Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Τρανς: η νέα ανορεξία;


Για τα σημερινά κορίτσια, η ενηλικίωση είναι πλέον μία πολύ δυσάρεστη υπόθεση

Της Lionel Shriver, δημοσιογράφου και συγγραφέως

Πηγή: www.unherd.com Μετάφραση: Νικόλας Δημητριάδης

Αν και η μόδα των «τρανς εφήβων» δεν έχει φθάσει ακόμη στην Ελλάδα –τουλάχιστον με την εκρηκτική μορφή που έχει στις Η.Π.Α. – αποτελεί εντούτοις κομβικό στοιχείο της Woke  ατζέντας, και ως τέτοιο καλό είναι να τη λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν. 

Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα άρθρο της Αμερικανίδας Lionel Shriver που περιστρέφεται γύρω από τις κοινωνικές και ψυχολογικές πτυχές του ζητήματος. Η Lionel Shriver ήταν μία ιδιαίτερα δημοφιλής συγγραφέας, αγαπητή στους προοδευτικούς κύκλους των Η.Π.Α. για τα δύσκολα κοινωνικά θέματα που πραγματευόταν στα βιβλία της, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να καταπιαστεί με τη Woke ατζέντα και τον ιδεολογικό ολοκληρωτισμό που επιβάλλει…

Όταν δίδασκα πρωτοετείς φοιτητές σε κολέγια της Νέας Υόρκης, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, είχα διαπιστώσει ένα περίεργο μοτίβο κατά τις συναντήσεις μου με τις φοιτήτριές μου. Όλο και πιο συχνά, μου εκμυστηρεύονταν ότι ήταν ανορεκτικές. Ο όρος «νευρική ανορεξία» είχε εισέλθει στο κοινό λεξιλόγιο μόλις 10 χρόνια νωρίτερα, και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για την ανησυχητική αυτή διαταραχή είχε αυξηθεί μετά τον θάνατο της ποπ τραγουδίστριας Κάρεν Κάρπεντερ το 1983. Παρόλα αυτά, δεν ήταν στην πραγματικότητα όλες αυτές οι φοιτήτριες ανησυχητικά λιποβαρείς. Μου πήρε λίγο για να καταλάβω τί συνέβαινε: Δεν ήταν ανορεκτικές, αλλά προσδοκούσαν να γίνουν. Το να διαγνωστείς με ανορεξία προσέφερε τότε… γόητρο.

Αν και ορισμένες από αυτές τις μαθήτριες μπορεί απλώς να φλέρταραν με την ανορεξία, τα σημάδια ήταν πολύ ανησυχητικά. Η ανορεξία ήταν ήδη γνωστή ως η πιο θανατηφόρα από όλες τις ψυχιατρικές ασθένειες. Η περιέργειά μου, λοιπόν, με οδήγησε να διαβάσω αρκετά βιβλία για αυτή την εμμονική «αυτο-λιμοκτονία». Πρόσφατα, έσπευσα να διαβάσω το βιβλίο Good Girls: A Story and Study of Anorexia της Hadley FreemanΞεκινώντας το 1992, η συγγραφέας πάλεψε για πολλά χρόνια με τη διατροφική αυτή διαταραχή, εξαιτίας της οποίας νοσηλεύτηκε επανειλημμένα και επί μήνες στο νοσοκομείο. Ωστόσο, στην αρχή δίστασα να διαβάσω το βιβλίο, καθώς το θέμα του μου φάνηκε κάπως ξεπερασμένο. Κι αυτό γιατί η νευρική ανορεξία δεν αποτελεί πια μία «διάγνωση κύρους» όπως παλαιότερα. Τη θέση αυτή την κατέχει πλέον το… «τρανς», η νεανική διεμφυλικότητα.

Η Freeman αφιερώνει μισό κεφάλαιο στην επικάλυψη μεταξύ των δύο διαταραχών – και οι δύο «εδράζονται στην πεποίθηση ότι αν αλλάξεις το σώμα σου, δεν θα μισείς πια τον εαυτό σου». Διαβάζοντας την αφήγησή της, άρχισα να παρατηρώ και άλλες ομοιότητες. Και οι δύο νευρώσεις είναι σαφώς «μεταδοτικές». Από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να νοιάζονται για το πάχος τους, στη δεκαετία του ’60, οι διατροφικές διαταραχές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Αυτό καθιστά αμφίβολη και την πρόσφατη επιμονή ορισμένων, ότι η ανορεξία οφείλεται σε κληρονομική γενετική προδιάθεση παρά σε κοινωνικούς-πολιτισμικούς παράγοντες. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, ένας αυξανόμενος αριθμός νεαρών γυναικών συνδυάζουν την εξουθενωτική πείνα με την πλουσιοπάροχη κάλυψη των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Κατ’ αντιστοιχία, από το 2010 ο αριθμός των έφηβων κοριτσιών που παραπέμφθηκαν στην «Υπηρεσία Ανάπτυξης Ταυτότητας Φύλου» του Tavistock αυξήθηκε κατά 5.000% – γεγονός που καθιστά εξίσου αμφίβολους τους ισχυρισμούς για μια αμιγώς γενετική εξήγηση της διεμφυλικότητας. Και οι δύο διαταραχές αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα. Αν και ιστορικά έχουν υπάρξει περιπτώσεις ανθρώπων που αυτο-λιμοκτονούσαν ή υποδύονταν το αντίθετο φύλο, οι διατροφικές διαταραχές και ο τρανσεξουαλισμός σε μαζική κλίμακα είναι πρόσφατες εφευρέσεις. Εμείς, συλλογικά, επινοήσαμε αυτές τις τρομερές ασθένειες.

Η Freeman εντοπίζει το έναυσμα που την οδήγησε στην ανορεξία στα 14 της. Καθώς καθόταν δίπλα σε μία κοκαλλιάρα συμμαθήτριά της, την ρώτησε: «Είναι δύσκολο να βρεις ρούχα, όταν είσαι τόσο μικρή;». Το κορίτσι απάντησε: «Ναι, είναι. Μακάρι να ήμουν φυσιολογική σαν εσένα». Τότε, λέει η Freeman, «σαν να βρέθηκα μπροστά σε ένα σκοτεινό βάθρο και να έπεσα μέσα. Η Αλίκη στη Χώρα του Τίποτα. ‘‘Φυσιολογική’’… Όχι αδύνατη, ούτε λεπτή, απλώς φυσιολογική. Όμως το φυσιολογικό ήταν ο μέσος όρος. Ήταν βαρετό. Το φυσιολογικό ήταν ένα τίποτα.»

Πράγματι, στις μέρες μας, δεν υπάρχει φαινομενικά η έννοια του φυσιολογικού. Στη νέα προοδευτική ορολογία, οι λέξεις που ορίζουν το φυσιολογικό – όπως η λέξη “ετεροκανονικότητα” – χρησιμοποιούνται υποτιμητικά. Το ένα πέμπτο των Αμερικανών κάτω των 30 ετών αυτοπροσδιορίζονται πλέον ως ΛΟΑΤΚ-οτιδήποτε. Δεν πειράζει που ο Eric Kaufmann έχει τεκμηριώσει πως μεγάλο ποσοστό των νεαρών γυναικών που δηλώνουν «αμφι-φυλόφιλες», στην πραγματικότητα δεν κάνουν ποτέ ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Οι σημερινοί νέοι υιοθετούν την «ετικέτα» κάποιας σεξουαλικής ιδιαιτερότητας, με την ίδια ευκολία που οι προηγούμενες γενιές φορούσαν τα μπλουζάκια Λακόστ με το κροκοδειλάκι. Όπως σημειώνει η Freeman, «το φυσιολογικό είναι ένα τίποτα». Όλο και περισσότερο, το να είναι κάποιος ετεροφυλόφιλος, ή έστω ικανοποιημένος με το φύλο του, θεωρείται μη «κουλ». Σύμφωνα με μία έρευνα[1], το 12% της νέας γενιάς (18-34) στις Η.Π.Α. προσδιορίζονται είτε ως τρανσέξουαλ είτε ως άτομα που δεν συμμορφώνονται με το φύλο τους, σε σύγκριση με το 6% της προηγούμενης γενιάς (35-53).

Τόσο η αυτο-λιμοκτονία όσο και ο «τρανσεξουαλισμός» εγγυώνται την ανέλιξη σε μια υποτιθέμενη κοινωνική ελίτ. Τουλάχιστον στο μυαλό κάποιων ανορεκτικών, το να είσαι απρόσβλητος στους γευστικούς πειρασμούς που ξελογιάζουν τους «κοινούς θνητούς» προκαλεί μια αίσθηση ανωτερότητας. Η Freeman περιγράφει τις ανορεκτικές που νοσηλεύονταν μαζί της να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια τρώει λιγότερο, ενώ ήταν και επιλεκτικές σχετικά με το πόσο σκελετωμένη έπρεπε να είναι κάποια για να γίνει δεκτή στον εκλεκτό κύκλο τους. Σήμερα, ένας παρόμοιος ανταγωνισμός θάλλει στο διαδίκτυο. Μία δημόσια αυτοκτονία σε αργή κίνηση τραβάει αναπόφευκτα την προσοχή τρομοκρατημένων γονέων, ανήσυχων δασκάλων και ανήσυχων ιατρών. (Η Freeman ισχυρίζεται ότι οι ανορεκτικές δεν στοχεύουν τόσο στο να φαίνονται αδύνατες – στοχεύουν κυρίως στο να φαίνονται άρρωστες.) Το να είναι ένα άτομο ανορεκτικό μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε μια «ταυτότητα», γεγονός που κάνει τη θεραπεία ακόμα πιο δύσκολη. Αν αποκτήσει το άτομο αυτό ένα υγιές βάρος, κινδυνεύει να μην αναγνωρίζει πια τον εαυτό του.

Κατά τον ίδιο τρόπο, το να εκδηλωθεί κάποιος ως «τρανς» τραβάει την προσοχή των συμμαθητών, των δασκάλων και μιας ολόκληρης βιομηχανίας θεραπευτών, ενδοκρινολόγων και χειρουργών. Μία απλή μονοσύλλαβη λέξη, η λέξη «τρανς», φαίνεται να προσφέρει μια έτοιμη απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι;». Η Freeman ισχυρίζεται πως όταν ένας ανορεκτικός λέει: «Δεν θέλω να είμαι χοντρός, θέλω να είμαι λεπτός», στην πραγματικότητα εννοεί: «Θέλω να είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι. Αυτό που είμαι με κάνει δυστυχισμένο. Θέλω να γίνω κάποιος άλλος». Προφανώς, η μετάβαση στο αντίθετο φύλο υποκρύπτει την ίδια παραδοχή: «Θέλω να γίνω κάποιος άλλος». Είναι, όμως, πραγματικά εφικτό να «γίνω κάποιος άλλος»;

Από τότε που οι παιδιατρικές κλινικές αλλαγής φύλου έφτασαν να δέχονται τριπλάσιο αριθμό κοριτσιών αντί αγοριών, η ανορεξία και η διεμφυλικότητα πλήττουν συχνά την ίδια πληθυσμιακή ομάδα: ευερέθιστα, ανασφαλή κορίτσια στην εφηβεία, με εύθραυστη αίσθηση του εαυτού τους, που προσπαθούν απεγνωσμένα να αποφύγουν όλα όσα συνεπάγεται η ενηλικίωση και η γυναικεία φύση: τις επώδυνες περιόδους, την πιθανότητα βιασμού ή ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, το σεξ (που παίρνει συχνά μία εξευτελιστική για τις γυναίκες μορφή, λόγω της διάχυτης διαδικτυακής πορνογραφίας), και, τέλος, το πάχος. Για ορισμένες ανορεκτικές, η άρνησή τους να ενηλικιωθούν και να γίνουν γυναίκες είναι έμμεση – όταν, όμως, τα κορίτσια παίρνουν χημικούς αναστολείς της εφηβείας (puberty blockers), η άρνησή τους να γίνουν γυναίκες είναι ξεκάθαρη. Προσωπικά, έχοντας βιώσει τις σωματικές ταλαιπωρίες της ώριμης θηλυκότητας για πάνω από 50 χρόνια, τους δίνω κάποιο δίκιο.

[…]

Εκεί που οι δύο διαταραχές χωρίζουν τους δρόμους τους, είναι στην κοινωνική αποδοχή. Μπορεί παλαιότερα η ανορεξία να ήταν ένα καυτό θέμα και να έδινε κάποια αίγλη, ελάχιστοι, όμως, γονείς σήμερα θα καυχιόντουσαν ότι το παιδί τους είναι ανορεκτικό. Το να έχεις ένα παιδί που αρνείται να φάει οδηγεί στην απελπισία και την απόγνωση. Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για πολλούς γονείς διεμφυλικών παιδιών – αλλά όχι για όλους. Σύμφωνα με τη Jamie Reed (η οποία εργαζόταν σε παιδιατρική κλινική φύλου, μέχρι που αποφάσισε να παραιτηθεί και να καταγγείλει τα όσα συμβαίνουν στις κλινικές αυτές), στις φιλελεύθερες γειτονιές των Η.Π.Α., πολλοί γονείς θεωρούν πως το να έχεις ένα τρανς παιδί προσφέρει γόητρο. Είναι δε πολύ προτιμότερο, από το να έχεις ένα παιδί που είναι απλά γκέι – αυτό είναι πια «ντεμοντέ». Η ίδια η Reed θεωρεί πως αίτιο αυτής της κατάστασης είναι η ομοφοβία.

Αμερικανός πατέρας ενός «τρανς παιδιού» εκθέτει το παιδί του στο διαδίκτυο, καταγράφοντας με συνεχή βίντεο τη «φυλομετάβασή» του, αποσπώντας παράλληλα εκατομμύρια «θεάσεις» και «like»…

Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες δύο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές διαταραχές: η διάγνωση και η θεραπεία. Στα τελευταία της στάδια, η ανορεξία είναι οπτικά εμφανής. Η λιμοκτονία δεν είναι διακριτική – δεν είναι κάτι που μπορείς να το κρατήσεις κρυφό. Αντιθέτως, σύμφωνα με την τρέχουσα ιατρική ορθοδοξία, η διάγνωση του τρανσεξουαλισμού είναι καθαρά υποκειμενική. Η πάθηση δεν έχει παρατηρήσιμα σωματικά συμπτώματα, δεν έχει κάποιον αντικειμενικό συσχετισμό. Αν σας πω ότι είμαι ένας άνδρας, εσείς θα πρέπει να με πιστέψετε. Η κατάσταση είναι επομένως μη διαψεύσιμη. Και το πλήθος των δυνητικών ασθενών είναι προοπτικά απεριόριστο.

Όσον για τη θεραπεία, η ανορεξία αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ασθένεια, ως μία ψυχιατρική διαταραχή που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αντιθέτως, η διεμφυλικότητα συχνά εξυμνείται (για να μην πούμε καθαγιάζεται) ως μια κατάσταση ανώτερης συνείδησης. Ο χρησιμοποιούμενος όρος «φροντίδα επιβεβαίωσης φύλου» (Gender-affirming care) δεν αντιμετωπίζει τη διαταραχή, αλλά, αντιθέτως, ενδίδει στο έπακρο στις αυταπάτες του ασθενούς. Αντί να βοηθήσουν το παιδί να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα, οι ιατροί διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα για να τη συμφιλιώσουν με τη διαταραχή. Όποιος τολμά να περιγράψει την αλλόκοτη και βιολογικά ανυπόστατη πεποίθηση ότι κάποιος «γεννήθηκε σε λάθος σώμα» ως ζήτημα ψυχικής υγείας, στιγματίζεται ως τρανσφοβικός.

[…]

Έτσι, όμως, υποσχόμαστε εμμέσως στους νέους ανθρώπους ότι με την αλλαγή φύλου (ή, καλύτερα, με την προσποιούμενη αλλαγή, καθώς το φύλο μας είναι εγγεγραμμένο σε κάθε κύτταρο του οργανισμού μας) όλα τα προβλήματά τους θα επιλυθούν. Η αλλαγή φύλου παρουσιάζεται ως μία εύκολη «παράκαμψη», στον δρόμο για την αυτογνωσία. Είμαι σίγουρη όμως, ότι η χειρουργική παραμόρφωση και η ορμονική αποδιοργάνωση δύσκολα μπορούν να προσφέρουν κάτι τέτοιο. Επιπλέον, το τίμημα αυτής της ψεύτικης υπόσχεσης είναι υπερβολικά υψηλό: σεξουαλική δυσλειτουργία, υπογονιμότητα, χειρουργικές επιπλοκές και λοιμώξεις, καθώς και όλες οι παρενέργειες μίας ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής εφ’ όρου ζωής.

Εντέλει, το βασικότερο κοινό γνώρισμα των δύο διαταραχών είναι το ότι δίνουν τελείως λάθος απαντήσεις στα ερωτήματα που αναπόφευκτα βασανίζουν τους νέους ανθρώπους: Ποιος είμαι; Τι με κάνει μοναδικό; Τι με κάνει αγαπητό; Τι θέλω να πετύχω; Γιατί μοιάζει τόσο δύσκολη η ζωή; Είμαι ο μόνος που νιώθει τόσο απογοητευμένος; Τι σημαίνει να γίνω άντρας ή γυναίκα; Υπάρχει τρόπος να αποφύγω την ενηλικίωση; Η απάντηση ενός υπεύθυνου ενήλικα στο τελευταίο ερώτημα πρέπει να είναι ένα ευγενικό, αλλά αποφασιστικό «όχι».


[1] «Έρευνα Glaad – Accelerating Acceptance 2017». Βλ. Catalina Gonella, «Survey: 20 Percent of Millennials Identify as LGBTQ», www.nbcnews.com. 

ΠΗΓΗ https://ardin-rixi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου