Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, επιχειρώντας μια αποτίμηση της πολιτικής του στο Κυπριακό, απομυθοποιεί εν πολλοίς τη δική του σχολή σκέψης στο Κυπριακό. Τη λεγόμενη ρεαλιστική σχολή, την πολιτική του κατευνασμού. «Εξαντλήσαμε κάθε περιθώριο υποχωρητικότητας», ανέφερε ο Πρόεδρος στην ομιλία του στην Αναφωτία. Τώρα, στο τέλος της δεύτερής του θητείας και μετά που προέβη σε υποχωρήσεις (μεταξύ άλλων το έγγραφο της 4ης Ιουλίου 2017 στο Κραν Μοντανά, αλλά και το ανακοινωθέν με Έρογλου την 11η Φεβρουαρίου του 2014), παραδέχεται την αποτυχία της ακολουθούμενης πολιτικής. Σπεύδει δε να αναφέρει πως «δεν μπορούσε όμως να αποδεχθούμε να συνεχίσει η Κύπρος να είναι κάτω από τις εγγυήσεις της Τουρκίας, να είναι κάτω από την επιρροή της
Τουρκίας (σ.σ. το αποδέχθηκε το 2004 και ήταν υπέρμαχος της λύσης αυτής), να είναι εν τη ουσία ελεγχόμενη, αλλά και η επιδιωκόμενη λύση να μας οδηγεί σε μια νέα Βοσνία Ερζεγοβίνη ή ένα νέο Λίβανο, δηλαδή μια θνησιγενή λύση η οποία θα οδηγούσε στη διάλυση του κράτους, στη διχοτόμηση της πατρίδας μας…»Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε σε δύο ομιλίες του, την Παρασκευή στη Λεμεσό και την Κυριακή στην Αναφωτία, ότι στόχος της τουρκικής πλευράς είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και αναφέρει τούτο περιγράφοντας τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς της κατοχικής Τουρκίας, μετά που ο ίδιος «εξάντλησε όλα τα περιθώρια υποχωρήσεων». Σημείωσε πως «αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι υποχρέωσή μας είναι τουλάχιστον να προστατεύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία…». Εννέα συν χρόνια μετά, συνομιλώντας με τον Έρογλου, τον Ακιντζί, τον Τατάρ, αλλά επί της ουσίας με την Άγκυρα, αναγνώρισε πως η πολιτική των υποχωρήσεων οδηγεί σε αυτά που η κατοχική δύναμη επιδιώκει. Την ομηρία της Κύπρου στην Τουρκία και τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η πολιτική του κατευνασμού έχει αποτύχει. Και απέτυχε επειδή οι υποχωρήσεις διευκολύνουν βαθμηδόν στην υλοποίηση των τουρκικών σχεδιασμών. Οδηγούν στον στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου από την Τουρκία μέσα από τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Τουρκία θέλει τη χώρα να μην λειτουργεί, να είναι αιχμάλωτή της. Να εξαρτώνται οι αποφάσεις από την Άγκυρα. «Εν ονόματι της πολιτικής ισότητας διεκδικούσαν να έχουν πάντοτε θετική ψήφο για οποιαδήποτε απόφαση θα λάμβανε το κεντρικό κράτος. Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό που αποκαλείται πολιτική ισότητα δεν ήταν παρά πολιτική ανισότητα, διότι, όπως έχω πει πολλές φορές, η μη πλειοψηφούσα κοινότητα εν τη ουσία θα κυβερνούσε την πλειοψηφία», ανέφερε ο Πρόεδρος. Είναι ο ίδιος, όμως, ο οποίος συντήρησε το θέμα αυτό στις προτάσεις του στο Κραν Μοντανά. «Πότε; Εκεί και όπου η ενδεχόμενη πρόταση για απόφαση ενδεχομένως να επηρέαζε αρνητικά τα συμφέροντα της τουρκοκυπριακής κοινότητας», όπως εξήγησε. Ποιος θα καθορίζει ότι μια απόφαση αφορά στα συμφέροντα της τουρκοκυπριακής κοινότητας; Δεν θα είναι σε όλα τα θέματα, που θα έχει συμφέροντα;
Η πολιτική ισότητα, για να μπορεί να λειτουργήσει πρέπει να έχει σχέση με τη λειτουργία της δημοκρατίας και την άσκηση των βασικών ελευθεριών. Όπως καθορίζεται από τις μέχρι σήμερα συζητήσεις, η πολιτική ισότητα συνδέεται με περιορισμούς και διαχωριστικές ρυθμίσεις. Καθορίζεται μέσα από τον εσαεί διαχωρισμό, που καθορίζεται στον βωμό της διασφάλισης της μειοψηφίας. Δεν διασφαλίζεται, όμως, η μειοψηφία, αλλά τα τουρκικά συμφέροντα.
Ο Πρόεδρος προβαίνει σε διαπιστώσεις χωρίς να αλλάζει πολιτική. Και τον Σεπτέμβριο που θα δει τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, τα ίδια θα του πει. Ότι του έλεγε το 2013, το 2017… Τώρα στο τέλος της θητείας του δεν είναι διαπιστώσεις που χρειάζονται, αλλά αλλαγή πολιτικής. Ο Πρόεδρος, όμως, όπως και οι προκάτοχοί του είναι εγκλωβισμένοι σε μια αδιέξοδη πολιτική, που εδραιώνει τα κατοχικά δεδομένα. Συζητούν ένα μοντέλο, που όπως ο ίδιος είπε «σε κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος ή σε κανένα άλλο κράτος ανά το παγκόσμιο δεν ισχύουν ανάλογες αξιώσεις, όπως αυτές που προβλήθηκαν είτε στο Κραν Μοντανά είτε και προγενέστερα».
ΠΗΓΗ apopseis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου