Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ανήκει πλέον στην ιστορία. Κορυφαία στιγμή και όχι άδικα, η ομιλία του ενώπιον του Κογκρέσου. Χωρίς υπερβολή, αυτό που καταγράφηκε θα μπορούσε να περιγραφεί ως επικοινωνιακό success story. Χωρίς την παραμικρή διάθεση υποτίμησης του επιτεύγματος, αυτή ήταν «φωτογραφία της στιγμής». Αυτό που έχει σημασία είναι η επόμενη ημέρα, είναι το να κατορθώσει η χώρα να την κεφαλαιοποιήσει, να επεκτείνει όσο περισσότερο είναι δυνατόν χρονικά, τον θετικό αντίκτυπο στα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος.
Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, με επίκεντρο τον αστεϊσμό «στο ελληνικό Κοινοβούλιο με χειροκροτούν λιγότερο από όσο εσείς εδώ», θύμισε τα επίσης διθυραμβικά σχόλια
που ακολούθησαν την παρουσία του στη βρετανική τηλεόραση, με τα σχόλια που ακολούθησαν να περιείχαν αναφορές «διώξτε τον Μπόρις Τζόνσον και φέρτε μας αυτόν για πρωθυπουργό».Πέραν αυτής καθαυτής της ομιλίας στο Κογκρέσο που δεν αποτελεί κανόνα για ξένους ηγέτες που επισκέπτονται την Ουάσιγκτον, η αποδοχή που έτυχε και ο ίδιος προσωπικά και το περιεχόμενο της ομιλίας του, παρήγαγε ένα πανίσχυρο προς αξιοποίηση επικοινωνιακό αποτέλεσμα, με πολλαπλές διαστάσεις. Αναδεικνύει δε και τον ενίοτε καθοριστικό, τουλάχιστον στο τακτικό επίπεδο, ρόλο της προσωπικότητας στις διεθνείς σχέσεις.
Πέραν του χιουμοριστικού τρόπου που αντιμετωπίστηκε στα ελληνικά κοινωνικά δίκτυα όπου πολλοί βρήκαν καλή ιδέα και ευκαιρία την… εξαγωγή πρωθυπουργού, η ουσία είναι ότι το επικοινωνιακό αποτύπωμα της παρουσίας ενός προσώπου με αποδεδειγμένο επικοινωνιακό χάρισμα και από εξαιρετική χρήση τριών ξένων γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), ενισχύει τη χώρα.
Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με τις κομματικές προτιμήσεις και την προσωπική συμπάθεια ή αντιπάθεια στο πρόσωπο. Το προσωπικό στοιχείο σε αυτή την επιτυχία είναι ξεκάθαρο. Πέραν της ουσίας και του ύφους της ομιλίας, το τελικό αποτέλεσμα επηρεάστηκε καθοριστικά από τον πρωθυπουργό. Το τελικό όμως αποτέλεσμα, η ενίσχυση της εικόνας της Ελλάδας διεθνώς, αφήνει μια παρακαταθήκη προς αξιοποίηση για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Το ζήτημα της αναφοράς στην Τουρκία
Η περιορισμένη κριτική που υπήρξε, επικεντρώθηκε στην απουσία ευθείας αναφοράς στην Τουρκία. Σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν δυο σχολές σκέψης. Η μία επικεντρώνει στο ότι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους, συνδέοντας ευθέως
την Τουρκία με τις συγκεκριμένες παραβατικές και αποσταθεροποιητικές
συμπεριφορές και έννοιες όπως, παραβιάσεις, υπερπτήσεις, στρατιωτικός
καταναγκασμός, casus belli κ.λπ. Διότι η στάση των ΗΠΑ σε αυτά τα
ζητήματα παραμένει η απόλυτη ουσία.
Η άλλη σχολή ορθώς επισημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο έγιναν οι αναφορές, δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία του ποιος είναι ο «αποκλίνων της αποδεκτής διεθνούς συμπεριφοράς». Η δε αναφορά στον Πούτιν, ένα πρόσωπο δαιμονοποιημένο στις ΗΠΑ, προ των έμμεσων αλλά σαφών αναφορών στο πακέτο των ζητημάτων που αφορούν στα ελληνοτουρκικά, του Κυπριακού συμπεριλαμβανομένου, δημιούργησε συνειρμούς εξομοίωσης της συμπεριφοράς του Ερντογάν με τον Ρώσο ηγέτη.
Αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί, χωρίς πάλι να γίνει κατάχρηση που θα νόθευε το πολύ πιο ολιστικό μήνυμα που επεδίωκε να αποστείλει. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι η «ζημιά» ήταν από μικρή ως μηδενική. Η λογική που επικράτησε περιγράφεται από το ότι «η αποτελεσματικότερη μέθοδος προώθησης των εθνικών συμφερόντων είναι να επιτυγχάνεις να παρουσιάζεις πειστικά την εξυπηρέτησή τους ως συμβατή με το εθνικό συμφέρον της άλλης πλευράς». Ακόμα και έτσι όμως, η απουσία αναφοράς στο casus belli ήταν ηχηρή.
Το κρύο πιάτο της «εκδίκησης»
Υπάρχει και άλλη μια διάσταση που θα πρέπει να προστεθεί εδώ προς
υποστήριξη του επιχειρήματος αυτής της σχολής σκέψης. Πάγια τακτική της
Τουρκίας είναι να αντιμετωπίζει την Ελλάδα απαξιωτικά, προβάλλοντας επιδεικτικά ότι η Τουρκία ανήκει σε ένα άλλο επίπεδο
στον διεθνή καταμερισμό ισχύος. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να ξορκίσει
την πραγματικότητα, ότι ο Ελληνισμός με τα δυο του κράτη στην περιοχή,
αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στις ηγεμονικές τουρκικές φιλοδοξίες.
Με τη μέθοδο μη ευθείας αναφοράς στην Τουρκία και στον Ερντογάν, η ελληνική πλευρά εμμέσως ανταποδίδει αυτή τη συμπεριφορά, ενώ την ίδια στιγμή νομιμοποιείται να ισχυριστεί ότι αυτό το έπραξε για λόγους διπλωματικής αβρότητας. Άλλη ερμηνεία της κυβερνητικής επιλογής, επικεντρώνει στην ανάγκη η ελληνική εξωτερική πολιτική να «αποτουρκοποιηθεί».
Αυτό προβάλλει διεθνώς ότι ο Ελληνισμός στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης συνιστά ένα ισχυρό γεωπολιτικό μέγεθος και όποιος δεν τον αντιμετωπίζει έτσι, απλώς εθελοτυφλεί. Ο δε Ελληνισμός της διασποράς, στις ΗΠΑ εν προκειμένω, αποτελεί υπερόπλο εάν αξιοποιηθεί σοβαρά και συστηματικά. Ασφαλώς, προϋπόθεση επιτυχίας είναι να επιδειχθεί από ελληνικής πλευράς συνέπεια και συνέχεια στην προβολή αυτού του μηνύματος, με αποδείξεις.
Δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η εικόνα του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ συμβάλλει στην υπονόμευση του ηθικού του αντιπάλου κι αυτό επιβεβαιώνεται από την κάλυψη που έκαναν τα τουρκικά μίντια. Είχαμε και παράκρουση του κλασικού συνδρόμου καταδίωξης. Η γραβάτα με τις ελληνικές σημαίες που φορούσε ο πρόεδρος Μπάιντεν, μέχρι το παρατεταμένο χειροκρότημα των μελών του Κογκρέσου σε σημεία της ομιλίας του πρωθυπουργού που αφορούσαν τα ζητήματα ενδιαφέροντος της Τουρκίας, αποκάλυψαν τεράστιο εκνευρισμό.
Απαξιωτικές αναφορές όπως «οι κλακαδόροι Μητσοτάκη στο Κογκρέσο» είναι τουλάχιστον αυτοκαταστροφικές. Ο Τούρκος πρόεδρος που ήταν γενικά λαλίστατος για την Ελλάδα τις προηγούμενες ημέρες, απέφυγε μιλώντας στο κόμμα του να αναφερθεί. Την εμφάνισή του έχει κάνει και ο σκεπτικισμός για την απόκτηση των S-400, που ενισχύθηκε από την προοπτική απόκτησης των μαχητικών F-35 από την Ελλάδα. Υπενθυμίζουμε ότι από το πρόγραμμα των F-35 εκδιώχθηκε η Τουρκία εξαιτίας των S-400. Τώρα, οι Τούρκοι σχεδόν παρακαλούν για την αποδέσμευση της πλέον προηγμένης έκδοσης των F-16, μια απόφαση που όμως περνάει μέσα από αυτό το Κογκρέσο.
“Εικόνα της στιγμής”
Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ήδη, η σημερινή κατάσταση είναι «εικόνα της στιγμής». Οι επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ
μπορεί να τροποποιήσουν τους συσχετισμούς, ενώ αναφορές στην
πρωθυπουργική ομιλία δεν ακούστηκαν εξίσου θετικά από τους
Ρεπουμπλικάνους που προβάλλουν ως πιθανοί νικητές των εκλογών. Άρα, η
σημερινή εικόνα μπορεί κάλλιστα να διαφοροποιηθεί προσεχώς.
Σε κάθε περίπτωση η συγκυρία προσφέρει στην Ελλάδα το πλεονέκτημα του να κερδίσει χρόνο για να προχωρήσει με τον επανεξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων και την αποκατάσταση μιας ακόμα ισχυρότερης στρατιωτικής αποτρεπτικής ασπίδας. Βέβαια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι η «κοσμοπολίτικη» εικόνα που πρόβαλλε η χώρα στις ΗΠΑ κατά την επίσκεψη Μητσοτάκη, προσφέρει διαβεβαίωση διεθνώς ότι η προσφυγή στο στρατιωτικό εργαλείο θα έχει εξαντλήσει όλα τα ενδιάμεσα στάδια.
Μπορεί να είναι σωστό, αλλά απαιτείται πιο σαφής διευκρίνιση της ελληνικής θέσης. Διότι το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι αυτό μπορεί να τύχει εκμετάλλευσης από την Τουρκία. Η εμπειρία διδάσκει ότι αφήνει περιθώρια σχεδίασης κάποιου επεισοδίου, ως ενδιάμεσου βήματος που θα οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό το βάτος στρατιωτικού τετελεσμένου.
Εύλογος αντίλογος σε αυτό είναι οι στρατιωτικές δυσλειτουργίες που παρουσιάζει η Τουρκία, τη στιγμή που η κατάσταση στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις βελτιώνεται. Αντίλογο προσφέρει και η προβληματική διεθνής νομιμοποίηση της αναθεωρητικής πολιτικής. Αυτό ισχύει και λόγω συγκυρίας, δηλαδή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και λόγω της αυταπόδεικτα αυξημένης αποδοχής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον.
Βέβαια, η Τουρκία έχει αποδείξει ότι δε διστάζει να προκαλέσει, όπως αποκαλύπτουν οι ενστάσεις στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα, ασχέτως εάν η Ουάσιγκτον δείχνει θετικότερη προδιάθεση απέναντι στην Ελλάδα, η στάση αυτή αφενός μπορεί να διαφοροποιηθεί μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, αφετέρου η ευκαιρία μιας ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης πάντα αποτελούσε θελκτική προοπτική για τις ΗΠΑ. Σε μια τέτοια κατάσταση θα φαινόταν το πραγματικό αποτέλεσμα της επίσκεψης Μητσοτάκη στις ΗΠΑ πέραν της επικοινωνίας. Αν προκάλεσε θετικές αλλαγές…
Εν κατακλείδι, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα αποτελούν άλλον έναν παράγοντα που θα επηρεάσουν τη δυνατότητα αξιοποίησης της θετικής συγκυρίας που φέρει την υπογραφή Μητσοτάκη. Στη χειρότερη περίπτωση, οι εκλογές απέχουν μόλις έναν χρόνο. Αυτό εξάπτει ήδη τα πολιτικά πάθη στη χώρα, κάτι που αποτυπώνεται και στην αντιμετώπιση της επίσκεψης στις ΗΠΑ, τουλάχιστον από τον ΣΥΡΖΑ.
Θα έμπαινε άραγε ο πρωθυπουργός στον πειρασμό να επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει τη θετική επικοινωνιακά συγκυρία, προσφεύγοντας άμεσα στις κάλπες με κάποιο νέο πολιτικό αφήγημα ως αιτιολογία; Ακόμα κι αν αυτό συνέβαινε, η απλή αναλογική και οι παρούσες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, δημιουργούν βεβαιότητα συμμαχικών κυβερνήσεων την επόμενη ημέρα. Οι οποίες συνήθως έχουν επικεφαλής «πρόσωπα κοινής αποδοχής» και όχι τους προέδρους των κομμάτων…
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου