Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Αμισός: Όταν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα στοιβάζονταν στα καράβια με προορισμό την Ελλάδα, για να γλιτώσουν από τους Τούρκους

Πίστευαν ότι πήγαιναν στον Παράδεισο παρόλο που πλέον ήταν πρόσφυγες – Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων

ΦΩΤΟ:Στο κατάστρωμα του Belgravia πριν από την αναχώρηση από το λιμάνι της Σαμψούντας (Αμισός), αρχές Νοεμβρίου 1922. Ανεβασμένη στη σκάλα η Μαριάμ Διλδιλιάν (φωτ.: αρχείο οικογένειας Διλδιλιάν)

Τρεις χιλιάδες χρόνια μετά την πρώτη εγκατάσταση των Ελλήνων στην Αμισό του Πόντου, όσοι επιβίωσαν της μεθοδικής εξόντωσης, της εξορίας, των σφαγών και των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Ελλάδα για να γλιτώσουν από το μαχαίρι των Οθωμανών Τούρκων, να μην αλλαξοπιστήσουν και για να μη σκύψουν το κεφάλι.

Έφυγαν από τα πατρογονικά τους εδάφη και έγιναν πρόσφυγες στην ιστορική πατρίδα τους. Ήταν όμως πρόσφυγες… 

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τη μεταπτυχιακή εργασία του δρ Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού Θωμά Αλεξιάδη, με θέμα Η Αμισός του Πόντου (Θεσσαλονίκη 2008) και δημοσιεύεται με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων.

«Οι άµαχοι και τα γυναικόπαιδα κατέβηκαν στην Αµισό και συνωστίζονταν στον αυλόγυρο της µητροπολιτικής εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, αλλά και µέσα στην εκκλησία. Όσοι ακολουθούσαν τον κεντρικό δρόµο, που οδηγούσε από την Αµισό στην Αµάσεια (Μπαγτάτ τζαντεσί), αντιµετώπισαν νέα βία από τα στρατιωτικά φυλάκια που υπήρχαν πάνω στο δρόµο. Οι Τούρκοι στρατιώτες δια της βίας απήγαγαν νεαρά κορίτσια, γυναίκες όµορφες και τις βίαζαν άγρια.

Όσοι άντρες επιβίωσαν, ήταν ντυµένοι µε κουρέλια, αξύριστοι και γενικά έδειχναν ότι ήταν σε ελεεινή κατάσταση. Ήταν ένας τρόπος για να ξεφύγουν από τον έλεγχο των Τούρκων. Οι Τούρκοι, µόλις έβλεπαν νέους τους µάζευαν και µε το πρόσχηµα της στράτευσης τους εκτελούσαν. Πολλούς, οι οποίοι αντιστέκονταν, τους σκότωναν πίσω από τα κτίρια, µόλις χάνονταν από τα µάτια του πλήθους.

»Όταν έφταναν καράβια για να παραλάβουν τους Έλληνες, δινόταν εντολή στο πλήθος που βρισκόταν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας να κατέβει στην προκυµαία για να επιβιβαστεί. Εκεί στην σκάλα γινόταν ο τελευταίος έλεγχος για τους νεαρούς άνδρες. Αυτοί, στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν, ανακατεύονταν στο πλήθος που συνωστιζόταν στην παραλία. Κάποιοι έπεφταν από τη σκάλα και πνίγονταν στη θάλασσα. Εκεί στη σκάλα οι Τούρκοι κοίταζαν ποιοι είναι. Τους νέους τους διάλεγαν. Έγινε µια αναταραχή, γιόµισε ο κόσµος στη σκάλα για να γλιτώσει την ψυχή του. Πέσανε κάµποσοι και πνίγηκαν. Ακόµη και την τελευταία στιγµή της βίαιης αποµάκρυνσής τους από την γενέθλια γη, από την Πατρίδα τους, έπρεπε οι Έλληνες να πληρώνουν τον φόρο αίµατος.

»Το πλήθος από τη σκάλα επιβιβαζόταν σε τουρκικές βάρκες, οι οποίες µετέφεραν τους Έλληνες στο καράβι. Τα βάσανα δεν είχαν τελειωµό. Οι Τούρκοι βαρκάρηδες τους µετέφεραν βαθιά στη θάλασσα και τους εκβίαζαν, για να τους αποσπάσουν χρήµατα. Μικροί – µεγάλοι ολοφύρονταν, γιατί δεν γνώριζαν κολύµπι για να µπορέσουν να σωθούν. Έδιναν όλοι ό,τι είχαν, παρά το ότι βρίσκονταν σε µια πραγµατικά οικτρή και τραγική κατάσταση. Τέσσερα µε πέντε χρόνια στα βουνά όλοι τους, καταδιωκόµενοι από τον τουρκικό στρατό και τους τσέτες, βρίσκονταν τώρα στο έλεος των ανήθικων Τούρκων βαρκάρηδων, στη µέση της θάλασσας, ανήµποροι και αβοήθητοι.

Αφού τους ταλαιπωρούσαν για δυο ώρες, τελικά τους µετέφεραν στο πλοίο. Εκεί πάλι τους έσπρωχναν µε βία: Για να πάµε στο πλοίο έπρεπε να µας πάνε οι Τούρκοι µε βάρκες. Το πλοίο ήταν λίγο µακριά. Αντί να µας πάνε στο πλοίο, µας πήγαιναν µακριά στο πέλαγος. ∆ώστε µας παράδες να σας πάµε στο πλοίο, γιατί θα σας ρίξουµε στη θάλασσα. Μέσα στη θάλασσα να θρηνούν µικροί – µεγάλοι. Ό,τι είχαν, το έδιναν. Πέντε χρόνια ούτε σπίτι, καταδιωκόµενοι. Μετά από δυο ώρες  ταλαιπωρία στη θάλασσα, µερικοί βαρκάρηδες πήγαν στο πλοίο τον κόσµο.

»Μέχρι, όµως, να επιβιβαστούν στο πλοίο, στον Παράδεισο, υπήρχε και άλλος δρόµος: Εγώ µε την µάνα µου και έναν αδερφό µου βγήκαµε στη σκάλα του πλοίου, από πίσω ο πατέρας µου… Ο Τούρκος µε τη βάρκα του λέει ,γλήγορα κιαβούρ (άπιστε) και τον σπρώχνει. ∆εν έφτασε το ποδάρι του στη σκάλα του πλοίου, έπεσε µέσα στη θάλασσα. Είχε ένα σακί στο χέρι του. Το σακί δεν το άφησε. Μια φορά τινάχτηκε στον αέρα. Τη δεύτερη φορά ο καπετάνιος πήδηξε από το πλοίο και άρπαξε τον πατέρα µου. Τον γλίτωσε. Και όµως, συνέβαιναν όλα αυτά ακόµη και την τελευταία ώρα πριν την τραγική αναχώρηση από την γη τους.

∆εν ήταν µόνο αλτρουιστές οι καπετάνιοι, ήταν και παλικάρια. Ο καπετάνιος είχε ένα ξύλο φτιαγµένο µε λουρί (µαστίγιο). Αρχινάει να χτυπάει τον Τούρκο στο κεφάλι. Άρχισαν να τρέχουν τα αίµατα και του λέει, µπροστά στα µάτια µου τους τυραννάτε.. Ο Τούρκος έφυγε µε τα αίµατα. Στο πλοίο νοµίσαµε πως µπήκαµε στον παράδεισο. Μετά από έξη χρόνια πραγµατικής κατατυράννησής τους, οι Έλληνες βρισκόταν στον Παράδεισό τους και ας φεύγανε για πάντα από την γενέθλια γη, πρόσφυγες πια.

»Τα πλοία αναχωρούσαν από την Αµισό για την Κωνσταντινούπολη. Στο δρόµο όσοι ανήµποροι ή παιδιά πέθαιναν, το πλήρωµα τους έριχνε στη θάλασσα ή τους έκαιγε σε καζάνια. Στην Κωνσταντινούπολη τους πήγαιναν στην κόλαση του Σελιµιέ. Τα βράδια έµπαινε µέσα στον καταυλισµό η χωροφυλακή και διάλεγε τους νέους. Να τους πάρουν και να µην τους αφήσουν να έρθουν στην Ελλάδα. Όταν οι καπετάνιοι από τα αγκυροβοληµένα πλοία αντιλαµβάνονταν τέτοια γεγονότα, αντιδρούσαν απειλώντας. Ο κόσµος αναστατώθηκε. Φωνές, κλάµατα… Τότε ήταν ένα πλοίο αντίκρυ στη σκάλα. Έφεξε µε τους προβολείς του την παραλία και άρχισαν να φωνάζουν από το µεγάφωνο, να µην πάθει τίποτα ο κόσµος γιατί αλλιώς θα βάλω τα κανόνια στην Πόλη (θα κανονιοβολήσω την Πόλη). Τότε οι χωροφυλάκοι παρατούσαν τον κόσµο και έφευγαν. Οι θρασύδειλοι.

Το ταξίδι διαρκούσε µια εβδοµάδα µέχρι να φτάσουν οι Έλληνες στον Πειραιά, στην Αίγινα, στην Πάτρα, στην Ζήρεια, στον Άγιο Βασίλειο, στην Καβάλα, στο Καραµπουρνάκι της Θεσσαλονίκης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1923 αλλά και το 1924, καράβια µετέφεραν τον ελληνικό πληθυσµό της Αµισού, όσος έχει αποµείνει, στην Ελλάδα. Πέρα από τους Έλληνες και τα γυναικόπαιδα που κατέβαιναν από τα βουνά και τους εξόριστους Αµισηνούς, που έφευγαν για την Ελλάδα µέσω Συρίας, υπήρχαν κάποιοι που προτιµούσαν να γυρίζουν πίσω στην Αµισό. Οι άνδρες που βρίσκονταν στα τάγµατα εργασίας, όσοι από αυτούς γλίτωσαν, άλλοι έφυγαν µέσω Συρίας για την Ελλάδα και άλλοι µέσω Τραπεζούντας επέστρεφαν στην Αµισό, από όπου αναχωρούσαν για την Ελλάδα.»


•Απόσπασμα από τη μεταπτυχιακή εργασία του δρ Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού Θωμά Αλεξιάδη, με θέμα Η Αμισός του Πόντου, Θεσσαλονίκη 2008. Η εργασία κατατέθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
•Έχει διατηρηθεί το αρχικό κείμενο.

 
ΠΗΓΗ pontosnews

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου