του Γιώργου Ρακκά
Εκείνο που περιμένει κανείς από έναν υπουργό Εξωτερικών είναι να στοιχειοθετεί επαρκώς την εθνική στρατηγική που υλοποιεί. Έτσι, διαμορφώνει και το κατάλληλο κλίμα στην δημόσια συζήτηση που διεξάγεται για το περιεχόμενό της –κάτι που είναι καίριο, σε μια δημοκρατία για την ίδια την διαμόρφωσή της.
Ως προς αυτό ο Γιώργος Γεραπετρίτης, δυστυχώς, παίρνει κάτω από την βάση. Γιατί, για παράδειγμα, το «θα μπορέσουμε να χτίσουμε μία σχέση καλής γειτονίας μόνο εάν έχουμε την καλή προαίρεση να προχωρήσουμε μαζί» που υποστήριξε στο Συνέδριο του Βήματος με τίτλο «Μεταπολίτευση 1974-2024: 50 χρόνια ελληνική εξωτερική πολιτική» δεν είναι καν άποψη. Είναι ταυτολογία: Θα προχωρήσουμε μαζί εάν αποφασίσουμε να προχωρήσουμε μαζί. Υπάρχει άραγε κανείς που να πιστεύει ότι δύο χώρες μπορούν να προχωρήσουν μαζί εάν αποφασίσουν να βαδίσουν χώρια;
Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνεται και το «Θα πρέπει να σταματήσουμε, κατά την άποψή μου, να θεωρούμε ότι ο διάλογος αποτελεί πάντοτε ένα πρόσχημα. Ο διάλογος είναι το μέσο της λύσης. Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Η φενάκη του ότι τα προβλήματα μπορούν να λύνονται χωρίς να υπάρχει συζήτηση, χωρίς να υπάρχει παραγωγή, χωρίς να υπάρχει σθένος, δυστυχώς στη σημερινή εποχή δεν μπορεί να ισχύσει». Όντως, δεν χρειάζεται να είναι κανείς Υπουργός Εξωτερικών, ή καθηγητής Πανεπιστημίου, για να αποφανθεί ότι Διπλωματία σημαίνει συζήτηση· και αυτό δεν ισχύει μόνον στην ‘σημερινή εποχή’ (sic!).
Υπάρχει εδώ μια κατακρήμνιση του επιπέδου της στρατηγικής σκέψης. Άλλοτε, η τεκμηρίωση μιας στρατηγικής προσέγγισης και συνεργασίας με την Τουρκία επικαλούνταν την παγκοσμιοποίηση, την σχετικοποίηση της ισχύος και της σημασίας του εθνικού κράτους, την εντύπωση πως το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Συμφωνούσε ή διαφωνούσε κανείς, οι θέσεις αυτές έθεταν ένα πλαίσιο προς συζήτηση το οποίο μάλιστα ήταν επίκαιρο: διότι τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, και τις νέες πραγματικότητές τις συζητούσε όλος ο πλανήτης.
Με το «Η εξωτερική πολιτική είναι σαν τη μετοχή. Πουλάς, όταν είσαι ψηλά», τι μπορεί να συζητήσει κανείς; Η απουσία βάθους είναι όχι μόνον αισθητή, αλλά και ενοχλητική. Για τον Υπουργό, υπάρχει ένα πασπαρτού επιχείρημα απέναντι στους καταγγέλλοντες, ότι προκειμένου να αμφισβητήσουν την στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης «φουσκώνουν» πολύ την Τουρκία. Με το επίπεδο των τοποθετήσεών του, όμως, η αλήθεια είναι ότι μικραίνει αυτός.
Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να συμβαίνει ό,τι συμβαίνει στην Ουκρανία, με την εισβολή της Ρωσίας και ο Υπουργός να πανηγυρίζει διότι η κοινή υποψηφιότητα με την Τουρκία για τον ΟΑΣΕ πέτυχε να ανασυστήσει τον οργανισμό μετά από μια δεκαετία «με ομοφωνία από τη Ρωσία, από την Ουκρανία…». Και φυσικά εκτίθεται όταν αποφαίνεται σε σχέση με «η διάσταση […] η οποία ετέθη περί ενίσχυσης του ρόλου της Τουρκίας, θα μου επιτρέψετε να πω ότι εμένα δεν με προβληματίζει, εάν ισχύει», καθώς ο Ερντογάν αναδεικνύεται σε ρυθμιστή του Συριακού, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τον έχει συναντήσει ήδη ο απερχόμενος Υπ. Εξ. τον ΗΠΑ, Μπλίνκεν, και πηγαίνει να τον συναντήσει η πρόεδρος της ΕΕ (την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές).
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι η Τουρκία παίζει σκάκι, και η πολιτική που εκπροσωπεί ο Γ. Γεραπετρίτης, τάβλι. Υπάρχει δεδηλωμένος τουρκικός ηγεμονισμός με ευρύτερες απολήξεις στην Κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή, και την Αφρική από την μια πλευρά, που φυσικά επιδιώκει την περικύκλωση της Ελλάδας· από την άλλη υπάρχει «η σημασία του διαλόγου μέσω της συζήτησης». Περίφημα.
Σε απάντηση των επικριτών του, ο Υπουργός έχει δηλώσει ότι «ας χαρακτηριστώ και μειοδότης εάν είναι να έχουμε μία ήρεμη γειτονιά». Θα ασχοληθούμε σε λίγο με την «ήρεμη γειτονιά του». Εδώ σημασία έχει πως η παρέμβασή του ανέδειξε σε κεντρικό αντίπαλο τον Βελόπουλο, τον Νατσιό, την Δημοκρατία και την Εστία. Γενικώς, τους φίλους της Ρωσίας που μιλούν για τις «Πρέσπες του Αιγαίου», όχι για να κρατήσουν την ελληνική κοινωνία σε εγρήγορση, αλλά για να την πείσουν πως το ελληνικό κράτος είναι ‘φύσει προδοτικό’ ώστε να υπαναχωρήσει στην συνείδηση ενός ραγιά που πάντα προσβλέπει στον Μόσκοβο.
Υπάρχουν επομένως δύο προβλήματα. Το περιεχόμενο της στρατηγικής αυτής και η διαχείρισή της. Για το δεύτερο, είναι σαφές πως οι τοποθετήσεις του Υπ. Εξωτερικών εκμαιεύουν την χειρότερη δυνατή αντιπολίτευση.
Για το πρώτο, τώρα· επειδή η παρούσα γραμμή του Υπ. Εξ. διαπνέεται από μια απίστευτη στρατηγική ρηχότητα, που είναι το λογικό επακόλουθο ενός ευσεβιποθισμού ο οποίος δεν μπορεί να βρει πια ερείσματα στην πραγματικότητα, καταλήγει να μην βλέπει μπροστά από την μύτη της.
Τα τελευταία χρόνια, η πανδημία ή η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα της ανθεκτικότητας σαν κρίσιμη παράμετρο της γεωπολιτικής αυτοδυναμίας. Πολύ περιληπτικά, αντί το εμπόριο να υποκαθιστά τον πόλεμο δύνανται να προκαλέσει καταστροφικές εξαρτήσεις σε περίπτωση που ο εταίρος αποδειχθεί στρατηγικός αντίπαλος.
Αυτό συνέβη με την ΕΕ και τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Σε ηπιότερη κλίμακα συνέβη και με την Κίνα και τις εφοδιαστικές αλυσίδες της Ευρώπης. Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα, την οποία συζητούν νυχθημερόν στρατηγικοί αναλυτές, διεθνολόγοι, διαμορφωτές πολιτικής σε όλο τον κόσμο τι μας λένε από το Μαξίμου και το Μέγαρο Βασιλίσσης Σοφίας; Ότι δημιουργούμε τέτοιες εξαρτήσεις, εμπορικές, τουριστικές, ως προς την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών για να θέσουμε τις βάσεις της καλής γειτονίας; Αυτό είναι το «τι νομίζεις ότι κάνεις» που λένε τα δημοφιλή μιμίδια στο Facebook. Στο «τι πραγματικά κάνεις», είναι η αύξηση της στρατηγικής έκθεσης της Ελλάδας στην Τουρκία.
Υπάρχει και το ευρύτερο ζήτημα. Η τουρκική επιθετικότητα δεν είναι διμερές ζήτημα. Εντάσσεται στο ευρύτερο κάδρο του ‘τουρκικού 21ου αιώνα’, ο οποίος επιδιώκει να ανασυστήσει ένα διεθνές υποσύστημα με κέντρο την Άγκυρα στις περιοχές που ήλεγχε η πρώην οθωμανική αυτοκρατορία. Αυτό εξελίσσεται τις τελευταίες μέρες στη Συρία, αλλά και στην Αφρική με την συμφωνία Σομαλίας και Αιθιοπίας.
Από την ίδια την εσωτερική λογική των πραγμάτων, η αντιμετώπιση αυτού του ηγεμονισμού την περίοδο 2019-2023 οδήγησε την Ελλάδα σ’ έναν ακτιβισμό διπλωματίας και ενίσχυσης των μηχανισμών άμυνας. Η βελτίωση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος ήταν το πιο άμεσο αποτέλεσμα. Το πιο έμμεσο, η αναβάθμιση της θέσης, του ρόλου, της εικόνας και του εκτοπίσματος της Ελλάδας. Εκ των πραγμάτων, η διαδικασία της αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού, θέτει το ζήτημα μιας εναλλακτικής οργάνωσης του υποσυστήματος της ευρύτερης περιοχής, στην θέση του τουρκικού. Εκεί κατέτεινε η αναβάθμιση των συμμαχιών της χώρας στην προηγούμενη περίοδο. Όπως αποδεικνύει, για παράδειγμα, τα σχέδια για την συνεργασία Ινδίας, Αραβικών Κρατών, Ισραήλ και Ελλάδας για τον εμπορικό δρόμο από την Βομβάη έως τον Πειραιά που απαντάει στον ‘νέο δρόμο του Μεταξιού’.
Αυτό πάει στο «η εξωτερική πολιτική είναι σαν τη μετοχή…» που είπε ο Γ. Γεραπετρίτης. Οι μετοχές της Ελλάδας, λοιπόν, ανέβηκαν γιατί παρουσίασε τον εαυτό της ως εναλλακτικό προς την Τουρκία εταίρο στους υπόλοιπους· όχι ως συμπληρωματικό.
Τι πάει, επομένως, να «πουλήσει» τώρα η πολιτική της κυβέρνησης; Να πείσει την Τουρκία να εγκαταλείψει την ένταση, και σε αντάλλαγμα να καταστεί η Ελλάδα διαμεσολαβητής, broker που λένε και στο Υπ. Εξωτερικών, των καλών της σχέσεων με τις ΗΠΑ και ΕΕ.
Γι’ αυτό, επί παραδείγματι, τώρα που η Τουρκία έχει επιλέξει να χαμηλώσει τους τόνους (δίχως βέβαια να εγκαταλείψει τις διεκδικήσεις της), η Ελλάδα της φτιάχνει το προφίλ με τις κοινές υποψηφιότητες στον ΟΑΣΕ, ή την θετική της στάση στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών και ευρωαμερικανικών σχέσεων. Ιδού το ‘πλαίσιο ειλικρίνειας’ για το οποίο γίνεται λόγος. Και εκείνο που υπαινίσσεται η νέα προσέγγιση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι με αυτόν τον τρόπο εξημερώνεται η Τουρκία.
Ο Ερντογάν από την άλλη, συνομολογεί, γιατί με αυτόν τον τρόπο βλέπει την Ελλάδα να εξελίσσεται για την Τουρκία, σε κάτι ανάλογο με την Ουγγαρία του Ορμπάν ως προς την Ρωσία. Ατζέντης, δηλαδή, των τουρκικών συμφερόντων μέσα στην Δύση.
Εδώ υπάρχει και μια φαντασίωση. Ο Γ. Γεραπετρίτης φαντασιώνεται ότι η πολιτική αυτή είναι ρηξικέλευθη καθώς θα μπλέξει σαν τον Γκιούλιβερ τον γίγαντα της Τουρκίας στον μίτο του διεθνούς δικαίου, των διεθνών οργανισμών, ή της ευρωατλαντικής συμμαχίας, κι έτσι εκείνη θα πάψει να μας απειλεί. Υπό αυτήν την θέαση το «δεν με νοιάζει να με πουν μειοδότη» φαντάζει αυτοθυσιαστικό, ηρωϊκό. Ενώ στην πραγματικότητα είναι κακομοιριά και μικροελλαδισμός.
Σημείωση:
Τα αποσπάσματα από την ομιλία του Γ. Γεραπετρίτη στο Συνέδριο της εφημερίδας Το Βήμα προέρχονται από την επίσημη σελίδα του Υπ. Εξωτερικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου