Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου
Αναντίλεκτα, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος αντιμετωπίζουν (ήδη από το 2017) ένα διαρκώς κλιμακούμενο κρεσέντο τουρκικού αναθεωρητισμού, εμπρηστικής-πολεμικής ρητορικής και σωρείας επιθετικών ενεργειών στη λεγόμενη "γκρίζα" περιοχή ήτοι στο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ Ειρήνης και Πολέμου.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια παρατεταμένη (protracted) ελληνοτουρκική κρίση, αποτελούσα ξεκάθαρη επιδίωξη του συνόλου του τουρκικού πολιτικού συστήματος προεξάρχοντος του Ερντογάν στο πλαίσιο των ευρύτερων τουρκικών αναθεωρητικών στρατηγικών επιλογών στην αναβαθμισμένη τους μορφή, την τελευταία πενταετία, προκυπτουσών από την αλληλεξάρτηση εξωτερικού και εσωτερικού πεδίου.
Το μείζον ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον εγγύτερα επέρχεται το φάσμα μιας ελληνοτουρκικής στρατιωτικής σύγκρουσης, λαμβάνοντας υπόψη και τις καταλυτικές επιπτώσεις που επιφέρει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αναφορικά με το πλαίσιο πρόσληψης των στρατηγικών δεδομένων από το τουρκικό σύστημα λήψης αποφάσεων, στο οποίο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος είναι ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, γεγονός που παραπέμπει σε λήψη αποφάσεων εδραζόμενη στην ενός ανδρός αρχή.
Το γεγονός καθεαυτό αποτελεί πηγή κινδύνου ούτως ή άλλως, καθώς η συμβολή ανορθολογικών στοιχείων στη διαχείριση κρίσεων, στην εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής και κατ’ επέκταση στη συν-διαμόρφωση της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών αποτελεί δυνητικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα, εν προκειμένω όμως καθίσταται σαφές ότι παρά τα συστημικά χαρακτηριστικά του τουρκικού αναθεωρητισμού, η τουρκική αναθεωρητική στρατηγική προσέγγιση και συμπεριφορά των τελευταίων ετών ποδηγετείται από τις βουλές Ερντογάν.
Παρά τα επιτυχή τετελεσμένα των προηγούμενων ετών στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, το καθεστώς Ερντογάν εισήλθε στη μέγγενη του περίφημου "Χάσματος του Lipmann" εξαιτίας της ταυτόχρονης στρατηγικής υπερ-επέκτασης (strategic over-extension) και της κλιμακούμενης οικονομικής δυσπραγίας.
Το "Χάσμα του Lipmann" κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον, λαμβάνει χώρα όταν ένα κράτος αδυνατεί να εξισορροπήσει μεταξύ της συνισταμένης της εθνικής ισχύος (Overall National Power) και των δεσμεύσεων (Commitments) που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της Εξωτερικής Πολιτικής, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη πολιτική δυσαρέσκεια στο εσωτερικό πεδίο και κατ’ επέκταση τη δυνητική από-νομιμοποίηση της εξωτερικής πολιτικής του.
Η υφιστάμενη τουρκική ηγεσία δέχεται πλέον έντονη αμφισβήτηση στο εσωτερικό, καθώς σύσσωμη η αντιπολίτευση την κατηγορεί για εσφαλμένη εκτίμηση των δεδομένων, για αυταρχισμό και για υπονόμευση των εθνικών συμφερόντων της Τουρκίας.
Ο Τούρκος Πρόεδρος, αντιλαμβανόμενος την έντονη δυσαρέσκεια πολλών επιλογών του, ενόψει των εκλογών και του οροσήμου του 2023, υιοθετεί ακροσφαλείς στρατηγικές εμποτισμένες όμως με την απαραίτητη δόση πραγματισμού, ώστε να απορροφάται το όποιο κόστος των αντιφατικών ενεργειών του, επιδιώκοντας να συσπειρώσει γύρω του (rally around the flag effect) μεγάλες συντηρητικές τουρκικές μάζες υπό ένα εθνικιστικό-επεκτατικό ιδεώδες που περιλαμβάνει έναν διπλό εξωτερικό εχθρό, για να διεγείρει την τουρκική εθνική γνώμη, την Ελλάδα και τις ΗΠΑ.
Η πολεμική ρητορική παραπέμπει πλέον σε πολεμική προπαρασκευή στο πλαίσιο ενός ολιστικού υβριδικού δόγματος εδραζόμενο επί τη βάσει του εξαναγκασμού (coercion) που περιλαμβάνει απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας και δυνητική προληπτική χρήση της στρατιωτικής ισχύος με διττό στόχο:
Κατά πρώτον έναντι της Ελλάδας, τη δημιουργία τετελεσμένων στο πεδίο μεταξύ "θερμής ειρήνης" και περιορισμένων εχθροπραξιών που περιλαμβάνει πλέον μια επιθετική ενέργεια με χρήση στρατιωτικών ή μη στρατιωτικών μέσων, σε περιορισμένη κλίμακα, με διττό αντικειμενικό σκοπό, την απόκτηση εδαφικού ερείσματος (land grab) με το ελάχιστο δυνατό πολιτικό-στρατιωτικό-οικονομικό κόστος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών αν επιτυγχάνετο θα αποτελούσε έναν ενδιάμεσο στόχο που θα αφορούσε ένα ουσιαστικό πλαίσιο ομηρείας, και βήμα για την απόκτηση εδάφους σε μεταγενέστερο χρόνο και σε κλιμακωτή φάση (gradual process).
Η Άγκυρα επενδύει στη στρατηγική της ασφυκτικής πίεσης εν είδει πολιορκίας αρχικά δια της αρνήσεως ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων παράλληλα όμως στοχεύει στον πυρήνα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Ως εκ τούτου, η παρούσα τουρκική επιθετικότητα έχει μακρά προοπτική (long phase aggression) και δεν εξαντλείται εντός των προσεχών μηνών. Τα στάδια εκδήλωσης εξαρτώνται αφενός από τις εσωτερικές διεργασίες στην Τουρκία, αφετέρου δύνανται να ενσωματωθούν και σε περίπτωση που η χώρα τεθεί υπό καθεστώς σοβαρής εσωτερικής αστάθειας ή έκτακτης ανάγκης.
Κατά δεύτερον, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διαπραγμάτευσης με τη Δύση και τις ΗΠΑ προς εξασφάλιση συγκεκριμένων προνομίων και αυτονομίας, ο Ερντογάν προτάσσει τη διάνοιξη ενός δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη μετά την Ουκρανία, απειλώντας να δημιουργήσει τεράστιο ρήγμα στο ΝΑΤΟ διαλύοντας τη νοτιοανατολική πτέρυγα με πιθανή έναρξη εχθροπραξιών έναντι της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου.
Άλλωστε σ' αυτό το σημείο υπάρχει μια πρωτοφανής στήριξη και από την αντιπολίτευση, η οποία ευελπιστεί ότι θα διαχειριστεί την αυτονομία της Τουρκίας από θέση ισχύος, ενώ εναντίον της Ελλάδας πλειοδοτεί σε επιθετικότητα.
Χρήζει ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι έναντι όλων των μεγάλων παικτών του διεθνούς συστήματος, των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας αλλά και της Ε.Ε., η Τουρκία, συνεπεία του Nizam I Allem, εξακολουθεί να απειλεί και να παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα, υπονομεύοντας κατεστημένα μοτίβα σε διμερές επίπεδο με όλες τις Δυνάμεις ανεξαιρέτως, ακροβατώντας μεταξύ επιτυχίας και καταστροφής, έχοντας στόχο να γίνει αποδεκτό από τις Μεγάλες Δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, το νέο status της Τουρκίας που επιθυμεί η τουρκική ηγεσία και κατ’ επέκταση το τουρκικό πολιτικό σύστημα να της προσδώσει.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου, λογίζεται από τον Ερντογάν ως ένα δυνητικό παράθυρο ευκαιρίας στο πλαίσιο της ευρύτερης διαπραγμάτευσης που αφορά την τουρκική αυτονόμηση από τις ευρωατλαντικές απαιτήσεις που απορρέουν από τη Δύση και δη τις ΗΠΑ και εξασφάλιση προνομιακού status στη νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφαλείας που θα δημιουργηθεί μετά το πέρας της ρωσικής εισβολής.
Επιπρόσθετα, παρά την καταδικαστική ρητορική από τη Δύση και τις κυρώσεις του CAATSA από τις ΗΠΑ, το περιθώριο εκδήλωσης επιθετικής ενέργειας από την Τουρκία θεωρείται δυνητικά ευρύ, πιθανότατα εξαιτίας και της πρότερης ανοχής -αναιμικής (κατά την τουρκική θεώρηση) στάσης της Δύσης στην εισβολή της Κύπρου το 1974.
Για την τουρκική πλευρά το κόστος των κυρώσεων θεωρήθηκε αποδεκτό έναντι του οφέλους όπως είχε αναφέρει και ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Ιλχάν Σαμπρί Τσαγλαγιανγκίλ στις Αναμνήσεις του.
Ο Ερντογάν κινείται μεταξύ σφύρας και άκμονος, επιμένοντας να προκρίνει το τουρκικό Nizam I Allem ενόψει του ιστορικού οροσήμου το 2023 παρά το γεγονός ότι αποτυγχάνει κατά κόρον να επιτύχει εξωτερική νομιμοποίηση των ενεργειών του -το αντίθετο μάλιστα επισείει ολοένα και περισσότερο την μήνιν των δυτικών κρατών (εξαιτίας της διαρκούς υπονόμευσης της νατοϊκής συνοχής έναντι της Ρωσίας), απειλώντας την Ελλάδα ποικιλοτρόπως, εντάσσοντας τη χρήση βίας ως κομμάτι μιας δυναμικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης.
Ως εκ τούτου, μια πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Άκρως σημαντικό ρόλο στην αποτροπή των τουρκικών επιθετικών ενεργειών και εν τέλει μιας δυνητικής σύγκρουσης, διαδραματίζει η ελληνική απάντηση.
Τα θετικά βήματα της διεθνοποίησης της τουρκικής επιθετικότητας και της παράλληλης ανάπτυξης των Ελληνικών ΕΔ επιβάλλεται να συνεχιστούν αμείωτα και να εμπλουτιστούν με ένα συνεκτικό δόγμα πολυεπίπεδης αποτροπής εστιασμένο τόσο λογική τιμωρίας (punishment) όσο και άρνησης στόχων (denial).
Απαντώντας στην τουρκική εκτεταμένη απειλή και την επιδίωξη τετελεσμένων, η Ελλάδα οφείλει να καταστήσει τις κόκκινες γραμμές της απρόσβλητες, επιβάλλοντας αυστηρότατο πλαίσιο διαλόγου μέσω συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου στην Τουρκία, αποφεύγοντας ναρκοθετημένες διαδικασίες που θα προκρίνουν μια συμβιβαστική λύση, υπονομεύοντας εν τέλει τις κόκκινες γραμμές της.
Η αταλάντευτη τήρηση των ελληνικών κόκκινων γραμμών στο πλαίσιο μιας στρατηγικής κουλτούρας επικράτησης, μειώνουν την πιθανότητα τουρκικών τετελεσμένων, ενώ θα πρέπει παράλληλα να αποτελούν, σε συνδυασμό με ανάληψη στρατηγικών πρωτοβουλιών στο πλαίσιο μιας πολύ-επίπεδης Αποτροπής, δυνητικό παράγοντα αλλαγής δεδομένων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο επί τα βελτίω για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Η Ελλάδα επιβάλλεται να υιοθετήσει ρεαλιστικές προσαρμογές, χρησιμοποιώντας όλο το "οπλοστάσιο" που διαθέτει στη φαρέτρα της, εξορθολογίζοντας τη στρατηγική της και αυξάνοντας τους συντελεστές ισχύος της σ΄ ένα συνεκτικό πλαίσιο. Η ακροσφαλής πολιτική Ερντογάν προσφέρει πληθώρα ευκαιριών που δεν υπήρχαν τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η χώρα επιβάλλεται να τις αδράξει και να κεφαλαιοποιήσει τις σημαντικές συμφωνίες στρατηγικής υφής που συνήψε με Γαλλία, ΗΠΑ αλλά και τις τριμερείς με Ισραήλ και Αίγυπτο υιοθετώντας ένα στρατηγικό πλάνο όχι μικρών αλλά πολλαπλών βημάτων (multiple steps).
* Ο Κων/νος Θ Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Εταίρος Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης
ΠΗΓΗ capital
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου