Η περίπτωση του Mustafa Ururyar είναι ένα κλασικό παράδειγμα του πως το δικαστικό σύστημα αλλά και οι ίδιες οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται πλέον τον βιασμό μέσα από ένα όλο και μεγαλύτερο φάσμα ερμηνειών που μας επιβάλλει ο φεμινισμός, όπως το αφήγημα για τη συναίνεση.
Ο Mustafa Ururyar καταδικάστηκε για τον βιασμό της κοπέλας του Mandi Gray. Η οποία προσκάλεσε με μηνύματα στο κινητό τον Mustafa σπίτι της για “πολλά ποτά και καυτό σεξ”. Και μετά τον κατηγόρησε για βιασμό. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την τρομαχτική επιρροή της φεμινιστικής θεωρίας στο νομικό πλαίσιο πρέπει να εξετάσουμε την γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Δικαστής που καταδίκασε τον Mustafa για βιασμό.
Οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο Δικαστής του Mustafa είναι αυτολεξεί η φεμινιστική προσέγγιση της έννοιας του βιασμού. Η οποία μας εξηγεί πως ο άντρας βιάζει για να εξασκήσει δύναμη επάνω στην γυναίκα. Και πως ο βιασμός δεν είναι μια διαστρεβλωμένη εγκληματική πράξη που λίγοι πράττουν. Αλλά το αποτέλεσμα της πατριαρχικής προπαγάνδας που θέλει τον άντρα κυρίαρχο της γυναίκας. “Η βία είναι και ο τρόπος του να εξασκείς δύναμη σε μια σχέση. Σε μια προσπάθεια να ελέγξεις την γυναίκα που είναι ο παραλήπτης αυτής της βίας” μας ενημερώνει ο Δικαστής.
Μια αφηρημένη θεωρία.
Που αφήνει να εννοηθεί πως οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή, ακόμα και όταν αυτή δεν συμπεριλαμβάνει βία ή εξαναγκασμό μπορεί να θεωρηθεί βιασμός. Ανάλογα με το τι πιστεύει το υποτιθέμενο θύμα. “Μόνο το τι πιστεύει η δεσποινίς Gray ότι της συνέβη είναι αυτό που μας αφορά” αναφέρει ο Δικαστής. Ο οποίος συνεχίζει σε όλη την διάρκεια της δίκης να παπαγαλίζει την φεμινιστική ρητορική για τον βιασμό. “Οι άντρες θέλουν να κυριαρχήσουν και να αναγκάζουν τις γυναίκες να προσαρμοστούν σε αυτό που αυτοί θέλουν”. “Ο βιασμός είναι μια πράξη βίας μέσα από την οποία ο δράστης χρησιμοποιεί το σεξ σαν όπλο για να κερδίσει δύναμη και έλεγχο επάνω στο θύμα του” μας εξηγεί.
Όλη αυτή η φεμινιστική ρητορική λοιπόν ήταν διάχυτη στα λεγόμενα του δικαστή που καταδίκασε τον Mustafa. Και είναι ενδεικτική για το πως διεξάγονται καταδίκες όχι μόνο όταν δεν υπάρχουν στοιχεία ενοχής του κατηγορούμενου. Αλλά ακόμα και όταν όλα τα στοιχεία είναι υπέρ του. Η ίδια ακριβώς ρητορική για παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε και στην Ελλάδα στην υπόθεση του ηθοποιού Γιώργου Καρκά. Όπου όλα τα στοιχεία ήταν υπέρ του. Η ψυχολόγος κα Αντωνοπούλου που κατέθεσε ενάντια του Καρκά χωρίς να τον έχει καν εξετάσει δήλωσε στην αίθουσα: “Το όργανο που είναι το αντικείμενο με το οποίο έγινε ο βιασμός δείχνει ότι είχε στόχο την ταπείνωση, τον έλεγχο και την πειθαρχία του υποκείμενου του πόθου”. Βλέπουμε λοιπόν πάλι πως ακόμα και την στιγμή που όλα τα στοιχεία ήταν υπέρ του κατηγορούμενου, η φεμινιστική ρητορική περί βιασμού προσπαθεί να ανατρέψει ακόμα και τα στοιχεία αυτά.
Εστιάζοντας σε αφηρημένες έννοιες περί “ελέγχου” και “πειθαρχίας”.
Είναι κόπι-πέιστ φεμινιστική ρητορική. Και παραλίγο να λειτουργήσει. Tα τελευταία 30 χρόνια ο φεμινισμός έχει στρέψει την προσοχή του στον βιασμό μέσα στο οικείο περιβάλλον και δίνει ελάχιστη σημασία στον βιασμό ως αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας. Ξεκινώντας από το 1990 με καμπάνιες που αφορούσαν την κατανάλωση αλκοόλ και τον βιασμό ή με περιπτώσεις όπου το θύμα ήταν σε σχέση με τον δράστη για καιρό.
Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι πλέον έχουμε ένα τεράστιο φάσμα για το πως ακριβώς αντιλαμβανόμαστε τον βιασμό. Ακόμα και σε περιπτώσεις που υπάρχει συναίνεση μέσα σε σεξ σε γάμο ο φεμινισμός προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να μας εξηγήσει πως το ναι μπορεί να σημαίνει και όχι και πως πρέπει να φτιαχτούν νόμοι που να προστατεύουν τις γυναίκες που ναι μεν κάνουν συναινετικό σεξ αλλά στην πραγματικότητα δεν το θέλουν.
Δεν είναι για παράδειγμα σύμπτωση του ότι ακριβώς στην ιστορική περίοδο που τα τεστ DNA άρχισαν να αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται πλέον οι έρευνες για τους βιασμούς, ο φεμινισμός άρχισε να εστιάζει σε υποθέσεις που έχουν να κάνουν με το “πιστέψτε τις γυναίκες”. Όπου τα τεστ DNA δεν μπορούν να βοηθήσουν μιας και ο κατηγορούμενος υποστηρίζει πως το σεξ ναι μεν έλαβε χώρα αλλά ήταν συναινετικό. Και για αυτό και στην περίπτωση του Mustafa Ururyar και της Mandi Gray o Δικαστής παρουσίασε μια έκθεση που μας εξηγεί πως ο βιασμός είναι βιασμός ανεξάρτητα από την σχέση που έχει το θύμα με τον θύτη. Κάτι που φυσικά δίνει απεριόριστη δύναμη στην γυναίκα να κατηγορήσει ανά πάσα στιγμή τον άντρα ή σύντροφο της για βιασμό.
Χωρίς να χρειάζεται να παρουσιάσει κανένα απολύτως στοιχείο για αυτό πέρα από την μαρτυρία της.
Και ναι φυσικά ένας οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα παραδεχτεί πως είναι δυνατόν ένας άντρας να βιάσει την σύζυγο του ή την κοπέλα του. Ο ίδιος όμως λογικός άνθρωπος θα οφείλει να παραδεχτεί πως μέσα σε μια κατοχυρωμένη ερωτική σχέση οι δυο εραστές δεν χρειάζονται συνεχώς λεκτική επιβεβαίωση συναίνεσης για την κάθε τους ερωτική επαφή ή περίπτυξη. Δεν γίνεται μετά από χρόνια γάμου ή σχέσης να θεωρείται ότι μια γυναίκα βιάστηκε απλά επειδή ο άντρας της ξεκίνησε να κάνει σεξ μαζί της χωρίς πρώτα να πάρει λεκτική επιβεβαίωση συναίνεσης από αυτήν. Πόσο μάλλον όταν ακόμα και να την έχει πάρει δεν μπορεί να το αποδείξει.
Στις περισσότερες ερωτικές σχέσεις το κατά πόσο θέλουμε ή δεν θέλουμε να κάνουμε σεξ σε μια δεδομένη στιγμή είναι κάτι που το καταλαβαίνουμε σιγά σιγά. Περνώντας καιρό με τον/την σύντροφό μας. Και εκεί είναι που η φεμινιστική θεωρία εισβάλει. Η θετική συναίνεση που επαναλαμβάνεται πολλές φορές από τον Δικαστή της υπόθεσης μεταφράζει οποιαδήποτε έκφανση του σεξ σε βιασμό. “Θετική συναίνεση πρέπει να υπάρχει πριν και κατά την διάρκεια της σεξουαλικής συνεύρεσης. Και μπορεί να σταματήσει να δίνεται οποιαδήποτε στιγμή”. Και κάτω από αυτή την θεώρηση καταδίκασε τον Mustafa Ururyar ως ένοχο για βιασμό.
Τον δικαστή δεν τον αφορά ότι η Mandi Gray ήταν σε σχέση με τον Mustafa.
Δεν τον αφορά ότι ώρες πριν του έστειλε μήνυμα για να βρεθούν και να κάνουν σεξ. Δεν τον αφορά ότι η Mandi Gray άλλαξε την γνώμη της και δεν του το είπε. Το γεγονός του ότι η Mandi Gray “πάγωσε” κατά την διάρκεια του σεξ, όπως μας εξηγεί ο Δικαστής”, ήταν ένα σινιάλο ότι ανακάλεσε την συναίνεση που του είχε δώσει. Και πως ο Mustafa την βίασε επειδή δεν σταμάτησε. “Είναι η προσωπική ευθύνη του κάθε ατόμου που έχει ανάμειξη στην σεξουαλική πράξη να βεβαιώνεται πως συνεχίζει να έχει την συναίνεση του ερωτικού συντρόφου του” μας εξηγεί.
Όμως κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο.
Ακόμα και εάν σταματάμε να κάνουμε σεξ κάθε μερικά δευτερόλεπτα για να ρωτάμε ο ένας τον άλλον εάν συνεχίζουμε να έχουμε συναίνεση, υπάρχει πάντα η περίπτωση η συναίνεση να ανακαλεστεί ένα δευτερόλεπτο αφότου σου έχει δωθεί, χωρίς καν να ειπωθεί. Όπως έγινε στην περίπτωση της Mandy Gray που “πάγωσε”, και μετά απλά θεωρείσαι βιαστής. Σύμφωνα με τον φεμινισμό “η σιωπή και η έλλειψη αντίστασης δεν σημαίνει συναίνεση”. Ο φεμινισμός λοιπόν εδώ και τρεις δεκαετίες προσπαθεί να αφαιρέσει από την γυναίκα οποιαδήποτε ευθύνη της αρμόζει στην σεξουαλική πράξη. Την ίδια στιγμή που της δίνει αναμφισβήτητα όπλα για να καταστρέψει οποιονδήποτε άντρα επιθυμεί κατηγορώντας τον για βιασμό.
Μας εξηγεί πως η γυναίκα δεν χρειάζεται να πει καν όχι ή να αντισταθεί. Ή έστω να δείξει δυσφορία σε μια πρόσκληση για σεξ. Και πως ακόμα και όταν δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά μπορεί να ισχυριστεί πως βιάστηκε. Το ποινικό δίκαιο αρχίζει να μην ενδιαφέρεται στην απλή στάση μιας γυναίκας να πει όχι. Να αρνηθεί δηλαδή την σεξουαλική πρόσκληση. Αντιθέτως εστιάζει στον γελοίο ισχυρισμό του ότι ο άντρας πρέπει να επιβεβαιώνει από μόνος του ότι έχει συναίνεση. Κάθε δευτερόλεπτο της πράξης. Αυτό σημαίνει πως όλοι οι άντρες που κάνουν σεξ είναι βιαστές. Εκτός και εάν οι γυναίκες με τις οποίες κάνουν σεξ αποφασίσουν να πουν ότι δεν είναι βιαστές.
Και για να το πετύχουν αυτό οι φεμινίστριες ξεκίνησαν να εισάγουν θεωρίες περί τραύματος. Αυτές οι θεωρίες υποστηρίζουν πως οποιαδήποτε ασυνέπεια μπορεί να έχει στους ισχυρισμούς της μια γυναίκα που κατηγορεί έναν άντρα για βιασμό, οποιαδήποτε έλλειψη βασικών στοιχείων, ακόμα και όταν αυτή λέει ψέματα, όλα αυτά είναι αποτέλεσμα του “τραύματος” της. Οπότε τίποτα από αυτά που η γυναίκα πει ή έχει κάνει ή δεν μπορεί να αποδείξει, δεν μπορούν να κριθούν υπόψιν νομικά.
Αυτός λοιπόν είναι ένας τέλειος κύκλος παραλόγου.
Ο οποίος μας εξηγεί πως ο άντρας είναι βιαστής όποια στιγμή το αποφασίσει η γυναίκα. Και πως ταυτόχρονα οτιδήποτε πει ή κάνει η γυναίκα, ακόμα και όταν υπάρχουν στοιχεία εναντίον της κατηγορίας της. Ακόμα και όταν η ίδια παραδεχτεί ότι δεν βιάστηκε όπως έγινε στην περίπτωση της Βρετανίδας στην Κύπρο. Όλα αυτά δεν έχουν σημασία επειδή είναι αποτελέσματα του “τραύματος” της. Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι πως όταν η γυναίκα ομολογεί στην αστυνομία ότι δεν βιάστηκε, όχι μόνο αυτό δεν είναι στοιχείο ότι δεν βιάστηκε. Αλλά αντιθέτως είναι στοιχείο ότι βιάστηκε βάση του “τραύματος” της. Ο απόλυτος παραλογισμός.
Όταν για παράδειγμα η Mandy Gray έσβησε από το κινητό της το μήνυμα που είχε στείλει στον Mustafa Ururyar στο οποίο εξέφραζε την επιθυμία της να κάνουν σεξ, και το οποίο επανέφεραν ειδικοί τεχνικοί, ο Δικαστής δεν το λαμβάνει υπόψιν του ως μια ύποπτη συμπεριφορά της γυναίκας. Αντιθέτως μας εξηγεί πως “ήταν μια αντίδραση του θύματος εξαιτίας του τραύματος του βιασμού της”. Οπότε όχι μόνο οποιαδήποτε μορφή σεξ είναι αυτόματα πιθανός βιασμός σύμφωνα με την φεμινιστική ρητορική αλλά και οποιαδήποτε θεωρεί ότι βιάστηκε είναι αυτόματα ένα τραυματισμένο θύμα.
Τέλος η φεμινιστική θεωρία κατάφερε να συνδέσει μέσα από δεκαετίες προπαγάνδας την αντίληψη ότι ο βιασμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την υποτιθέμενη πατριαρχική καταπίεση. Μια καταπίεση που ακόμα και μια σεξουαλικά απελευθερωμένη λευκή γυναίκα στην Δύση, όπως η Mandy Gray, υφίσταται συνεχώς. Και εξαιτίας αυτής της υποτιθέμενης πατριαρχικής καταπίεσης η Mandy Gray δεν μπόρεσε να πει όχι στον Mustafa Ururyar. Για αυτό δεν μπόρεσε να ανακαλέσει την αρχική της συναίνεση και για αυτό σε καμία φάση δεν αντιστάθηκε. Και για αυτό όταν ο Mustafa Ururyar άρχισε να της κάνει στοματικό σεξ αυτή δεν μπόρεσε να αντισταθεί.
Επειδή ήταν αδύναμη μπροστά στην πατριαρχική καταπίεση.
Ο Δικαστής λοιπόν της υπόθεσης υποστηρίζει αυτήν την θεώρηση. Και μάλιστα στην έκθεση του την οποία έχω δώσει πιο πάνω μας το λέει ξεκάθαρα. Πως οι γυναίκες πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τους άντρες σε όλο το ποινικό δίκαιο. Επειδή εξαιτίας της πατριαρχικής καταπίεσης δεν είναι αυτόνομες. Σύμφωνα με αυτόν “όταν ρωτάμε ‘γιατί το θύμα δεν αντιστάθηκε ή δεν έφυγε’ ο νόμος προϋποθέτει και υποκρίνεται την αυτονομία της γυναίκας”. Και συνεχίζει “το ‘γιατί δεν έφυγε’ υποθέτει ότι η γυναίκα θα μπορούσε να είχε φύγει. Πρέπει να αναθεωρήσουμε την επιβολή των επιλογών της. Να αποκαλύψουμε την πολυπλοκότητα του βιώματος και του αγώνα της. Και να ανακατασκευάσουμε ολόκληρη την συζήτηση μας μέσα από το πρίσμα του ελέγχου αυτής”.
Και εδώ βρίσκεται η επιτομή της φεμινιστικής ατζέντας στο θέμα των βιασμών και όχι μόνο. Ότι οι γυναίκες εξαιτίας της υποτιθέμενης πατριαρχικής καταπίεσης δεν έχουν κανέναν έλεγχο στις αντιδράσεις τους ή τις επιθυμίες τους. Και πως ο νόμος πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την έκδοση της ιστορίας τους, του βιώματος τους δηλαδή. Ανεξάρτητα από τα στοιχεία ή τις ασυνέπειες που αυτή δείχνει. Ο Δικαστής κατέκρινε τον νόμο επειδή ο νόμος αντιλαμβάνεται ότι οι γυναίκες λειτουργούν αυτόνομα και δεν είναι θύματα της πατριαρχικής καταπίεσης. Επειδή ο νόμος τις αντιμετωπίζει ως ενήλικους ανθρώπους και όχι ως παιδιά ανίκανα επιλογής και ευθύνης.
Τι μπορεί αυτό να σημαίνει πέρα από τις υποθέσεις βιασμού;
Μπορεί για παράδειγμα να σημαίνει πως είναι ανίκανες για έγκλημα. Για παράδειγμα όταν μια γυναίκα πετάει βιτριόλι σε μια άλλη γυναίκα για να την σκοτώσει, δεν φέρει ευθύνη. Την ευθύνη την φέρει η πατριαρχία που την κατευθύνει και που όπλισε το χέρι της για χάρη ενός άντρα. Ή μπορεί να σημαίνει πως μια μητέρα που πετάει το μωρό της στα σκουπίδια δεν έχει εγκλιματίσει. Επειδή η πατριαρχία την οδήγησε στο έγκλημα αυτό. Γιατί δεν νοιάστηκε αρκετά για αυτήν ώστε να μην φτάσει στο σημείο να εγκλιματίσει. Και πως για αυτό πρέπει πάντα να δείχνουμε κατανόηση όταν οι γυναίκες εγκληματούν. Μια κατανόηση την οποία ποτέ δεν αξίζουν οι άντρες εγκληματίες.
Mιας και αυτοί είναι απλά φερέφωνα της πατριαρχικής καταπίεσης.
Αυτή όμως η αντίληψη θα σήμαινε αυτόματα πως οι γυναίκες δεν φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους. Εξαιτίας της υποτιθέμενης πατριαρχικής καταπίεσης. Και άρα τότε θα έπρεπε να τους επιτρέπεται να υπογράφουν σημαντικά συμβόλαια ή να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις; Θα σήμαινε επίσης πως δεν θα έπρεπε να είναι σε θέσεις εξουσίας και δύναμης, ή εκπρόσωποι του νόμου και της δικαιοσύνης. Εφόσον η υποτιθέμενη πατριαρχική καταπίεση καθιστά τις γυναίκες άβουλα πιόνια των αντρών, θα έπρεπε να καταλαμβάνουν την συντριπτική πλειοψηφία των θέσεων στο δικαστικό σώμα της Ελλάδας, την στιγμή που δεν μπορούν καν να πουν αυτό που πραγματικά εννοούν;
Ο Mustafa Ururyar καταδικάστηκε ως ένοχος για βιασμό στο πρώτο δικαστήριο εξαιτίας της φεμινιστικής προπαγάνδας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο άσκησε έφεση και αθωώθηκε. Φυσικά η ζωή του καταστράφηκε. Έχασε την δουλειά του, τους φίλους τους και πλέον ζει με το στίγμα του βιαστή. Χάρης στην έφεση που έκαναν οι δικηγόροι του για την ψευδοεπιστημονική προπαγάνδα και ρητορική του φεμινισμού που χρησιμοποιήθηκε εναντίων του για να καταδικαστεί, Mustafa Ururyar είναι πλέον ελεύθερος αν και πλήρωσε ένα τεράστιο τίμημα. Την ίδια στιγμή δυο χρόνια μετά από αυτή την υπόθεση, στην Ελλάδα ο φεμινισμός πανηγύριζε ως “μεγάλη νίκη” του την εισαγωγή της έννοιας της συναίνεσης στο Ελληνικό Δικαστικό σύστημα. Και αυτό γιατί κανείς, ούτε καν οι περισσότερες από τις γυναίκες που υποστήριξαν την εισβολή αυτής της φεμινιστικής ρητορικής στον νόμο, δεν κατανοούν τι ακριβώς έκαναν.
ΠΗΓΗ https://odem.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου