Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Συνεχίζοντας τους “μεγάλους” εξοπλισμούς “από το ράφι”

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Προσφάτως θίγαμε την ουσιώδη διαφορά στους εξοπλισμούς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εξηγώντας ότι η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας προέκυψε από την στιγμή που η κρατική πολιτική στράφηκε σε συμβάσεις με εξαγορά πλήρους τεχνικού φακέλου προϊόντος και μεταφοράς τεχνολογίας ώστε ο ξένος ανάδοχος να “μάθει” τουρκικές εταιρείες όλη την διαδικασία αναπτύξεως, μέχρι την βιομηχανοποίηση. 

Μέχρι τότε, πρακτική ήταν η σύναψη συμβάσεων προμήθειας με κάποιο έργο συμπαραγωγής. Αυτό δηλαδή που λέει ότι θα πράξει η ελληνική κυβέρνηση τώρα, αφού πρώτα σκόρπισε δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις με μηδενικό ή αστείο έργο σε ελληνικές εταιρείες.

Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού και του ΥΕΘΑ, επιβεβαιώνουν ότι στον νέο “γύρο” εξοπλισμών οι απευθείας αναθέσεις θα συνεχιστούν, με την διαφορά όμως ότι θα επιδιωχθεί να δοθεί “κάποιο” σοβαρότερο έργο σε ελληνικές εταιρείες. Ενδιαφέρον έχει μάλιστα, η αναφορά στην συμμετοχή σε θέματα υποστηρίξεως (FOS) των οπλικών συστημάτων, δηλαδή η ανάληψη δευτερεύοντος έργου, για συνεργασίες οι οποίες κύριο στόχο έχουν την διευκόλυνση της ροής μαύρου πολιτικού χρήματος. Όμως έτσι, καμμία ελληνική εταιρεία δεν πρόκειται να “μάθει” να αναπτύσσει έναν πύραυλο, ένα ολοκληρωμένο οπλικό ή ηλεκτρονικό σύστημα, από αυτά που ετοιμάζεται να ψωνίσει “από το ράφι”, η κυβέρνηση.

Θα ακουστεί ίσως περίεργο στους νεώτερους όμως αυτό που κάνει τώρα η Τουρκία, ξεκίνησε να το κάνει πρώτη η Ελλάδα. Η προσπάθεια δημιουργίας ισχυρής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας ξεκίνησε στην δεκαετία του 1970, επειδή απετέλεσε κεντρική κρατική πολιτική, η οποία υποστηρίχθηκε από μεγάλες κρατικές επενδύσεις, που μετά την ΕΑΒ, οδήγησαν στην ίδρυση της ΕΒΟ. Τότε, πενήντα χρόνια πριν, ήταν απολύτως αντιληπτό ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος για να εκκινήσουν προγράμματα παραγωγής στην χώρα, ήταν ο τομέας των οπλικών συστημάτων για χερσαίες δυνάμεις, που ενέχει χαμηλότερου βαθμού προκλήσεις τεχνολογικής και τεχνικής φύσεως. Έτσι, ως πρώτος στόχος τέθηκε να αποκτήσει αυτάρκεια η χώρα στην παραγωγή φορητού οπλισμού και για τον σκοπό αυτόν, κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας, αγοράστηκαν οι πλήρεις τεχνικοί φάκελοι και τα δικαιώματα παραγωγής από την γερμανική Heckler & Koch. Πάνω σε αυτό τον άξονα “στήθηκε” η ΕΒΟ και ο γερμανικός οίκος μετέφερε όλη την τεχνολογία ώστε στο τέλος να επιτευχθεί η εξ ολοκλήρου παραγωγή στην Ελλάδα.

Στην ίδια αντίληψη αγοράστηκαν σταδιακώς τεχνικοί φάκελοι και μεταφέρθηκε τεχνολογία από εταιρείες του εξωτερικού, για την παραγωγή διαφόρων τύπων πυρομαχικών, φορτηγών οχημάτων, τεθωρακισμένων οχημάτων κ.λπ. Οι Ένοπλες Δυνάμεις παρουσίαζαν επιχειρησιακές ανάγκες και διά της Υπηρεσίας Πολεμικής Βιομηχανίας (ΥΠΟΒΙ) εκπονούντο προγράμματα και εξασφαλιζόταν η χρηματοδότηση για την σχετική επένδυση.

Το μεγάλο βήμα επιχειρήθηκε στην δεκαετία του 1980, με το πρόγραμμα αναπτύξεως του αντιαεροπορικού συστήματος ARTEMIS 30. Για τον σκοπό αυτόν ανατέθηκαν συμβάσεις στις γερμανικές Kuka Wehrtechnik για τον φορέα, την Mauserwerke για το πυροβόλο Mauser 30F των 30 mm και τις Philips Elektroindustrie και Siemens AG για το σύστημα ελέγχου πυρός. Η ΕΒΟ κατέστη επίσης παραγωγός της οικογενείας πυρομαχικών 30 mm, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τα πυροβόλα.

Σε πρώτη φάση με τις μονάδες πυρός θα εξοπλιζόταν ο Στρατός και η Αεροπορία ενώ μία ναυτική έκδοση επρόκειτο να αναπτυχθεί μελλοντικώς. Σε δεύτερο χρόνο επίσης, προβλεπόταν η διασύνδεση με το πυραυλικό σύστημα Crotale της γαλλικής Thomson-CSF, που έλαβε την ονομασία APOLLO, ώστε να παρουσιαστεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα SHORAD συνεργαζόμενο με μονάδες πυρός πυροβόλων. Οι τελευταίες, θα μπορούσαν μελλοντικώς να λάβουν αυτοκινούμενη μορφή, εγκαθιστάμενες επί του τεθωρακισμένου ΛΕΩΝΙΔΑΣ, ελληνική ονομασία του 4K7FΑ της αυστριακής Steyr-Daimler-Puch, η οποία το παρήγαγε στην Ελλάδα μέσω της Steyr Hellas, μετέπειτα ΕΛΒΟ. Λόγω της τεχνολογικής προκλήσεως στην διασύνδεση με το κέντρο ελέγχου πυρός αλλά κυρίως λόγω των μικρών περιθωρίων στην κρατική χρηματοδότηση για τις απαραίτητες συνεργασίες με τους ξένους οίκους, ελήφθη η πολιτική απόφαση διακοπής του αναπτυξιακού προγράμματος. Για λόγους “τιμής”, αποφασίσθηκε η προμήθεια μόνο απλών μονάδων πυρών πυροβόλων. Τα προβλήματα στην ανάπτυξη και η αλλαγή πολιτικής, απέδειξαν ότι εμπρός στην πολιτική εκμετάλλευση αλλά και τα συμφέροντα αντιπροσώπων, η κρατική πολιτική είχε όρια και μικρές αντιστάσεις. Συνολικώς 70 μονάδες πυρός ARTEMIS 30 κατασκευάστηκαν και διατέθηκαν στους τρεις Κλάδους αλλά εκτέλεσαν ελάχιστες βολές και μετά παρέλευση 20ετίας αποσύρθηκαν. Προτάσεις για διασύνδεση με το σύστημα ελέγχου πυρός του συστήματος ΒΕΛΟΣ και την προσθήκη στις μονάδες πυρός πυροβόλων δύο εκτοξευτών βλημάτων Stinger, δεν απασχόλησαν τους ιθύνοντες.

Στην δεκαετία του 1980 επίσης, έγιναν κάποιες προσπάθειες για ανάπτυξη αεροπορικών όπλων (βόμβα κατευθύνσεως λέιζερ) ενώ και ο ιδιωτικός τομέας παρουσίασε δραστηριότητα στον καινοτόμο τότε χώρο των Τηλεκατευθυνόμενων Μη Επανδρωμένων Αεροχημάτων (RPV) με το ΠΗΓΑΣΟΣ. Το “καπέλωμα” όμως του κράτους, η κακοδιαχείριση όσο και η διαφθορά (εάν απέδιδαν οι ελληνικές προσπάθειες, θα έκοβαν δουλειές ξένων εταιρειών) οδήγησαν την κρατική πολιτική αναπτύξεως αμυντικής βιομηχανίας σε παρακμή.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα προέβη σε μία σειρά προμηθειών με απευθείας αναθέσεις και οι μεγάλες κρατικές εταιρείες κατέστησαν απλά προβληματικές και ζημιογόνες, προνομιακό πεδίο για κομματικά ρουσφέτια και τοποθετήσεις αναξιοκρατικών επιλογών ακατάλληλου προσωπικού. Ιδίως μετά την κρίση των Ιμίων και την μεγάλη κούρσα εξοπλισμών, ενώ το χρήμα έρεε άφθονο και θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν αναπτυξιακά προγράμματα, η Ελλάδα αρκέστηκε σε “υποκατασκευαστικό έργο” και σε Αντισταθμιστικά Ωφελήματα, που σε μεγάλο βαθμό ήταν απάτη. Αμφότερα, χρησιμοποιήθηκαν ως δίοδος διοχετεύσεων της μίζας που συνόδευε κάθε προμήθεια. 

Η όποια τεχνογνωσία είχε αποκτηθεί από το προσωπικό του κλάδου όλα αυτά τα χρόνια, δεν αξιοποιήθηκε. Η απόπειρα σχεδιασμού του τεθωρακισμένου ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ από την ΕΛΒΟ, δεν ευοδώθηκε. Εγκαταλείφθηκε σε πολύ πιο πρώιμη φάση, εν σχέσει με το πρόγραμμα ARTEMIS 30.

Όλα αυτά τα χρόνια, οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες η Ελλάδα έλαβε θέση ως εταίρος σε διεθνείς κοινοπραξίες παραγωγής οπλικών συστημάτων, ήταν τα βλήματα ESSM και IRIS-T, που ακόμη και σήμερα προσφέρουν έργο σε ελληνικές εταιρείες. Δεν έγιναν επενδύσεις κεφαλαίων για την εξαγορά του τεχνικού φακέλου κάποιου οπλικού συστήματος ή έστω πυρομαχικού (δηλαδή αναλώσιμου) που είχαν ανάγκη οι Ένοπλες Δυνάμεις. Ήταν πιο εύκολο να υπογράφονται απλώς συμφωνίες με “συμπαραγωγή” από κάποια κρατική εταιρεία, επιλέγοντας ανάδοχο με κριτήριο τα “κίνητρα” που προσέφεραν οι ενδιαφερόμενοι ξένοι οίκοι.

Στις δηλώσεις τους, ο πρωθυπουργός και ο ΥΕΘΑ έχουν διαχωρίσει τα “μεγάλα” εξοπλιστικά προγράμματα, από τα “μικρά”. Στα πρώτα δηλώνουν ευχαριστημένοι εάν ο ανάδοχος δώσει κάποιο κατασκευαστικό έργο σε ελληνικές εταιρείες ενώ στα δεύτερα υπόσχονται σημαντική πρόοδο με μικρή χρηματοδότηση διά του ΕΛΚΑΚ. Αυτό σημαίνει ότι ενώ υπάρχει στην αντίληψή τους η έννοια της επενδύσεως, η κυβέρνηση επιφυλάσσει αυτό τον ρόλο μόνο σε προγράμματα καλύψεως αναγκών με χαμηλού κόστους προϊόντα ενώ ο όγκος των δισεκατομμυρίων θα κατευθυνθεί σε απευθείας αγορές. Δεν υπάρχει κυβερνητικό ενδιαφέρον ώστε μέρος αυτών των δισεκατομμυρίων, να αφιερωθεί προκειμένου ελληνικές εταιρείες να καταστούν παραγωγοί σε κάποιο πυρομαχικό ή οπλικό σύστημα που σήμερα είναι εκτός δυνατοτήτων και προϋποθέτει απαραιτήτως μεταφορά τεχνολογίας και εξαγορά τεχνικού φακέλου.

Εμβληματικό ήδη, έχει κηρυχθεί το πρόγραμμα αντιαεροπορικού/ αντιπυραυλικού “θόλου”, που η κυβέρνηση διαφημίζει ότι θα υλοποιηθεί ταχύτατα. Αλλά έτσι, μετά από δαπάνη 1-2 δισ. € η ελληνική κυβέρνηση θα “καταφέρει” στο τέλος, καμμία ελληνική εταιρεία να μην παρουσιάσει έστω έναν φορητό αντιαεροπορικό πύραυλο. 

Παρά τις εξαγγελίες περί ΕΛΚΑΚ, η κυβέρνηση θα αφιερώσει δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς, χωρίς την ανάλογη επίδραση στην ανάπτυξη της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, Όπως και στην περίοδο των μεγάλων εξοπλισμών 1998-2004, δαπανήθηκαν δισεκατομμύρια χωρίς την ανάλογη επίδραση στην ανάπτυξη της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, το ίδιο λάθος κάνει και η νυν κυβέρνηση από το 2019, με ευθύνη του πρωθυπουργού.

ΠΗΓΗ https://doureios.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου