Απόσπασμα από το βιβλίο του Ματιέ Μποκ Κοτέ*, Η φυλετιστική Επανάσταση & άλλα ιδεολογικά ζιζάνια που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Και ο άνθρωπος, που δεν χτίζει, συχνά θέλει καταστρέψει τα πάντα. Αλλά το γεγονός ότι αυτός ο μεσσιανισμός συνδυάζεται με μια φυλετική συνείδηση είναι ίσως ακόμα πιο εκπληκτικό, δεδομένης της απαγόρευσης της φυλετικής συνείδησης επί σχεδόν τρία τέταρτα του αιώνα[1]. Άραγε το ταμπού της απαγόρευσης ήταν τεχνητό; Η φυλή, ακόμη και αν έχει ολοκληρωτικά αποδομηθεί και απωθηθεί συμβολικά, είναι καταδικασμένη να επανεμφανίζεται διαρκώς;
Στο εξής έχει παραχωρηθεί στην woke Αριστερά το προνόμιο να καθορίζει τους όρους της δημόσιας συζήτησης﮲ και ακόμη και εκείνοι που επικρίνουν αυτό που αποκαλούν υπερβολές της, αποδέχονται τις ιδεολογικές της προϋποθέσεις: «Λυπούμαστε για τις υπερβολές της, χωρίς να κριτικάρουμε τα θεμέλια της», ως εάν οι ακτιβιστές του κινήματος να ήταν απλώς κάποιοι ενθουσιώδεις αγωνιστές της φυλετικής δικαιοσύνης που απλώς το παρακάνουν. Γνώριζε ο Τζο Μπάιντεν τη σημασία της εννοιολογικής προσχώρησής του στη ριζοσπαστική πτέρυγα του Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος όταν αποδέχθηκε ως έναν από τους μεγάλους άξονες της προεδρικής υποψηφιότητάς του την πάλη ενάντια στον συστημικό ρατσισμό[2]; Ο Εμμανουέλ Μακρόν ήξερε πραγματικά τι έκανε, τον Δεκέμβριο του 2020, δίνοντας πίστωση στη θεωρία του «λευκού προνομίου»; Είχε συνείδηση άραγε ότι αποδεχόταν έτσι ένα σημασιολογικό και εννοιολογικό φαντασιακό εντελώς ξένο προς στο πολιτιστικό υπόστρωμα της χώρας του;
Διότι αυτές οι έννοιες αλληλοδιαπλέκονται αξεδιάλυτα και εάν υιοθετήσεις μία από αυτές, υιοθετείς και τις υπόλοιπες. Άλλωστε, το σύνολο των εννοιών στρέφεται γύρω από την κριτική του λευκού άνδρα, του μεγάλου σατράπη της Δύσης που ενσαρκώνει τον διάβολο στην ιστορία, όπως το διδάσκουν οι μελέτες λευκότητας (whiteness studies), που έχουν γίνει τόσο δημοφιλείς στα πανεπιστήμια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ήρθε λοιπόν η σειρά του να παίξει τον πρώτο ρόλο στη μεγάλη παγκόσμια ιστορία του αποδιοπομπαίου τράγου, ώστε να εξηγηθεί ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο σπισισμός, οι κοινωνικές ανισότητες ακόμα και η κλιματική κρίση[3]. Θα γράψουμε την «ιστορία των λευκών[4]» για να τους κάνουμε να γίνουν «λιγότερο λευκοί», ή ακόμα και για να καθαρίσουμε τον εαυτό μας από την λευκότητα, γιατί «λευκοί δεν γεννηθήκαμε, γινόμαστε»[5]. Ρατσιστής, ο λευκός άνθρωπος γίνεται μόνο και μόνο από το απλό γεγονός ότι είναι λευκός, όπως εξηγεί η Robin Di Angelo. Κουβαλάει μαζί του το στίγμα του 1492, έτος μηδέν για την μετάπτωση στον ρατσισμό του δυτικού πολιτισμού με την έναρξη της πρώτης ευρωπαϊκής επέκτασης. Αυτό υπήρξε το προπατορικό αμάρτημα, όλα τα ίχνη του οποίου θα πρέπει να εξαλείψουμε στο παγκόσμιο σύστημα.
Στην καρδιά της δημόσιας ζωής των δυτικών κοινωνιών διεξάγεται μια εξαιρετικά σκληρή μάχη γύρω από έναν νέο ορισμό του ρατσισμού, που δεν έχει πλέον καμία σχέση με αυτόν που γνωρίζαμε. Η στρατηγική της Woke Αριστεράς είναι διαφανής και κάποτε ανοικτά διακηρυγμένη: να προσεταιριστούμε μια λέξη που προκαλεί μια καθολική αποδοκιμασία και να της προσδώσουμε έναν καινούργιο ορισμό, τον οποίο θα εμφανίσουμε ως επιστημονικά επικυρωμένο καθώς θα νομιμοποιηθεί από ακτιβιστές μεταμφιεσμένους σε εμπειρογνώμονες που δρουν ανεξέλεγκτοι στις σχολές των κοινωνικών επιστημών για να αποικίσουν στη συνέχεια τη γλώσσα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Και αυτός ο επανορισμός δεν επηρεάζει μόνο τον ρατσισμό. Πάρα πολύ συχνά σχολιαστές ή καλοπροαίρετοι παρατηρητές μπορεί να ξεγελαστούν. Νιώθοντας απέχθεια και δικαίως για την παραδοσιακή έννοια λέξεων, όπως διακρίσεις και λευκή υπεροχή, δεν συνειδητοποιούν ότι δεν παραπέμπουν πλέον στην ίδια πραγματικότητα. Καλή τη πίστη, περνούν σε έναν παράλληλο κόσμο και αποδοκιμάζουν έντονα αυτούς που δεν τους ακολουθούν, ως εάν να αρνούνται την ίδια την εξέλιξη της κοινωνίας.
Το καθεστώς της διαφορικής ποικιλομορφίας εισέρχεται σε μια πρωτοφανή περίοδο που αντιστοιχεί στην εμφάνιση της αποαποικιοποίησης στην καρδιά των δυτικών κοινωνιών. Ριζοσπαστικοποιείται μέσω της φυλετικοποίησής του[6]. Αυτή είναι η μεγάλη εκδίκηση των «απόκληρων» της Ιστορίας, η οποία θα μεταβληθεί έτσι σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Η νέα εποχή πρέπει να είναι η εποχή των «επανορθώσεων», για να δανειστώ έναν όρο που διατυπώθηκε από τον Ta-Nehisi Coates, έναν από τους βασικούς εμπνευστές της αμερικανικής αναγέννησης του φυλετισμού[7]. Η έκφραση μπορεί να φαίνεται βάναυση, αλλά δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός πως η φυλετιστική επανάσταση είναι μια επανάσταση εναντίον των «Λευκών». Ωστόσο, δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί ως ρατσισμός έναντι των λευκών, καθώς υποστηρίζουν πως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε λογική ανακολουθία, δεδομένου ότι ο ρατσισμός πρέπει να είναι απαραιτήτως λευκός και ο Λευκός είναι αναπόφευκτα ρατσιστής. Όποιος παίρνει στα σοβαρά την υπόθεση ενός ρατσισμού εναντίον των Λευκών θα θεωρηθεί αυτομάτως ακροδεξιός και περιθωριακός. Η τεχνική αυτή παραμένει αναμφισβήτητα αποτελεσματική για τη μετατροπή ενός γλεντζέ σε ζόμπι, ενός bon viveur σε νεκροζώντανο.
Η φυλετιστική επανάσταση υποχρεώνει όσους θέλουν να την ακολουθήσουν σε χιλιάδες γονυκλισίες και θεσμοθετεί δημόσιες τελετές οι οποίες θα επιτρέψουν στις παλιές ελίτ που θέλουν να ενταχθούν στο νέο καθεστώς να το επιτύχουν, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο για αναγνωρισμένα εγκλήματα, απορρίπτοντας συμβολικά τα προνόμιά τους και απαγγέλλοντας τις κατάλληλες προσευχές. Άλλωστε, οποιοδήποτε νέο καθεστώς, για να εγκατασταθεί ή να καθιερωθεί, απαιτεί την αποδοχή των δογμάτων του ή, ακόμα καλύτερα, την αναπαραγωγή τους. Και η προσχώρηση ξεκινά πάντοτε με μια εξομολόγηση. Μπροστά στο μεγάλο επαναστατικό δικαστήριο της εποχής μας, ο λευκός άνθρωπος πρέπει να ομολογήσει τα πνευματικά του εγκλήματα πριν ενταχθεί σε έναν νέο δημόσιο χώρο που έχει ως θεμέλιό του την αποκήρυξη του παλιού κόσμου. Και αρκεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη για να αισθανθεί τον εαυτό του ένοχο. Αναλαμβάνοντας τη λευκή του υπόσταση μπορεί επιτέλους να ξεκινήσει τη μεγάλη πορεία που θα τον κάνει να αρχίσει την σταδιακή του απομάκρυνση από αυτήν. Έχει έλθει η ώρα για την «αντιστροφή του φυλετικού ζητήματος».[8]
Ο λευκός άνθρωπος πρέπει να αρχίσει να σέρνεται, μια και κάποτε είχε υποχρεώσει όλο τον κόσμο να γονατίζει. Έτσι θα μετανοήσει, ξεκινώντας μια μακρά διαδικασία εξιλέωσης και επανεκπαίδευσης, περνώντας από το ένα εργαστήριο κατάρτισης σε ένα άλλο όπου θα τον διδάξουν με ποιο τρόπο να απαλλαγεί από τη λευκότητα του. Δεν θα μπορεί να βασίζεται πλέον σε μειονοτικούς πληθυσμούς για να του εξηγούν τα λάθη του, αλλά θα πρέπει να κάνει τη δική του αυτοκριτική, αποκηρύσσοντας τη φαντασίωση της οικουμενικότητας. Μια διαδικασία που αποκαλείται ανατροπή του «φυλετικού φορτίου»[9].
Πρέπει να γκρεμίσουμε τα αγάλματα των λευκών από παντού, χτυπώντας τα αδιάκοπα, όπως το κάνουν εκείνοι οι νέοι τους οποίους οι κακές γλώσσες χαρακτηρίζουν ιδεολογικά δηλητηριασμένους, ή απλούστατα δαιμονισμένους. Εναπόκειται στους λευκούς να εμπλακούν σε αυτή τη διαδικασία της αποδόμησης «ονομάζοντας το χρώμα τους».[10]
Μόνο εάν επωμιστεί τα χιλιάδες εγκλήματα των προγόνων του ο λευκός άνθρωπος θα μπορέσει να μετατραπεί σε σύμμαχο των ομάδων και των πληθυσμών που είχε υποτάξει ιστορικά. Ο προοδευτικός περηφανευόταν χθες ότι δεν είναι ρατσιστής· σήμερα θα πρέπει να αναγνωρίσει ή να ομολογήσει ότι είναι, ως πρώτο βήμα για να πάψει όντως να είναι.
Έχει οποιαδήποτε άλλη επιλογή; Εάν προχωρήσει διαφορετικά, θα απομακρυνθεί από τα κυκλώματα ισχύος και, ακόμα περισσότερο, θα εξωσθεί από την περίμετρο της μηντιακής και επαγγελματικής αξιοπιστίας. Θα διακινδυνεύσει να υποστεί την ποινή του κοινωνικού θανάτου. Ας επιμείνουμε σε αυτό: η λογική του αποδιοπομπαίου τράγου ανασυστήνεται στην καρδιά της πολιτείας. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αρνείται να ρίξει την πέτρα του σε αυτόν που οφείλουμε συμβολικά να λιθοβολήσουμε. Αυτός που, τη στιγμή του λυντσαρίσματος, χλωμιάζει, καταδικάζεται να γίνει ο επόμενος που θα λυντσαριστεί. Θα πρέπει είτε να λυντσάρεις είτε να υποστείς το λυντσάρισμα: αυτός είναι ο κώδικας συμπεριφοράς που επιβάλλεται ώστε να επιβιώσεις στην παρούσα επανάσταση.
Εκείνοι που στον δυτικό κόσμο δείχνουν ελάχιστα ενθουσιασμένοι στην ιδέα της αναδόμησης, της επανεκπαίδευσης, της δαιμονοποίησης ή της δημογραφικής κατάρρευσης, εντάσσονται σε μια δαιμονική κατηγορία, εκείνη των φορέων του μίσους, των «μοχθηρών» που θα πρέπει να καταπολεμούνται ασταμάτητα, σε μια επιχείρηση ηθικής εκκαθάρισης. Αποστερημένος από την ανθρωπικότητά του, ο μοχθηρός δεν αποτελεί παρά ένα κατάλοιπο του παλιού κόσμου, όμοιο με το σάπιο ξύλο ενός πολιτισμού που θα εκκαθαριστεί χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Η «κουλτούρα τής ακύρωσης» (cancel culture) είναι μια κουλτούρα του εξοστρακισμού, του εξορισμού, η οποία καταδικάζει συμβολικά σε αφαίρεση της ιθαγένειας όποιον αρνείται να ενστερνιστεί τα συνθήματα του καθεστώτος. Έχει μεταμορφωθεί σε εσωτερικό εξόριστο και έχει καταδικαστεί σε μια ζωή αντιφρονούντα. Μπορεί βέβαια και αυτός να επιδιώξει να σώσει το τομάρι του. Πρόκειται για μια συχνότατη εικόνα της εποχής: το θύμα μιας μηντιακής συνομωσίας, που κατηγορείται για εγκλήματα κατά της διαφορετικότητας, να εκλιπαρεί τη συγγνώμη των διωκτών του με τον πιο θλιβερό τρόπο, με μια μικρή μάταια ελπίδα ότι θα τον συγχωρήσουν για τα ιδεολογικά του ολισθήματα.
Ένα εκτεταμένο σύστημα παρακολούθησης της σκέψης μπαίνει σε εφαρμογή. Οι ψυχολόγοι του διαφορικού συστήματος επεξεργάζονται εργαστηριακά και μέσα από αναρίθμητα συνέδρια ένα ολόκληρο σύστημα δοκιμών για να φέρουν στο φως προκαταλήψεις και υστερόβουλες ενοχές, ή αυτό που αποκαλείται δοκησίσοφα προκαταλήψεις και σιωπηρές συμπαραδηλώσεις του λευκού ανθρώπου, για να τις αποδομήσουν εν συνεχεία. Σπανίως ενδιαφέρονται για τις προκαταλήψεις των «μειονοτήτων», που έχουν ανοσία απέναντι στη μισαλλοδοξία, εκτός εάν καταφεύγουν σε αυτές ως αμυντική λειτουργία. Αυτή η ιδεολογία διεισδύει τώρα και στην ιδιωτική επιχείρηση η οποία, αντί να αντιστέκεται, γίνεται ο φορέας της και εξασφαλίζει τη διαφήμισή της ως εάν να πρόκειται για ένα εμπορικό σήμα.
Αυτή η νέα αμερικανική ιδεολογία επιτίθεται με ιδιαίτερη αγριότητα στη Γαλλία, την οποία κατηγορούν ότι επιμένει να μη βλέπει τον κόσμο κάτω από το φυλετικό πρίσμα. Οι υποστηρικτές της επιδιώκουν μάλιστα να κατασκευάσουν σε ένα μέρος των πληθυσμών που συναρτώνται με την «διαφορετικότητα» μια επαναστατική συνείδηση, που φθάνει μέχρι την αγιοποίηση μορφών τόσο αμφιλεγόμενων όπως η Assa Traoré[11], ή να παρουσιαστεί ως θύμα της αστυνομικής βίας ο τρομοκράτης υπεύθυνος για τον αποκεφαλισμό του Samuel Paty[12], όπως γράφτηκε στη νέα Πράβδα του διαφοροποιητικού καθεστώτος, τους New York Times[13]. Ο αμερικανικός Τύπος παρουσιάζει μια σχεδόν στρατοπεδική εικόνα της Γαλλίας. Αυτή η χώρα εξοργίζει τον φυλετισμό επειδή αντιστέκεται σε αυτόν στο όνομα του πολιτισμού της και των αρχών που τον διέπουν· χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν επηρεάζεται και αυτός από την αντίστοιχη ιδεολογία, η οποία βρίσκει πολυάριθμους αναμεταδότες.
Η Γαλλία, σε αυτό το φαντασιακό σχήμα, μεταβάλλεται κατά κάποιο τρόπο στο κατ’ εξοχήν αντεπαναστατικό έθνος και, όπως συνέβη με τη Βανδέα, θα πρέπει να έχει άσχημη κατάληξη – θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ειρωνικά για το μέλλον Βανδέας που επιφυλάσσεται στη ρεπουμπλικανική Γαλλία. Επειδή έχει μεταβληθεί σε προνομιακό χώρο αντίστασης στον «γουοκισμό» στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου θα πρέπει να παραδοθεί και αυτή ώστε η επανάσταση να μπορέσει να θριαμβεύσει.
Ο Pascal Bruckner σημείωνε πρόσφατα ότι και το Κεμπέκ είχε αφήσει τον εαυτό του να παγιδευτεί από τη woke Αριστερά και ότι δυστυχώς, λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης μεταξύ των δύο ηπείρων[14]. Στην πραγματικότητα, το Κεμπέκ συνεχίζει να αντιστέκεται όσο καλύτερα μπορεί, κάτι που δεν είναι προφανές, καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένο σε μια χώρα, τον Καναδά, ο οποίος παρουσιάζεται ως η πρωτοπορία του «διαφοροποιητικού» καθεστώτος και εγκαταβιεί στα σύνορα της αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Το Κεμπέκ βρίσκεται σε μια εντελώς ιδιαίτερη υπαρξιακή και πνευματική κατάσταση καθώς αντιπροσωπεύει, από παγκόσμια άποψη, το σημείο επαφής μεταξύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της γαλλικής αντίστασης σε αυτή την ιδεολογία. Μπορεί να βρει κανείς στη δημόσια ζωή του και τους (μετα)φορείς των αμερικανικών εννοιών, που σπεύδουν να τις εφαρμόσουν καθώς και να τις εξαγάγουν στη Γαλλία, αλλά και διανοούμενους και πολιτικούς που κάνουν τα πάντα για να αντισταθούν με βάση την ιστορική τους εμπειρία.
Σαν ένα μικρό κουντεριανό έθνος, το Κεμπέκ επιμένει στην ύπαρξή του και εξακολουθεί να διαπνέεται από την αρχέγονη αναζήτηση της ανεξαρτησίας. Απέναντι στη νοσηρή ζεύξη του καναδικού πολυπολιτισμού και του αμερικανικού φυλετισμού, συνεχίζει να αντιστέκεται, όπως αποδεικνύεται από τον αγώνα του για το κοσμικό κράτος και την εμμονή στη γαλλική γλώσσα[15]. Ο εθνικισμός του Κεμπέκ αντιπροσωπεύει μια αυθεντική δύναμη αντίστασης στο ιδεολογικό παραλήρημα της εποχής μας που εξελίσσεται στη Βόρεια Αμερική. Και συναντάμε συχνά σε αυτό το βιβλίο αναφορές στο Κεμπέκ, όχι μόνο επειδή είναι η χώρα μου, αλλά γιατί είναι πιθανώς ένα από τα προνομιακά πεδία αυτού του αγώνα που διεξάγεται στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Γνωρίζουμε τη συνομιλία μεταξύ του Δούκα του Rochefoucauld-Liancourt και του Λουδοβίκου XVI στην αυγή της Γαλλικής Επανάστασης. Όταν ο Δούκας του ανακοίνωσε τη θύελλα της Βαστίλης, ο βασιλιάς ρώτησε με κάποια αμηχανία αν επρόκειτο για εξέγερση. Η απάντηση είναι πασίγνωστη: «Όχι, Κύριε, πρόκειται για επανάσταση». Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο πράγμα σήμερα για τη φυλετιστική επανάσταση, προσθέτοντας ότι τώρα περνάει ήδη στη φάση της τρομοκρατίας, αν θέλουμε να δεχτούμε την ιστορική αναλογία. Μετά το 1793 στη Γαλλία, το 1917 στη Ρωσία και 1966 στην Κίνα, ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο φονταμενταλισμός της νεωτερικότητας επανεμφανίζεται στην ιστορία σήμερα, στην αυγή της δεκαετίας του 2020. Δεν βρισκόμαστε απλώς μπροστά σε ριζοσπάστες ακτιβιστές, μεθυσμένους από αρετή, που θα αρκούσε να τους φέρουμε στα συγκαλά τους, αλλά απέναντι σε μια τοξική ιδεολογία, ήδη κυρίαρχη σε πολλούς τομείς της κοινωνίας. Και είναι πλέον απαραίτητο να κατανοήσουμε τις βασικές αρχές και τις μεθόδους τους: Στο όνομα του αντιρατσισμού καλούν τώρα τους ανθρώπους να διαχωρίζονται ανάλογα με το χρώμα του δέρματός τους.
Αφιέρωσα αυτό το βιβλίο στον φυλετισμό, αρχικώς για να κατανοήσω σε πραγματικό χρόνο την επανάσταση που εξελίσσεται, φωτίζοντας τον θεωρητικό και ιδεολογικό της πυρήνα, καταδεικνύοντας πως δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε στη θέση ανέκδοτων και τυχαίων συμβάντων τα τρέχοντα γεγονότα τα οποία πολλαπλασιάζονται και μαρτυρούν την πρόοδό της. Αλλά είναι επίσης, πιο άμεσα, μια απόπειρα να αφυπνιστούν όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν με τρόπο μετριοπαθή και ρεφορμιστικό, διαχωρίζοντας ανάμεσα σε διεκδικήσεις λογικές και μη. Εκείνοι που φαντάζονται ότι μπορούν να παίξουν μαζί της είτε θα συνθλιβούν είτε θα καταδικαστούν σε προσηλυτισμό.
Όποιος μπαίνει στη λογική της δεν μπορεί να βγει άθικτος. Αξίζει να παραφράσω το πάπα Πίο τον ΧΙ: ο φυλετισμός είναι εγγενώς διαστροφικός. Κλειδώνει τους συγχρόνους μας σε μια σειρά γλωσσικών ακροβασιών που παραμορφώνουν τον ορισμό του ρατσισμού, του σεξισμού, της σεξουαλικής ταυτότητας, των διακρίσεων, της ενσωμάτωσης, της ελευθερίας της έκφρασης και της δημοκρατίας. Καταδικάζει τον καθένα να εγκλωβιστεί σε μια αδιαπέραστη φυλετική ταυτότητα, οπισθοδρομική και απροσπέλαστη, σε πλήρη αντίθεση με την κουλτούρα, στην οποία μπορούμε πάντα να ενταχθούμε, αποδεχόμενοι τους κωδικές της, τις αναφορές της, τη γλώσσα της.
Απο-πραγματοποιεί τον κόσμο ιδεολογικοποιώντας τον. Ένας μεγάλος αριθμός από εξαίρετα βιβλία έχουν αναλύσει με διεισδυτικότητα την «απο-αποικιακή απάτη»[16] και τον «μεγάλο παραλογισμό[17]» που δηλητηριάζει τη δημόσια ζωή· το ανά χείρας βιβλίο σκοπεύει να θέσει το ίδιο ζήτημα από τη σκοπιά αυτού που αποκαλώ κοινωνιολογία του διαφοροποιητικού καθεστώτος. Και επειδή η αριστοτελική πολιτική φιλοσοφία παραμένει πάντα ένας χρήσιμος σύμβουλος, διανοούμαστε μια κοινωνία μόνο με βάση το καθεστώς της. Αυτό είναι που της δίνει σχήμα και τη διαμορφώνει. Ωστόσο, καμία κοινωνία δεν μπορεί να είναι απολύτως αδιάφορη για τον πληθυσμό που την αποτελεί… και ο δυτικός κόσμος μόλις αρχίζει να βλέπει το εύρος των κοινωνικών μετασχηματισμών που προκαλούνται από τη μαζική μετανάστευση[18].
Οι ένθερμες εκκλήσεις για μια οργανική ενσωμάτωση των πληθυσμών που προέρχονται από αυτή μετράνε όλο και λιγότερο μπροστά σε έναν παράγοντα που η κοινότητα των μελετητών εξακολουθούσε να θεωρεί αμελητέο μέχρι χθες: το δημογραφικό βάρος. Οι μυθοπλασίες της κοινής ζωής καταρρέουν η μία μετά την άλλη. Όλες οι προσπάθειες του διαφοροποιητικού σχεδίου σήμερα, όπως και οι υπηρεσίες της ιδιωτικής και δημόσιας προπαγάνδας, στοχεύουν στην απόκρυψη των τραγικών γεγονότων που πολλαπλασιάζονται και που επιβεβαιώνουν την είσοδο σε μια συγκρουσιακή κοινωνία, όπου ο μύθος της ευτυχούς διαφορετικότητας καταρρέει οριστικά.
[1] Μετά την κατάρρευση του ναζισμού η «φυλετική συνείδηση είχε καταστεί το απόλυτο κακό για τις δυτικές κοινωνίες (σ.τ.μ.).
[2] Susan Milligan, «Race, Money and Power: Joe Biden Offers Plan to Take On Systemic Racism», US News & World Report, 28 Ιουλίου 2020.
[3] Farrah Khan, «Le suprémacisme blanc est intrinsèquement lié à la destruction de l’environnement, mais ce n’est pas pour cela que nous le combattons», Greenpeace Canada, 4 Ιουνίου 2020, www.greenpeace.org/canada/fr/histoires/38641/le-racisme-detruit-lenvironnement-mais-ce-nest-pas-pour-cela-que-nous-le-combattons/.
[4] Nell Irvin Painter, Histoire des Blancs, Max Milo, Παρίσι 2019.
[5] Lilian Thuram, La Pensée blanche, Philippe Rey, Παρίσι 2020.
[6] Στα γαλλικά «Il se radicalise en se racialisant» (Σ.τ.μ.).
[7] Ta-Nehisi Coates, Le Procès de l’Amérique, Autrement, Παρίσι 2017. [Ο Ta-Nehisi Paul Coates (1975– ) είναι Αφροαμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο Coates απέκτησε ευρεία αναγνωσιμότητα ως ανταποκριτής στο The Atlantic, όπου έγραφε για πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ιδιαίτερα σχετικά με τους Αφροαμερικανούς και τη λευκή υπεροχή.].
[8] Léa Mormin-Chauvac, «L’inversion de la question raciale», Libération, 4 Νοεμβρίου 2018.
[9] Maboula Soumahoro, Le Triangle et l’Hexagone, La Découverte, Παρίσι 2020, σ. 135.
[10] Robin DiAngelo, ό.π., σ. 33.
[11] Η Assa Traoré (γεν. 1985) με καταγωγή από το Μάλι είναι Γαλλίδα ακτιβίστρια και επικεφαλής της «Επιτροπής Δικαιοσύνης και Αλήθειας για τον Ανταμά». Η επιτροπή πήρε το όνομά της από τον αδελφό της, Adama Traoré, ποινικό κρατούμενο που πέθανε το καλοκαίρι του 2016 ενώ βρισκόταν υπό κράτηση. Οι περιστάσεις του θανάτου του αμφισβητούνται. (Σ.τ.μ.)
[12] Σε τρομοκρατική επίθεση στις 16 Οκτωβρίου 2020 στο προάστιο του Παρισιού Conflans–Sainte–Honorine, ένας 18χρονος ισλαμιστής Τσετσενικής καταγωγής αποκεφάλισε τον καθηγητή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Σαμυέλ Πατί (Samuel Paty) έξω από το σχολείο του. Το έγκλημά του ήταν ότι είχε παρουσιάσει στους μαθητές τα σκίτσα του Μωάμεθ από το Charlie Hebdo, στα πλαίσια μαθήματος για την ελευθερία του λόγου, δηλώνοντας μάλιστα στους μαθητές πως όποιος νιώθει άβολα ή προσβεβλημένος μπορεί να αποχωρήσει από την τάξη. Κατά την προσπάθεια σύλληψής του η αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε τον δράστη. Ήταν η πέμπτη ισλαμική τρομοκρατική επίθεση στη Γαλλία το 2020.
[13] Πράγματι η New York Times έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια στο βασικό δημοσιογραφικό όργανο της νέας πολυπολιτισμικής πολιτικής ορθότητας. Βλ σχετικά Mathieu Bock-Côté, «Le New York Times, la “Pravda” du progressisme américain», Le Figaro, 17/07/2020· Céline Pina «Le New York Times qui était un journal de référence devient un symbole du totalitarisme bien-pensant», Le Figaro, 21/07/2020. Χαρακτηριστική της νέας αυτής πολιτικής ορθότητας που φθάνει στον παροξυσμό είναι και η άποψη της σύνταξης της εφημερίδας ότι οι Μαύροι θα πρέπει να αναγράφονται πάντα με κεφάλαιο Μ ενώ οι λευκοί με πεζό λ! Στην ίδια κατεύθυνση δημοσιεύονται συχνά άρθρα που κατηγορούν την Ελλάδα για αντιμεταναστευτική και αντιτουρκική πολιτική, με κορύφωση το συκοφαντικό άρθρο «‘We Are Like Animals’: Inside Greece’s Secret Site for Migrants» («Είμαστε σαν τα ζώα: Μέσα στην μυστική τοποθεσία για τους μετανάστες στην Ελλάδα») στις 10 Μαρτίου 2020, με χαλκευμένα στοιχεία στηριγμένα στη μαρτυρία ενός δήθεν Σύρου (που απεδείχθη στη συνέχεια ότι ήταν Τούρκος πράκτορας της ΜΙΤ). Τη στιγμή που η Ελλάδα δεχόταν την τουρκική επίθεση στον Έβρο υποστηριζόταν πως η Ελλάδα διατηρεί ένα είδος Γκουαντάναμο όπου φυλακίζει και βασανίζει πρόσφυγες και μετανάστες! Ακόμα και όταν αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για fake news η εφημερίδα δεν δημοσίευσε καμία διάψευση, απλώς η Ελληνίδα δημοσιογράφος Ματίνα Στεβή που το συνυπέγραφε ζήτησε συγνώμη στο… facebook. Και η διεύθυνση της εφημερίδας συνεχίζει απτόητη στην ίδια κατεύθυνση παρότι έχει καταρρεύσει κυκλοφοριακά και το 2020 έπεσε σε πρωτοφανή επίπεδα κυκλοφορίας (374.000 αντίτυπα ημερησίως κατά μ.ό.) ενώ το 2000 πωλούσε 1.122.000 και το 2010, 906.000. Την ίδια στιγμή η συντηρητική Wall Street Journal διαθέτει ένα εκατομμύριο φύλλα ημερησίως. Όσο για το γαλλικό αντίστοιχό της, την εφημερίδα Liberation έχει κατακρημνιστεί στα 76.000 φύλλα (Σ.τ.μ.).
[14] Pascal Bruckner, «“Lynchage”, ces activistes qui prétendent faire la police es mots», Le Figaro, 2 Δεκεμβρίου 2020.
[15] Ο Mathieu Bock-Côté στην ιστοσελίδα του διευκρινίζει το νόημα του «κουντεριανού έθνους»: «Σύμφωνα με τα λόγια του Milan Kundera, “αυτό που διακρίνει τα μικρά έθνη από τα μεγάλα δεν είναι το ποσοτικό κριτήριο του αριθμού των κατοίκων τους· είναι κάτι πιο βαθύ: Η ύπαρξή τους δεν αποτελεί γι’ αυτούς μια αυτονόητη βεβαιότητα, αλλά αποτελεί πάντα ένα ερώτημα, ένα στοίχημα, ένα ρίσκο· βρίσκονται σε αμυντική στάση απέναντι στην ιστορία, η οποία δεν τους λαμβάνει υπόψη της, και ούτε καν τα βλέπει’’. Και το Κεμπέκ είναι ένα μικρό έθνος» (Σ.τ.μ.).
[16] Pierre-André Taguieff, L’Imposture décoloniale, CNRS, Παρίσι 2020.
[17] Douglas Murray, La Grande Déraison, L’Artilleur, Παρίσι 2020.
[18] Eric Kaufmann, Whiteshift, Abrams Press, Νέα Υόρκη 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου