Του Νικόλα Δημητριάδη
Το αμερικανοτουρκικό παζάρεμα που έλαβε χώρα στο Βίλνιους δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει. Ο Ερντογάν δείχνει να υποχωρεί –προς το παρόν– στο θέμα της Σουηδίας, ενώ οι Η.Π.Α. δείχνουν να υποχωρούν –προς το παρόν– στο ζήτημα των F-16.
Και τα δύο, όμως, ζητήματα έχουν μπροστά τους χρόνο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν επιβεβαιώθηκε η ελπίδα πολλών, για μία άμεση ρήξη της Τουρκίας με τη Δύση (ελπίδα, με την οποία δικαιολογούσαν πολλοί την προτίμησή τους στην εκλογική νίκη του Ερντογάν). Η Τουρκία διατηρεί στο ακέραιο τη γεωπολιτική της σημασία και δύναμη, η Δύση έχει συμβιβαστεί στην ιδέα ότι θα πρέπει να συνεργάζεται και να διαπραγματεύεται μαζί της και η Ελλάδα καλείται να πορευθεί, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις: η Τουρκία δεν θα μας επιτρέψει να «κόψουμε δρόμο» στον επανεξοπλισμό μας, ερχόμενη σε ρήξη με τις Η.Π.Α. και τη Δύση συνολικά.
Το αντάλλαγμα που ζητάει ο Ερντογάν για να δεχθεί τη Σουηδία στο ΝΑΤΟ δεν είναι αμελητέο: Η αγορά των F-16 δεν αποσκοπεί απλώς στην αναβάθμιση της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, αλλά στην κυριολεκτική ανάστασή της. Καθώς τα F-16 είναι ο μοναδικός τύπος μαχητικού που διαθέτει (κάποια ελάχιστα Φάντομ σταδιακά αποσύρονται), και αντιμετωπίζει ήδη ένα άτυπο εμπάργκο από τις Η.Π.Α. τα τελευταία χρόνια, η τουρκική αεροπορία βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Ακόμη και η συντήρηση του υπάρχοντος στόλου της είναι προβληματική. Άλλωστε, όταν έγινε η αγορά των S-400, υπήρξαν δημοσιεύματα στις Η.Π.Α. ότι η Τουρκία «στοκάρει» ανταλλακτικά για τα F-16, ώστε να υπάρχει κάποιο απόθεμα σε περίπτωση κυρώσεων. Οι κυρώσεις εντέλει επεβλήθησαν και η τουρκική αεροπορία παρέμεινε έκτοτε στάσιμη, την ώρα που η ελληνική αεροπορία έμπαινε σε ένα φιλόδοξο και μακροχρόνιο πρόγραμμα ουσιαστικής αναβάθμισης (αγορά Ραφάλ, συντήρηση Mirage 2000-5, εκσυγχρονισμός F-16, αγορά F-35). Η πραγματικότητα αυτή επιτρέπει σήμερα στην Πολεμική Αεροπορία μας να διατηρεί ένα σημαντικό ποιοτικό (ενδεχομένως και ποσοτικό) προβάδισμα έναντι της τουρκικής.
Το πρόγραμμα των τουρκικών F-16 περιλαμβάνει 4 επίπεδα: α) τον εκσυγχρονισμό μέρους του στόλου (80) στο επίπεδο Viper, β) τη συμπλήρωση του στόλου με επιπλέον καινούρια αεροσκάφη (40), γ) την αναβάθμιση του οπλοστασίου με την αγορά εκατοντάδων πυραύλων αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους (περί τους 1.500 συνολικά) και δ) την «επαναφορά» του στόλου με την απρόσκοπτη ροή ανταλλακτικών και άλλου εξοπλισμού, που εκκρεμούσε λόγω του άτυπου εμπάργκο. Το πρόγραμμα, βέβαια, αν προχωρήσει, θα είναι πολυετές, δίνοντας στις Η.Π.Α. έναν μοχλό πίεσης (έως και εκβιασμού) στην Τουρκία. Από την άλλη, η αναβάθμιση της τουρκικής αεροπορικής ισχύος θα είναι σημαντική και θα σημάνει την έξοδο της τουρκικής αεροπορίας από το τέλμα των τελευταίων ετών.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι εάν και όποτε προχωρήσει το πρόγραμμα αυτό των 20 δισ. δολαρίων, οι Έλληνες επιτελείς θα έχουν έναν επιπλέον πονοκέφαλο να αντιμετωπίσουν. Το άτυπο αμερικανικό εμπάργκο στην Τουρκία έδινε ως τώρα κυριολεκτικά μία «ανάσα» στο ελληνικό πρόγραμμα επανεξοπλισμού. Έτσι, η υπεροχή που απολαμβάνει σήμερα η ελληνική Πολεμική Αεροπορία αποτελεί αναμφίβολα τον βασικό παράγοντα του πρόσφατου σχετικού «φρονηματισμού» της Τουρκίας (πολύ περισσότερο από την περίφημη «διπλωματία των σεισμών» και άλλες αστειότητες). Αν το εμπάργκο αρθεί, η ισορροπία δυνάμεων θα απαιτήσει επιπλέον πόρους από την ούτως ή άλλως πιεσμένη ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, όταν οι ελληνικές παραγγελίες πυραύλων μετρούνται σε μερικές δεκάδες κάθε φορά, μία αγορά 1.500 πυραύλων από την Τουρκία μόνο απαρατήρητη δεν περνά. Ειδικά αν σκεφτούμε πως τα ελληνικά F-16 στερούνται όπλων μακρού πλήγματος, των οποίων η αγορά πηγαίνει από αναβολή σε αναβολή και από καθυστέρηση σε καθυστέρηση. Ασφαλώς η αγορά των F-35 προσφέρει μία ανακούφιση, όμως το οικονομικό τίμημα είναι μεγάλο: Οι πόροι που θα απαιτηθούν για την εξισορρόπηση του αεροπορικού ισοζυγίου ισχύος θα είναι σημαντικοί και σίγουρα θα λείψουν από άλλα επείγοντα προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Το κόστος για την αγορά των 20 F-35 και τον εκσυγχρονισμό των 80 F-16 αναμένεται ήδη να ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ, χωρίς μάλιστα να έχει αγοραστεί ούτε ένας πύραυλος για να τα εξοπλίσει.
Αν και τίποτε δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη, είναι προφανές ότι, για την Ελλάδα, η σύνοδος του Βίλνιους μόνο εφησυχασμό δεν μπορεί να φέρει. Η κατάσταση επιβάλλει στην κυβέρνηση να συνεχίσει το πρόγραμμα επανεξοπλισμού της χώρας χωρίς χρονοτριβή. Ήδη υπάρχουν εξοπλιστικά προγράμματα που χρονίζουν και καρκινοβατούν, είτε γιατί μπλέχθηκαν στην προεκλογική παροχολογία, είτε για άλλους –άγνωστους– λόγους (π.χ. όπλα Rampage και Spice για τα F-16, απόκτηση 4ης φρεγάτας Μπελαρά σε προνομιακή τιμή, αγορά κορβετών, εκσυγχρονισμός φρεγατών Μeko κ.ά.) Δεν υπάρχει περιθώριο καθυστερήσεων, καθώς η εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν τόση και τέτοια, που οι ελλείψεις και οι ανάγκες έχουν συσσωρευθεί, τα απαραίτητα εξοπλιστικά προγράμματα είναι ακόμη πολλά και το κόστος τους τεράστιο.
Τέλος, καλό είναι οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης να είναι πιο προσεκτικοί στις δηλώσεις τους. Δεν χρειάζεται, κάθε φορά που οι αποφάσεις των Η.Π.Α. δεν συμβαδίζουν με τις ελληνικές επιθυμίες, να βγαίνουν κυβερνητικά στελέχη με δικολαβικά επιχειρήματα για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις. Η ελληνική πολιτική είναι ανεξάρτητη και οφείλει να κινείται με γνώμονα την ενίσχυση και αναβάθμιση της χώρας. Αν στην πορεία εμφανίζονται προσκόμματα και δυσμενείς συγκυρίες, η κυβέρνηση οφείλει να προσαρμόζει αναλόγως την πολιτική της και να τις υπερβαίνει, και όχι να δικαιολογεί με μισόλογα τη μία ή την άλλη απόφαση του Μπάϊντεν και του Στόλτενμπεργκ. Εν προκειμένω, η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να απολογηθεί σε ενδεχόμενη πώληση F-16 στην Τουρκία. Δεν είναι δική της ευθύνη. Δική της ευθύνη είναι να εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα και να λάβει έγκαιρα όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η πώληση αυτή –αν και όποτε γίνει– να επηρεάσει όσο το δυνατόν λιγότερο το ελληνοτουρκικό ισοζύγιο ισχύος.
Υ.Γ. 1: Αφήνοντας κατά μέρος τις θριαμβολογίες για τα F-35, ας έχουμε υπ’ όψιν ότι το αεροσκάφος αυτό είναι διαθέσιμο για όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ, και ήδη πολλές χώρες-μέλη προβαίνουν μία μία στην αγορά του. Δεν αποτελεί, λοιπόν, κάποιο ιδιαίτερο προνόμιο η απόκτησή του από την Ελλάδα. Ίσα ίσα, που δημιουργεί έναν προβληματισμό το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους άλλους πελάτες του αεροσκάφους, που προχωρούν κανονικά την παραγγελία τους, η ελληνική αγορά έχει «κολλήσει», καθώς εντέλει φαίνεται να μπήκε στη «ζυγαριά» του αμερικανοτουρκικού παζαρέματος.
Υ.Γ. 2: Το πιο διασκεδαστικό σχόλιο των τελευταίων ημερών ανήκει αναμφίβολα στον Νίκο Κοτζιά, ο οποίος, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίστηκε σε μία ανάρτησή του, ότι η αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 ήταν επιτυχία… του Σύριζα! Ευτυχώς, το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν απωλέσει πια κάθε πιθανότητα επανόδου στην εξουσία, μας επιτρέπει πλέον να αντιμετωπίζουμε τις δηλώσεις τους με ευθυμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου