Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Όπως εξηγήθηκε, οδηγούν σε ένα κρίσιμο δίλημμα την ελληνική πλευρά που θεωρητικά επιθυμεί να φέρει το βέλτιστο αποτέλεσμα: Αν δεν διασφαλιστούν τα κονδύλια ακώλυτης λειτουργίας του συστήματος σε όλο τον κύκλο ζωής του (life-cycle cost), θα οδηγήσει στη διασπάθιση 1-2 δισ. ευρώ και στη μείωση της επιχειρησιακής αξιοπιστίας των ελληνικών τεθωρακισμένων, άρα και του αποτρεπτικού τους ρόλου. Διότι θα οδηγήσει σε “μετάσταση του προβλήματος” στο σύνολο του αρματικού στόλου!
Ας προσθέσουμε ότι άρματα που ενσωματώνουν τεχνολογίες αιχμής δεν μπορούν να υποστηριχθούν αποτελεσματικά από το σημερινό μορφωτικό επίπεδο και την εκπαίδευση της πλειονότητας των στελεχών. Ακόμα κι αυτό είναι, όμως, υποενότητα του συνολικού προβλήματος. Μιας και η συζήτηση γίνεται για το “κόστος κύκλου ζωής”, πόσοι άραγε θυμούνται ότι η ανάγκη εκπόνησης μελέτης γι’ αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία; Τηρείται απαρέγκλιτα; Κι αν υποτεθεί ότι οι μελέτες υπάρχουν, τα κονδύλια δεσμεύονται σε ετήσια βάση για τον προϋπολογισμό του Κλάδου που αφορά καθένα καινούργιο οπλικό σύστημα που εντάσσεται στο οπλοστάσιο;
Ελάχιστοι συνειδητοποιούν ότι μια επένδυση σε κύριο, τουλάχιστον, οπλικό σύστημα κοστίζει ακόμα και τριπλάσια εάν υπολογιστεί το κόστος επιχειρησιακής αξιοποίησης, συντήρησης και αναβάθμισης μέσης ζωής (mid-life upgrade), ώστε ως επένδυση να επιστρέψει στη χώρα όλα όσα αυτή προσδοκούσε όταν την αποφάσιζε.
Όμως, ακόμα κι αν τα κονδύλια τυπικά δεσμεύονται στους προϋπολογισμούς των επιτελείων, έχει διασφαλιστεί νομικά και με αυστηρότητα το να μην έχει τη δυνατότητα η εκάστοτε ηγεσία να ανακαλύπτει –με πολιτική παρότρυνση συνήθως– κάποια “έκτακτη ανάγκη” για να αλλάξει κωδικό και να κατευθύνει τα κονδύλια στην κάλυψη κάποιας άλλης ανάγκης; Προφανώς πρέπει να υπάρχει εξαίρεση, αλλά πρέπει να περιγράφεται με ξεκάθαρο τρόπο, ώστε να καθιστά πολύ δύσκολη την κατάχρηση της έννοιας του επείγοντος.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω, πρέπει να γίνει δεκτό αξιωματικά, ότι η άμυνα της χώρας πρέπει να προσεγγίζεται με ολιστικό τρόπο, όχι αποσπασματικά. Με γνώμονα πάντα τη φύση της τουρκικής απειλής και τους περιορισμένους πόρους, πρέπει κάθε μια παράμετρός της να αναλύεται με στόχο την εξεύρεση του βέλτιστου –με όρους αποτελέσματος και κόστους– τρόπου αντιμετώπισής της. Αυτή είναι η πεμπτουσία της διακλαδικότητας (interoperability), στην οποία όλοι ομνύουν, αλλά στην πράξη ελάχιστοι υπηρετούν. Κι όχι διότι δεν την κατανοούν.
Το πρόβλημα είναι διπλό. Αγκυλώσεις υπάρχουν και στα Επιτελεία. Παρότι η πρόοδος που έχει συντελεστεί δεν είναι αμελητέα, η κουλτούρα δεν έχει μετεξελιχθεί σε βαθμό που να μας απεμπλέξει οριστικά από το παρελθόν. Μέρος της ευθύνης ανήκει και στην εφαρμογή του καταρχήν ορθού “Δόγματος Αρχιστρατήγου”. Σε περίπτωση πολέμου, η επιχειρησιακή ευθύνη περνάει στα χέρια του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, ώστε να μην κάνει καθένας ό,τι θέλει. Ο δε Α/ΓΕΕΘΑ που δεν είναι δυνατόν να είναι παντογνώστης –αν το πιστεύει είναι δυνητικά επικίνδυνος– χρειάζεται την άμεση συνεργασία των αρχηγών των Κλάδων.
Όσο πιο σφικτά “δεμένη” είναι αυτή η ομάδα, όσο δηλαδή καλύτερη συνεννόηση έχει πετύχει, τόσο καλύτερη θα είναι και η τύχη της χώρας αναφορικά με την έκβαση της σύγκρουσης. Κατά συνέπεια, τεράστια ευθύνη έχει και η πολιτική ηγεσία, που οφείλει να καθιστά σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν θα γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτό τον κανόνα. Αυτό ισχύει και στον καιρό της ειρήνης. Το σύστημα μπορεί αν δοκιμάζεται σε μεγάλης κλίμακας ασκήσεις, αλλά δεν μπορεί το ΓΕΕΘΑ να καταργεί στην πράξη τα κλαδικά Επιτελεία.
Είναι παράλογο το ΓΕΕΘΑ π.χ. να δίνει έγκριση στα Επιτελεία να εκδώσουν μια ανακοίνωση, ποιον και πως θα καλέσουν σε μια εκδήλωση ανοικτή για το κοινό ή για δημοσιογραφική κάλυψη. Αυτά προκαλούν ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους αρχηγούς, δημιουργούν πικρίες και σε τελική ανάλυση συμβάλλουν τα μέγιστα στην υπονόμευση της εύρυθμης λειτουργίας της ομάδας, από την οποία η ελληνική κοινωνία περιμένει να διαχειριστεί μια σοβαρή κρίση ή μια σύγκρουση και να την προστατεύσει. Γι’ αυτό πληρώνονται εξάλλου.
Η ευθύνη για τη διασφάλιση των ανωτέρω βαρύνει καθοριστικά την πολιτική ηγεσία, η οποία πρέπει να παρεμβαίνει για να θεραπεύσει προβλήματα προτού εξελιχθούν σε “συστημικά αποστήματα“. Την ίδια στιγμή, εάν η πολιτική ηγεσία χαρακτηρίζεται από σωφροσύνη, πρέπει να ενθαρρύνει τους αρχηγούς των Επιτελείων να παρεμβαίνουν ως ομάδα. Ακόμα και προς την ίδια την πολιτική ηγεσία, προκειμένου να την προφυλάξει –μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας– από σφάλματα που ενδεχομένως διαπράττει.
Η αποκαλούμενη “μικροδιαχείριση” (micro management), η ενασχόληση δηλαδή του/των επικεφαλής με ασήμαντες λεπτομέρειες, συνιστά κολοσσιαίο σφάλμα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη στάση του ΓΕΕΘΑ απέναντι στα κλαδικά Επιτελεία, αλλά και για την αντίστοιχη των αρχηγών των Επιτελείων, απέναντι στις υποδιαιρέσεις του εκάστοτε Κλάδου.
Επιστρέφοντας στα επιχειρησιακά και ξεκινώντας από την υπόθεση του αρματικού δυναμικού στον Έβρο, αξίζει να υπενθυμιστεί ότι ο αντίπαλος έχει διακηρύξει –το διαπιστώνουμε καθημερινά– ότι επενδύει μαζικά σε μη επανδρωμένα αεροχήματα, πολλά εκ των οποίων φέρουν οπλισμό. Χρειάζεται να θυμίσουμε ότι η προστασία των αρμάτων εάν δεχθούν επίθεση κατακόρυφα, που πλέον γίνεται με διάφορους τρόπους, δεν εξασφαλίζεται ούτε με τα συστήματα ενεργητικής προστασίας APS (Active Protection Systems);
Άρα, όσο κορυφαία και πολυδάπανη κι αν είναι η επένδυση στην αναβάθμιση του αρματικού δυναμικού, εάν δεν εξασφαλιστεί η προστασία του από αυτή τη θανάσιμη απειλή, οι πόροι που θα δαπανηθούν θα πάνε χαμένοι. Τι μπορεί να προστατεύσει τα άρματα; Πύργος με anti-drone δυνατότητες σε συνδυασμό με APS; Η “ομπρέλα” που θα εξασφαλίζει άλλο Επιτελείο ή άλλο Όπλο Επιτελείου που θα έχει το κατάλληλο σύστημα; Ποιο σύστημα έχει προτεραιότητα και γιατί;
Κι αν αποφασιστεί ότι τα χρήματα επαρκούν μόνο για την ενσωμάτωση APS στα άρματα, τι θα επιλεγεί; Το APS που στηρίζεται σε εξαιρετικά αποτελεσματικό ραντάρ, αλλά που “φωτίζει” το άρμα-στόχο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο; Ή το λιγότερο αποτελεσματικό APS που χρησιμοποιεί ηλεκτροοπτικό αισθητήρα για τον εντοπισμό της απειλής και δεν αποκαλύπτει το άρμα; Ή συνδυασμό αντιαεροπορικής δυνατότητας (πολυβόλο) με αποτελεσματικό σύστημα εντοπισμού απλά επερχόμενης απειλής; Ποιες είναι οι επιλογές και πόσο κοστίζει η καθεμία; Αυτή είναι η εξ ορισμού δύσκολη εξίσωση που οφείλει να λύσει το Επιτελείο.
Πόσο λογικό είναι να αγοράζουμε κορυφαίες πλατφόρμες και να μην εξαντλούμε τις δυνατότητες που παρέχουν; Και τα ελικόπτερα ανθυποβρυχιακού πολέμου και τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας έχουν δυνατότητες εξαπόλυσης φονικών βλημάτων από standoff αποστάσεις. Για ποιον λόγο να μην έχουν αυτή τη δυνατότητα; Και ποτέ να μην βάλουν εναντίον στόχου, πόσο πιο πολύπλοκη γίνεται η εξίσωση για τον αντίπαλο και μόνο επειδή γνωρίζει ότι υφίσταται δυνητική και αποδεδειγμένα φονική απειλή;
Επειδή πολλοί απαντούν ότι “αυτό είναι δουλειά της Αεροπορίας“, η ανταπάντηση είναι ότι η εξουδετέρωση της απειλής είναι δουλειά των Ενόπλων Δυνάμεων συνολικά. Ίδιες ενστάσεις δεν ακούστηκαν όταν ορισμένοι νόμισαν ότι η Ελλάδα είναι ΗΠΑ και επεδίωκαν να δημιουργήσουν Ναυτική Αεροπορία, δυστυχώς έχοντας το βλέμμα στραμμένο στα πτητικά και την εξεύρεση εργασίας μετά την αποστρατεία. Υπενθυμίζουμε ότι εκπαιδεύτηκαν με κρατικά χρήματα.
Όταν όλα τα αεροσκάφη έχουν τη δυνατότητα εκτέλεσης αποστολής εξουδετέρωσης στόχου μειώνουν την πιθανότητα εμφάνισης της απειλής, διότι ο αντίπαλος έχει πολύ υψηλότερο επίπεδο αβεβαιότητας. Επιπλέον, λύνει τα χέρια του Α/ΓΕΕΘΑ και των αρχηγών των κλαδικών Επιτελείων για το ποια είναι με βάση την τακτική κατάσταση η βέλτιστη επιλογή εξουδετέρωσης της απειλής.
Περισσότερες επιλογές εξασφαλίζουν πιο αξιόπιστη αποτροπή. Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση το “σύστημα” να δουλεύει σαν καλολαδωμένη μηχανή. Τόσο η πολιτική με τη στρατιωτική ηγεσία, όσο και η στρατιωτική ηγεσία μεταξύ της. Ο καθένας να αισθάνεται ασφάλεια επειδή έχει δίπλα του τον άλλον, όχι απειλή. Ακούγεται ως περιγραφή ιδεατής κατάστασης. Μπορεί και να είναι με δεδομένες τις συστημικές παθογένειες των γραφειοκρατιών.
Όμως, δεν παύει να αποτελεί ιδανική συνθήκη στην προσπάθεια επιτυχούς υπεράσπισης της χώρας. Και όλοι οφείλουν να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Ουδείς πρέπει να αφήνεται να φτιάχνει “το δικό του μαγαζί“. Διότι όποιος το κάνει, σημαίνει ότι ξέχασε για ποιον λόγο τον σπούδασε και τον πληρώνει ο Έλληνας φορολογούμενος. Άρα, είναι ακατάλληλος για να σηκώσει τη μεγάλη εθνική ευθύνη και πρέπει να απομακρυνθεί.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου