Με την επιστολή αυτή διαψεύδονται και οι εικασίες που είχαν διατυπωθεί τις προηγούμενες ημέρες ότι η απουσία αναφοράς του Ερντογάν στον ΟΗΕ αλλά και στις δημόσιες τοποθετήσεις των τελευταίων ημερών στο θέμα της κυριαρχίας των νησιών σήμαινε αλλαγή η στροφή της τουρκικής διπλωματίας.
Στην επιστολή της η Τουρκία επαναφέρει όλο το πλαίσιο των νομικών επιχειρημάτων που έχει αναφέρει και στις προηγούμενες επιστολές της και απαντά στην ελληνική επιστολή που είχε αποτυπώσει την ελληνική νομική και πολιτική επιχειρηματολογία.
Στην πέντε σελίδων επιστολή η Τουρκία υποστηρίζει ότι η δέσμευση από τη Συνθήκη της Λωζάννης είναι διαρκής και ότι τα σύνορα δεν είναι μόνιμα εφόσον χαραχθούν με μια συνθήκη αλλά εξαρτώνται από την πορεία και διάρκεια ζωής της Συνθήκης. Και φθάνει στο σημείο μάλιστα να υποστηρίζει ότι η παραχώρηση των νησιών έγινε με καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας καθώς «η εκχώρηση εδαφών εξαρτήθηκε από έναν θεμελιώδη περιορισμό της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας: την αποστρατιωτικοποίηση των εν λόγω νησιών».
Απορρίπτει τη θέση ότι η Συνθήκη του Μοντρε κατάργησε το καθεστώς αποστρατικοποίησης όχι μόνο των Στενών αλλά και της Λήμνου και Σαμοθράκης και υποστηρίζει ότι η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων δημιουργεί «αντικειμενικό καθεστώς» οπότε και η Τουρκία αν και δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος επωφελείται και ενδιαφέρεται για την τήρηση των προβλέψεων της. Στο πλαίσιο αυτό η τουρκική επιστολή αναφέρει ότι « η Τουρκία, άμεσα ζημιωθέν κράτος, δικαιούται, στο πλαίσιο της έννομης σχέσεως μεταξύ της Ελλάδας και της ιδίας, να αμφισβητήσει τη δυνατότητα του κυριαρχικού τίτλου της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας (και των συναφών θαλάσσιων δικαιωμάτων ) επί των νησιών».
Είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία συνδέει το θέμα της αποστρατικοποίησης με τις θαλάσσιες ζώνες των νησιών και αποκαλύπτει την πρόθεση της να επιστρατεύσει οποιοδήποτε επιχείρημα προκειμένου να υπονομεύσει το δικαίωμα και την επήρεια των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες.
Η Τουρκία στο τέλος της επιστολής υποκριτικά καλεί σε διάλογο την Ελλάδα για το ζήτημα αυτό ώστε να δημιουργηθεί όπως λέει «δυναμική που θα διευκολύνει την επίλυση όχι μόνο αυτής της διαφοράς αλλά όλων των αλληλένδετων μακροχρόνιων διαφορών μεταξύ των δυο χωρών». Η Τουρκία έχει το θράσος να καλεί σε διάλογο επί της ευθείας αμφισβήτησης ελληνικής κυριαρχίας τη στιγμή που αντίστοιχη αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ουκρανίας καταδικάζεται από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και συγχρόνως να εμφανίζεται ως διαλλακτική και ειρηνοποιός…
Το κείμενο της τουρκικής επιστολής στον ΟΗΕ:
«Επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2022 από τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη, προς τον Γενικό Γραμματέα.
Σε συνέχεια της επιστολής μου της 30ής Σεπτεμβρίου 2021 (A/76/379-S/2021/841), και αναφορικά με τις επιστολές του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας της 25ης Μαΐου 2022 (A/76/846-S/2022/432) και της 27ης Ιουλίου 2021 (A/75/976-S/2021/684), καθώς και την επιστολή μου της 13ης Ιουλίου 2021 (A/75/961-S/2021/651), θα ήθελα, κατόπιν εντολής της Κυβέρνησής μου, να επιστήσω την προσοχή σας στα ακόλουθα. Η Τουρκία μελέτησε προσεκτικά την τελευταία επιστολή, που αναφέρεται παραπάνω, του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας.
Στην επιστολή, η Ελλάδα εμμένει στη θέση της να υπερασπιστεί την ουσιαστική παραβίαση των διατάξεων αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 (η οποία περιλαμβάνει τη Σύμβαση της Λωζάνης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών) και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 και να επιδιώξει να ελαχιστοποιήσει τη σημασία αυτών των υποχρεώσεων. Η προσπάθεια της Ελλάδας να υποβαθμίσει τις νομικές της υποχρεώσεις και να ευτελίσει το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου είναι τουλάχιστον απογοητευτική. Περισσότερο από αυτό, όμως, οι πράξεις της Ελλάδας απειλούν τη σταθερότητα των ζωτικής σημασίας εδαφικών καθεστώτων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάνης και των Παρισίων.
Οι παραβιάσεις των ρητρών αποστρατιωτικοποίησης αυτών των καθεστώτων θα μπορούσαν πράγματι «να αποτελέσουν απειλή για τη διεθνή ειρήνη και όλες οι χώρες έχουν συμφέρον να το αποφύγουν».
Πρώτον, η Τουρκία απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της πλέον πρόσφατης επιστολής της 25ης Μαΐου 2022. Πέντε από αυτούς τους ισχυρισμούς, ωστόσο, χρήζουν ειδικής διάψευσης από νομική άποψη, στο παρόν στάδιο: Πρώτον, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι ο «κύριος στόχος» της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων ήταν «η θέσπιση μόνιμων συνόρων και εδαφικών νομικών τίτλων για τα ενδιαφερόμενα κράτη». Αυτός ο ισχυρισμός που βασίζεται σε μια υπεραπλούστευση μπορεί εύκολα να αντικρουστεί.
Από τους τίτλους των ίδιων των Συνθηκών προκύπτει ότι ο πρωταρχικός σκοπός τους ήταν πολύ ευρύτερος από τη θέσπιση μόνιμων συνόρων και εδαφικών νομικών τίτλων. Ομοίως, από τα προοίμια και των δύο πράξεων προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο γενικός στόχος των εν λόγω συνθηκών ήταν να τερματιστεί η εμπόλεμη κατάσταση και την αποκατάσταση της γενικής ειρήνης και των φιλικών σχέσεων. Αυτό επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω της διευθέτησης ορισμένων ουσιαστικών ζητημάτων, τα οποία περιελάμβαναν όχι μόνο τη θέσπιση μόνιμων συνόρων και εδαφικών νομικών τίτλων, αλλά και την αποστρατιωτικοποίηση, η οποία, στο πλαίσιο και των δύο καθεστώτων συνθηκών, ήταν ζωτικής σημασίας για την επίτευξη του κύριου στόχου αυτών των συνθηκών.
Δεύτερον, η Ελλάδα αναφέρεται στην έννοια και τη συνάφεια της αρχής της σταθερότητας και της οριστικότητας των συνόρων, όπως ορίζεται από το Διεθνές Δικαστήριο στο πλαίσιο όπου «δύο χώρες δημιουργούν σύνορα μεταξύ τους» σε μια συνοριακή συμφωνία. Η αρχή που αναφέρεται στην εν λόγω νομολογία δεν είναι παρά μια συγκεκριμένη έκφραση, στο πλαίσιο διμερών συνοριακών συμφωνιών, της γενικότερης και θεμελιώδους αρχής ότι «ένα εδαφικό καθεστώς που θεσπίζεται με συνθήκη επιτυγχάνει μια μονιμότητα την οποία η ίδια η συνθήκη δεν απολαμβάνει κατ' ανάγκη και η συνέχιση της ύπαρξης αυτού του καθεστώτος δεν εξαρτάται από τη συνέχιση της διάρκειας ζωής της συνθήκης βάσει της οποίας συμφωνείται το καθεστώς».
Το «εδαφικό καθεστώς» στο σύνολό του, και όχι απλώς τα αποσπασμένα τμήματά του, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Έτσι, το σύνολο των εδαφικών καθεστώτων που θεσπίστηκαν, προς το γενικό συμφέρον, από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης και τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων έχει επιτύχει μια μονιμότητα, η συνέχιση της ύπαρξης της οποίας δεν εξαρτάται απαραίτητα από τη συνέχιση της ζωής των συνθηκών που τις προκάλεσαν. Είναι νομικά εσφαλμένο και απολύτως αυτονόητο για την Ελλάδα να ισχυρίζεται ότι μόνο μία πτυχή του εδαφικού καθεστώτος, δηλαδή ο εδαφικός τίτλος, θα απολάμβανε τέτοια μονιμότητα και όχι το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των εν λόγω εδαφών.
Στην πραγματικότητα, η όλη ερμηνεία των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάνης και των Παρισίων επί των οποίων η Ελλάδα προσπάθησε να πάρει θέση είναι εσφαλμένη. Είναι επιτακτική ανάγκη, κατά την ερμηνεία μιας συνθήκης, να λαμβάνεται υπόψη η Συνθήκη στο σύνολό της. Όπως παρατηρήθηκε σε σχέση με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, μια ειρηνευτική συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί στο σύνολό της και οι ρήτρες της ως αλληλένδετες.
4 Το Μόνιμο Διεθνές Δικαστήριο προέβη σε παρόμοια παρατήρηση όσον αφορά την ερμηνεία της Συνθήκης Ειρήνης με τη Γερμανία του 1919 (Συνθήκη των Βερσαλλιών), υπογραμμίζοντας ότι «είναι προφανές ότι η Συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολό της και ότι το νόημά της δεν πρέπει να καθορίζεται μόνο σε συγκεκριμένες φράσεις οι οποίες, αν αποσπώνται από τα συμφραζόμενα, μπορούν να ερμηνευθούν με περισσότερες από μία έννοιες».
5 Σε σχέση με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, η Ελλάδα κακώς επιδιώκει να αποσπάσει το άρθρο 14 παράγραφος 1 από τη διάταξη περί αποστρατιωτικοποίησης του άρθρου 14 παράγραφος 2. Επιπλέον, η Ελλάδα επιχειρεί να αποσπάσει το άρθρο 12 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης από τη διάταξη περί αποστρατιωτικοποίησης του άρθρου 13 της ίδιας Συνθήκης και από το άρθρο 4 της Σύμβασης της Λωζάνης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών. Το σωστό νομικό συμπέρασμα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι η εκχώρηση εδαφών εξαρτήθηκε από έναν θεμελιώδη περιορισμό της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας: την αποστρατιωτικοποίηση των εν λόγω νησιών.
Το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης, το οποίο συνδέεται τόσο στενά με το στόχο των Συνθηκών και την εδαφική διευθέτηση που ορίζεται από αυτές ώστε να αποτελεί το ίδιο αναπόσπαστο μέρος αυτής της εδαφικής διευθέτησης, χαρακτηρίζεται από την ίδια μονιμότητα με την εκχώρηση εδαφών. Συναφώς, δεν είναι η Τουρκία, αλλά η Ελλάδα, που υπονομεύουν τη σταθερότητα: τη σταθερότητα των σημαντικών εδαφικών καθεστώτων, τα οποία θεσπίστηκαν προς το γενικό συμφέρον και τα οποία οδήγησαν οι Συνθήκες Ειρήνης της Λωζάνης και των Παρισίων.
Τρίτον, ο ισχυρισμός της Ελλάδας ότι δεν υφίστανται υποχρεώσεις αποστρατικοποίησης στην Ελλάδα όσον αφορά τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, επειδή η Σύμβαση του Μοντρέ του 1936 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών ακύρωσε τη Σύμβαση της Λωζάνης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών, είναι παρόμοια. Ως γνωστόν, η Λήμνος και η Σαμοθράκη ήταν από τα νησιά που αποστρατικοποιήθηκαν το 1914 (Απόφαση που ελήφθη στις 13 Φεβρουαρίου 1914 από τη Διάσκεψη του Λονδίνου). Το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς αυτών των δύο νησιών επιβεβαιώθηκε με την εκχώρηση στο άρθρο 12 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης και επίσης από το άρθρο 4 παράγραφος 3 της Σύμβασης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών. Αυτό το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς συνεχίζεται σήμερα.
Η αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ σύμφωνα με την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη «αποφάσισαν να αντικαταστήσουν με την παρούσα Σύμβαση τη Σύμβαση που υπεγράφη στη Λωζάνη» («résolu de substituer» στα γαλλικά) αναφέρεται μόνο στο καθεστώς των Τουρκικών Στενών. Η σχετική φράση είχε στόχο να προβλέψει τη στρατιωτικοποίηση των Τουρκικών Στενών που ήταν ο ίδιος ο στόχος της Διάσκεψης του Μοντρέ, μιας διάσκεψης που είχε ζητηθεί από την ίδια την Τουρκία. Όπως συμβαίνει με τα προοίμια άλλων Συνθηκών, το προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ δεν αποτελεί παρά την «πολιτική βάση για τις ειδικές νομικές διατάξεις που ορίζονται στη συνέχεια» στις λειτουργικές διατάξεις της Σύμβασης.
7 Η τελική απόφαση, κατόπιν εξέτασης διαφορετικών προτάσεων, Η χρήση της λέξης «αντικαθιστά»/«υποκαθιστα», σε αντίθεση με έναν πιο ακριβή όρο του τεχνικού από το δίκαιο των συνθηκών, ή μια φράση που δεν θα άφηνε καμία αμφιβολία ως προς την υποτιθέμενη «κατάργηση», επιβεβαιώνει αυτή την ερμηνεία του προοιμίου. Είναι προφανές από τις ειδικές νομικές διατάξεις της Σύμβασης του Μοντρέ και του Πρωτοκόλλου της, καθώς και από τις εργασίες της Διάσκεψης του Μοντρέ και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκε, ότι στόχος της Σύμβασης ήταν να απαλλάξει μόνο την Τουρκία από τις υποχρεώσεις αποστρατικοποίησης. Το άρθρο I του Πρωτοκόλλου, που συνήφθη ταυτόχρονα με τη Σύμβαση, είναι σαφές ως προς το γεωγραφικό εύρος της εκ νέου στρατιωτικοποίησης που προοριζόταν και συμφωνήθηκε από τα μέρη.
Προβλέπει, με αναφορά στην ίδια τη Σύμβαση του Μοντρέ, ότι: «Η [Τουρκία] μπορεί να επαναστρατιωτικοποιήσει αμέσως τη ζώνη των Στενών όπως ορίζεται στο Προοίμιο της εν λόγω Σύμβασης. «Δεν υπάρχουν διατάξεις για οποιοδήποτε άλλο κράτος ή άλλο τομέα. Πράγματι, την παραμονή της Διάσκεψης, ο κ. Μαυρουδής, ένας από τους ανώτερους εκπροσώπους της Ελλάδας στη Διάσκεψη, δήλωσε δημόσια ότι η Σύμβαση του Μοντρέ δεν θα επιδιώκει να εξασφαλίσει για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ένα νομικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό που επρόκειτο να υπάρξει. αποκτήθηκε από την Τουρκία για τα Στενά (Βραδινή, 19 Ιουνίου 1936). Αυτό προκύπτει από τις εργασίες προετοιμασίας της Σύμβασης του Μοντρέ (Actes de la Conférence de Montreux concernant le régime des détroits (1936)), όπου δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει κοινή αντίληψη των μερών ότι η Σύμβαση θα απαλλάσσει οποιαδήποτε άλλο κράτος από την Τουρκία από τις υποχρεώσεις αποστρατιωτικοποίησης. Όσον αφορά πολιτικές δεσμεύσεις ή δηλώσεις – σε οποιαδήποτε μορφή – που δεν αντικατοπτρίστηκαν σε νομικό μέσο που διαπραγματεύτηκαν και τελικά συμφωνήθηκαν από τα μέρη, γίνεται αναφορά στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο ευνοεί μια προσεκτική και περιοριστική προσέγγιση. αποδίδοντας νομική βαρύτητα και ερμηνεύοντας τέτοιες δεσμεύσεις ή δηλώσεις.
8 Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε κατάργηση, το 1936 ή σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, της νομικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1914, το οποίο έγινε επίσημα αποδεκτό από την Ελλάδα στις 21 Φεβρουαρίου 1914 και στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε στο σύνολό του στο άρθρο 12 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης του 1923. Τέλος, δεν μπορώ παρά να επισημάνω τη σαφή κρατική πρακτική σε αυτό το ζήτημα, η οποία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τις επίμαχες διεθνείς υποχρεώσεις: γεγονός είναι ότι δεν ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1960 που η Ελλάδα άρχισε να στρατιωτικοποιεί τη Λήμνο.
Πέραν των παραπομπών της προηγούμενης επιστολής μας, δειτε
την , απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 21ης Απριλίου 2022,
Νικαράγουα κατά Κολομβίας. A/77/354 S/2022/703 4/5 22-22081 τη δεκαετία
του 1960 που η Ελλάδα άρχισε να στρατιωτικοποιεί τη Λήμνο. Για περίπου
30 χρόνια, η Ελλάδα πράγματι τήρησε τις υποχρεώσεις της και, τα επόμενα
χρόνια, ανταποκρινόμενη στις επίσημες διαμαρτυρίες του Τουρκίας, η
Ελλάδα παρείχε επίσημες εξηγήσεις για το πώς οι εν λόγω πράξεις της δεν
παραβίασαν τις υποχρεώσεις αποστρατιωτικοποίησης (υποχρεώσεις την ύπαρξη
των οποίων επιβεβαίωσε έτσι η Ελλάδα), συμπεριλαμβανομένης της νήσου
Λήμνου.
Τα γεγονότα αυτά υπονομεύουν το ελληνικό επιχείρημα ότι υποτίθεται ότι ήταν απαλλαγμένη από οποιαδήποτε τέτοια υποχρέωση ήδη από το 1936 και μετά. Τέταρτον, η Ελλάδα ισχυρίζεται ότι η Τουρκία δεν έχει το δικαίωμα να επιμείνει στη συμμόρφωση με τις διατάξεις αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, δεδομένου ότι η διάταξη για την αποστρατιωτικοποίηση της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (σύμφωνα με την Ελλάδα) δεν αποτελεί μέρος ενός νομικού καθεστώτος σχετικά με την αποστρατιωτικοποίηση, αλλά αντίθετα είναι μόνο «μια ξεχωριστή και παρεπόμενη διάταξη».
Ο ισχυρισμός αυτός, αν και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ελλάδα υποβάθμισε συνεχώς τις υποχρεώσεις της για αποστρατιωτικοποίηση, στερείται νομικής αξίας. Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα συνθηκών που θεσπίζουν ένα «αντικειμενικό καθεστώς» σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το "αντικειμενικό καθεστώς" που θεσπίζεται με την παρούσα συνθήκη έχει προσδώσει στα εν λόγω νησιά ιδιαίτερο διεθνές καθεστώς.
Οι διατάξεις του, συμπεριλαμβανομένων χωρίς αμφιβολία εκείνων που σχετίζονται με την αποστρατιωτικοποίηση, είναι τέτοιας φύσης ώστε «κάθε ενδιαφερόμενο κράτος έχει το δικαίωμα να επιμείνει στην τήρησή τους». αντιστρόφως, "κάθε κράτος που έχει στην κατοχή του τα νησιά πρέπει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που το δεσμεύουν, οι οποίες απορρέουν από το σύστημα αποστρατιωτικοποίησης που θεσπίζεται από τις διατάξεις αυτές".
9 Περιπτώσεις αποστρατιωτικοποίησης «προφανώς εμπίπτουν στο
πεδίο εφαρμογής της απόφασης των Νήσων Άαλαντ». 10 Αυτό σημαίνει ότι
κάθε ενδιαφερόμενο κράτος, συμπεριλαμβανομένων των κρατών που δεν είναι
συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω συνθήκης, έχει το δικαίωμα να επιμείνει
στην τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συνθήκη.
Μια πλούσια εμπειρια επιβεβαιώνει ότι, όπως και η Σύμβαση του 1856 για την αποστρατιωτικοποίηση των Νήσων Άαλαντ που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1856, η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού του 1947 είναι επίσης μια συνθήκη που δημιουργεί ένα τέτοιο «αντικειμενικό καθεστώς» ή «γενικό καθεστώς» 11 Ο τύπος της συνθήκης που θα εμπίπτει σε αυτήν την επικεφαλίδα εξηγήθηκε με σαφή και συνοπτικό τρόπο από τον δικαστή McNair στο Καθεστώς της Νοτιοδυτικής Αφρικής. 12 Όπως γνωρίζει πολύ καλά η Ελλάδα, η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 ταιριάζει απόλυτα με την περιγραφή αυτή.
Επιπλέον, είναι αναμφισβήτητο ότι οι σχετικές διατάξεις αποστρατιωτικοποίησης συμπεριλήφθηκαν στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια της Τουρκίας. Έτσι, η Τουρκία έχει κάθε δικαίωμα να επικαλεστεί τις διατάξεις του καθεστώτος αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων και η Ελλάδα είναι νομικά υποχρεωμένη να συμμορφωθεί με αυτές.
Πέμπτον, η Ελλάδα υποστηρίζει επίσης, αν και κάπως sotto voce, ότι το άρθρο 89 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων υποστηρίζει τη θέση της ότι η Συνθήκη δεν δημιουργεί αντικειμενικό καθεστώς. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να αντικρουστεί με απλή παραπομπή στο γράμμα της διατάξεως αυτής. Το άρθρο 89 είναι μια ειδική διάταξη που αφορά τα κράτη που κατονομάζονται στο προοίμιο και τα οποία δεν έχουν ακόμη καταστεί συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης· δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την Τουρκία, η οποία είναι ένα ενδιαφερόμενο κράτος που δικαιούται να επιμείνει στη συμμόρφωση με τις διατάξεις της Συνθήκης για την αποστρατιωτικοποίηση βάσει του διεθνούς δικαίου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, όπως είχε προηγουμένως την ευκαιρία να παρατηρήσει η Τουρκία οι παραβιάσεις από την Ελλάδα των ζωτικών της υποχρεώσεων αποστρατιωτικοποίησης, που προκαλούν διαμαρτυρίες διαρκως από την Τουρκία ως παράνομες πράξεις, έχουν αναπόφευκτα αντίκτυπο στο νομικό καθεστώς που διέπει την κυριαρχία της Ελλάδας επί των εν λόγω νησιών. Συναφώς, η τουρκία, άμεσα ζημιωθέν κράτος, δικαιούται, στο πλαίσιο της έννομης σχέσεως μεταξύ της Ελλάδας και της ιδίας, να αμφισβητήσει τη δυνατότητα του κυριαρχικού τίτλου της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας (και των συναφών θαλάσσιων δικαιωμάτων ) επί των νησιών.
Και τούτο διότι ο εν λόγω κυρίαρχος τίτλος, από τη δεκαετία του 1960, βαρύνεται με αδυναμίες ως αποτέλεσμα των πράξεων στρατιωτικοποίησης των εν λόγω νησιών από την Ελλάδα, κατά ουσιώδη παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Ελλάδας. Η Τουρκία καλεί για άλλη μια φορά την Ελλάδα να συμμορφωθεί με τις διατάξεις αποστρατιωτικοποίησης των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάνης και του Παρισιού του 1947 και να επαναφέρει το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου όπως ήταν πριν από την εμφάνιση των εμπρακτων παραβιάσεων της Ελλάδας.
Αυτό θα εξασφάλιζε επίσης ότι τα εδαφικά καθεστώτα που θεσπίζονται από τις εν λόγω συνθήκες θα παραμείνουν άθικτα στο σύνολό τους και δεν θίγονται με κανέναν τρόπο. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, ενώ τις απορρίπτω στο σύνολό τους, δεν κρίνω αναγκαίο να απαντήσω εκ νέου στις αβάσιμες πολιτικές καταγγελίες και ταραχές που διατυπώθηκαν στην τελευταία προαναφερθείσα επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας.
Αντ' αυτού, θα ήθελα να αναφερθώ στις προηγούμενες επιστολές μας, ιδίως εκείνες της 21ης Ιουνίου 1995 (A/50/256-S/1995/505), της 2ας Ιουλίου 2020 (A/74/832-S/2020/350), της 21ης Αυγούστου 2020 (A/74/997-S/2020/826), της 14ης Οκτωβρίου 2020 (A/75/521), της 15ης Ιουνίου 2021 (A/75/929) και της 18ης Νοεμβρίου 2021 (A/76/557-S/2021/961). Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση της Τουρκίας για την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών της με την Ελλάδα, στις οποίες αναφέρονται τα ζητήματα αυτής της ανταλλαγής επιστολών.
Είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε για τη δημιουργία μιας δυναμικής που θα διευκολύνει την επίλυση όχι μόνο μίας αλλά όλων των μακροχρόνιων, νομικά αλληλένδετων διαφορών του Αιγαίου με δίκαιο και ισότιμο τρόπο, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μέσω των μέσων που ορίζονται στο άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στη βάση της αμοιβαίας συναίνεσης των μερών. Ωστόσο, μια τέτοια δυναμική απαιτεί πρωτίστως ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο αντί να χρησιμοποιείται εχθρική πολιτική ρητορική και κλιμακούμενες ενέργειες σχεδόν σε καθημερινή βάση, περιφρονώντας πλήρως τα δικαιώματα και τα ζωτικά νόμιμα συμφέροντα της Τουρκίας, όπως επισημαίνεται επίσης στην επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu με ημερομηνία 30 Αυγούστου 2022.
Θα σας ήμουν ευγνώμων αν η παρούσα επιστολή διανεμηθεί ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης, στο σημείο 72 (α) της ημερήσιας διάταξης, και του Συμβουλίου Ασφαλείας, και να ζητήσετε τη δημοσίευσή της στην ιστοσελίδα της Διεύθυνσης Ωκεάνιων Υποθέσεων και Δικαίου της Θάλασσας, καθώς και στην επόμενη έκδοση του Δελτίου για το Δίκαιο της Θάλασσας. (Υπογραφή) Μόνιμος Αντιπρόσωπος Φεριντούν Χ. Σινιρλίογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου