Οι παράγοντες και οι συντελεστές που επηρεάζουν αυτό που συνοπτικά λέμε "Κρίσης της Ουκρανίας" είναι πάρα πολλοί. Η γενίκευση "πάρα πολλοί" τείνει κυριολεκτικά -αν δανειστούμε μαθηματική ορολογία- στο άπειρον. Αυτό είναι χαρακτηριστικό ενός πολυπολικού κόσμου ο οποίος εκτός από πολλούς πόλους (κράτη) έχει και άλλους παράγοντες (πχ πολυεθνικές εταιρείες, μετάβαση της διεθνούς οικονομίας στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, κτλ). Κάθε εποχή, αφήνει σαν κληροδότημα τον τρόπο σκέψης της. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν επηρέασε μόνο τις διακρατικές σχέσεις αλλά το ίδιο το σκεπτικό των λαών στον κόσμο. Μια τέτοια νοοτροπία, δεν σταματάει αυτομάτως με το τέλος της εποχής της.
Ακόμη και σήμερα, μεγάλο μέρος της συζήτησης γύρω από τα διεθνή έχει μάθει να περιστρέφεται γύρω από ένα μανιχαϊστικό μοντέλο σκέψης. Είμαστε σε μια εποχή που ο πολυπολικός κόσμος μας υποχρεώνει να έχουμε μια πολυσύνθετη αντίληψη για να προβλέψουμε όχι γεγονότα αλλά τάσεις που οδηγούν σε απρόβλεπτα γεγονότα. Ένας από τους παράγοντες της Κρίσης της Ουκρανίας είναι η Γερμανία η οποία πέρασε τις κόκκινες γραμμές της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη και απέδειξε αυτό που έλεγε ο Κίσινγκερ ότι η Γερμανία είναι μεγάλη για την Ευρώπη αλλά μικρή για τον κόσμο. Σε συνθήκες όμως όπου λαμβάνει χώρα η Ε.Ε., τότε η ζημιά είναι και ζημιά για την ίδια την Ε.Ε.Η Γερμανία ήθελε (ως συνήθως) τα πάντα και κινδυνεύει να χάσει πολλά
Η αντίληψη της κ. Μέρκελ σφράγισε την Ε.Ε για μια γενιά. Η θέση της Γερμανίας στον κόσμο για την κ. Μέρκελ ήταν το να είναι ένα εργοστάσιο παγκόσμιας παραγωγής. Για να το κάνει αυτό, έπρεπε να μπορεί να έχει την Ευρώπη σαν αυλή της, κάτι που αποτελεί παραδοσιακά το όραμα της Γερμανίας από το 1874 και μετά. Για να μπορέσει η Γερμανία να γίνει ένα σημαντικό παγκόσμιο εμπορικό κέντρο, έπρεπε να έχει ταυτόχρονα άριστες οικονομικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία. Για το Βερολίνο, οι οικονομικές σχέσεις δεν σχετίζονται με τις πολιτικές σχέσεις. Η Γερμανία μετά την Ένωση των δύο Γερμανιών, αισθάνεται απέχθεια και ενοχές για τη γεωπολιτική, όμως το σημαντικό είναι ότι η γεωπολιτική αδιαφορεί για συναισθήματα. Η Γερμανία επιδίωξε πολύ στενές σχέσεις στο εμπόριο με την Κίνα. Για να έχει την καλύτερη δυνατή διαπραγματευτική σχέση με το Πεκίνο, το Βερολίνο όσες παραχωρήσεις έκανε στο Πεκίνο, ήταν στα πλαίσια της Ε.Ε. Επί της εποχής όπου ο άξονας Βερολίνο-Φρανκφούρτη-Βρυξέλλες ήταν το τρίπτυχο της ευρωπαϊκής λήψης αποφάσεων, η Κίνα δημιούργησε το China 16+1 στην Ευρώπη, ενέταξε πολλές χώρες στο Belt & Road Initiative. Η ανατολική Ευρώπη ήταν μάλλον βάρος για τη Γερμανία, η οποία ενδιαφερόταν πιο πολύ να παραδειγματίσει τον Ευρωπαϊκό Νότο μέσα από το θέμα της Ελλάδας. Η Γερμανία ήθελε να στοχεύσει στην ανερχόμενη μεσαία τάξη της Κίνας και να γίνει σημαντικός εξαγωγέας. Το Πεκίνο ήθελε να επεκτείνει και εκείνο τις εξαγωγές του και έτσι η σινική επιρροή στην Ε.Ε., ολοκληρώθηκε με τη νέα εμπορική συμφωνία μεταξή Κίνας-Ε.Ε. που πέρασε στις 31/12/2020. Αυτή η εξέλιξη, δεν ευχαρίστησε ιδιαίτερα τις ΗΠΑ.
Στο θέμα των ρωσογερμανικών σχέσεων, τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα. Επειδή ακριβώς η Γερμανία έκανε το λάθος να νομίζει ότι πολιτική και οικονομία είναι γραμμές παράλληλες, ενίσχυσε τις σχέσεις της με τη Μόσχα. Αυτή η σχέση, δεν είναι τόσο νέα όσο η αντίστοιχη Γερμανίας-Κίνας. Από την άνοδο του Πούτιν και μετά, η Γερμανία είχε ως στρατηγική επιλογή τη ρωσογερμανική προσέγγιση. Το γερμανικό βιομηχανικό λόμπι, δεν κρύβει την περιφρόνησή του προς τις όποιες φωνές θέλουν μια ρήξη στις σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας και δείχνει το συμφέρον του την ώρα που στην Ουκρανία η κατάσταση είναι έτοιμη να εκτραχυνθεί. Η ιταλική βιομηχανία έκανε ακριβώς το ίδιο. Τα τελευταία χρόνια της κ. Μέρκελ στην εξουσία, δεν είχαν πολιτικό κόστος καθώς είχε προ πολλού ανακοινώσει πως δεν θα συνεχίσει στην πολιτική. Εκτός από την προώθηση μιας fast-track εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε.-Κίνας, η κυβέρνηση Μέρκελ προώθησε και τον Nord Stream II. Η Γερμανία είχε κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένη από τη στιγμή που η Ρωσία, λόγω του χάους της Ουκρανίας, επέλεξε να καταστήσει τη Γερμανία κόμβο-καρδιά των εξαγωγών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Η Γερμανία νοιαζόταν ιδιαίτερα για την αυτοδιάθεση της Ουκρανίας κατά τα έτη 2007-2014 όμως κυρίως νοιαζόταν για τους αγωγούς υδρογονανθράκων. Αυτή η ειδική σχέση μεταξύ Βερολίνου-Μόσχας προβληματίζει εδώ και πολλά χρόνια τις ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα, η Γερμανία της κυβέρνησης Μέρκελ είχε μια συγκεκριμένη στρατηγική: 1. Χρήση της Ε.Ε. ως ειδικού συντελεστή αύξησης της γερμανικής εμπορικής πολιτικής, 2. Ειδική σχέση με τη Μόσχα για να μπορεί να έχει φθηνή ενέργεια ώστε 3. Να πολλαπλασιάσει τις εξαγωγές της προς την Κίνα, 4. Μη σπατάλη σε θέματα άμυνας και παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη. Αυτά τα τέσσερα σημεία μας δείχνουν και το σκεπτικό του Βερολίνου για τις σχέσεις του με την Ουάσινγκτον. "Εμείς θα κερδίζουμε και εσείς θα μας προστατεύετε.".
Οι περιπέτειες της Γερμανίας είναι και ευρωπαϊκές περιπέτειες: Η Ευρώπη των "προθύμων" και ο ρόλος ΗΠΑ και Ρωσίας
Η ασφάλεια και η οικονομία πάνε μαζί, δεν μπορούν να διαχωριστούν. Η Ε.Ε. θα μπορούσε να προχωρήσει σε "εξωνατοϊκές" συμφωνίες, αν ήταν μια πολιτική ένωση. Με άλλα λόγια, η Ε.Ε δεν είναι κράτος, δεν έχει σύνταγμα, δεν έχει στρατό και δεν έχει σαφή στρατηγικό προσανατολισμό. Ο στρατηγικός προσανατολισμός της Ε.Ε., ήταν ο γερμανικός οικονομικός προσανατολισμός που για τρεις περίπου δεκαετίες καθόρισε την ευρωπαϊκή πολιτική και την κατέστησε ακατανόητη, καθώς η οικονομική λογική έχει πάρει διαζύγιο από την αντίστοιχη πολιτική. Η πίστη στο γερμανικό αλάθητο από την κυβέρνηση Μέρκελ, αποδεικνύεται κατά το συγχαρητήριο γερμανικό μήνυμα για την εκλογή Μπαϊντεν όπου ανέφερε τις γερμανικές ελπίδες για νέα μέρα στις σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας και ότι... το Βερολίνο θα σκεφτεί να αυξήσει τις δαπάνες του στο ΝΑΤΟ ώστε να προσεγγίσει τις νατοϊκές υποχρεώσεις που είναι κοντά στο 2% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η Γερμανία διεμήνυσε στις ΗΠΑ ότι "μην περιμένετε να αλλάξουμε κάτι". Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί σαφώς και δήλωναν ανήσυχοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε Κίνα και Ρωσία.
Αυτοί που ήταν εξαιρετικά ανήσυχοι ήταν οι Αμερικανοί οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η εμμονή τους στο να μην προχωρήσουν στην υιοθέτηση μιας εξωτερικής πολιτικής που θα στόχευε στην ισορροπία ισχύος στον πολυπολικό κόσμο, τους οδήγησε σε αδιέξοδα. Για τις ΗΠΑ η Ουκρανία είναι ένα πεδίο στο οποίο οι γερμανορωσικές σχέσεις πρέπει να φθαρούν. Το ΝΑΤΟ δεν επαρκεί πλέον ως εργαλείο πίεσης των ΗΠΑ στην Ευρώπη καθώς τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι και κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Η Γαλλία η οποία δεν στήριξε τον Nord Stream II και που είναι η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης, δήλωσε πως τα στρατεύματά της θα τα στείλει, αλλά όχι στην Ουκρανία αλλά στη φιλική της Ρουμανία. Ο Γάλλος πρόεδρος έχει επίσης κάθε λόγο να μην ανησυχεί τις τεράστιες γαλλικές εταιρείες που έχουν επίσης σημαντικές επενδύσεις στη Ρωσία. Επιπρόσθετα, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο Εμμάνουελ Μακρόν, θα ήταν το να πάει στις εκλογές του Απριλίου με τη Γαλλία σε εμπόλεμη κατάσταση. Η Κροατία για την οποία το ΝΑΤΟ ήταν τόσο περήφανο που έγινε μέλος κατά τη "βαλκανική διεύρυνση" αποφάσισε να πάρει πίσω τα στρατεύματά του από την Ουκρανία, αν γίνει πόλεμος. Ούτε οι ΗΠΑ θέλουν πόλεμο. Και τότε τι επιδιώκουν; Τη φθορά των ρωσογερμανικών σχέσεων οι οποίες λόγω του ότι η Γερμανία είναι η πλουσιότερη χώρα της Ε.Ε., καθίστανται ευρωρωσικές σχέσεις. Ο Nord Stream II αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τις ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία δεν θα υποχωρήσει εύκολα.
Μετά την Κρίση της Ουκρανίας (που υπάρχουν πιθανότητες να γίνει και Πόλεμος της Ουκρανίας) η Ε.Ε. δε θα είναι ξανά η ίδια. Το Υπουργείο Εσωτερικών της Γερμανίας διαμορφώνει μια νέα μεταναστευτική πολιτική για την Ε.Ε. και την ονομάζει "πολιτική των προθύμων". Αυτό σημαίνει πως κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. που συμφωνεί, θα την υιοθετεί. Ο Γιούνκερ είχε αφήσει ένα έγγραφο με τα σενάρια και τις ταχύτητες της Ε.Ε. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία επιμένει σε μια στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε. με γεωπολιτικό χαρακτήρα. Λίγες βδομάδες πριν αναζωπυρωθεί ξανά το ουκρανικό μέτωπο, η Γερμανία φαινόταν μάλλον διστακτική. Ίσως την επόμενη μέρα να εξετάσει πιο προσεκτικά τη γαλλική πρόταση. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι το εξής: Εμπιστεύονται όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. μια Ευρώπη με μεγαλύτερες ευθύνες και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο; Εμπιστεύονται όλα τα κράτη-μέλη έναν Ευρωστρατό και ένα Ευρωσύνταγμα; Μάλλον όχι, αν κρίνουμε από το πώς σκέφτεται το κάθε κράτος της Ε.Ε. πάνω στην Κρίση της Ουκρανίας. Πριν γίνει η μεγάλη συζήτηση για το "Ανατολή ή Δύση;", στην μετά-Μπρέξιτ Ε.Ε. θα ανακύψει το ερώτημα "με ποια Δύση από τις δύο;". Η Ευρώπη πολλών ταχυτήτων θα μας φέρει στη μνήμη περιόδους ΕΚΑΧ και Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης όπου κάποια κράτη θα είναι υπέρ μιας ειδικής σχέσης με τις ΗΠΑ, άλλα θα είναι υπέρ μιας ειδικής σχέσης με τη Ρωσία και άλλα με την Κίνα καθώς η σημερινή Ε.Ε. δεν είναι δρώντας διεθνής αλλά μάλλον ένα πεδίο σύγκρουσης υπερδυνάμεων.
Συμπεράσματα και δύο σενάρια
Ο διαχωρισμός εξωτερικής πολιτικής και εμπορικής πολιτικής είναι εφικτός μόνο αν το κράτος το οποίο προβαίνει σε έναν τέτοιο διαχωρισμό, έχει μεγάλη ισχύ. Όσο μεγαλύτερη ισχύ έχει ένα κράτος, τόσο μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας κινήσεων έχει. Οι στόχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη, είναι πλέον γεωστρατηγικοί και δεν επιθυμούν ένα ισχυρό ρωσικό και σινικό αποτύπωμα στη Γηραιά Ήπειρο. Το ΝΑΤΟ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, έχει αποτύχει να αυξήσει τη συνοχή των ευρωατλαντικών σχέσεων. Αυτή η αποτυχία οφείλεται στο ότι το σκεπτικό της Γερμανίας (άλλο η ασφάλεια και άλλο η οικονομία) επικράτησε στα περισσότερα κράτη. Στους προηγούμενους μεγάλους πολέμους, τα ευρωπαϊκά κράτη πολέμησαν για να ελέγξουν φυσικούς πόρους σε άλλες περιοχές του πλανήτη αλλά και στην ίδια την Ευρώπη. Σήμερα, άλλου είδους μάχες γίνονται μεταξύ υπερδυνάμεων μέσα στην Ευρώπη. Όπως συμβαίνει και στη Νότια Σινική Θάλασσα, έτσι συμβαίνει και στην Ευρώπη. Η Γηραιά Ήπειρος είναι περισσότερο μια περιοχή όπου συγκρούονται υπερδυνάμεις παρά παράγοντας και διαμορφωτής εξελίξεων. Αυτό φάνηκε με το Σχήμα της Νορμανδίας το οποίο Γερμανοί και Γάλλοι εμπιστεύονται περισσότερο ως δίαυλο ευρωρωσικής επικοινωνίας. Οι Γερμανοί δεν εμπιστεύονται τους Αμερικανούς και αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι αμφίδρομη. Οι Γάλλοι δεν εμπιστεύονται ούτε τους Γερμανούς, αλλά ούτε και τους Αμερικανούς (αν σκεφτούμε και το τι έγινε με την AUKUS). Οι Γερμανοί θέλουν ειδικές σχέσεις με τους Ρώσους αλλά όχι τέτοιες που να μην μπορούν να ονειρεύονται μια Ουκρανία στην Ε.Ε. όπου θα παρείχε σημαντικά μεταλλεύματα για το Βερολίνο και μια μεγάλη αγορά για τα γερμανικά προϊόντα. Αν όμως η Ε.Ε. χάσει τις ενεργειακές σχέσεις με τη Ρωσία, θα αναγκαστεί να έχει σαν εναλλακτική τη Μέση Ανατολή. Το τελευταίο πράγμα όμως που θα ήθελε μια χωρίς συντονισμό Ε.Ε., θα ήταν να μπει βαθιά στα μεσανατολικά πράγματα από τα οποία διακαώς ήθελε να απεμπλακεί κατά την περίοδο των πολέμων σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Η Γαλλία θέλει μια αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη με τη Ρωσία εντός της, αλλά όχι μια ρωσική παρουσία στη Μεσόγειο. Το ίδιο συμβαίνει και με την Κίνα η οποία έχει πολύ μεγάλη δύναμη για να μπορεί η Ευρώπη να την αγνοήσει. Τα διλήμματα είναι πραγματικά πολλά και η Ε.Ε. μοιάζει να μην μπορεί να τα διαχειριστεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι αμερικανογερμανικές σχέσεις είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες. Η Γερμανία θα κληθεί να λάβει αποφάσεις οι οποίες δεν θα μοιάζουν με τον εξόχως παράλογο στόχο "κερδίζουμε ακόμη και όταν χάνουμε". Είτε θα αφήσει χώρο στις ΗΠΑ και θα δυσαρεστήσει τη Ρωσία και την Κίνα, είτε θα δώσει χώρο στις δύο ασιατικές δυνάμεις και θα χρειαστεί να επανεξοπλιστεί γιατί θα έχει απορρίψει τον ρόλο ασφάλειας των ΗΠΑ, είτε θα αφήσει χώρο στη Γαλλία η οποία είναι ήδη εξοπλισμένη και θα κρυφτεί πίσω από το γαλλικό σχέδιο για "στρατηγική αυτονομία". Σε κάθε περίπτωση, το Βερολίνο θα χρειαστεί να επιλέξει με βάση το σκεπτικό με το οποίο υπολογίζουν λίγο ή πολύ, όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο και το συνοψίζουμε στο κόστος ευκαιρίας. Χοντρικά, κάτι θυσιάζεις για να πάρεις κάτι άλλο. Αρκεί να το ορίσεις.
Η καλύτερη επιλογή για την Ε.Ε. αλλά και για τη διεθνή ειρήνη είναι να αποκτήσει η Ευρώπη έναν λόγο στα παγκόσμια δρώμενα. Για να γίνει αυτό, θα χρειαστεί η θέσπιση μιας στρατηγικής η οποία θα είναι βασισμένη στην ισορροπία δυνάμεων και όχι σε μονολιθικά και πρόσκαιρα εμπορικά πλεονάσματα. Αυτό είναι το πρώτο σενάριο το οποίο έχει ανάγκη από εμβάθυνση πολιτικών και όχι διεύρυνση. Ένα τέτοιο σενάριο μπορεί και να κόστιζε στην Ε.Ε. την αποχώρηση αρκετών κρατών-μελών τα οποία έχουν εθιστεί στο να βλέπουν την Ε.Ε. σαν ένα εμπορικό δίκαιο και όχι σαν μια εν δυνάμει πολιτική οντότητα. Το καλύτερο δυνατό μέλλον της Ε.Ε. είναι να γίνει ένα ειρηνικό ανάχωμα για τις συγκρούσεις των υπερδυνάμεων του 21ου αιώνα. Μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει μια σαφή και παγκόσμια στρατηγική. Το δεύτερο σενάριο έχει κάνει με μια Ευρώπη η οποία θα δεχθεί σιωπηρά το νέο ρόλο της ο οποίος θα σχετίζεται με έναν διαρκή αγώνα τακτικής αναπροσαρμογής ανάμεσα σε ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία. Αν όμως η Ε.Ε. επιλέξει το να γίνει διακύβευμα τότε θα έχει αποφασίσει πως η ίδια η ισορροπία δυνάμεων θα επιλέξει.
* Ο κ. Αλέξανδρος Δρίβας είναι Στρατηγικός Αναλυτής-Διεθνολόγος.
ΠΗΓΗ capital
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου