Το παρακάτω κείμενο είχε δημοσιευτεί αρχικά σε μια πρώτη μορφή (Ο Ν. Αλιβιζάτος και η διαστρέβλωση του Ελ. Βενιζέλου) προ ολίγων μηνών με αφορμή άρθρο, τότε, του καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου. Κρίνεται αναγκαίο να αναδημοσιευτεί και τώρα, επεξεργασμένο και εμπλουτισμένο, με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και την έντονη φημολογία περί επικείμενων ελληνικών υποχωρήσεων μετά την περιβόητη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον ΣΚΑΪ (13/7/2023).
Ειδικού Συνεργάτη
Με αφορμή το άρθρο του Νίκου Αλιβιζάτου στην κυριακάτικη Καθημερινή (Τι κυβέρνηση προσδοκούμε; 2/4/2023) στο οποίο κάνει λόγο «για μια «Συμφωνία του Αιγαίου», στον δρόμο που χάραξαν Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ το 1930» [1], θα άξιζε να θυμίσουμε ότι ήταν η ίδια κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου (1928-1932) η οποία θέσπισε ένα έτος μετά τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες του 1930, συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1931 (Π.Δ. 6/9/1931), αιγιαλίτιδα ζώνη 10 ναυτικών μιλίων «όσον αφορά τα ζητήματα της αεροπορίας και της αστυνομίας αυτής» (αυτή στην οποία αναφερόμαστε συνήθως ως «εναέριο χώρο 10 ν.μ.»). Μέχρι τότε η Ελλάδα είχε αιγιαλίτιδα ζώνη γενικής εφαρμογής («χωρικά ύδατα») εύρους μόλις 3 ναυτικών μιλίων.
Λίγο αργότερα, επί κυβερνήσεως Ι. Μεταξά τον Σεπτέμβριο του 1936 (Ν. 230/1936) , επεκτάθηκε και η αιγιαλίτιδα ζώνη γενικής εφαρμογής στα 6 ναυτικά μίλια. Έτσι βρέθηκε η Ελλάδα να έχει δύο αιγιαλίτιδες ζώνες, στα 10 ν.μ. και 6 ν.μ., καθεστώς που ισχύει μέχρι σήμερα (πλην, πλέον, του Ιονίου πελάγους όπου ισχύει αιγιαλίτιδα ζώνη γενικής εφαρμογής 12 ν.μ. μετά την πρόσφατη επέκταση του Ιανουαρίου 2021 (Ν. 4767/2021)).
Σχετικά κείμενα στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών:
Αιγιαλίτιδα ζώνη – Casus belli
Συνεπώς, οι ελληνοτουρκικές συμφωνίες του 1930 κάθε άλλο παρά εμπόδισαν την άσκηση του δικαιώματος της Ελλάδας, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, για την επέκταση της εθνικής της κυριαρχίας στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, πρώτα από τον ίδιο τον εμπνευστή των συμφωνιών αυτών Ελ. Βενιζέλο και κατόπιν από τον Ι. Μεταξά ο οποίος, ως γνωστόν, επίσης διατηρούσε αρμονικές σχέσεις με την Τουρκία καθ’ όλη την περίοδο της διακυβέρνησής του (με συμβολικό αποκορύφωμα την απόδοση, το 1938, της ονομασίας «Κεμάλ Ατατούρκ» στην οδό που διέρχεται μπροστά από το τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης) . Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από την «Συμφωνία του Αιγαίου» που οραματίζεται ο χώρος που εκφράζει ο N. Αλιβιζάτος. Μια τέτοια συμφωνία, στην πραγματικότητα δεν θα αποτελούσε τίποτα περισσότερο από την ολοκλήρωση της αντίστοιχης συμφωνίας που ετοίμαζαν οι Σημίτης – Γ. Παπανδρέου μεταξύ των ετών 2002-2004 στα πλαίσια της λεγόμενης «στρατηγικής του Ελσίνκι» με κατάληξη την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) με όρους όμως που θα ήταν απολύτως προσαρμοσμένοι στις τουρκικές διεκδικήσεις.
Είναι πιά κοινό μυστικό ότι στα πλαίσια μιας τέτοιας συμφωνίας προβλεπόταν προκαταρκτικά (πριν την προσφυγή στο ΔΔΧ) η παραίτηση της Ελλάδας από κάθε επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της πέραν των 6 ν.μ. στις διεκδικούμενες από την Τουρκία περιοχές κυρίως του ανατολικού Αιγαίου (και ίσως μια περιορισμένη, κυμαινόμενου εύρους επέκταση αλλού όπου θα υπήρχε η συναίνεση της Τουρκίας) με ανάλογη ταύτιση και των ορίων του εναερίου χώρου (δηλ. συρρίκνωση από το τωρινό εύρος των 10 ν.μ. στις εν λόγω περιοχές). Ακόμα χειρότερα, με μια τέτοια συμφωνία θα δινόταν στην Τουρκία η δυνατότητα να θέσει υπό την κρίση του ΔΔΧ εμμέσως – από το παράθυρο, ως «παρεμπίπτοντα ζητήματα» – την κυριαρχία επί ελληνικών νησιών (τις, κατά την Τουρκία, «γκρίζες ζώνες»), κάτι που φυσικά ήταν εντελώς αδιανόητο το 1930, μόλις 7 έτη μετά τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) που καθόριζε σαφώς τα σύνορα της Τουρκίας και δεν άφηνε κανένα περιθώριο για εδαφικές της διεκδικήσεις πέραν αυτών.
Τα μέχρι τώρα εκτεθέντα θεωρούμε ότι καταδεικνύουν σαφώς την τεράστια διαφορά μεταξύ της εξωτερικής πολιτικής του Ελ. Βενιζέλου και όσων σήμερα ύπουλα την επικαλούνται ως άλλοθι για τους δικούς τους επικίνδυνους σχεδιασμούς.
Συνεχίζοντας, σε ό,τι αφορά στην υφαλοκρηπίδα, φαίνεται ότι ο σχετικός σχεδιασμός προέβλεπε την απόδοση στην Τουρκία συμπαγούς περιοχής δυτικά των ελληνικών νησιών του βορείου Αιγαίου αφού το περιεχόμενο του συνυποσχετικού της παραπομπής στο ΔΔΧ θα αποτύπωνε ουσιαστικά μια προϋπάρχουσα συμφωνία των δύο πλευρών για μια τέτοια ρύθμιση και απλώς θα ζητούσε από το ΔΔΧ να την επικυρώσει. Η συναίνεση της ελληνικής πλευράς για ένα τέτοιου τύπου συνυποσχετικό ήταν φυσικά και ο μόνος τρόπος ώστε να μπορέσει η Τουρκία να αποκομίσει τόσα κέρδη.
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο της «Συμφωνίας του Αιγαίου» / «Χάγης» που επιδιώκεται ακόμα και σήμερα από τους κήρυκες του κατευνασμού της Τουρκίας (με κυρίαρχους ανάμεσά τους τους νοσταλγούς του σημιτικού «εκσυγχρονισμού» και της εξωτερικής του πολιτικής) παραθέτουμε χαρακτηριστικά ένα κατατοπιστικό κείμενο:
Θα φέρουν οι υποχωρήσεις Μητσοτάκη “συνεκτική εκμετάλλευση”;
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η «Χάγη» που σχεδιαζόταν δεν θα ήταν μια Χάγη «πραγματική» δηλαδή μια διαδικασία στην οποία η Ελλάδα θα προσέφευγε στο ΔΔΧ με ενεργές όλες τις πάγιες θέσεις της και το ΔΔΧ θα έκρινε με βάση το συμβατικό και εθιμικό διεθνές δίκαιο και τη νομολογία στις υποθέσεις θαλασσίων οριοθετήσεων. Και μπορεί βέβαια (το πιθανότερο) να μη δικαιωνόταν σε όλες αυτές τις θέσεις αλλά σε κάθε περίπτωση η όποια απόφαση θα ήταν το αποτέλεσμα μιας αυθεντικής δικαστικής κρίσης. Αντιθέτως, θα επρόκειτο για μια διαδικασία στη οποία η Ελλάδα και θα παραιτείτο από το ισχυρότερο όπλο της (δικαίωμα στα 12 ν.μ στις κρίσιμες περιοχές) πριν ακόμα εισέλθει στο στάδιο της δικαστικής διευθέτησης και στη συνέχεια, με ένα συνυποσχετικό κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Τουρκίας θα ήταν καταδικασμένη να υποστεί μια δικαστική απόφαση που θα ικανοποιούσε πλήρως τις τουρκικές επιδιώξεις στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και με τον κίνδυνο να ετίθετο υπό δικαστική αμφισβήτηση ακόμα και η ελληνική κυριαρχία σε απροσδιόριστο αριθμό νησιών.
Για να το πούμε ωμά, θα επρόκειτο στην ουσία για μια «στημένη/μαϊμού» Χάγη (κατ’ αναλογία των «στημένων/μαϊμού» αγώνων ποδοσφαίρου) στην οποία οι δικαστές/διαιτητές θα ήταν εκ των προτέρων «μιλημένοι» , και μάλιστα με τη συναίνεση της ελληνικής πλευράς (!), ώστε να καταλήξουν σε μια απόφαση που θα ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις τουρκικές απαιτήσεις ακυρώνοντας τις ευνοϊκές για την Ελλάδα προβλέψεις του δικαίου της θάλασσας και θα μπορούσε να σημάνει ακόμα και τον εδαφικό ακρωτηριασμό της ελληνικής επικράτειας. Μια «Χάγη» που από όπλο για την κατοχύρωση των θεμιτών ελληνικών δικαιωμάτων θα μετατρεπόταν σε μπούμερανγκ και ουσιαστικά σε εργαλείο εξαπάτησης της ελληνικής κοινής γνώμης που ως αθεράπευτα εθνικιστική/εθνολαϊκιστική δεν θα μπορούσε να χωνέψει ποτέ τέτοιες ρυθμίσεις ως αποτέλεσμα μιας απευθείας διμερούς ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης. Για να επιτευχθεί αυτό θα χρειαζόταν οι ρυθμίσεις αυτές να παρουσιαστούν ως αποφάσεις ενός ανεξάρτητου θεσμού αυξημένου κύρους όπως το ΔΔΧ παρέχοντας και το πρόσχημα της δήθεν αμεροληψίας. [2]
Με όλα τα παραπάνω, η απάντηση στο ερώτημα «Γιατί φοβόμαστε τόσο τη Χάγη;» [3] είναι τελικά πολύ απλή: Δεν φοβόμαστε την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ Χάγη. Την «μαϊμού» Χάγη είναι που φοβόμαστε…
[1]. Ανάλογες επικλήσεις των συμφωνιών του 1930 προκύπτουν συχνά από διανοουμένους του πολιτικού, ακαδημαϊκού και δημοσιογραφικού κατεστημένου που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Βλ. ενδεικτικά Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Ο ορίζοντας του 2030 και η διπλωματία χωρίς φοβικά σύνδρομα» , 02.11.2022, www.tovima.gr. Επίσης, την πρόσφατη σχετική αναφορά του Δ. Αβραμόπουλου στην εκπομπή «ΣΗΜΕΡΑ» του ΣΚΑΪ, 17/7/2023 (στα 4:32).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου