Συμπεριληπτική Διαπραγμάτευση (Integrative Negotiation)
Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος, Αρθρογράφος
Ο νέος προσανατολισμός της ελληνικής διπλωματίας εδράζεται στην επονομαζόμενη ατζέντα κοινού οφέλους με σημείο αναφοράς το περίφημο πόνημα Getting to Yes without Giving in, των Roger Fisher και William Ury από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ. Οι δύο διαπρεπείς Αμερικανοί καθηγητές περιέγραψαν την επιτομή των διαπραγματεύσεων επί σκοπού συναίνεσης και αμοιβαίου κέρδους win -win βάσει 4 κανόνων:
1. Αποφυγή επικέντρωσης σε θέσεις (positions) και προσήλωση σε κοινό πλαίσιο αρχών και αμοιβαίων συμφερόντων.
2. Επινόηση εναλλακτικών αμοιβαίου οφέλους
3. Επιλογή αντικειμενικών κοινών κριτηρίων περί διασαφήνισης των δεδομένων κοινού ενδιαφέροντος και οφέλους
4. Διαχωρισμός των εμπλεκομένων απ το πρόβλημα. Επιλογή προσώπων στη διαπραγμάτευση που διάκεινται θετικά στη θετική ατζέντα. Αποφυγή συναισθηματικής προσέγγισης, επίκλησης θυμικού και αναφορά σε προβληματικές προηγούμενες συμπεριφορές εκατέρωθεν.
Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά πλέον υπεισέρχεται σε πιθανότητες εξεύρεσης δυνητικών λύσεων μέσω της σφυρηλάτησης ενός κοινού αξιακού πλαισίου με τη Τουρκία, φιλοδοξώντας να μην εμπλακεί στον σκληρό πυρήνα των παράνομων και αναθεωρητικών τουρκικών διεκδικήσεων. Πρόκειται για ένα πλαίσιο ενσωμάτωσης της Τουρκίας σε φιλειρηνικές οδούς (accomodation) με δυνητικά ανταλλάγματα την εκ νέου διασύνδεσή της Άγκυρας με την Ε.Ε.
Η Αθήνα συνεπώς παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν διαμεσολαβητής (broker) Τουρκίας- Ε.Ε, επανερχόμενη τρόπον τινά σε μια τμηματική επανάληψη της Στρατηγικής του Ελσίνκι (υπάρχουν σημαντικές διαφορές κυρίως στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και προοπτική της Τουρκίας αλλά και συνολικά).
Οι Κίνδυνοι που ελλοχεύουν..
Η ελληνική πλευρά αποπειράται μια κίνηση σχετικώς υψηλού ρίσκου, καθώς η διαδικασία που ακολουθείται δεν ενέχει δικλείδες ασφαλείας. Αυτές δύνανται να περιγραφούν ως εξής: Η win win προσέγγιση να συνοδεύεται από δύο παράλληλες στρατηγικές καταρχήν Τιμωρίας (punishment) της Άγκυρας στη περίπτωση μη τουρκικής συμμόρφωσης και μια δικλείδα αναδίπλωσης (backtracking) χωρίς κόστος εφόσον η τουρκική πλευρά επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί την ελληνική κίνηση καλής θέλησης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το πρώτο σκέλος της Διακήρυξης Αρχών και Φιλίας είναι εξόχως προβληματικό καθώς επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών και η τουρκική πλευρά έχει αποδείξει στη πράξη όχι μόνο τη κακοπιστία της αλλά και τον διαφορετικό αξιακό κώδικα που τη διαπνέει. Έναν κώδικα αναθεωρητικό και επιθετικό χαρακτηριστικό ενός πολεμικού κράτους(warrior state) συμπεριλαμβανομένης και μιας στρατηγικής κουλτούρας διαπραγμάτευσης που ευνοεί παίγνια μηδενικού αθροίσματος και επενδύει στην επικράτηση.
Είναι συνεπώς επικίνδυνο να εμπλακεί η Ελλάδα σ έναν διάλογο στη ”γκρίζα περιοχή” μεταξύ σκληρών θέσεων και soft λύσεων που δυνητικά θα επιφέρει de facto διολίσθηση σε δυσμενή τετελεσμένα επί κυριαρχικών δικαιωμάτων και εθνικής κυριαρχίας μέσω της διαδικασίας διαδοχικών βημάτων.
Η εξαγορά χρόνου είναι μια θεμιτή ελληνική απαίτηση πλην όμως ο στρατηγικός στόχος δεν μπορεί να εξαντλείται στην αποκλιμάκωση.. Ο νέος προσανατολισμός της ελληνικής διπλωματίας ως προς τη Τουρκία, επιβάλλεται να έχει έναν ξεκάθαρο χρονικό ορίζοντα και σαφείς στόχους που πρέπει να ευοδωθούν.
Αν ο στόχος συνεχίσει να εξαντλείται στην αποκλιμάκωση, σύντομα θα καταστεί ανεδαφικός. Αν επιχειρηθεί να σφυρηλατηθεί μια αλλαγή στρατηγικής κουλτούρας της Τουρκίας προς το ηπιότερον, αυτό προσκρούει αφενός στις στρατηγικές επιταγές της Άγκυρας και στο πολιτικοοικονομικό-στρατιωτικό- τεχνολογικό υπερεθνικισμό της τουρκικής ελίτ που ομνύει στον Αιώνα της Τουρκίας.
Επιβάλλεται συνεπώς μια ρεαλιστική προσέγγιση στη διεθνή πολιτική, ένας ρεαλισμός που θα συνάδει με τη μετατόπιση ισχύος του 21ου αιώνα και τους ηγεμονικούς αναδυόμενους ανταγωνισμούς του υπό διαμόρφωση διεθνούς συστήματος.
Η επιλογή μιας θετικής ατζέντας αφού επιλέγεται από το πολιτικό σύστημα της χώρας, απαιτείται τουλάχιστον να ενταχθεί σ ένα άκρως ρεαλιστικό πλαίσιο. Αλλιώς θα καταστεί ουτοπική και επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα.
Εν κατακλείδι, ο νέος προσανατολισμός της Ελληνικής πλευράς ακολουθεί τη στρατηγική λογική της εξεύρεσης λύσεων ως υπόδειγμα πολιτικής (policy paradigm). Όμως στη διεθνή πολιτική υπάρχουν ζητήματα υπαρξιακά που δεν υπόκεινται σε λύση μέσω διαπραγματεύσεων (unresolved issues) πολλώ δε μάλλον σε λύση ταχείας επιλογής (quick fixing solution). Αν και τα κράτη λειτουργούν ορθολογικά δεν θα πρέπει να υποτιμώνται οι μη ορθολογικές (non rational) προτιμήσεις των ηγεσιών, όπως κατέδειξε και η Θουκυδίδεια προσέγγιση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του παράτολμου του Αλκιβιάδη και της αναποφασιστικότητας του Νικία στη Σικελική Εκστρατεία που έγειραν τη πλάστιγγα υπέρ της ανάληψης πολύ υψηλού ρίσκου.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ερντογάν αν και πραγματιστής αντιλαμβάνεται τις Διεθνείς Σχέσεις και τη θέση της Τουρκίας υπό το ιδεολογικό πρίσμα του μετα-αυτοκρατορικού συνδρόμου που άπτεται της οθωμανικής νοσταλγίας και μεγαλείου, όπως το περιέγραψε ο Hakan Yavuz.
Η προσέγγιση κατά συνέπεια της συμπεριληπτικής διαπραγμάτευσης έχει ισχυρούς περιορισμούς και δύναται να καταστεί ένα υβριδικό εργαλείο στη ”γκρίζα” περιοχή μεταξύ νομικών-πολιτικών τετελεσμένων (faits accomplis through lawfare-political warfare) από κακόπιστο εταίρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου