Το μεταπολεμικό κράτος θα οικοδομηθεί ως κράτος εμφυλίου πολέμου και οι δυνάμεις καταστολής –στρατός και αστυνομία– θα αποτελέσουν τον βασικό πυλώνα του· το «βαθύ κράτος» θα παραμένει εμφυλιοπολεμικό μέχρι την οριστική κατάρρευσή του, τον Ιούλιο του 1974. Πρόκειται για την πρώτη και θεμελιακή διαφοροποίηση από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, ο εμφύλιος πόλεμος είχε παγιώσει ένα κράτος συνταγματικά «αντικομμουνιστικό», καθώς μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού αποκλείεται από το κράτος.
Το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης, κατά την περίοδο 1945-1960, στηρίζεται στην επέκταση της αγροτικής παραγωγής, στην ανανέωση του παλιού βιομηχανικού δυναμικού· το κράτος θα περιοριστεί στους τομείς της υποδομής –«η οκταετία των έργων»– και θα παρεμβαίνει σε ελάχιστους βιομηχανικούς τομείς, όπως π.χ. στα λιπάσματα. Παράλληλα, οι μισθοί θα παραμένουν καθηλωμένοι και μόλις στα 1960 θα φτάσουν τα προπολεμικά επίπεδα, ενώ διευρύνεται η μικροϊδιοκτητική δομή, καθώς ο συνολικός αριθμός των κάθε είδους επιχειρήσεων: από 175.831, το 1930, θα περάσει σε 372.621, το 1958.
Με τη συνεισφορά του Σχεδίου Μάρσαλ, την εισροή σημαντικών χρηματικών πόρων από τους Αιγυπτιώτες και Κωνσταντινοπολίτες και με τα μεταναστευτικά εμβάσματα, η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1950-1960, θα φτάσει το 6,2%.
Μάλιστα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η ισχυρή μεταπολεμική επέκταση του δυτικοευρωπαϊκού κεϋνσιανού καπιταλισμού αρχίζει να επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή υπογράφει τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ ενώ, για δώδεκα χρόνια περίπου, από το 1961 μέχρι το 1973, η Ελλάδα θα γνωρίσει μια από τις σημαντικότερες περιόδους οικονομικής επέκτασης της ιστορίας της. (Στη δεκαετία 1960-1970, η άνοδος του ΑΕΠ ανέρχεται στο 7,7% –στη δεύτερη θέση μετά την Ιαπωνία–, ο δε βιομηχανικός τομέας αναπτύσσεται με ρυθμούς που υπερβαίνουν το 10%).
Στην ιδιωτική κατοικία, μετά το 1955-56, κατευθύνεται κατά μέσο όρο το 35% των συνολικών επενδύσεων και η Ελλάδα, το 1969, είναι ήδη πρώτη χώρα στον κόσμο από την άποψη κατασκευής οικοδομών (188.000 το 1973, έναντι 49.000 το 1961, και 72.000 το 1984). Αυτός ο προσανατολισμός όχι μόνο ανταποκρίνεται στη φύση της ελληνικής μικροϊδιοκτησίας αλλά και την αναπαράγει σε διευρυμένη κλίμακα, ενώ παράλληλα γιγαντώνονται και οι τομείς της βιομηχανίας που παράγουν για τις κατασκευές –πχ. τσιμέντα και βιομηχανία χάλυβα – και τον οικιακό εξοπλισμό. [Και last but not least αυτή η αλόγιστη “ανάπτυξη” κατέστρεψε ότι προϋπήρχε από την κτηριακή παράδοση της χώρας και δημιουργησε ένα αβίωτο μοντέλο ζωής.]
Πάντως η οικοδομή αποτελεί και τον βασικό τομέα επένδυσης του διεθνούς ελληνισμού. Οι ομογενείς της Αφρικής ή της Αιγύπτου, οι Κωνσταντινοπολίτες, που αρχίζουν να εκδιώκονται μετά το 1956, χρηματοδοτούν ουσιαστικά την πρώτη μεγάλη επέκταση της οικοδομικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ’50. Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν οι μετανάστες από την Αμερική, τη Γερμανία και την Αυστραλία. Πάντως, για όλη την περίοδο, πάνω από το 30% των επενδύσεων στην οικοδομή προέρχεται από τον ελληνισμό της διασποράς[1].
Στη μεταποίηση αρχίζει η δημιουργία της «σύγχρονης βιομηχανίας». Τσιμέντα, διυλιστήρια, ναυπηγεία, χαλυβουργίες, αλουμίνιο αναπτύσσονται κάτω από την ώθηση του ξένου κεφαλαίου. Πεσινέ, Έσσο-Πάππας και Σκαραμαγκάς γίνονται τα σύμβολα αυτής της νέας ανάπτυξης.
Στον ταχύτατα αναπτυσσόμενο αγροτικό τομέα όχι μόνο αυξάνονται οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (36 εκατ. στρ. το 1961) αλλά η γενίκευση της χρήσης των λιπασμάτων, η αύξηση των αρδευομένων εκτάσεων και η μηχανοποίηση επιτρέπουν μια σημαντική άνοδο της παραγωγής η οποία θα αυξηθεί πάνω από 3 φορές στην περίοδο 1948-1973, ενώ οι επενδύσεις αυξάνονται κατά 12,5 φορές. Η Ελλάδα θα γίνει πλεονασματική στην παραγωγή σταριού ενώ η παραγωγή κρέατος, από 84.200 τόνους το 1952, θα ανέλθει στους 449.300 τόνους το 1974.
Συνολικά, η επέκταση της ελληνικής οικονομίας χρηματοδοτείται από τους άδηλους πόρους και τις εισαγωγές κεφαλαίων. Το 1950, αντιπροσώπευαν το 21,80% του ΑΕΠ, εξ αιτίας του Σχεδίου Μάρσαλ· το 1960, είναι ήδη 17,35%, παρόλο που ο ρόλος της αμερικανικής «βοήθειας» καθίσταται αμελητέος, και θα φθάσουν το 26,78% το 1969. Η Ελλάδα ουσιαστικά τροφοδοτεί τη συσσώρευσή της από εξωτερικούς πόρους. Ναυτιλία, μετανάστες, ομογενείς, μεταβιβάσεις κεφαλαίων, τουρισμός, ξένα κεφάλαια, δάνεια τροφοδοτούν αυτή την ταχύτατη αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Εν τούτοις, την ίδια στιγμή, επιταχύνεται η έξοδος της αγροτιάς ενώ η μετανάστευση στην Αθήνα και την Ευρώπη παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Περίπου 150.000 άτομα τον χρόνο μεταναστεύουν. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έξοδο μετά την καμπή του αιώνα, μεγαλύτερη ακόμα και από το μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική
Ο μετασχηματισμός του πολιτικού «Κέντρου»
Το «Κέντρο», ως συνέχεια της βενιζελικής παράταξης –Φιλελεύθεροι, ΕΠΕΚ, Γεώργιος Παπανδρέου, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Νικόλαος Πλαστήρας, Σοφοκλής Βενιζέλος κ.ά.–, αποτέλεσε την κύρια κυβερνητική δύναμη που έφερε εις πέρας τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί δεν επιθυμούσαν κυβερνήσεις της Δεξιάς, που κατηγορούνταν για σχέσεις με τα Τάγματα Ασφαλείας και τον δωσιλογισμό· άλλωστε, και στην Αγγλία κυριαρχούν οι Εργατικοί και στην Αμερική οι Δημοκρατικοί. Ο εμφύλιος θα αρχίσει τον Δεκέμβρη με τον Γεώργιο Παπανδρέου και θα συνεχιστεί με τον Σοφούλη, τον Ζέρβα, τον Πλαστήρα κ.λπ. – με μικρά διαλείμματα κυβερνήσεων του Λαϊκού Κόμματος. Ωστόσο, μετά το 1952, οι κεντρώοι πολιτευτές μπαίνουν στο περιθώριο, ενώ ένας μεγάλος αριθμός τους προσχωρεί στη Δεξιά. Ο ισορροπιστής Γεώργιος Παπανδρέου εκλέγεται με τον «Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου, το 1952, ενώ και ο Ευάγγελος Αβέρωφ υπήρξε μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων. Ανοιγόταν έτσι ο δρόμος για τη δυναμική επανεμφάνιση της Αριστεράς –η ΕΔΑ θα φτάσει το 25%, στις εκλογές του 1958–, επιβεβαιώνοντας τη σχέση συγκοινωνούντων δοχείων ανάμεσα στην Αριστερά και τη βενιζελική παράταξη.
Οι Αμερικανοί και το Παλάτι δεν θα διστάσουν τότε να ενισχύσουν μια διαδικασία ενοποίησης του Κέντρου, ώστε να προσφέρουν μια δυνατότητα εναλλαγής με τη Δεξιά. Όμως, η δημιουργία της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), που κατόρθωσε να εκφράσει ένα μεγάλο ποσοστό των παλιών εαμογενών και προσφυγικών μαζών και να περιορίσει τη Δεξιά στο 35% το 1964, υποχρέωσε τους φθαρμένους πολιτικούς του Κέντρου να μεταβληθούν σε όργανο μιας μεταρρύθμισης η οποία σηματοδοτούσε την αποδυνάμωση της αμερικανικής ηγεμονίας, τον περιορισμό της δύναμης του Παλατιού, την άνοδο της αγοραστικής δύναμης των μαζών, την απόσυρση του παλιού «κατεστημένου», την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κ.ο.κ.
Ο ανένδοτος αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου, μετά το 1961, θα σημαδέψει αυτόν τον νέο διπολισμό της ελληνικής κοινωνίας, τον οποίο θα επιβεβαιώσει και η μεταπολίτευση. Ο παλιός βενιζελικός χώρος ανασυγκροτείται και, στη σύγκρουσή του με τη Δεξιά, χρησιμοποιεί και την Αριστερά ως δύναμη κρούσης. Το «κατόρθωμα» του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1974 είχε ήδη προδιαγραφεί, σε άλλες συνθήκες και με άλλους όρους, από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Έτσι, το 1963-64, με τις δυο αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες της Ε.Κ., όλα έμοιαζαν ώριμα για το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού.
Η έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων
Όμως, ο απρόσκοπτος εκσυγχρονισμός κατεδείχθη ανέφικτος τόσο εξ αιτίας της έκρηξης των κάθε είδους κοινωνικών αντιθέσεων, που είχαν μείνει παγωμένες επί τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια, όσο και εξ αιτίας της ενεργοποίησης του κυπριακού ηφαιστείου.
Οι οικοδόμοι, περίπου 70.000 άτομα το 1950, έφθασαν τις 200.000: τη στιγμή που στην Ευρώπη διαμορφωνόταν ο «εργάτης-μάζα», με επίκεντρο τον εργάτη αλυσίδας της αυτοκινητοβιομηχανίας, στην Ελλάδα ο Έλληνας «εργάτης -μάζα» ήταν ο οικοδόμος.
Δημιουργούνται έτσι καινούργια σωματεία, τα περιβόητα «115» οικοδομικά, ενώ η καθαίρεση από την κυβέρνηση της ΕΚ της διορισμένης ηγεσίας της ΓΣΕΕ συμβάλλει και αυτή στη γενίκευση των κινητοποιήσεων των οικοδόμων με τη μείωση του ωραρίου εργασίας –που θα φτάσει τις επτά ώρες ημερησίως– και την άνοδο των αμοιβών, ενώ άλλωστε πρωτοστατούν και στις πολιτικές κινητοποιήσεις[2].
Παράλληλα, οι εργατικές κινητοποιήσεις επεκτείνονται και στα εργοστάσια και η Ελλάδα του 1964 και του 1965 θα γίνει η πρώτη χώρα στον κόσμο σε ημέρες απεργίας ανά εργαζόμενο!
Την ίδια περίοδο, η «φοιτητική άνοιξη», που διαρκεί μέχρι το 1966-67, φέρνει την Ελλάδα και τον φοιτητικό χώρο στην πρωτοπορία των πολιτικών και κοινωνικών κινητοποιήσεων· άλλωστε, το ελληνικό πανεπιστήμιο γνωρίζει εκείνη την περίοδο την πρώτη μεγάλη διεύρυνσή του και από 20 χιλιάδες φοιτητές φτάνει τις 50-60 χιλιάδες: γεννιέται το μαζικό πανεπιστήμιο. Ο φοιτητικός χώρος παύει να αποτελεί αποκλειστικά «αντανάκλαση» των κοινωνικών αντιθέσεων και μεταβάλλεται σε αυτόνομο κοινωνικό υποκείμενο.
Παράλληλα γεννιέται μια νέα βιομηχανική και επιχειρηματική αστική τάξη που βλέπει τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς σαν ανάγκη ενώ αναπτύσσονται τα «νέα μεσαία στρώματα». Τεχνικοί και τεχνοκράτες, οικονομολόγοι και μάνατζερς κάνουν την εμφάνιση τους στο ελληνικό στερέωμα.
Η Ελλάδα θα γνωρίσει μια πρώιμη και πολύ πιο εκρηκτική κοινωνική «μεταπολίτευση», από εκείνη του 1974. Έτσι, η ολιγαρχία, το Παλάτι, οι Αμερικανοί, τρομαγμένοι, ανατρέπουν την κυβέρνηση Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965.
Η Πολιτιστική Επανάσταση του ’60
Εάν η γενιά του ’30 προσπάθησε να εσωτερικοποιήσει στο ελλαδικό έθνος-κράτος τον παλλόμενο ακόμα οικουμενικό ελληνισμό, η γενιά του ’60 θα επιχειρήσει να υπερβεί τον διχασμό του εμφυλίου και να εντάξει την Ελλάδα στον σύγχρονο κόσμο, συγκρατώντας ταυτόχρονα την ελληνική ιδιοπροσωπία. Οι Έλληνες του 1960 δεν επιθυμούν να αντιγράψουν τη Δύση αλλά, καταβροχθίζοντας «πληροφορίες και υλικό», να την προσεγγίσουν και πάλι με αίσθηση ισοτιμίας.
Η «γενιά του ’40», η γενιά της Αντίστασης, δεν μπόρεσε να συνεχίσει στον δρόμο της «γενιάς του ’30». Είτε θα βιώσει μια εσωτερική εξορία, όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, είτε θα εγκλειστεί στις φυλακές και τις εξορίες, όπως ο Άρης Αλεξάνδρου, είτε θα επιβιώνει «ζώντας και ψευτοζώντας», όπως ο Δημήτρης Βεάκης, ο Δήμητρης Ροντήρης ή ο Τάσος Λιγνάδης, είτε θα «δραπετεύσει» από την Ελλάδα, επαναφέροντας στη μνήμη τη φυγή των Ελλήνων λογίων μετά την Άλωση.
Χιλιάδες υπήρξαν οι Έλληνες διανοούμενοι και καλλιτέχνες, που έφυγαν προς τη Δυτική αλλά την Ανατολική Ευρώπη. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι εκείνη των 130 περίπου νεαρών ανδρών και γυναικών οι οποίοι (δι)έφυγαν με υποτροφία του γαλλικού κράτους. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Νίκος Σβορώνος, ο Γιάννης Ξενάκης και άλλοι, ταξίδεψαν με το καράβι Ματαρόα προς την «Εσπερία». Μερικά από τα καλύτερα μυαλά της χώρας θα «χαθούν» –ή ίσως και θα διασωθούν –, καθώς η Ελλάδα του εμφυλίου δεν είχε ανάγκη από κριτική σκέψη.
Ουσιαστικώς, μόνο μετά το 1960, θα ξαναρχίσουν να λιώνουν οι παγωμένες πλάκες του ψυχρού πολέμου και του εμφυλίου σε μια «πολιτιστική επανάσταση» η οποία συμβάδιζε και με μια παγκόσμια επανάσταση που διαπερνούσε τον πλανήτη μας, από την Κίνα μέχρι το Μπέρκλεϋ και το Γούντστοκ, και από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική.
Ο Γιώργος Σεφέρης αποσπά το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και ο Ελύτης μεσουρανεί. Στο θέατρο προβάλλει η «νέα ελληνική δραματουργία», Ιάκωβος Καμπανέλλης, Λούλα Αναγνωστάκη, Κάρολος Κουν κ.ά. Στο τραγούδι έχουμε την «επανάσταση» του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ ήδη το 1963-64 εμφανίζονται ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Ξαρχάκος και το «Νέο Κύμα». Ταυτόχρονα είναι η εποχή της ανακάλυψης του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, του «λαϊκού» και του ρεμπέτικου. Στον κινηματογράφο ανατέλλει ο «νέος ελληνικός κινηματογράφος», Μανθούλης, Πανουσόπουλος, Αγγελόπουλος, Δαμιανός, Τορνές, Θέος κ.λπ. Στην πεζογραφία, η απόλυτη κυριαρχία της «γενιάς του τριάντα» υποχωρεί με την εμφάνιση του Στρατή Τσίρκα, του Μένη Κουμανταρέα, του Θανάση Βαλτινού, του Βασίλη Βασιλικού, του Δημήτρη Χατζή, του Ανδρέα Φραγκιά και άλλων. Ενώ, στη ζωγραφική, εμφανίζονται οι Μυταράς, Γαΐτης, Κανιάρης, Καράς, Κεσσανλής, Τσόκλης, Σόρογκας, Φασιανός κ.ά.
Αυτή η πολιτιστική επανάσταση αγκαλιάζει και τομείς που μέχρι τότε είχαν μείνει ανέγγιχτοι. Οι κεϋνσιανοί και νεοκεϋνσιανοί που ήρθαν στην Ελλάδα, στις «αποσκευές» του Ανδρέα Παπανδρέου, θα συσπειρωθούν γύρω από το περιοδικό Νέα Οικονομία, Βασίλης Φίλιας, Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, Σάκης Καράγιωργας, Γεράσιμος Νοταράς.
Στην Αριστερά, οι προβληματισμοί ξεκινούν από έναν πρωτο-ευρωκομμουνισμό, με εκφραστές τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Ανδρέα Λεντάκη ή τον Αιμίλιο Ζαχαρέα, ενώ η νεολαία πάλλεται από τις επαναστάσεις στον Τρίτο Κόσμο –Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κογκό κ.λπ.– και από τη γέννηση του «νέου κινήματος» στη Δύση – Μπέρκλεϋ, Βερολίνο κ.λπ. Από το 1964 και μετά, οι προβληματισμοί πληθαίνουν: «Κινέζοι», «κοινοβίτες» (από την ομάδα στην οποία ανήκε και ο Σωτήρης Πέτρουλας, και έθετε σαν στόχο την κοινοβιακή ζωή), το περιοδικό Αντιϊμπεριαλιστής με τον Νίκο Ψυρούκη. Τέλος, ακόμα και μερικοί υποστηρικτές του περιοδικού Socialisme ou Barbarie και του Καστοριάδη, όπως ο Στέλιος Ράμφος, ενώ κάποιοι προχωρούν στην κριτική του ίδιου του μαρξισμού, όπως ο νεαρός Παναγιώτης Κονδύλης.
Οι ιδεολογικές ζυμώσεις και ο αναβρασμός αγκαλιάζουν ακόμα και την Εκκλησία και τον ορθόδοξο χώρο, που στη διάρκεια του Εμφυλίου είχε ταυτιστεί με το καθεστώς, η δε χριστιανική νεολαία λειτουργούσε ως το μαζικό αντίβαρο της ΕΠΟΝ. Και όμως, στη δεκαετία του ’60, ακόμα και στην οργάνωση «Ζωή» θα εισχωρήσουν τα πρώτα σπέρματα αμφισβήτησης του θρησκευτικού ευσεβισμού. Σπέρματα τα οποία στη συνέχεια θα οδηγήσουν στα ρεύματα της νεο-ορθοδοξίας, με τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο, τον Χρήστο Γιανναρά, τον Παναγιώτη Νέλλα, καθώς και στη μεγάλη αναγέννηση του Αγίου Όρους με τον Βασίλειο Γοντικάκη, τον Γεώργιο Καψάνη και άλλους.
Η κριτική της εμφύλιας διαμάχης εκ των ένδον
Εάν η γενιά του ’30 συμπορεύτηκε προνομιακά με τον βενιζελισμό, η γενιά του ’60 συνδέεται κατ’ εξοχήν με την «κριτική» Αριστερά, η οποία, ιδιαίτερα μετά το 1956 και το 20 Συνέδριο του ΚΚΣΕ, προβαίνει σε μια (αυτο)κριτική αποτίμηση της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Η λεγόμενη «ποίηση της ήττας», με τους Μανόλη Αναγνωστάκη, Τίτο Πατρίκιο, Βύρωνα Λεοντάρη, Κλείτο Κύρου,καιμυθιστορήματα όπως η τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, ή το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και η Καγκελόπορτα του Ανδρέα Φραγκιά επιχειρούν να αποδώσουν την τραγική συνθήκη εκείνων που βρέθηκαν να παλεύουν για την ελευθερία με όχημα μια ιδεολογία ανελευθερίας.
Για τον Βύρωνα Λεοντάρη, η «ποίηση της ήττας» βασικά είναι μια βαθιά κρίση και ίσως το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας και της αντιστασιακής ποίησης. Ο Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους πλέον προβεβλημένους κομματικούς ποιητές, θα θεωρήσει την ήττα κατεξοχήν ηθική: «Η ήττα μας είναι, πάνω απ’ όλα, πρόβλημα που σχετίζεται με την ηθική … είδαμε με μια έκπληξη, που έφτανε τη φρίκη, στο στρατόπεδό μας … μεταφερμένα μερικά από τα χαρακτηριστικά του αντίπαλου στρατοπέδου: βία, ανελευθερία, δεσποτισμό, νεποτισμό»[3].
Η ποίηση της ήττας εκκινά από την κριτική επανεξέταση των δομών του αντιστασιακού κινήματος, την κριτική της μονολιθικότητας, την άρνηση της ατομικότητας, που χαρακτήριζε το παλιό κίνημα, τον «σταλινισμό» κ.λπ. Διαβάζουμε από τον Τίτο Πατρίκιο:
«Ενας ήρωας
Ήτανε ήρωας πραγματικός
κράτησε αλύγιστος στις πιο σκληρές δοκιμασίες
Κι απόμεινε σαν την πέτρα. Γερός κι αδιαπέραστος
στα πιο κοινά, τα πιο ανθρώπινα αισθήματα»[4].
Αυτή η κριτική μετασχηματίζεται σε κριτική του σύγχρονου πολιτισμού και της αλλοτρίωσης του μεταπολεμικού ανθρώπου και εγκαταλείπει τη θριαμβολογική αφήγηση της Αριστεράς, συναντώντας τα σύγχρονα ρεύματα της ευρωπαϊκής αποξένωσης και του παράλογου, όπως θα το κάνει ο Άρης Αλεξάνδρου με το Κιβώτιο. «Η αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα που… είναι γενικότερα ήττα της ανθρωπότητας, “του πολιτισμού”»[5].
Μέχρι και ο επίσημος βάρδος της Αριστεράς, ο Γιάννης Ρίτσος, θα υποταχθεί στην επίδραση του ρεύματος:
«Τον είδες τον κουβά, ν’ ανεβαίνει από τα βάθη και
ν’ αδειάζει
τόσες και τόσες φορές να γεμίζει τις στάμνες,
να ποτίζει τα λουλούδια.
Τώρα ανάστροφος πλάι στο πηγάδι δείχνει τα νώτα του
στον ήλιο
ένα κενό κυκλικό, μισό ταμπούρλο
(Αν το κτυπούσες θ’ ανάδινε ένα σκέτο ρυθμό χωρίς τραγούδι)
ένα άψογο στιλπνό μηδέν είναι στο κοίλωμά του ακόμη υγρό και δροσερό,
καταφεύγουν
κάτι γυμνά προϊστορικά τέρατα, αδρανή, πολυσήμαντα, γλοιώδη».[6]
Οι συμβολισμοί είναι περισσότερο από σαφείς: ο «κουβάς», που αναρίθμητες φορές πότισε τα λουλούδια και τις στάμνες, είναι πλέον άχρηστος, ένα κύμβαλο αλαλάζον, που δεν αναδίδει κανένα τραγούδι και στο κοίλωμά του καταφεύγουν μόνον γλοιώδη «προϊστορικά τέρατα».
Ο Κλείτος Κύρου υπογραμμίζει πως μια τυφλή αγωνιστικότητα, και η ταυτόχρονη υποταγή του κριτικού λόγου στη λογική της εξυπηρέτησης του «σκοπού» με κάθε μέσο, μπορεί εύκολα να παραχωρήσει τη θέση της σε μια εξ ίσου μονοδιάστατη επανάπαυση «στα τρόπαια των αστικών μαχών».
«Η ΚΑΜΠΗ
… Προδομένη απ’ το χρόνο
Πλανάται η παρείσακτη μνήμη τους
Σε μετοχικά κεφάλαια/Τουριστικές επιχειρήσεις
Και σ’ επενδύσεις κατ’ εξοχήν επωφελείς
Των ευελίκτων επιγόνων».[7]
Οι «επίγονοι» θα μεταβάλουν τις παλιές «περγαμηνές» τους σε ανταλλάξιμο εμπόρευμα, σε εκείνα κουρέλια της Αριστεράς που θα περιφέρουν οι θεατρίνοι του Θόδωρου Αγγελόπουλου, από τον Θίασο μέχρι το Τοπίο στην Ομίχλη, για να τα ξεπουλήσουν σε τιμή ευκαιρίας σε ευέλικτους κυβερνητικούς κληρονόμους, όπως θα συμβεί κατά κόρον στη μεταπολίτευση.
Διαβάστε στο επόμενο
1967-1974 Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών και η καταστροφή της Κύπρου
[1] Γ. Καραμπελιάς, Οικοδόμοι και οικοδομή στη μεταπολεμική Ελλάδα, Παρίσι 1973, Αθήνα 1975.
[2] Βλ. Γ. Καραμπελιάς, Οικοδόμοι και οικοδομή, ό.π.
[3] Τάσος Λειβαδίτης, «Η ποίηση της ήττας Ένα θέμα για διερεύνηση» Επιθεώρηση Τέχνης, τχ.. 141, Σεπτέμβριος 1966
[4] Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα Β΄(1959-2017), Μαθητεία ξανά (1959-1962) , Κίχλη 2018.
[5] Βύρων Λεοντάρης, «Η ποίηση της ήττας», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 106-107, Οκτώβριος.-Νοέμβριος 1963.
[6] Γιάννης Ρίτσος, «Ο Κουβάς», στο Μαρτυρίες Σειρά πρώτη 1957-1963, βλ. Μαρτυρίες, Σειρά πρώτη, Σειρά δεύτερη, Σειρά Τρίτη, Κέδρος 2014.
[7] Κλείτος Κύρου, Κλειδάριθμοι (1963), στο Εν όλω. Συγκομιδή (1943–1997). Άγρα, Αθήνα 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου