Του Αντώνη Σπυρόπουλου από την Ρήξη φ. 177
Μπορεί
η Ελλάδα να είναι μια μικρή χώρα, ωστόσο η συνεισφορά της στον
επιστημονικό κόσμο είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το μέγεθός της.
Αν και ο ελληνικός πληθυσμός είναι λιγότερο από το 0,2% του συνολικού
παγκόσμιου πληθυσμού, το ποσοστό των Ελλήνων επιστημόνων στον κόσμο
αγγίζει το 3%. Ωστόσο, μόνο το 14% αυτών των επιστημόνων ζει στην
Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι ζουν στο εξωτερικό.
Ανάμεσά τους είναι και
ένας σπουδαίος Έλληνας καθηγητής που διδάσκει σε διάσημο πανεπιστήμιο
στις ΗΠΑ και θεωρείται γκουρού στην επιστήμη των μη επανδρωμένων
αεροσκαφών. Ήταν αυτός, σύμφωνα με δημοσίευμα του Αλ. Παπαχελά,
Ένας άλλος, εξίσου σπουδαίος Ελληνικής καταγωγής επιστήμονας στην τεχνολογία της ρομποτικής είναι ο Γιώργος Παππάς (George Pappas), καθηγητής Ρομποτικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στη διάρκεια της πανδημίας, επισκέφτηκε την Ελλάδα το 2020. Μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του ανέφερε:
«Αν και γίνεται πολύ καλή έρευνα στη χώρα μας, αυτό δεν μεταφράζεται σε νέες εταιρείες, νέες θέσεις εργασίας ή χρήση ρομπότ από ιδιωτικές εταιρείες ή δημόσιους οργανισμούς. Υπάρχει επομένως ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική για τη ρομποτική. Η εφαρμογή και η πρόοδός του θα πρέπει να αξιολογούνται όχι μόνο με βάση τον αριθμό των προγραμμάτων που διαθέτουν τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, αλλά και με τον αντίκτυπο της έρευνας σε τομείς εθνικής προτεραιότητας. Η πρότασή μας περιέχει διάφορους μηχανισμούς εφαρμογής, οι οποίοι έχουν λειτουργήσει εξαιρετικά καλά σε χώρες όπως το Ισραήλ, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.»
Ο κ. Παππάς εξηγεί πόσο θα βοηθήσει η άνθηση της ρομποτικής στην Ελλάδα, λέγοντας τα εξής:
«Η εθνική ασφάλεια είναι ένας χώρος όπου τα εναέρια ρομπότ είναι αδιαμφισβήτητη ανάγκη. Με τον όρο εθνική ασφάλεια εννοώ την περιβαλλοντική επιτήρηση, την άμεση δράση σε περίπτωση πυρκαγιάς ή σεισμού, αλλά και την επιτήρηση των συνόρων μας. Επιπλέον, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τα σημαντικά γεωγραφικά μας πλεονεκτήματα και να επικεντρωθούμε στα γεωργικά και θαλάσσια ρομπότ, καθώς και στα ρομπότ που θα χρησιμοποιηθούν στον αναδυόμενο τομέα της εφοδιαστικής. Σε αυτούς τους τομείς η Ελλάδα μπορεί να πρωτοστατήσει στην έρευνα και την καινοτομία.»
Και συνεχίζει, σχολιάζοντας τον τρόπο λειτουργίας των Ελληνικών Πανεπιστημίων:
«Τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά στη μεταφορά γνώσης στους φοιτητές. Δεν τους δίνουν, όμως, τη δυνατότητα να δημιουργούν και να παράγουν. Προάγουν την ατομικότητα. Είναι θέμα γενικής κουλτούρας. Οι Έλληνες προτιμούν να έχουν έναν δικό τους μικρό χώρο, ακόμα κι αν είναι κλειστός για λόγους αριστείας, παρά να χτίζουν μαζί με άλλους. Όμως η συλλογική δουλειά μας οδηγεί σε μεγαλύτερες ιδέες. Η ρομποτική προσφέρει ακριβώς αυτό, γιατί χρειάζεται συνεργασίες. Είναι σαν οι φοιτητές να δημιουργούν μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Δείτε την περίπτωση του Έλον Μασκ, απόφοιτου του πανεπιστημίου μας. Έχει φέρει επανάσταση τόσο στην αεροδιαστημική όσο και στην Τέσλα. Αντιπροσωπεύει το ιδανικό του Αμερικανού καινοτόμου. Η Ελλάδα χρειάζεται τον δικό της Έλον Μασκ. Άνθρωποι με μεγάλες ιδέες, φιλοδοξίες και όραμα, που ονειρεύονται να αλλάξουν τον κόσμο. Ωστόσο, δεν υπάρχει το κατάλληλο οικοσύστημα που θα τους βοηθήσει.»
Φυσικά, πέρα από τους δύο προαναφερθέντες Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι διαπρέπουν στο εξωτερικό, φαντάζεστε, ανάμεσά τους υπάρχουν εκατοντάδες, αν όχι, δεκάδες άλλοι.
Και για ποιο λόγο τα αναφέρουμε όλα αυτά; Διότι η κακοδαιμονία και η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος αλλά και των θεσμικών οργάνων, στην Ελλάδα, αδυνατεί να δημιουργήσει μια στρατηγική διασύνδεσης και αξιοποίησης όλων αυτών των κορυφαίων επιστημόνων. Αντιθέτως η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια –και κυρίως την περίοδο των μνημονίων– «μετανάστευσε» πάνω από 600 χιλιάδες Έλληνες επιστήμονες, δίχως να διαθέτει τους κατάλληλους τρόπους διασύνδεσης μαζί τους. Φυσικά αυτό προϋποθέτει έναν εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό κι ένα θεσμικό πλαίσιο ικανό να αξιοποιεί του Έλληνες αυτούς σε διάφορους τεχνολογικούς τομείς.
Η αδυναμία της χώρας μας να βρίσκεται σε άρρηκτους δεσμούς με τον ελληνισμό της διασποράς καταφάνηκε, επίσης, στην ιστορική άγνοια που έχουν οι περισσότεροι από μας και κυρίως οι πολιτικολογούντες, για την ιστορική ύπαρξη του ελληνισμού της Αζοφικής, στην εξελισσόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Εάν, λοιπόν, θέλουμε να ξεπεράσουμε την ανικανότητα και τη κακοδαιμονία που χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα, οφείλουμε να διατυπώσουμε και να δημιουργήσουμε, σε θεσμικό πλαίσιο, ένα εθνικό στρατηγικό επιχειρησιακό σχεδιασμό, ο οποίος θα διασυνδέει σε πολλαπλά επίπεδα της Ελλάδα με τον ελληνισμό της διασποράς.
Κι αυτό θα πρέπει να αποτελέσει την προμετωπίδα ενός νέου εθνικού οράματος, απάντηση στις γεωπολιτικές αλλαγές των ημερών μας. Για να γίνει όμως απαιτεί ένα νοητικό άλμα στον τρόπο σκέψης και λειτουργίας μας. Έχουμε την ευφυΐα να το κάνουμε;
ΠΗΓΗ ardin-rixi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου