«Κρίση του Σουέζ»: Καθώς ο πόλεμος στη Γάζα μαίνεται εδώ και μήνες, πάνω από 1.000 χιλιόμετρα μακριά, στα στενά του Μπαμπ ελ Μαντέμπ, μια κλιμακούμενη ναυτική κρίση απειλεί πλέον την παγκόσμια οικονομία.
Από τις 15 Δεκεμβρίου τέσσερις από τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο, η CMA CGM, η Hapag-Lloyd, η Maersk και η MSC, έχουν διακόψει ή αναστείλει τις υπηρεσίες τους στην Ερυθρά Θάλασσα, τη διαδρομή από την οποία πρέπει να περάσει η κυκλοφορία από τη διώρυγα του Σουέζ, καθώς οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν μαχητές Χούθι, οπλισμένοι με εξελιγμένα όπλα, κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους στις παγκόσμιες ναυτιλιακές ροές.
Καθώς μία από τις σημαντικότερες εμπορικές αρτηρίες του κόσμου κλείνει ξαφνικά, η Αμερική και οι σύμμαχοί της αυξάνουν τη ναυτική δραστηριότητα στη Μέση Ανατολή και ενδέχεται να επιτεθούν ακόμη και στους Χούθι, προκειμένου να αποκαταστήσουν την ελεύθερη διέλευση.
Το Bab al-Mandab το «πέρασμα» για τους Παλαιστίνιους και η «νέα κρίση»
Το Bab al-Mandab είναι ένα στενό πέρασμα μεταξύ της Αφρικής και της αραβικής χερσονήσου, μέσω του οποίου συνήθως διακινείται το 12% περίπου του παγκόσμιου εμπορίου σε όγκο και ίσως το 30% της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων. Έχει μετατραπεί σε απαγορευμένη ζώνη, καθώς οι Χούθι, που εδρεύουν στην Υεμένη, επιτίθενται στα πλοία, δήθεν για να υποστηρίξουν τους Παλαιστίνιους στη Γάζα. Τα χτυπήματα συνεχίζονται εδώ και εβδομάδες, αλλά πλέον έχουν κλιμακωθεί απότομα. Στις 15 Δεκεμβρίου οι Χούθι απείλησαν να επιτεθούν σε ένα πλοίο, χτύπησαν ένα άλλο με μη επανδρωμένο αεροσκάφος και εκτόξευσαν δύο βαλλιστικούς πυραύλους κατά του MV Palatium III, ένας εκ των οποίων το έπληξε. Η επίθεση στο Palatium III ήταν η πρώτη χρήση βαλλιστικού πυραύλου κατά πλοίων. Όλα τα πλοία είχαν σημαία Λιβερίας. Στις 16 Δεκεμβρίου ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο, το USS Carney, κατέρριψε 14 μη επανδρωμένα αεροσκάφη πάνω από την Ερυθρά Θάλασσα, ενώ ένα βρετανικό πλοίο, το HMS Diamond, κατέστρεψε ένα ακόμα.
Αντιμέτωπη με τον αυξανόμενο κίνδυνο πλοία να καταστραφούν και τα πληρώματά τους να σκοτωθούν, η παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία περνάει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στις 15 Δεκεμβρίου η Maersk και η Hapag-Lloyd διέκοψαν τα δρομολόγιά τους. Στις 16 Δεκεμβρίου ακολούθησε η CMA CGM, όπως και η MSC, η πλοιοκτήτρια εταιρεία του Palatium III, η οποία δήλωσε ότι τα πλοία της δεν θα χρησιμοποιούν τη διώρυγα του Σουέζ προς καμία κατεύθυνση “έως ότου το πέρασμα από την Ερυθρά Θάλασσα να είναι ασφαλές” και ότι ορισμένα πλοία θα δρομολογηθούν μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Οι τέσσερις αυτές εταιρείες αντιπροσωπεύουν μαζί το 53% του παγκόσμιου εμπορίου εμπορευματοκιβωτίων. Οι μικρότερες εταιρείες μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, καθώς και οι εταιρείες μεταφοράς ξηρού φορτίου και οι εταιρείες πετρελαιοφόρων, ενδέχεται, κάτω από αυτές τις συνθήκες, να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.
Η «κρίση του Σουέζ» έχει δύο μεγάλες επιπτώσεις
Η μία αφορά την παγκόσμια οικονομία και η άλλη τους κινδύνους στρατιωτικής κλιμάκωσης στη Μέση Ανατολή, καθώς οι δυτικές χώρες προσπαθούν να αποκαταστήσουν την τάξη. Ας δούμε πρώτα την οικονομία. Τα έσοδα από τη διώρυγα του Σουέζ αποτελούν σημαντική πηγή εισοδήματος για την Αίγυπτο, η οποία βρίσκεται ήδη εν μέσω οικονομικής κρίσης. (Το Ισραήλ θα επηρεαστεί λιγότερο, καθώς μόνο το 5% περίπου του εμπορίου του περνάει από το Εϊλάτ, το λιμάνι του στην Ερυθρά Θάλασσα).
Για την παγκόσμια οικονομία, ένα παρατεταμένο κλείσιμο του Σουέζ θα αυξήσει το κόστος του εμπορίου, καθώς η ναυσιπλοΐα επαναδρομολογείται γύρω από την Αφρική, απαιτώντας περισσότερο χρόνο, και τα ασφάλιστρα εκτοξεύονται στα ύψη. Βραχυπρόθεσμα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα θα μπορούσαν επίσης να προκύψουν από την ευρείας κλίμακας αναδρομολόγηση του εμπορίου: το 2021 το Ever Given, ένα πλοίο που διαχειριζόταν η Ταϊβάν, προσάραξε και μπλόκαρε τη διώρυγα για έξι ημέρες, εντείνοντας μια παγκόσμια κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα. Εάν η κρίση ασφάλειας στην Ερυθρά Θάλασσα θεωρηθεί ότι απειλεί τη ναυσιπλοΐα στη γειτονική Αραβική Θάλασσα, μέσω της οποίας περνάει ίσως το ένα τρίτο του παγκόσμιου θαλάσσιου εφοδιασμού με πετρέλαιο, το οικονομικό κόστος θα είναι δραματικά υψηλότερο.
Αυτοί οι κίνδυνοι είναι ο λόγος για τον οποίο η Αμερική και οι σύμμαχοί της είναι διατεθειμένοι να δράσουν. Ωστόσο, η απειλή των Χούθι είναι τρομακτική και πολύπλοκη. Το σύνθημα της μαχητικής ομάδας περιλαμβάνει την προτροπή «Θάνατος στο Ισραήλ. Κατάρα στους Εβραίους», ενώ ισχυρίζεται ότι στοχεύει «όλα τα πλοία που κατευθύνονται σε ισραηλινά λιμάνια» μέχρι να παραδοθούν τρόφιμα και φάρμακα στη Γάζα. Όμως τα περισσότερα από τα πλοία που δέχονται επιθέσεις δεν κατευθύνονται προς το Ισραήλ, ούτε είναι υπό ισραηλινή ιδιοκτησία. Όλες οι χώρες του κόσμου επηρεάζονται: ένα από τα πλοία στα οποία επιτέθηκαν οι Χούθι έπλεε με σημαία Χονγκ Κονγκ.
Η φαινομενική ασυνέπεια των δηλωμένων στόχων των Χούθι δεν πρέπει να συγχέεται με την αναποτελεσματικότητα.
Για χρόνια το Ιράν εκπαίδευε και εξόπλιζε την ομάδα στην επιτυχημένη εξέγερσή της εντός της Υεμένης και σε έναν πόλεμο εναντίον της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ), των περιφερειακών αντιπάλων της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Η πολυπλοκότητα ορισμένων από τα εμπλεκόμενα όπλα είναι υψηλή. «Οι Χούθι διαθέτουν ένα γιγαντιαίο οπλοστάσιο πυραύλων κατά πλοίων σε αυτό το σημείο» λέει ο Fabian Hinz του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου, συμπεριλαμβανομένων αυτών με βεληνεκές έως και 800 χιλιόμετρα.
Οι δυτικοί αξιωματούχοι δεν είναι ξεκάθαροι ως προς το αν το Ιράν κατευθύνει μεμονωμένες επιθέσεις. Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες δεν είναι ακόμη πεπεισμένες ότι τα τελευταία χτυπήματα εγκρίθηκαν από το Σώμα 6000, μια μονάδα της ιρανικής εκστρατευτικής δύναμης Quds Force που συνεργάζεται με τους Χούθι σε ένα κοινό κέντρο διοίκησης. Ωστόσο, πιστεύεται ότι η ομάδα λαμβάνει πληροφορίες για τη ναυσιπλοΐα από τα πλοία επιτήρησης του Ιράν στην Ερυθρά Θάλασσα, ενώ η ευρεία εκστρατεία κατά της ναυτιλίας ταιριάζει με τη στρατηγική του Ιράν για «βαθμονομημένη» πίεση, αποφεύγοντας μια ολοκληρωτική επίθεση στο Ισραήλ, ενώ επιστρατεύει τους περιφερειακούς εντολοδόχους του για να το παρενοχλήσει βίαια από όλες τις πλευρές. Βέβαια, το Ιράν δεν έχει πλήρη έλεγχο των επιθέσεων των Χούθι – και τα χτυπήματα παρασύρουν όλο και περισσότερες χώρες.
Η διπλωματία θα μπορούσε να συμβάλει για να αποκλιμακωθεί η κρίση.
Το 2015 η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επενέβησαν στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης υπέρ της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης. Τον Μάρτιο του 2022 οι Σαουδάραβες συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός, αφήνοντας τους Χούθι να ελέγχουν την πρωτεύουσα Σαναά και τις στρατηγικές δυτικές ακτές. Μπορεί σύντομα να ανακοινώσουν έναν οδικό χάρτη για να καταστήσουν την κατάπαυση του πυρός μόνιμη και να τερματίσουν τον πόλεμο. Οι δεσμεύσεις για την παύση των θαλάσσιων επιθέσεων θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος των όποιων συνομιλιών.
Παρ’ όλα αυτά, πιθανότερη είναι μια μεγαλύτερη στρατιωτική απάντηση στην απειλή των Χούθι. Μια πολυεθνική ομάδα κρούσης με επικεφαλής το αμερικανικό ναυτικό επιχειρεί ήδη στα ανοικτά των ακτών της Υεμένης προκειμένου να προσπαθήσει να αποτρέψει τους Χούθι από το να επιβιβάζονται με τη βία σε πλοία – μια τέτοια επιδρομή διακόπηκε τον Νοέμβριο – και να εκτοξεύουν πυραύλους. Περιλαμβάνει τόσο την Αίγυπτο όσο και τη Σαουδική Αραβία. Τις τελευταίες εβδομάδες αμερικανικά, βρετανικά και γαλλικά πολεμικά πλοία έχουν αναχαιτίσει μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους των Χούθι, ενώ η Αμερική ζήτησε από την Αυστραλία να στείλει και αυτή ένα πολεμικό πλοίο.
Ωστόσο, αυτή η αμυντική αρμάδα δυσκολεύτηκε να κρατήσει την κρίση υπό έλεγχο. Οι Χούθι απέδειξαν ότι μερικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πύραυλοι μπορούν πάντα να περάσουν. Ένα πιθανό επόμενο βήμα περιλαμβάνει ένοπλες συνοδείες για την εμπορική ναυτιλία, τις οποίες χρησιμοποίησε η Αμερική τη δεκαετία του 1980 κατά τη διάρκεια του λεγόμενου πολέμου των τάνκερ μεταξύ Ιράν και Ιράκ. Όμως, σύμφωνα με ναυτικές πηγές που συμμετέχουν στη συζήτηση, αυτά απαιτούν πολύ μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων.
Η κύρια εναλλακτική λύση είναι οι Χούθι και το οπλοστάσιό τους να χτυπηθούν άμεσα.
Τόσο η Αμερική όσο και το Ισραήλ έχουν αναπτύξει σχέδια για να επιτεθούν στις αποθήκες και τους εκτοξευτές των Χούθι. Η Αμερική δεν θα θελήσει να διευρύνει την εμπλοκή της στη Μέση Ανατολή: η κυβέρνηση Biden επικεντρώθηκε στην επέκταση της δύναμης κρούσης στην Ερυθρά Θάλασσα και στην άσκηση διπλωματικής και οικονομικής πίεσης στο Ιράν. Το Ισραήλ δεν επιθυμεί μια νέα σύγκρουση: αντιμετωπίζει ήδη πιέσεις από την Αμερική να τερματίσει αυτή τη φάση του πολέμου στη Γάζα και ανησυχεί για τη Χιζμπολάχ, τη λιβανέζικη μαχητική ομάδα, η οποία, σχεδόν καθημερινά, εκτοξεύει πυραύλους εναντίον του. Ωστόσο, αν το Ιράν και οι πληρεξούσιοι Χούθι συνεχίσουν τις επιθέσεις που κρατούν κλειστή μία από τις σημαντικότερες εμπορικές οδούς του κόσμου, η κλιμάκωση μπορεί να είναι αναπόφευκτη.
Νέα κρίση του Σουέζ – Δένδιας: Στέλνουμε φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα
Την αποστολή φρεγάτας στην Ερυθρά Θάλασσα ανακοίνωσε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, για την επίλυση στην επικέιμενη κρίση στο Σουέζ
Σε δήλωσή του ο κ. Δένδιας ανακοίνωσε ότι στο πλαίσιο της Διεθνούς Ναυτικής Επιχείρησης Prosperity Guardian, δηλαδή Διαφύλαξη της Ευημερίας στην Ερυθρά Θάλασσα, η Ελλάδα θα αποστείλει φρεγάτα για την εξασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στην περιοχή, στο πλαίσιο διεθνούς ναυτικής δύναμης που θα συμμετέχει στις εκεί επιχειρήσεις.
Δεν είναι ακόμη γνωστό ποια θα είναι η φρεγάτα που θα στείλει η Ελλάδα στην περιοχή.
Η κρίση και ο πόλεμος του Σουέζ
Η κρίση της διώρυγας του Σουέζ καθώς και ο πόλεμος του Σουέζ (1956), ήταν αποτέλεσμα των σπασμωδικών πολιτικών κινήσεων της Δύσης, η οποία προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει την Αίγυπτο, την ισχυρότερη αραβική χώρα της περιόδου εκείνης, υπό την σφαίρα επιρροής της και να μετριάσει τις φιλοσοβιετικές της τάσεις.
Διά μέσου της Κρίσης ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο τότε πρόεδρος της Αιγύπτου, κατάφερε να αναδειχθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους ηγέτες του αραβικού κόσμου αλλά και να καταστήσει την Αίγυπτο ηγέτιδα-χώρα του κινήματος του Παναραβισμού.
Πώς ξεκίνησε αυτή η διεθνής κρίση;
Η περίοδος μεταξύ 1950-1970 ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την παγκόσμια ιστορία. Κατά την διάρκεια αυτής, και εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου έλαβαν χώρα σημαντικά γεγονότα σε όλη την υφήλιο.
Γεγονότα που προκλήθηκαν από τις δύο βασικές υπερδυνάμεις, οι οποίες ασκούσαν πίεση σε κάθε σημείο του πλανήτη βάσει των αξόνων της εξωτερικής τους πολιτικής.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ προσπαθούσαν κατά καιρούς να προσεγγίσουν τα μεσανατολικά κράτη προκειμένου να επεκτείνουν την σφαίρα επιρροής τους και να εδραιώσουν την ισχύ τους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, μια περιοχή μεγάλης γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής σημασίας και με εδάφη πλούσια σε φυσικούς πόρους.
Από την κατασκευή του Σουέζ μέχρι το 1952, τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Γάλλοι διατηρούσαν έναν ρόλο «κηδεμόνα» ως προς την Αίγυπτο επεμβαίνοντας τόσο στα εξωτερικά όσο και στα εσωτερικά της ζητήματα.
Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ισορροπία δυνάμεων διαταράχθηκε παγκοσμίως. Όσον αφορά τον αραβικό κόσμο, η πλειονότητα των κρατών είχε ήδη αποτινάξει τον αποικιοκρατικό ζυγό (πριν από τον πόλεμο) και σταδιακά (από το 1950 και έπειτα) άρχισε να ισχυροποιείται και να συμμετέχει πιο ενεργά στο περιφερειακό και διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι.
Κάποια αραβικά κράτη στράφηκαν προς τον Παναραβισμό (η Αίγυπτος, η Συρία, το Ιράκ ), ριζοσπαστικοποιήθηκαν και ίδρυσαν καθεστώτα, στη βάση αυτού που οι Δυτικοί ονομάζουν «Προεδρική Δημοκρατία» εκθρονίζοντας τους βασιλείς τους, οι οποίοι ήταν απότοκος του αποικιοκρατικού τους παρελθόντος.
Στις 23 Ιουλίου του 1952, με την ανατροπή της μοναρχίας και την άνοδο του Νάσερ στην εξουσία, τα δεδομένα αλλάζουν τόσο στην Αίγυπτο όσο και στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο. Ο Πρόεδρος, πλέον, της Αιγύπτου, και ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Οργάνωσης των Ελεύθερων Αξιωματικών, Γκαμάλ Α. Νάσερ, ενώ αρχικά διατήρησε μια φαινομενικά φιλοδυτική στάση, στη συνέχεια, αρνήθηκε να ενταχθεί στο Σύμφωνο της Βαγδάτης (1955) επιφέροντας ρήξη στις σχέσεις του με την Δύση.
Η απόφαση του Νάσερ να απορρίψει την συμμετοχή της Αιγύπτου στο Σύμφωνο της Βαγδάτης σήμαινε τον μη εφοδιασμό οπλικών συστημάτων από τη Δύση. Ως εκ τούτου, έπρεπε να βρεθεί μια εναλλακτική λύση.
Τον Σεπτέμβριο του 1959, η Αίγυπτος μετά από την υπογραφή σχετικής συμφωνίας αγοράζει όπλα από την Τσεχοσλοβακία, τα οποία ανταλλάσσει με βαμβάκι, ως αντίποινα στο φιλοδυτικό Σύμφωνο της Βαγδάτης.
Οι ΗΠΑ βλέποντας την Αίγυπτο να ξεφεύγει από τη σφαίρα επιρροής τους και να στρέφεται προς την ΕΣΣΔ αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν δύο ισχυρά μέσα προκειμένου να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις.
Το πρώτο ήταν η προώθηση της ειρήνης μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, προκειμένου να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να αναχαιτιστεί η ανάμειξη της Αιγύπτου στο Παλαιστινιακό Ζήτημα. Ενώ το δεύτερο ήταν η προσφορά οικονομικής και υλικής βοήθειας στην αιγυπτιακή κυβέρνηση για την κατασκευή του φράγματος του Ασουάν.
Η άρνηση του Νάσερ και στις δύο «προσφορές» των Αμερικανών, καθώς και η συναλλαγή με τους Σοβιετικούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την Τσεχοσλοβακία ως «πέπλο», είχαν αρχίσει να δυσαρεστούν τόσο τις ΗΠΑ όσο και τη Μ. Βρετανία. Στους δυσαρεστημένους θα πρέπει να προστεθεί και η Γαλλία η οποία είχε αρχίσει να αναπτύσσει μια αντινασερική στάση καθώς η κυβέρνηση Νάσερ είχε συνδράμει σημαντικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Αλγερίας, κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας.
Το τελειωτικό χτύπημα στις σχέσεις της Αιγύπτου με την Δύση ήρθε με την αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας από την Αίγυπτο, η οποία προκάλεσε ταραχή στους Δυτικούς.
Κλιμάκωση στην Κρίση -Κρατικοποίηση της Διώρυγας
Η πρώτη αντίδραση των ΗΠΑ (τον Φεβρουάριο του 1956) ήταν να αποσύρουν την προσφορά παροχής οικονομικής βοήθειας για την κατασκευή του φράγματος, θεωρώντας πως κατά αυτό τον τρόπο θα αποσταθεροποιούσαν τον Αιγύπτιο Πρόεδρο και θα τον έκαναν να δράσει σπασμωδικά. Ωστόσο τίποτα από αυτά δεν συνέβη, εν τέλει.
Η ΕΣΣΔ έσπευσε να καλύψει το κενό που άφησε η Αμερική. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο νέος υπουργός εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, Σεπίλοφ Ντιμίτρι, επισκέφτηκε την Αίγυπτο φέρνοντας στο τραπέζι μια νέα πρόταση . Η πρόταση αυτή δεν αφορούσε μόνο την οικονομική κάλυψη μέρους του έργου της κατασκευής του φράγματος αλλά και την συνδρομή σε εργατικό προσωπικό και κατασκευαστικά υλικά. Ήταν φανερό, πλέον, για τους Δυτικούς πως στην προσπάθειά τους να εγκλωβίσουν τον Νάσερ, του έδωσαν μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξει στον λαό του όλα όσα για τα οποία τους μιλούσε από την άνοδό του στην εξουσία, ότι δηλαδή ”η Αίγυπτος ανήκει στους Αιγυπτίους”.
Στις 26 Ιουλίου 1956, ο Νάσερ, κατά την διάρκεια των εορτασμών της 4ης επετείου της Επαναστάσεως του 1952, μπροστά σε μια λαοθάλασσα ακροατών, στην πλατεία Al-Manshiya της Αλεξάνδρειας, ανήγγειλε την Κρατικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ. Την κρατικοποίηση, δηλαδή, της Εταιρίας (διαχειρίσεως) της διώρυγας η οποία αποτελείτο κυρίως από βρετανικά και γαλλικά κεφάλαια.
Δια της διπλωματικής οδού για να καταπολεμηθεί η κρίση στο Σουέζ
Τρεις ημέρες μετά τη ιστορική ομιλία του Νάσερ και το γεγονός της Κρατικοποίησης, ο Γάλλος πρέσβης στο Λονδίνο πληροφόρησε τον υπουργό εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας ότι η Γαλλία προτίθετο να συνασπίσει τις δυνάμεις της υπό βρετανική διοίκηση και να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αλγερία με στόχο μια από κοινού επιχείρηση με τους Βρετανούς στην Αίγυπτο.
Λίγο αργότερα, την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους, ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Φόστερ Ντάλες, έφτασε στην βρετανική πρωτεύουσα για διαβουλεύσεις, κατά την διάρκεια των οποίων, ο Ντάλες μαζί με τους υπόλοιπους εκπροσώπους κρατών συμφώνησε ότι δεν ήταν δυνατόν μια χώρα να ελέγχει την διώρυγα του Σουέζ. Κατόπιν, πρότεινε την σύγκληση μιας «Ναυτικής Διάσκεψης» στο Λονδίνο εντός ενός δεκαπενθημέρου, στην οποία θα μπορούσαν να συμμετάσχουν 24 από τις ισχυρότερες, σε ναυτική δύναμη, χώρες με στόχο την δημιουργία ενός διεθνούς (εναλλακτικού) συστήματος ελεύθερης ναυσιπλοΐας εντός της διώρυγας.
Ο Άντονι Ήντεν, πρωθυπουργός, της Μ. Βρετανίας, με την βοήθεια πάντα της Γαλλίας, δεν σκέφτηκε ποτέ το κλείσιμο της διώρυγας ως πιθανή λύση, καθώς από αυτήν περνούσαν, τουλάχιστον, τα 2/3 του βρετανικού πετρελαίου. Ωστόσο, δεν ήταν ευχαριστημένος με την πρόταση του Ντάλες, καθώς ένα καθεστώς τέτοιου είδους επί της διώρυγας, ενδεχομένως να ζημίωνε την βρετανική οικονομία. Είναι λογικό, άλλωστε, αν αναλογιστούμε ότι, μέχρι πρότινος, η Μ. Βρετανία ήταν εκείνη που έλεγχε το σημαντικό αυτό πέρασμα που συνέδεε τους δρόμους του παγκόσμιου εμπορίου. Επίσης αξίζει να αναφερθεί πως η Μ. Βρετανία ήταν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στον κόσμο για πάνω από τέσσερις αιώνες και όλη της η στρατηγική και η εξωτερική πολιτική ήταν, είναι και θα είναι, για όσο συνεχίζει να υπάρχει το εν λόγω κράτος, βασισμένες στην ναυτική της δύναμη και στην θαλάσσια ισχύ της.
Παρά ταύτα, η Αμερική, αν και κατανοούσε τους προβληματισμούς και τις αγωνίες των ευρωπαίων συμμάχων της προσπαθούσε να διατηρήσει μια πολύ πιο μετριοπαθή στάση προκειμένου να μην γύρει προς την μεριά των Σοβιετικών η «ζυγαριά της ισχύος». Επίσης, οι ΗΠΑ φοβόντουσαν πως μια ενδεχόμενη πίεση με τη χρήση βίας κατά του Νάσερ θα ξεσήκωνε σάλο αντιδράσεων σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, και αυτή δεν ήταν μια στιγμή για νέους εχθρούς.
Η Ναυτική Διάσκεψη ήταν ένα εγχείρημα που γρήγορα ναυάγησε δίχως αποτέλεσμα. Ο Νάσερ, ως αποκλειστικός, πλέον, κυρίαρχος της διώρυγας, απέρριψε την απόφαση της διασκέψεως (10 Σεπτεμβρίου 1956), παρόλο που σύμφωνα με αυτήν η Αίγυπτος θα διατηρούσε την εθνική κυριαρχία της επί της διώρυγας και το εργατικό προσωπικό αυτής θα αποτελείτο, ως επί το πλείστον, από Αιγυπτίους . Η αποτυχία αυτή των Αμερικανών άρχισε να φανερώνει την πολυπλοκότητα και την δυσκολία του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί.
Η κρίση και ο Πόλεμος του Σουέζ
Ο Ήντεν και ο Μολέ είχαν αρχίσει να εξοργίζονται με την εξέλιξη των γεγονότων. Ήταν αποφασισμένοι να μην δεχτούν το νέο καθεστώς της διώρυγας και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο ώστε να ανατρέψουν τον Νάσερ. Ο Ντάλες και ο Αϊζενχάουερ από την άλλη, ήθελαν να αποφύγουν την σύγκρουση κατά μέτωπον με την Αίγυπτο. Ιδίως ο Αϊζενχάουερ ήταν κάθετος με την χρήση βίας.
Οι δύο τους προσπαθούσαν, εις μάτην, να πείσουν τους Γάλλους και τους Βρετανούς να ακολουθήσουν την ψύχραιμη στάση τους και να αποφύγουν την χρήση βίας.
Δεν σταμάτησαν όμως να συνδιαλέγονται μαζί τους επί του θέματος ούτε υπήρξε στιγμή, κατά την οποία να σκεφτούν να στραφούν εναντίον των συμμάχων τους ή να τους αφήσουν στο έλεος της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία παραμόνευε με την ελπίδα ότι θα της δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να αναμειχθεί, ουσιαστικά πλέον.
Η Αμερική δεν ήθελε να αναμειχθεί με κανέναν άλλο τρόπο πέραν του διπλωματικού. Ωστόσο η Γαλλία και η Μ. Βρετανία προφασιζόμενες την επερχόμενη σοβιετική απειλή προσπαθούσαν να πείσουν την Αμερική να προσφύγουν από κοινού στη λήψη δραστικότερων μέτρων, δηλαδή στη χρήση βίας. Σε συνέντευξη τύπου στις 2 Οκτωβρίου 1956, ο Ντάλες αποκήρυξε για μια ακόμη φορά την βία, χωρίς να αφήσει περιθώριο στις δύο άλλες δυνάμεις να συμφωνήσουν το οτιδήποτε μαζί του.
Ωστόσο προτού προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον της Αιγύπτου προσέφυγαν στον ΟΗΕ θέλοντας να αποδείξουν πως ούτε ένας τέτοιος οργανισμός ήταν σε θέση να διευθετήσει το ζήτημα, και συνεπώς έπρεπε να δοθεί άλλου είδους λύση. Όντως η προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη δεν απέδωσε καρπούς καθώς όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας θέλησε να επικυρώσει τη νέα πρόταση για το καθεστώς της διώρυγας που εξέφρασαν οι δύο δυνάμεις, η ΕΣΣΔ άσκησε βέτο όσον αφορά τα μέτρα εφαρμογής αυτής της νέας φόρμουλας.
Έτσι, λίγο αργότερα, η Γαλλία και η Μ. Βρετανία προέβησαν στη σύναψη μυστικής συμφωνίας με το Ισραήλ με στόχο την ανατροπή του Νάσερ.
Σύμφωνα με το σχέδιό τους, τα ισραηλινά στρατεύματα θα εισέβαλν από τα σύνορα με την Αίγυπτο και θα προχωρούσαν μέχρι την διώρυγα. Δεδομένης της αντίδρασης της Αιγύπτου, η οποία θα έσπευδε να υπερασπιστεί την ακεραιότητα των συνόρων της, οι δύο δυνάμεις, όταν θα άρχιζαν οι εχθροπραξίες στην ευρύτερη ζώνη της διώρυγας, θα ζητούσαν από το Ισραήλ και την Αίγυπτο να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από την περιοχή «εν ονόματι της ελεύθερης ναυσιπλοΐας».
Έτσι, η ισραηλινή επέμβαση για την εξομάλιση στην κρίση, ξεκίνησε στις 29 Οκτωβρίου του 1956. Τα στρατεύματα εισέβαλαν στο Σινά και κατευθύνθηκαν προς την διώρυγα όπως είχε συμφωνηθεί.
Η Γαλλία και η Μ. Βρετανία, πριν να εξελιχθεί η μάχη και πριν καν φτάσουν τα ισραηλινά στρατεύματα στην ευρύτερη περιοχή του Σουέζ, έστειλαν τηλεγράφημα (στις 30 Οκτωβρίου) στο Ισραήλ και την Αίγυπτο με αίτημα την παύση του πυρός και την απομάκρυνσή τους από την περιοχή. Ενώ το ισραηλινό κράτος δέχτηκε, το αιγυπτιακό αρνήθηκε, δίνοντας, έτσι, το πρόσχημα στους Βρετανούς να επέμβουν.
Την επόμενη μέρα κιόλας (31 Οκτωβρίου 1956) εισήλθαν στη μάχη οι δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις, βομβαρδίζοντας σχεδόν κάθε αεροπλάνο της αιγυπτιακής πολεμικής αεροπορίας.
Έτσι, κατόπιν εντολής του Νάσερ 47 πλοία συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της διώρυγας προκαλώντας συμφόρηση στην ευρύτερη ζώνη της και μετατρέποντας το πέρασμα σε ένα απόρθητο τείχος.
Η τελική διευθέτηση και η «μερική λύση» στην κρίση
Η Αμερική, όπως και η Σοβιετική Ένωση, δεν άργησαν να αντιδράσουν. Ενόσω εκτυλίσσονταν τα γεγονότα στα αιγυπτιακά εδάφη, η Αμερική, η οποία ήταν εντελώς κάθετη ως προς το να συνδράμει στο γαλλο-βρετανικό εγχείρημα, δεχόταν συνεχείς πιέσεις από την Σοβιετική Ένωση για αποκατάσταση της ειρήνης στην Αίγυπτο.
Έτσι, στις 2 Νοεμβρίου (1956), μετά από προσφυγή των ΗΠΑ (στον ΟΗΕ) συγκλήθηκε η Γενική Συνέλευση, η οποία με ψήφισμα (64 υπέρ και 5 κατά) απαίτησε την παύση του πυρός και κατόπιν άρχισαν οι συζητήσεις περί ειρηνευτικής αποστολής στο πεδίο της μάχης.
Πράγματι, δύο μέρες αργότερα, αποφασίστηκε από την Γ.Σ. η αποστολή ειρηνευτικού σώματος στην Αίγυπτο. Η άφιξη του ειρηνευτικού σώματος στα αιγυπτιακά εδάφη (4 Νοεμβρίου), σε συνδυασμό με το πλήγμα που είχε, ήδη, δεχτεί η γαλλική και η βρετανική οικονομία λόγω της έμφραξης της διώρυγας από τα αιγυπτιακά πλοία, ανάγκασαν τις δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις να αναγγείλουν στις 6 Νοεμβρίου 1956 την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από την Αίγυπτο . Συγκεκριμένα ο ’Ηντεν πρώτος ανήγγειλε την εφαρμογή εκεχειρίας, χωρίς να έρθει πρώτα σε συνεννόηση με τους δύο συμμάχους του, λίγο αργότερα τον ακολούθησε και η Γαλλία με το Ισραήλ.
Εν τω μεταξύ, ο πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ, Νικολάι Μπουλγκάνιν έστειλε επιστολή στον Αϊζενχάουερ προτείνοντάς του μια από κοινού δράση στην Αίγυπτο με στόχο την αναχαίτηση των τριών εισβολέων-δυνάμεων για την επίλυση της κρίσης.
Ο Κρούτσεφ συνέχιζε να πιέζει την Αμερική μέσω επιστολών και τηλεγραφημάτων, ωστόσο η Αμερική ήταν αντίθετη σε κάθε πρόταση περί σύμπραξης με την ΕΣΣΔ καθώς ήθελε μέσω των αποφάσεων του ΟΗΕ και εν γένει μέσω του διαλόγου και όχι της βίας να δώσει λύση στο ζήτημα.
Ωστόσο, είναι φανερό πως η Αμερική, η οποία λίγο έλειψε να βρεθεί μεταξύ «αιγυπτιακής σφύρας και σοβιετικού άκμονος» κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Σουέζ, ήταν πλέον αποφασισμένη να εισέλθει πιο δυναμικά στο πολιτικό «παιχνίδι» της Μέση Ανατολή, ως επέκταση του Ψυχρού Πολέμου. Αν και συνεχής η παρουσία της ΕΣΣΔ, η σταδιακή αποδυνάμωσή της έδινε στη Δύση το περιθώριο εξάπλωσης και παράλληλα την δυνατότητα περιορισμού της σοβιετικής σφαίρας επιρροής. Το δόγμα Αϊζενχάουερ και αργότερα η δημιουργία του CENTO ήταν πολύτιμα εργαλεία για τον καλύτερο έλεγχο της Μ. Ανατολής από τις ΗΠΑ, αλλά και την αναχαίτηση της σοβιετικής εξάπλωσης σε μια περιοχή, όπως προανέφερα, ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας.
Όσον αφορά την Αίγυπτο, η νίκη αυτή, η οποία επισφραγίστηκε με την κρατικοποίηση της διώρυγας, συντέλεσε στην μακροημέρευση της Νασερικής κυβέρνησης, στην ενίσχυση της λαϊκή αγάπης προς το πρόσωπο του Αιγύπτιου ηγέτη αλλά και στην άνθιση του παναραβισμού, του οποίο ο Νάσερ υπήρξε εκ των κύριων εκφραστών και μέσω του οποίου κατάφερε να συνασπίσει, στην πορεία, και άλλους Άραβες ηγέτες δημιουργώντας ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των αραβικών κρατών και λαών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου