Κυριακή 21 Απριλίου 2024

22. 1967-1974 Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών και η καταστροφή της Κύπρου


Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία από το πρόσφατο βιβλίο του, 25 μαθήματα ελληνικής ιστορίας.

Οι εργατικοί αγώνες, οι κινητοποιήσεις των αγροτών, οι φοιτητικές διαδηλώσεις και προπαντός το Κυπριακό απέδειξαν πως η μεταρρύθμιση που επιχειρούνταν το 1963-1964 δεν ήταν δυνατό να περιοριστεί σε έναν απλό εξωραϊσμό του καθεστώτος. Ακόμα και το «Κέντρο» καθίσταται «επικίνδυνο» διότι δεν μπορεί να ελέγξει τη λαϊκή κίνηση, αντίθετα μεταλλάσσεται εσωτερικά. Το φιλελεύθερο πείραμα οδηγείται σε αδιέξοδο και το Παλάτι υποχρεώνει την κυβέρνηση σε παραίτηση τον Ιούλιο του 1965.

Ένα μέρος των πολιτευτών του Κέντρου «αποστατεί» αλλά η μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση στην ελληνική ιστορία, μετά την Αντίσταση και την Κατοχή, δεν επιτρέπει την αποσύνθεση της Ένωσης Κέντρου, αντίθετα την ωθεί προς τα αριστερά. Το «καθεστωτικό» έχει τεθεί αντικειμενικάκαι θέτει ταυτόχρονα και το ζήτημα της εξάρτησης και συνολικά του «κράτους της δεξιάς» ως κατασταλτικού τύπου μορφή ηγεμονίας.

Αυτή η νέα πλειοψηφική συμμαχία, συνιστούσε έγκλημα καθοσιώσεως για τον στρατό, το Παλάτι, τους Αμερικανούς. Τρομοκρατημένοι επιλέγουν μια πολιτική συντήρησης του εμφυλιοπολεμικού κράτους, που είχε ως απόληξη τη δικτατορία του 1967. Το παλαιό καθεστώς, επιχειρώντας να ανακόψει τη διαδικασία  ανατροπής του, μετέβαλε σε κυβέρνηση τους βασανιστές της Μακρονήσου, τους στρατοδίκες, τους δωσίλογους, τους επαρχιακούς δικηγόρους και τους πράκτορες των ποικίλων υπηρεσιών, επιστρέφοντας στην εμφυλιοπολεμική μήτρα του βαθέως κράτους.

Στις 21 Απριλίου 1967, λοιπόν, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, που προοιωνίζονταν μια σαρωτική νίκη της «Ανδρεϊκής» σοσιαλίζουσας πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου, κατέλαβε την εξουσία. Οι πραξικοπηματίες έθεσαν σε εφαρμογή έκτακτο σχέδιο του ΝΑΤΟ με το κωδικό όνομα «Προμηθεύς», που προβλεπόταν σε περίπτωση κομμουνιστικής εξέγερσης ή Σοβιετικής εισβολής.

Το πραξικόπημα, εάν δεν οργανώθηκε απ’ ευθείας από τις ΗΠΑ, πάντως είχε την αμέριστη υποστήριξή τους. Στις 23 Ιανουαρίου 1968, ο πρόεδρος Λύντον Τζόνσον με  επιστολή του αποκαθιστούσε πλήρως τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ενώ το 1969 ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον δέχτηκε τον Παττακό στον Λευκό Οίκο.

Η στρατιωτική δικτατορία θα στηριχθεί κοινωνικά σε μια καταναλωτική-παραγωγική συμμαχία αστικών και μικροαστικών στρωμάτων, των οποίων τα εισοδήματα ανεβαίνουν. Οι άμεσοι φόροι που καταβάλλουν τα ιδιοκτητικά στρώματα, αστικά και μικροαστικά, δεν ξεπερνούν το 2,5% του εθνικού εισοδήματος και, μαζί με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ανέρχονται μόλις στο 5-5,5%. Οι συνολικές κοινωνικές δαπάνες θα φθάνουν μόλις στο 11% του ΑΕΠ το 1973-74, τη στιγμή που στην ΕΟΚ, την ίδια περίοδο, ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 22%. Οι εργάτες, θα συνεχίσουν να αποτελούν τη βάση της «οικονομικού θαύματος», με χαμηλούς μισθούς ιδιαίτερα στη βιομηχανία, ενώ με την καθήλωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων μειώνεται και το αγροτικό εισόδημα, ιδιαίτερα μετά το 1972 και την άνοδο του πληθωρισμού.

Ο Αξιωματικός Σπύρος Μουστακλής

Το εμφυλιοπολεμικό γκόλεμ και η Αντίσταση

Αμέσως μετά την επιβολή του καθεστώτος πραγματοποιήθηκαν οκτώ χιλιάδες συλλήψεις. Η χούντα προέβη σε απηνή διωγμό των αντιφρονούντων, επαναφέροντας όλο το αντικομμουνιστικό μετεμφυλιακό νομοθετικό πλαίσιο (νόμος 509, «περί ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος» κ.λπ.). Κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν οι ξυλοδαρμοί, η φάλαγγα, το ηλεκτροσόκ, οι εικονικές εκτελέσεις – μεθόδους που έκανε γνωστές στο Συμβούλιο της Ευρώπης ο Περικλής Κοροβέσης[1].

Τα πολιτικά κόμματα, η ΕΔΑ και Ε.Κ., αποδείχθηκαν παντελώς ανέτοιμα και δήλωναν μάλιστα πως τίποτε δεν επρόκειτο να διαταράξει την ομαλή πορεία προς τις εκλογές. Πολύ σύντομα πάντως άρχισαν να συγκροτούνται αντιστασιακές οργανώσεις. Η πρώτη ήταν η ΔΕΑ («Δημοκρατικές Επιτροπές Αντίστασης»), ήδη την 21η Απριλίου, από τον Γιάννη Βερούχη, τον Γιώργο Δαλαβάγκα και τον Δημήτρη Λιβιεράτο, μέλη της ηγεσίας της τροτσκιστικής οργάνωσης Κ.Δ.Κ.Ε. που διέθετε και έναν υποτυπώδη παράνομο μηχανισμό. Η ΔΕΑ υπήρξε εξαιρετικά δραστήρια και μέχρι το Φθινόπωρο του 1967 είχε πραγματοποιήσει οκτώ εκρήξεις βομβών στο κέντρο της Αθήνας που συχνά εκτίνασσαν προκηρύξεις στους δρόμους. Στις 30 Απριλίου θα ιδρυθεί το ΠΑΜ από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλα στελέχη της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, ανάμεσά τους τον Τάσο Δήμου, τον Κώστα Φιλίνη, τον Γιώργο Βότση. 

Σύντομα οι πρώτες οργανώσεις θα αντιμετωπίσουν την κρατική καταστολή και, στις 18 Οκτωβρίου 1967, θα γίνει στο Στρατοδικείο Αθηνών η πρώτη  δίκη αντιστασιακής οργάνωσης, 38 συλληφθέντων μελών της ΔΕΑ, ανάμεσά τους και του Γιώργου Γληνού,τηςΤασούλας Βερβενιώτου, του Τάσου Κοβάνη κ.ά. Λίγο μετά δε, στις 15 Νοεμβρίου, θα ακολουθήσει και πάλι, στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, η δίκη των 31 μελών του Πατριωτικού Μετώπου (ΠΑΜ) που θα καταδικάσει σε ισόβια δεσμά τους Κώστα Φιλίνη και Ιωάννη Λελούδα.

Τον Μάιο του 1967, θα συγκροτηθεί η «Δημοκρατική Άμυνα» από κεντρογενείς προσωπικότητες όπως ο Βασίλης Φίλιας, ο Σπύρος Πλασκοβίτης, ο Σάκης Καράγιωργας, ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Κώστας Σημίτης, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Μία μεγάλη δίκη της οργάνωσης θα γίνει τον Ιούλιο του 1969, όταν θα ανατιναχθεί εκρηκτικός μηχανισμός στα χέρια του καθηγητή Σάκη Καράγιωργα και 34 μέλη της οργάνωσης θα οδηγηθούν σε δίκη όπου ο Καράγιωργας θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.

Ο Αλέκος Παναγούλης, ένας από τους πρώτους αντιστασιακούς, θα επιχειρήσει με μια εξαιρετικά παράτολμη ενέργεια να εκτελέσει τον Παπαδόπουλο, στη Βάρκιζα, στις 13 Αυγούστου 1968. Παρότι καταδικάστηκε δις εις θάνατον από το στρατοδικείο, κατόρθωσε να αποδράσει στις 5 Ιουνίου 1969, γελοιοποιώντας το καθεστώς, για να συλληφθεί τρεις μέρες αργότερα. Ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Σπύρος Μουστακλής, με αντικατοχική δράση στον ΕΔΕΣ συνελήφθη με το Κίνημα του Ναυτικού, το 1973, και συνεπεία των βασανιστηρίων στο ΕΑΤ-ΕΣΑ έμεινε παράλυτος και δεν κατάφερε ποτέ να ξαναμιλήσει.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 χιλιάδες αγωνιστές θα δραστηριοποιηθούν στο αντιδικτατορικό κίνημα, κυρίως από τη γενιά του 1960, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα. Μετά το 1971-1972, θα αρχίσει να αναπτύσσεται μια έντονη εκδοτική δραστηριότητα, επηρεασμένη εν πολλοίς και από τα κινήματα της Ευρώπης και των ΗΠΑ· άλλωστε  οι Έλληνες φοιτητές από την Ευρώπη θα μεταφέρουν στην Ελλάδα το πνεύμα του ’68, του Βιετνάμ και του αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ, καθώς και των αντάρτικων κινημάτων της Παλαιστίνης, της Λατινικής Αμερικής κ.λπ. Τελικώς, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, θα αρχίσει να αναπτύσσεται ένα μαζικό φοιτητικό κίνημα όπου πρωτοστατούν ο Ρήγας Φεραίος, η ΚΝΕ, η μαοϊκή ΑΑΣΠΕ και κυρίως οι «ανένταχτοι» φοιτητές.

Παράλληλα δημιουργείται και μια νέα γενεά αντιστασιακών οργανώσεων όπως η Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση (ΛΕΑ), το Κίνημα 20 Οκτώβρη, η Ομάδα Άρης Βελουχιώτης του Ρήγα Φεραίου κ.ά. οι οποίες υποστηρίζουν την ανάγκη οργάνωσης ενός ενόπλου αντιστασιακού κινήματος – άποψη την οποία θα συμμερίζεται και το… ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1970, δύο μέλη της οργάνωσης «Άρης Βελουχιώτης», παρακλάδι του ΠΑΜ Μιλάνου, ο Γιώργος Τσικουρής και η Μαρία-Έλενα Αντζελόνι, θα διαμελιστούν ενώ δοκίμαζαν να πυροδοτήσουν ένα αυτοκίνητο με εκρηκτικά έξω από την αμερικανική πρεσβεία, στην Αθήνα. Δυο χρόνια αργότερα, στις 29 Αυγούστου 1972, μέλη της ΛΕΑ, αναμεσά τους πιθανώς και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, θα προκαλέσουν έκρηξη βόμβας στο ισόγειο της αμερικανικής πρεσβείας.

Μετά τον Φεβρουάριο του 1972, επιταχύνεται η ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος και ριζοσπαστικοποιούνται οι στόχοι του με συνθήματα, όπως «Κάτω η Χούντα», «Επανάσταση Λαέ», «Λαέ σπάσε τον κλοιό», «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία». Αυτό το κίνημα θα καταλήξει στη μεγάλη εξέγερση του Πολυτεχνείου η οποία θα αρχίσει την Τρίτη 14 Νοεμβρίου 1973, από το κτήριο της Νομικής Σχολής, και θα κορυφωθεί με τη μεγάλη λαϊκή εξέγερση  του Πολυτεχνείου, με τις οδομαχίες, τις συγκρούσεις με τις κατασταλτικές δυνάμεις, και τελικώς τη στρατιωτική επέμβαση, τις εκατοντάδες συλλήψεις, τους χιλιάδες τραυματίες, τις δεκάδες νεκρούς (τουλάχιστον 24).

Οι συνέπειες υπήρξαν καταιγιστικές Κατ’ αρχάς ακυρώθηκε εν τη γενέσει της η προσπάθεια να δρομολογηθεί η «φιλελευθεροποίηση» του δικτατορικού καθεστώτος. Πράγματι, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε μόλις ανακηρυχθεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και είχε διορίσει Πρωθυπουργό, στις 8 Οκτωβρίου, τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη με την αποστολή να διεξαγάγει εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974. Και προφανώς αυτό το σχέδιο πνίγηκε μέσα στους ποταμούς αίματος της βίαιης καταστολής. Δεν ήταν η ώρα για βουλευτικές εκλογές αλλά για την πιο ακραία εκδοχή μιας ήδη ακραίας δικτατορίας, της Χούντας του Ιωαννίδη, που θα καταλήξει με την καταστροφή της Κύπρου.

Οι συνέπειες

Δήλωνε ο Γιώργος Σεφέρης στις 28 Μαρτίου 1969: «… Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγήΌλοι έχουμε διδαχτεί και όλοι ξέρουμε ότι στα δικτατορικά καθεστώτα η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη. Όμως, η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Αυτό το τραγικό τέλος που μας βασανίζει συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στα χορικά του Αισχύλου».

Και η τραγωδία, δυστυχώς δεν αφορούσε μόνο την Κύπρο. Τα 7,5 χρόνια της δικτατορίας συνέτριψαν το εν εξελίξει πανίσχυρο πολιτιστικό κίνημα του ’65 και, όταν ήρθε η μεταπολίτευση, είχε διαμορφωθεί εν πολλοίς μια νέα φυσιογνωμία του ελληνικού λαού, μια φυσιογνωμία περισσότερο ατομικιστική και καταναλωτική. Το κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο του 1965 δεν υπήρχε πλέον﮲ έτσι, στη μεταπολίτευση, τα κόμματα θα γίνουν πανίσχυρα, ανοίγοντας μια περίοδο κομματοκρατίας.

Πράγματι στα Ιουλιανά του 1965 θα συναντήσουμε τις κοινωνικές συμμαχίες που συγκρότησαν τη βάση της αντιχουντικής συμμαχίας, του Πολυτεχνείου, και εν τέλει αποτέλεσαν το μεταπολιτευτικό μπλοκ της «Αλλαγής». Ωστόσο μόνο μετά το 1974 θα μπορεί να ξεδιπλωθεί σχετικά ανενόχλητα: Ουσιαστικά, η μεταπολιτευτική αλλαγή έγινε σχεδόν χωρίς να ανοίξει μύτη, διότι οι «μύτες» είχαν ήδη ανοίξει σε όλη την προηγούμενη περίοδο, από τον Ιούλη μέχρι το Πολυτεχνείο και από την ΕΣΑ μέχρι τα τουρκικά αεροπλάνα στην Κύπρο.

Επί πλέον, η δράση της δικτατορίας, η καταστολή, οι φυλακίσεις, η στρατοπεδική κοινωνία που επιχειρούσε να ανασυστήσει θα ταυτίσουν στα μάτια της νεολαίας τις αξίες του πατριωτισμού με τη χουντική προπαγάνδα και την εθνοκαπηλία και θα υποχρεώσουν εν τέλει την ελληνική κοινωνία να οδηγηθεί συχνά στο άλλο άκρο. Και, τελευταίο αλλά όχι ελάχιστο, θα τροφοδοτήσει τη γέννηση των τρομοκρατικών οργανώσεων και την απήχησή τους σε ένα κομμάτι της νεολαίας. Άλλωστε η επιδραστικότερη από αυτές θα αυτοονομαστεί «17 Νοέμβρη» και οι πρώτες της «ενέργειες» θα στραφούν κατά πρακτόρων της CIA και βασανιστών. 

Παράλληλα, η αντίσταση στη δικτατορία και η κατάρρευσή της δημιούργησαν μια θετική και πλειοψηφική δημοκρατική συνείδηση που υπερέβη τα παραταξιακά στεγανά. Σηματοδότησε άλλωστε με την καταστροφή της Κύπρου την οριστική έκπτωση της «εθνικοφροσύνης» θέτοντας τις βάσεις για να αποκοπεί η συντηρητική παράταξη από το άγος του εμφυλίου. Το γεγονός ότι η εμφυλιοπολεμική πτέρυγα της Δεξιάς ταυτίστηκε με τη δικτατορία θα δώσει τη δυνατότητα στον Κανελλόπουλο και τον Καραμανλή να επιχειρήσουν επιτυχώς τον μεταπολιτευτικό απογαλακτισμό της συντηρητικής παράταξης από τα στίγματα του εμφυλίου και να συγκροτήσουν τη μεταπολιτευτική «κεντροδεξιά».   

Ο πυροδότης

Παράλληλα με τις εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις δεν πρέπει να παραθεωρούμε και το γεγονός ότι το Κυπριακό Ζήτημα βρίσκεται, από το 1950 έως τη δεκαετία του 1970, στο επίκεντρο των εσωτερικών εξελίξεων.

Το Κυπριακό Ζήτημα αποτελούσε άλλωστε από τον 19ο αιώνα μια χαίνουσα πληγή για την εθνική ολοκλήρωση της Ελλάδας, πόσο μάλλον που η παραχώρησή του από τους Τούρκους στην Αγγλία, το 1878, μετέβαλε το ζήτημα της Ένωσης σε μια αντιπαράθεση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Και παρότι οι Βρετανοί είχαν δηλώσει διατεθειμένοι να παραχωρήσουν το νησί στην Ελλάδα κατά τον Α΄ ΠΠ, αυτό δεν κατέστη δυνατό εξ αιτίας του διχασμού. Άλλωστε και νέος Εμφύλιος, μετά τον Δεκέμβρη του 1944, θα επιτρέψει και πάλι στους Βρετανούς να ενταφιάσουν το αίτημα της Ένωσης.

Μετά τον πόλεμο και ιδιαίτερα μετά το 1950, οι Κύπριοι εγκαινιάζουν μια απελευθερωτική πορεία που θα κορυφωθεί με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, το 1955-1958, τη μαζική βάση του οποίου αποτελούσε η αγροτιά και η μαθητική νεολαία. Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται, παρά τις νατοϊκές της δεσμεύσεις και την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων των Ελλήνων φοιτητών και μαθητών στις ελληνικές πόλεις, να διεκδικήσει έστω και χλιαρά την ικανοποίηση του εθνικού αιτήματος. Οι Εγγλέζοι θα ενεργοποιήσουν και πάλι το τουρκικό χαρτί υποδαυλίζοντας τις τουρκικές αντιδράσεις έτσι ώστε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1959, να αρχίσει η μαρτυρική πορεία της Κύπρου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Οι άρχουσες ελίτ της Κύπρου, στο σύνολό τους σχεδόν, υποστήριζαν το αίτημα της Αυτοδιάθεση-Ένωσης. Όμως, όταν υλοποιείται η «ανεξαρτησία», ένα μέρος της βλέπει τον εαυτό της ως τον ενδιάμεσο μεταξύ της Αγγλίας, και της εγχώριας αγοράς, και παύει να επιδεικνύει την ίδια σταθερή προσήλωση στο αίτημα της Ένωσης. Η Εκκλησία, που κατείχε ηγετική θέση στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, μετά την ανακήρυξη του Μακαρίου σε πρόεδρο, δείχνει και αυτή τάσεις προσαρμογής στην «ανεξαρτησία» καθώς  το «ανεξάρτητο κράτος» προσέδιδε στον Μακάριο ένα τεράστιο διεθνές κύρος· εξ ου και η στρατηγική συμμαχία με το ΑΚΕΛ – ανθενωτικό μετά το 1965. Άλλωστε η  σοβιετική πολιτική αντιστρατευόταν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία θα «νατοποιούσε» το νησί του «Φιντέλ της Μεσογείου».

Το κομμουνιστικό κίνημα της Κύπρου όχι μόνο αποτέλεσε τον βασικό θιασώτη της «Ανεξαρτησίας» μετά το 1965 αλλά, μετά το 1974, θα μεταβληθεί και στον κυριότερο υποστηρικτή της απομάκρυνσης της Κύπρου από την Ελλάδα, ακόμα και πολιτιστικά. Ήδη κατά το 1923, το Κυπριακό Εργατικό Κόμμα υπογράμμιζε πως η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα σημάνει «…αλλαγή της Αγγλικής Εκμεταλλεύσεως από Ελληνικήν Εκμετάλλευσιν». Και κατέληγε επιγραμματικά:«Η “Μητέρα Ελλάδα” επέθανε και τώρα ζη μια “στρίγγλα Μητρυιά”…»[2]

Επιγενέστερα βέβαια, το ΑΚΕΛ, που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 1941, θα ταχθεί υπέρ της Ένωσης αλλά, με μια φιλοαγγλική στροφή στα 1947, με την περιβόητη «Διασκεπτική», θα συναινέσει στην προσπάθεια των Εγγλέζων Εργατικών να παραχωρήσουν μια μορφής αποικιακής αυτοδιοίκησης.

Οι υπόλοιπες ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις και η Εκκλησία θα απορρίψουν διαρρήδην τη συμμετοχή στη «Διασκεπτική», στην οποία συμμετείχαν μόνο το ΑΚΕΛ και οι Τουρκοκύπριοι. Δεδομένου και του Εμφυλίου στην Ελλάδα, κατά τη διετία 1947-49 θα μπουν οι βάσεις μιας αγεφύρωτης διαίρεσης, που προετοίμασε τον αποκλεισμό-αποχή της Αριστεράς από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Το δημοψήφισμα του 1950 θα επισφραγίσει την ηγεμονία της Εκκλησίας, καθώς η συλλογή των υπογραφών έγινε έξω από τις εκκλησίες, στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950, συνολικά, δε, υπέγραψαν 215.108 άτομα δηλαδή ποσοστό 95,7% του ενήλικα ανδρικού πληθυσμού των Ελλήνων της Κύπρου.

*****

Τελυκώς η τρίχρονη λειτουργία του κυπριακού «κράτους» μέχρι το 1964 κατέδειξε πως το κράτος της Ζυρίχης ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα χωρίς δυνατότητα επιβίωσης. Και όμως, στην Κύπρο δημιουργείται ήδη μια πτέρυγα που δεν επιζητεί πια την ένωση με την Ελλάδα, αποδεχόμενη εμμέσως πλην σαφώς τη βιωσιμότητα ενός οιονεί αυτόνομου κυπριακού κράτους.

Απέναντι στην εδραίωση του κράτους της Ζυρίχης θα αντιδράσει μόνο μια μερίδα των παλιών «ενωτικών», με τον Γρίβα επικεφαλής καθώς και ο νεαρός Τάσος Παππαδόπουλος, που είχε αρνηθεί να υπογράψει τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Η εσωτερική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο θα οδηγήσει στον βομβαρδισμό ελληνικών χωριών από την τουρκική αεροπορία και την αποστολή ελληνικού στρατού από τον Γεώργιο Παπανδρέου σε ύψος μεραρχίας.

Τότε από την κυβέρνηση Τζόνσον στις ΗΠΑ, προτάθηκε και το περίφημο «σχέδιο Άτσεσον» που κατέληγε σε ένα σχήμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με ταυτόχρονη «ενοικίαση» στους Τούρκους μιας βάσης στην Καρπασία και πιθανώς την παραχώρηση του Καστελόριζου. Αντίθετοι ήταν βέβαια οι Άγγλοι που φοβούνταν για τις βάσεις που τους είχε αναγνωρίσει η Ζυρίχη, αλλά και ο Μακάριος. Ταυτόχρονα οι Σοβιετικοί θα κινητοποιήσουν την Αριστερά σε Ελλάδα και Κύπρο ενάντια στο «ξεπούλημα» του σχεδίου Άτσεσον. Η τουρκική κυβέρνηση, που είχε συναινέσει κάτω από τις πιέσεις των Αμερικανών, θα το απορρίψει τελικώς, ενώ και ο Γεώργιος Παπανδρέου υπαναχωρεί, καθώς το σχέδιο Άτσεσον ταυτίζεται πλέον στη λαϊκή συνείδηση με ένα νέο «ξεπούλημα» της Κύπρου.

Η πρώτη καταστροφική κίνηση της στρατιωτικής Χούντας υπήρξε η ανάκληση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, στα τέλη του 1967, ενώ εν συνεχεία θα ακολουθήσουν οι προσπάθειες ανατροπής του Μακαρίου που κατέληξαν στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Ο αρχιεπίσκοπος θα διασωθεί ως εκ θαύματος, θα διαφύγει στη Νέα Υόρκη και, από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, θα χαρακτηρίσει το  πραξικόπημα εξωτερική επέμβαση της Ελλάδας, «που αφορά και τους Τούρκους κατοίκους της Κύπρου», προσφέροντας εν μέρει στην Τουρκία το άλλοθι που αναζητούσε, καθώς η Τουρκία είχε ήδη αποφασίσει την εισβολή από την 15η Ιουλίου ημέρα του πραξικοπήματος.

Δηλαδή, ο παροξυσμός της εμφύλιας αντιπαράθεσης θα έχει ανάλογες καταστροφικές συνέπειες με τον διχασμό του 1915-1922. Τελικώς όλες οι μεγάλες δυνάμεις θα δώσουν το πράσινο φως στον Ετσεβίτ για την επέμβασή του: οι Αμερικανοί διότι θα θεωρήσουν πως ήταν ευκαιρία να μοιράσουν την Κύπρο· οι δε Βρετανοί για να αποφύγουν τον οποιοδήποτε κίνδυνο Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα όπως  και οι Σοβιετικοί.


[1] Περικλής Κοροβέσης, Οι  Ανθρωποφύλακες, Στοκχόλμη 1969.

[2] Γ. Καμηλάρης, Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία.

ΠΗΓΗ https://ardin-rixi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου