Γράφουν οι: Δρ. Γεώργιος Ανθρακεύς*
και Γεώργιος Δασκαλούλης**
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός (ΘΧΣ) είναι το πλαίσιο βάσει του οποίου η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), δια της Οδηγίας 2014/89/ΕΕ ρυθμίζει μια σειρά από ζητήματα, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι τομείς που περιλαμβάνονται στο Άρθρο 8 της Οδηγίας, δηλαδή οι εγκαταστάσεις και οι υποδομές για την έρευνα, η εκμετάλλευση και η εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου καθώς και άλλων ενεργειακών πόρων, ορυκτών και αδρανών υλικών, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς και οι υποθαλάσσιοι αγωγοί και τα καλώδια.
Με άλλα λόγια, ο ΘΧΣ είναι ο τρόπος με τον οποίον η ΕΕ προβαίνει, δια των κρατών μελών της, στην οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της, στο πνεύμα δηλαδή της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, την γνωστή σε όλους μας UNCLOS, την οποία και ενσωμάτωσε στο Κοινοτικό Δίκαιο το 1998.
Πρόσφατα, η ΕΕ προέβη σε μια ανακολουθία: Από την μία αναγνώρισε την διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (Great Sea Interconnector) με υποθαλάσσια καλώδια ως Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος, βγάζοντας 800 εκ. από τα ταμεία CEF / ETSF, χωρίς όμως να υπάρχει ολοκληρωμένη έκθεση ΘΧΣ από την Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή εκκρεμεί η από 21 Δεκεμβρίου 2023 προσφυγή της Κομισιόν εναντίον της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λόγω της μη υποβολής, από πλευράς Ελλάδας, της απαιτούμενης έκθεσης ΘΧΣ του Άρθρου 14 της Οδηγίας 2014/89/ΕΕ προς την ΕΕ.
Με αφορμή το συμβάν του περασμένου Ιουλίου στην Κάσο, η ΕΕ, δια της επιστολής της αξιωματούχου της κας. Catharina Sikow-Magny, ενημέρωσε την Ελληνική Κυβέρνηση ως προς την πρόθεση της ΕΕ να στηρίξει το project με όλα τα διαθέσιμα διπλωματικά μέσα.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν να προβούν, η Ελλάδα και η Κύπρος, στην απορρόφηση της όποιας μελλοντικής προκύπτουσας ζημίας ως προς την καθυστέρηση της υλοποίησης του έργου, αναλαμβάνοντας το γεωπολιτικό ρίσκο που προκύπτει ως προϊόν της Τουρκικής επιθετικότητας.
Το τρίτο συμβαλλόμενο μέρος του project GSI, δηλαδή το Ισραήλ, από τον Οκτώβρη του 2023 εμπλέκεται, κατά παράβαση της ενδιάμεσης απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και με εκδοθέν διεθνές ένταλμα σύλληψης κατά του προέδρου του από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, σε πόλεμο με αβέβαιες συνέπειες ως προς την υλοποίηση του project.
Και ενώ λοιπόν το GSI φαντάζει, δια τους προαναφερθέντες λόγους, αδύνατον να ολοκληρωθεί, εντούτοις η Ελλάδα και η Κύπρος σπεύδουν να επωμιστούν από τώρα την ζημία. Μήπως η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να αντέξουν επιπλέον δημοσιονομικό εκτροχιασμό; Μήπως θεωρούν ότι οι περιπτώσεις της Τουρκικής αδιαλλαξίας και η πολιτική Νετανιάχου δεν αποτελούν εμπόδια στην υλοποίηση του έργου;
Το ζήτημα της απευθείας παραπομπής της διαφοράς με την Τουρκία σε Ευρωπαϊκό forum
Όπως αναφέρει και το ΥΠΕΞ στην επίσημη ιστοσελίδα του, «η Ελλάδα έχει αποδεχθεί με δήλωσή της την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με τις εξαιρέσεις που ρητά ορίζονται στο κείμενο αυτής». Στην περίπτωση αυτή των εξαιρέσεων πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου της ΕΕ στο Λουξεμβούργο βάσει του άρθρου 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας της 12ης Σεπτεμβρίου 1963.
[…] Επιπλέον, η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος από το 1995 στη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982), η οποία περιέχει και μηχανισμό επίλυσης διαφορών. Με δήλωσή της το 2015 εξαίρεσε από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Σύμβασης τις οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών, σύμφωνα με το άρθρο 298 αυτής […]».
Η UNCLOS δημοσιεύθηκε στο Φύλλο Κυβερνήσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 179/3 EL) την 23η Ιουνίου 1998 και δια του τρόπου αυτού κατέστη και ευρωπαϊκό δίκαιο δημιουργώντας ταυτόχρονα και συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ για ζητήματα που εμπίπτουν στην Σύμβαση αυτή. Δημιουργήθηκε έτσι de jure δοτή αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ΕΕ στο Λουξεμβούργο για ζητήματα που εμπεριέχονται ρητώς στην UNCLOS και αποτελούν, από την 23η Ιουνίου 1998 και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι επιδιώκει, στο πλαίσιο της Χάγης, να επιλύσει τη – μοναδική – διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, οφείλει να συμμορφώνεται και με το ευρωπαϊκό δίκαιο, διότι το κοινοτικό κεκτημένο αποτελεί για την ίδια, ως χώρα μέλος της ΕΕ, δεσμευτικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα υποχρεούται να εφαρμόζει τους ευρωπαϊκούς κανόνες, αλλά και να αποδέχεται την αρμοδιότητα, τόσο της ΕΕ, όσο και του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Στο παρελθόν προτείναμε, με αφορμή ζητήματα που εμπίπτουν της αποκλειστικής αρμοδιότητος της, ΕΕ όπως είναι η αλιεία, να παραπεμφθεί το θέμα της οριοθέτησης της ΑΟΖ στο δικαστήριο της ΕΕ του Λουξεμβούργου, εξετάζοντας πιθανές πλάγιες κατευθύνσεις, δεδομένου ότι η Τουρκία είναι υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, με την οποία δεσμεύεται αποκλειστικά στα πλαίσια της Συμφωνίας Σύνδεσης Τουρκίας – ΕΟΚ της 12ης Σεπτεμβρίου 1963.
Καθώς προκύπτει ότι το ζήτημα εμπίπτει της συντρέχουσας αρμοδιότητος Ελλάδος – ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 4.1, 4.2(γ) και (θ) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) περί εδαφικής συνοχής και ενέργειας, καθώς και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας που περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κατά το Άρθρο 32 ή/και του Άρθρου 42 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε γίνεται σαφές ότι στην περίπτωση που υποτεθεί πως η διαφορά της Ελληνοτουρκικής ΑΟΖ ή, αν προτιμάτε, του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού της Ελλάδος, δύναται να παραπεμφθεί σε Ευρωπαϊκό forum, δηλαδή του δικαστηρίου της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, τότε το απαιτούμενο locus standi που απαιτείται δια την παραπομπή της Τουρκίας υφίσταται, όχι μόνον υπέρ της Ελλάδας, αλλά και υπέρ της ΕΕ.
Εντός Ευρωπαϊκού δικαστηρίου
Πώς όμως μπορεί να τεκμηριωθεί, πλην του locus standi, το απαιτούμενο lex fori, ώστε να μπορεί η Ελλάδα ή/και η ΕΕ να παραπέμψουν δεσμευτικά το – μη μέλος της ΕΕ, αλλά υποψήφιο προς ένταξη όπου προκύπτουν υποχρεώσεις τήρησης του κοινοτικού κεκτημένου – κράτος της Τουρκίας και να διεκδικήσουν τα όποια δικαιώματά τους εντός ενός Ευρωπαϊκού δικαστηρίου;
Η Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας της 12ης Σεπτεμβρίου 1963, στο Άρθρο 25 ρητά ορίζει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος δύναται να προσφεύγει στο Συμβούλιο Συνδέσεως για οποιαδήποτε διαφορά που αφορά στην εφαρμογή ή την ερμηνεία της Συμφωνίας και ενδιαφέρει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ένα Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή την Τουρκία. […] Το Συμβούλιο Συνδέσεως δύναται να ρυθμίσει τη διαφορά δι’ αποφάσεως. Δύναται επίσης να αποφασίσει να υποβάλει τη διαφορά στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή σε οποιοδήποτε άλλο υφιστάμενο δικαστικό όργανο.
Το Πρόσθετο Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο της Συμφωνίας Σύνδεσης (ΧΠΣΣ) ΕΟΚ – Τουρκίας που υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 23 Νοεμβρίου 1970 προβλέπει, στο Άρθρο 60(2) ότι αν δημιουργούνται σοβαρές διαταραχές σε τομέα τής οικονομικής δραστηριότητος της Κοινότητος ή σε ένα ή σε περισσότερα Κράτη μέλη ή τίθεται σε κίνδυνο η εξωτερική οικονομική της σταθερότητα ή αν ανακύπτουν δυσχέρειες, που οδηγούν σε επιδείνωση τής οικονομικής καταστάσεως μιας περιοχής τής Κοινότητος, αυτή δύναται να λάβει ή να εξουσιοδοτήσει το ή τα ενδιαφερόμενα Κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα διασφαλίσεως. Τά μέτρα αυτά καθώς και ο τρόπος εφαρμογής τους κοινοποιούνται αμελλητί στό Συμβούλιο Συνδέσεως.
Στην Απόφαση υπ’αριθμόν 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως της 22ης Δεκεμβρίου του 1995, η Τουρκία δεσμεύτηκε ότι αναγνωρίζει το δικαίωμα κράτους μέλους της ΕΕ να παραπέμψει σχετική διαφορά, δηλαδή, διαφορά που επιδεινώνει ή διαταράσσει την οικονομική κατάσταση ή την σταθερότητα ενός Κράτους Μέλους της ΕΕ, σε ειδικό Διαιτητικό Δικαστήριο με έδρα τις Βρυξέλλες, διατυπώνοντας ότι εάν το Συμβούλιο Σύνδεσης αποτύχει στην επίλυση μιας διαφοράς […], εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία αυτή η διαδικασία κινήθηκε, κάθε μέρος μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο Άρθρο 62. Η διαιτητική απόφαση είναι δεσμευτική για τα μέρη στη διαφορά.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αν η Τουρκία, δια της επιθετικότητας που διακρίνει την πολιτική της σε ζητήματα ΑΟΖ/ΘΧΣ, πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας των Κρατών Μελών της ΕΕ και της Κοινής Αγοράς, τότε η διαφορά δύναται να παραπεμφθεί στο Συμβούλιο της Σύνδεσης.
Συγκεκριμένα, από την συνεκτική λειτουργία των προαναφερθέντων, αν υπάρχει συμφωνία των Μελών του Συμβουλίου Σύνδεσης – ΕΟΚ Τουρκίας τότε η διαφορά παραπέμπεται στο δικαστήριο της ΕΕ του Λουξεμβούργου, ενώ αν δεν υπάρχει συμφωνία τότε, με την πάροδο εξαμήνου, η διαφορά παραπέμπεται στο Διαιτητικό Δικαστήριο των Άρθρων 61 και 62 της Decision 1/95 του Συμβουλίου Σύνδεσης στις Βρυξέλλες (ΔΔΒ) (το οποίο ενδέχεται, αν αυτό συμφωνηθεί, να επαναφέρει το ζήτημα ενώπιον του ΔΕΕ σύμφωνα με του Άρθρο 62(4) της Απόφασης 1/95).
Από τις πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου ΥΠΑΜ, προβλέπεται ότι μοναδική απάντηση της Τουρκίας στο θέμα της άσκησης, από πλευράς Ελλάδας – ΕΕ των οικονομικών δικαιωμάτων τους που απορρέουν από το ΘΧΣ και την UNCLOS είναι το Πρωτόκολλο της Βέρνης του 1976.
Επειδή η ΑΟΖ/ΘΧΣ είναι μια αμιγώς οικονομική – λειτουργική θαλάσσια ζώνη που εμπεριέχει ζητήματα αλιευτικών, υποθαλάσσιων, ενεργειακών και λοιπών οικονομικών πόρων, εμπίπτει αυτοδίκαια στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας 1963 και της Τελωνειακής Ένωσης ΕΟΚ – Τουρκίας του 1995. Επομένως, το πρωτόκολλο της Βέρνης του 1976 είναι τυπικά και ουσιαστικά έωλο, αφού αντιβαίνει στις, δεσμευτικές για την Τουρκία, Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας του 1963, στο ΧΠΣΣ και στο Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ένωσης ΕΟΚ και Τουρκίας του 1995.
Πρόταση
Αντί να αφήνει τον χρόνο να κυλά σε βάρος της, επωμιζόμενη καθημερινά την ζημία που προκύπτει από την μη υποβολή της Έκθεσης Θαλασσίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και το κόστος του γεωπολιτικού ρίσκου καθυστέρησης του GSI, η Ελλάδα οφείλει να παραπέμψει άμεσα την Ελληνο -Τουρκική διαφορά στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας.
Το νομικό αποτέλεσμα θα είναι η παραπομπή του ζητήματος στο Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, είτε στο Διαιτητικό Δικαστήριο στις Βρυξέλλες και η δεσμευτική για την Τουρκία απόφαση.
Σε περίπτωση που τα αρμόδια Δικαστήρια της ΕΕ (ΔΕΕ ή ΔΔΒ) αποφανθούν υπέρ της Ελλάδος, τότε αυτό θα σημαίνει την de facto αλλά και de jure αναγνώριση των Ελληνικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS) και τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό της ΕΕ στο Αιγαίο, σε βάρος της Τουρκίας.
* Δρ. Γεώργιος Ανθρακεύς
Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου του Αμβούργου, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
** Γεώργιος Δασκαλούλης, LL.B. (Hons)
LL.B. (Hons), LL.M. (ΗΒ) Licenciado em Direito, Mestre em Direito (Πορτογαλία), Ισοτιμία Νομικής (ΑΠΘ)
- Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου