Στο τελεσίγραφο που παραδίδει ο Ιταλός πρέσβης, κατηγορείται η ελληνική κυβέρνηση για ανοχή έναντι των βρετανικών πολεμικών επιχειρήσεων στα χωρικά της ύδατα, για προκλητική δράση κατά του αλβανικού έθνους και τρομοκρατία έναντι του πληθυσμού της Τσαμουριάς.
Αφήνοντας τις παραπάνω φαιδρές δικαιολογίες καταλήγει στο “δια ταύτα”, ζητώντας την ανεμπόδιστη προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων στη χώρα, ενώ τονίζει ότι σε περίπτωση αρνητικής απάντησης η Ελλάδα θα δεχτεί ιταλική επίθεση μέσα στις επόμενες τρεις ώρες. Ο Μεταξάς αιφνιδιάζεται περισσότερο από την ώρα του τελεσιγράφου και όχι από το προκλητικό αίτημα που είναι αναμενόμενο κάποια στιγμή. Για την αποκατάσταση της πραγματικότητας ο Μεταξάς, δεν απαντά στο τελεσίγραφο με το μονολεκτικό ΟΧΙ αλλά με έναν εξίσου σαφή τρόπο στα γαλλικά (γλώσσα της διπλωματίας άλλωστε) :“Alors, c’est la guerre” (Λοιπόν αυτός είναι πόλεμος).
Ας δούμε όμως πως περιγράφει την ιστορική συνάντηση ο Γκράτσι, που εκείνο το βράδυ παίζει ένα ρόλο για τον οποίο θα αιτιολογιόταν ελάχιστα χρόνια μετά :“Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σ’ ένα μικρό σαλόνι. Μόλις καθίσαμε του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή Alors, c’est la guerre.
Αντίθετα με τον Γκράτσι που στα απομνημονεύματά του είναι αρκετά αναλυτικός για τη συνάντηση αυτή, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα αντίστοιχα του Ιωάννη Μεταξά. Ο κυβερνήτης της χώρας, προφανώς υπό το βάρος των ιστορικών γεγονότων, δεν έχει χρόνο για πολλές αναλύσεις και είναι είναι ιδιαίτερα λακωνικός για τα τεκταινόμενα εκείνο το ξημέρωμα και τις πρώτες ώρες του πολέμου :“28 Οκτωβρίου, Δευτέρα. Νύκτα στις τρεις με ξυπνούν, ο Τραυλός. Έρχεται ο Grazzi. Πόλεμος!Ζητώ αμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή. Αναφέρω Bασιλέα. Καλώ Πάλαιρετ και ζητώ βοήθειαν Αγγλίας. Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συμβούλιον. Όλοι πιστοί και Μαυρουδής. Όλοι πλην Κύρου. Βασιλεύς. Περιφορά μαζί του. Φανατισμός του λαού αφάνταστος. Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου. Βομβαρδισμοί. Σειρήνες. Αρχίζουμε να τακτοποιούμεθα. Ο Θεός βοηθός !!!”.
Κι αν αυτή η άρνηση του Μεταξά είναι γνωστή σε όλους, μια λιγότερο φωτισμένη μα το ίδιο σημαντική άρνηση, έχει διαδραματιστεί αρκετό διάστημα πριν την 28η Οκτωβρίου. Την πρώτη ημέρα του πολέμου, ο δικτάτορας συγκεντρώνει τους εκδότες των σημαντικότερων εφημερίδων της εποχής, αποκαλύπτοντας τους το παρασκήνιο της απόφασης για συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο με την πλευρά των Συμμάχων. Στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις που έχουν προηγηθεί μεταξύ κυβέρνησης και των δυνάμεων του Άξονα –που είναι κοντά στην ιδεολογία και στις προηγούμενες θέσεις του Μεταξά και του βασιλιά Γεωργίου—ο Χίτλερ επιθυμεί τη συμμετοχή μας σε αυτές “σαν εραστής του ελληνικού πνεύματος”, αλλά ζητά κάποιες “θυσίες” προς τους γείτονες μας που θα είναι όμως ασήμαντες μπροστά στα επικείμενα οικονομικά οφέλη που θα έχουμε στη μεταπολεμική νέα τάξη πραγμάτων.
Ο Μεταξάς πιέζοντας να μάθει ποιες θα είναι αυτές οι “μικρές” παραχωρήσεις ακούει κατάπληκτος ότι “ …μας εδώθει να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικά της Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικός μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Δηλαδή θα έπρεπε δια να αποφύγωμεν τον πόλεμον, να γίνωμεν εθελοντές δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την “τιμήν” με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν”. Όπως είναι κατανοητό, αν ο Μεταξάς δεχόταν τις εξόφθαλμα ακραίες αυτές εδαφικές παραχωρήσεις, δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε μια μέρα στην εξουσία, όποτε η άρνησή του στο ιταλικό τελεσίγραφο είναι αναμενόμενη, κάτι που επιβεβαιώνεται από την πάνδημη αντίδραση του ελληνικού λαού στην ιταλική επίθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου