Καθώς η χώρα αντιμετωπίζει σήμερα ευθεία τουρκική απειλή κατά της εδαφικής της ακεραιότητας και παρά την εξοπλιστική «άνοιξη» που διανύουμε, απόρροια της αγωνιώδους προσπάθειας να καλυφθούν τα κενά που δημιούργησε η επί σχεδόν δεκαπενταετία εγκατάλειψη της εθνικής άμυνας, οι ηλικίας δεκαετιών συστημικές αδυναμίες του ελληνικού πολιτικο-στρατιωτικού οικοδομήματος γίνονται όλο και πιο πολύ εμφανείς και δρουν υπονομευτικά στην αναβάθμιση της εθνικής στρατιωτικής ισχύος.
Του Περικλή Ζορζοβίλη
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κατά συνέπεια δεν μεγιστοποιείται («get a bigger bang for the buck», για να δανειστούμε την έκφραση
του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Ντάλες) η επιστροφή της επένδυσης, δηλαδή των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων που διατίθενται για την άμυνα και δεν ενισχύεται στον βαθμό που θα έπρεπε η εθνική αποτρεπτική ικανότητα.Δύο δεκαετίες θεσμικό «τέλμα»
Έχουν παρέλθει 21 χρόνια από τον Σεπτέμβριο του 2001 όταν το Υπουργείο
Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ) εξέδωσε τη Αμυντική Στρατηγική Αναθεώρηση (ΑΣΑ),
που αποτελούσε ολοκληρωμένο όραμα εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης των
Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Ε.Δ.) για την επόμενη δεκαπενταετία και η
οποία εισήγαγε θεσμικά την έννοια της διακλαδικότητας.
Δυστυχώς, έκτοτε παρόμοιο θεσμικό κείμενο που να κοινοποιεί σε στρατιωτικούς και φορολογούμενους την κατεύθυνση της εξέλιξης των Ε.Ε.Δ. και να περιγράφει τον τελικό αντικειμενικό σκοπό με σκοπό τη «συστράτευση» τους στην επίτευξη του, ουδέποτε έχει εκδοθεί.
Αυτή η θεσμική θεωρητική «ένδεια», αφενός οδηγεί στο να ακολουθείται η «πεπατημένη» και αφετέρου αποτελεί θανάσιμο πλήγμα στην παραγωγή εγχώριας, καινοτόμου στρατιωτικής σκέψης. Είναι επίσης εντελώς αδικαιολόγητη καθώς είναι περισσότερο από βέβαιο ότι υπάρχουν στελέχη που έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου οράματος για το μέλλον προσαρμοσμένου στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος ασφαλείας της χώρας.
Η έλλειψη διατυπωμένου οράματος συνεπάγεται και την έλλειψη κατάρτισης οδικών χαρτών (roadmaps) που να περιγράφουν τα χρονοδιαγράμματα και τα βήματα για την επίτευξη ενός στόχου, π.χ. την απόκτηση της επιχειρησιακής ικανότητας εκπομπής πυρών μεγάλου βεληνεκούς και ακρίβειας, ή την ενσωμάτωση τεχνολογιών όπως οι μη επανδρωμένες πλατφόρμες.
Απόρροια της θεσμικής θεωρητικής «ένδειας» είναι επίσης η έλλειψη ανάληψης πρωτοβουλιών που να εκσυγχρονίζουν ριζικά πτυχές της λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων. Ακόμη και στην περίπτωση μίας κομβικής διαδικασίας για κάθε οργανισμό, της αξιολόγησης (κρίσεων) του μόνιμου προσωπικού, η οποία εδώ και δεκαετίες έχει αποδείξει τις ανεπάρκειες της (αψευδής μάρτυς η δικαίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των προσφευγόντων στα διοικητικά δικαστήρια μετά την αποστρατεία τους).
Άραγε πόσος χρόνος ακόμη θα απαιτηθεί για να θεσμοθετηθεί η προκήρυξη των θέσεων σε ανώτατο βαθμό (ταξίαρχος – αρχιπλοίαρχος και άνω) με περιγραφή και βαθμολόγηση συγκεκριμένων προσόντων, εμπειρίας, δεξιοτήτων, γνώσεων και παιδείας που θα πρέπει να πληρούνται ώστε ο αξιωματικός να είναι επιλέξιμος για προαγωγή σε αυτές;
Ή η κατάρτιση καταλόγου, στη βάση των προαναφερθέντων κριτηρίων, υποψήφιων προς επιλογή για τοποθέτηση του αρχηγού Γενικού Επιτελείου, οι οποίοι θα πρέπει να υποβάλλονται και σε ουσιαστική ακρόαση από κοινοβουλευτική επιτροπή;
Αναζητείται ο καταλύτης αλλαγής
Είναι πλέον αναγκαία η ριζική αναδιάρθρωση του «τοπίου» στο ελληνικό
στρατιωτικό οικοδόμημα. Οι ρόλοι του ΥΠΕΘΑ, των Γενικών Επιτελείων αλλά
και άλλων υφιστάμενων θεσμικών οργάνων (π.χ. σύμβουλος εθνικής
ασφάλειας, αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές) θα πρέπει από μηδενική
βάση να επαναπροσδιοριστούν και οι σχετικές αρμοδιότητες να κατανεμηθούν
εκ νέου στο πλαίσιο μίας νέας αρχιτεκτονικής.
Είναι αυτονόητο ότι μία τέτοια διαδικασία θα προκαλέσει τριβές και αντιδράσεις καθώς θα μεταβάλλει τις μέχρι σήμερα ισορροπίες. Όμως επίσης αυτονόητο είναι (ή θα έπρεπε να είναι) ότι η παρούσα κατάσταση έχει εξαντλήσει τα περιθώρια της.
Αναγκαία είναι και η συγκρότηση μίας υπηρεσίας κυβερνητικής Λογοδοσίας, στα πρότυπα του αμερικανικού Government Accountability Office (GAO) που «παρέχει στο Κογκρέσο, στους επικεφαλής των εκτελεστικών υπηρεσιών και στο κοινό έγκαιρες, βασισμένες σε γεγονότα, ακομμάτιστες πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της κυβέρνησης και την εξοικονόμηση δισεκατομμυρίων δολαρίων στους φορολογούμενους».
Στην πράξη σήμερα αναζητείται ένας καταλύτης που θα εισαγάγει αλλαγές ανάλογης κλίμακας με αυτές που επέβαλε ως υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ (1961-1968) ο Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα και οι αναλυτές της γνωστής δεξαμενής σκέψης Rand Corporation, που καταγράφηκαν στην ιστορία ως «Whiz Kids» («Παιδιά – Θαύματα»), και οι οποίοι αποτελούσαν το επιτελείο του.
Η οικονομική ανάλυση, η επιχειρησιακή έρευνα, η ανάλυση συστημάτων, η θεωρία παιγνίων, η ανάλυση εναλλακτικών επιλογών, η γενικευμένη χρήση υπολογιστών και οι σύγχρονες μέθοδοι διοικητικής αποτελούν μερικές μόνο από τις καινοτομίες που τότε είχαν θεσμοθετηθεί στο υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Το σύστημα σχεδίασης, προγραμματισμού και προϋπολογισμού (PPBS: Planning, Programming, and Budgeting System) ήταν άλλη μία καινοτομία που εισήγαγε το 1961 ο ΜακΝαμάρα ως πλαίσιο σύνδεσης των στρατηγικών αντικειμενικών σκοπών με τους πόρους.
Σήμερα, 61 χρόνια μετά, το σύστημα με την ονομασία PPBE (το «Ε» που προστέθηκε το 2003 αναφέρεται στην «Εκτέλεση» [Execution]) συνεχίζεται να βρίσκεται σε χρήση. Επίσης δημιούργησε την υπηρεσία Αμυντικών Πληροφοριών (DIA: Defense Intelligence Agency) και την υπηρεσία Αμυντικού Εφοδιασμού (DSA: Defense Supply Agency).
Ρόμπερτ Στρέιντζ ΜακΝαμάρα
Ο Ρόμπερτ Στρέιντζ ΜακΝαμάρα (1916-2009)
υπήρξε ο όγδοος υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, κατέχοντας τη θέση από το 1961
έως το 1968 και υπηρετώντας δύο διαδοχικούς προέδρους, τον Τζον
Φιτζέραλντ Κένεντι και τον μετά τη δολοφονία του διάδοχο του, Λίντον
Μπέινς Τζόνσον.
Απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ και της Σχολής Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, το 1943 κατετάγη, με τον βαθμό του σμηναγού στις Αεροπορικές Δυνάμεις του Στρατού των ΗΠΑ όπου μέχρι το 1946 υπηρέτησε στο Γραφείο Στατιστικού Ελέγχου, όπου είχε ως κύρια αρμοδιότητα την ανάλυση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των βομβαρδιστικών και ειδικά των στρατηγικών βομβαρδιστικών B-29 Superfortress.
Το 1946 μαζί με άλλα εννέα άτομα (συμπεριλαμβανομένου του σμηνάρχου Τσαρλς Μπέιτς «Τεξ» Θόρντον, προϊστάμενου τους στο Γραφείου Στατιστικού Ελέγχου) προσελήφθησαν ως ομάδα μάνατζμεντ από τον Χένρι Φορντ τον 2ο, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας, που τότε είχε οικονομικά προβλήματα και αντιμετώπιζε την σχεδόν παντελή έλλειψη εσωτερικών μηχανισμών οικονομικού ελέγχου.
Αυτή η ομάδα των απόστρατων αξιωματικών που απέκτησε, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, το προσωνύμιο «Whiz Kids» («Παιδιά – Θαύματα»), επέφερε επανάσταση στο διοίκηση της Φορντ εισάγοντας, πρωτόγνωρες για την εποχή, διαδικασίες σχεδιασμού και προγραμματισμού, οργάνωσης και εσωτερικού ελέγχου συμπεριλαμβανομένης και της εισαγωγής των ηλεκτρονικών υπολογιστών για τη δημιουργία μοντέλων για την αύξηση της αποδοτικότητας της παραγωγής.
Ως απόρροια της μεταμόρφωσης της Φορντ, η πλειοψηφία των μελών της ομάδας, συμπεριλαμβανομένου και του ΜακΝαμάρα, κατέλαβαν υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις. Μάλιστα το 1960 ο ΜακΝαμάρα έγινε ο πρώτος πρόεδρος της εταιρίας που δεν αποτελούσε μέλος της οικογένειας Φορντ.
Το 1961 ο ΜακΝαμάρα αποδέχθηκε την πρόταση του προέδρου Κένεντι και ανέλαβε το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ εγκαταλείποντας την παχυλή αμοιβή του στη Φορντ (3 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, 30 εκατ. σε σημερινές τιμές) για μηνιαίο υπουργικό μισθό περίπου 2.100 δολαρίων περίπου 20.000 δολάρια σε σημερινές τιμές).
ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΟ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΙΑΣ ΔΡΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΜΥΝΤΙΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ, ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ – ΕΠΙΛΟΓΕΣ.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου