πιστωτικού κόστους σε συνάρτηση με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου ενίσχυσαν περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα.
Ο συνολικός δείκτης ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν 7,9% το τρίτο τρίμηνο του 2023, μειωμένος κατά περισσότερο από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωση τον Ιούνιο του 2017. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής».
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών
Το παρατεταμένο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Στο μέλλον, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να μειωθούν με το εμπορικό έλλειμμα να περιορίζεται σταδιακά, ενώ το εξωτερικό χρέος μειώνεται ως αποτέλεσμα των καθαρών αποπληρωμών.
Η Morningstar DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας ως πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα, έχει γίνει μια πιο ανοιχτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ έχουν αυξηθεί ελαφρώς κάτω από 50% το 2022 από 22% το 2010. Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μετά από προσωρινή διεύρυνση το 2022 πάνω από το 10% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,4% το 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου