Ομάδα ενόπλων στη Χάμα της Συρίας βγάζει σέλφι πάνω σε ένα μαχητικό αεροπλάνο της συριακής πολεμικής αεροπορίας στο στρατιωτικό αεροδρόμιο 6 Δεκεμβρίου 2024. (AP Photo/Ghaith Alsayed) via Associated Press
Η Τουρκία πρωταγωνιστεί, οι αμερικανικές αμφιταλαντεύσεις, ο ρόλος του Ισραήλ, ο κουρδικός παράγοντας και το καμπανάκι για την Ελλάδα.
του Γιώργου Ρακκά
Εν τέλει η Ελλάδα δεν ακολούθησε το παράδειγμα της Συρίας του Άσαντ που εντάχθηκε στον ”ρωσικό κόσμο”, και γι’ αυτό δεν γλυτώσαμε όπως εκείνος από τον τουρκικό επεκτατισμό. Μπορεί το παραπάνω να ηχεί τώρα σαν ανέκδοτο, καθώς το συριακό καθεστώς κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα· όμως υποστηριζόταν στα σοβαρά όλα τα προηγούμενα χρόνια, από τις φωνές στο εσωτερικό της Ελλάδας που λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά προσβλέπουν στα αυταρχικά καθεστώτα της Ευρασίας σαν εναλλακτική.
Οι Χριστιανοί της Συρίας βρίσκονται τώρα σε θανάσιμο κίνδυνο, καθώς βρίσκονται εκτεθειμένοι στην προέλαση των τζιχαντιστικών σουνιτικών δυνάμεων. Η Ρωσία επικαλέστηκε την ύπαρξή τους μάλλον προσχηματικά, και εκείνο που την ενδιέφερε περισσότερο ήταν οι βάσεις της, που ενίσχυαν την παρουσία της στην Μεσόγειο, αλλά και η χρήση της Συρίας ως υποσταθμό για τις δραστηριότητες της Βάγκνερ στην Αφρική. Όλα αυτά πριν τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η εισβολή της στην Ουκρανία.
Οι εξελίξεις διαψεύδουν με δραματικό τρόπο το αφήγημα της Ρωσίας, που μέχρι πρότινος διαφήμιζε την επέμβασή της στην Συρία ως υπόδειγμα αντιμετώπισης του ισλαμικού φονταμενταλισμού, αντιπαραβάλλοντας μάλιστα την δική τους επέμβαση με εκείνη των Αμερικάνων στο Αφγανιστάν.
Τελικά, οι ομοιότητες μεταξύ των δύο ξεπερνούν τις διαφορές: και οι Ρώσοι εγκαταλείπουν κακήν κακώς την Συρία όπως οι Αμερικάνοι το Αφγανιστάν πριν λίγα χρόνια, ενώ τα καθεστώτα που στήριξαν αμφότεροι με πόρους, ανθρώπους και όπλα αποδείχθηκαν εξαιρετικά αδύναμα για να σταθούν στα πόδια τους δίχως την στήριξή τους.
Ο Άσαντ είχε άπλετο χρόνο προκειμένου να αλλάξει πολιτική, φυσιογνωμία στο καθεστώς του, και να αποκαταστήσει την ενότητα της χώρας. Όμως δεν έλαβε το μήνυμα, όταν βρέθηκε κοντά στην κατάρρευση στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010, κι έτσι όταν τα όπλα σίγησαν στην Συρία, ο ίδιος έκανε σαν να μην εξεγέρθηκε όλη η κοινωνία εναντίον του το 2011. Το καθεστώς παρέμεινε εντελώς διεφθαρμένο, εξαιρετικά βάναυσο· κυρίως, μισητό από την μεγάλη πλειοψηφία. Τελικά, υπάρχει μια συστημική διάσταση για όλα αυτά τα στοιχεία –γιατί είναι κοινά σε όλα τα καθεστώτα που βρίσκονται κάτω από την επιρροή της Μόσχας. Για τον ”ρωσικό κόσμο” εξάλλου η διαφθορά είναι εργαλείο χειρισμού των ελίτ που δένονται στο άρμα του.
Η Τουρκία, βεβαίως, είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ως η προστάτιδα δύναμη των δυνάμεων που προελαύνουν προς την Χομς (την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές). Η πολιτική της έχει πολλές διαστάσεις. Είναι προφανώς η αποτροπή συγκρότησης ενός κουρδικού κράτους, που ακόμα και τώρα απειλεί να μεταβάλλει τον Συριακό θρίαμβο σε καταστροφή. Υπάρχει η διάσταση της εδαφικής επέκτασης, που για την κυβερνώσα ιδεολογία της αυτοκρατορικής παλινόρθωσης είναι «επιστροφή». Αυτήν ακριβώς εξέφρασε ο Μπαχτσελί δηλώνοντας πως το Χαλέπι είναι «τουρκικό μέχρι το κόκκαλο». Και είναι και η ευρύτερη πολιτική υποκατάστασης του σιιτικού τόξου με ένα σουνιτικό, με κέντρο την Τουρκία που περιλαμβάνει δυνητικά στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία, ακόμα και το Αφγανιστάν καθώς η Τουρκία διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με τους Ταλιμπάν.
Οι Αμερικάνοι, από την πλευρά τους καλοβλέπουν το φιάσκο των Ρώσων και των Ιρανών. Καθώς όμως αφήνουν κατά τα φαινόμενα την Τουρκία να γιγαντώνει τον ρόλο της, αντικαθιστούν έναν πονοκέφαλο μ’ έναν άλλον.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι πως πλέον αδυνατεί να καταρτίσει μια πολιτικής μεγάλης πνοής, κάτι που είναι απόρροια της στρατηγικής υποχώρησης των ΗΠΑ. Από την υπερεπέκταση της εποχής Μπους, με τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις και τις ασκήσεις επί χάρτου για την «Νέα Μέση Ανατολή» περάσαμε στις τυχοδιωκτική πολιτική του Ομπάμα, στην αναδίπλωση του Τραμπ, και τις ασκήσεις ισορροπίας της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Ο Ερντογάν το γνωρίζει καλά αυτό, και το εκμεταλλεύεται κατά το δοκούν. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους χαρακτηρίζονται από αμφιθυμία. Οι Κούρδοι είναι οι πιο σταθεροί και αξιόπιστοι σύμμαχοί τους στην περιοχή, την ίδια στιγμή όμως αντιμετωπίζουν την Τουρκία με το σύνδρομο του Ιράν: είναι “πολύ μεγάλη για να την χάσουν” ή να αψηφίσουν τις θέσεις της. Γι’ αυτό υπάρχει μια τάση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική που υποστηρίζει ότι η διάθεσή της να αναδειχθεί σε δύναμη-ρυθμιστή στην ευρύτερη περιοχή είναι χρήσιμη για τις ΗΠΑ, επειδή λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς την αναδίπλωση που επιδιώκουν ώστε να επικεντρώσουν στην Κίνα. Αυτή η αντίληψη, μάλιστα, είναι διακομματική, υπαρκτή και στους Δημοκρατικούς, και στο τραμπικό ρεπουμπλικανικό κόμμα, μάλιστα, ενισχύεται και από τα προσωπικά συμφέροντα που διατηρεί ο όμιλος Τραμπ στην Τουρκία.
Σε αυτόν τον σχεδιασμό υπάρχει μια μεγάλη προϋπόθεση βεβαίως, πως τα τουρκικά και τα αμερικανικά συμφέροντα θα συμβαδίζουν –πράγμα που συμβαίνει ολοένα και πιο σπάνια τα τελευταία χρόνια. Η τουρκική ηγεσία έχει δηλώσει ευθαρσώς και ανοιχτά, ότι η υποχώρηση της Δύσης συνιστά υποχώρηση για τον ”νέο τουρκικό αιώνα” που επιδιώκει. Ωστόσο είναι πιο ευέλικτη από τους Ιρανούς μουλάδες με τα συνθήματα για τον «θάνατο του μεγάλου σατανά· μπορεί να ελίσσεται μεταξύ λυκοφιλίας και ανταγωνισμού.
Όσο για το Ισραήλ, φρόντισε με τον τρόπο του να επιταχύνει την αποδρομή του Άσαντ, χτυπώντας με αεροπορικές επιδρομές νευραλγικές θέσεις για την στήριξη του καθεστώτος από τους Ιρανούς, και την Χεζμπολά. Από την άλλη, δεν μπορεί να πει κανείς ότι αισθάνεται ασφαλές με την προοπτική ανάδυσης ενός ισλαμικού σουνιτικού καθεστώτος ακριβώς δίπλα του. Προσπαθεί, λοιπόν, ταυτοχρόνως να πλασαριστεί ως εγγυητής της ασφάλειας των μειονοτήτων, ιδίως των Δρούζων και των Κούρδων.
Αν το πρόβλημα των Αμερικάνων, όμως, είναι η στρατηγική τους αμηχανία, η πολιτική του Ισραήλ συναντάει τα όριά της επειδή ακριβώς διέπεται από την λογική της αποκλειστικότητας και του εξαιρετισμού. Στο πεδίο αυτό μεταφράζεται σε μια τάση για την υπέρμετρη χρήση της σκληρής στρατιωτικής ισχύος, και σε ένα τεράστιο έλλειμμα soft power –κάτι που έχει προκαλέσει και την απομόνωσή του.
Εδώ υπάρχει η εξής αντίφαση: για να θωρακιστεί έναντι του Ιράν, ή, να σταθεροποιήσει τον Λίβανο, την Συρία ή την Παλαιστίνη το Ισραήλ έχει ανάγκη από μια ευρύτερη συμμαχία με τα μετριοπαθέστερα αραβικά κράτη, στο πνεύμα και το κλίμα των ”Συμφωνιών του Αβραάμ”. Ο τρόπος που δρα, ωστόσο, αποτρέπει αυτήν την συνεννόηση και το εγκλωβίζει σ’ έναν σισύφειο έργο –σαν την στρατιωτική αντιμετώπιση της Χαμάς, που ωστόσο εμπεριέχει μέσα στην διαδικασία της τους όρους για την ριζοσπαστικοποίηση της επόμενης γενιάς των Παλαιστινίων, ή σαν την αντιμετώπιση του Άσαντ, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή φρουράς, από ένα σιιτικό σ’ ένα σουνιτικό τόξο.
Έτσι, η μεγάλη εικόνα που αναδεικνύεται από το συριακό χάος είναι η ”ετερογονία των σκοπών”. Οι εξελίξεις δεν προσεγγίζουν ένα σημείο ισορροπίας, αλλά αντίθετα συνεχίζουν την περιδίνηση και εδώ φαίνεται να επιβεβαιώνεται πλήρως ο Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν που σε πρόσφατο έργο του, αποφαίνεται για τον τραγικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος.
Από την σκοπιά μιας πολιτικής αρχών, η αυτοδιάθεση των Κούρδων της Συρίας είναι η μόνη εξέλιξη που μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Διότι γεωπολιτικά ανακόπτει τη συνέχεια που διεκδικεί τόσο ο σιιτικός επεκτατισμός της ιρανικής θεοκρατίας, όσο και ο σουνιτικός των νεο-οθωμανών.
Επίσης ένα κουρδικό κράτος κυοφορεί απαντήσεις στο αίνιγμα του εκδημοκρατισμού και της εκκοσμίκευσης της Μέσης Ανατολής. Ενώ οι Αμερικανοί πήγαν να φέρουν την Δημοκρατία και το κράτος δικαίου στο Ιράκ με τα F16 και τις μπότες των πεζοναυτών, οι Ρώσοι το πήγαν στο αντίθετο άκρο: συγκροτώντας έναν τον αυταρχικό άξονα της ασαντικής δικτατορίας με την ιρανική θεοκρατία. Σε αντίθεση με αυτούς τους δύο δρόμους, οι Κούρδοι αντιπροσωπεύουν μια δυναμική ενδογενούς εκδημοκρατισμού, θρησκευτικής ανοχής, εκκοσμίκευσης. Και στην Συρία, και στο Ιράν, και στο Ιράκ, και την Τουρκία.
Ενώ όμως κομίζουν όλα τα παραπάνω το τραγικό στοιχείο όχι μόνον για την υπόθεσή τους, αλλά για την ευρύτερη περιοχή είναι ότι δεν υπάρχει καμία δύναμη ώστε να τους στηρίξει ειλικρινά και με συνέπεια. Ίσως γι’ αυτό το χάος και η περιδίνηση να επιμένει.
Φυσικά, για την Ελληνική πολιτική, τα γεγονότα της Συρίας χτυπούν καμπανάκι. Δεν είναι τυχαία η πίεση που ασκείται από τα κάτω για την ανάληψη κάποιας πρωτοβουλίας στο πλευρό των Χριστιανών της Συρίας, ή του Λιβάνου.
Οι εξελίξεις αναδεικνύουν την ακριτική θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, και ενεργοποιούν τις ιστορικές της ευθύνες πιέζοντάς την να αναλάβει ενεργητικότερο ρόλο. Είναι και το ζήτημα του τουρκικού ηγεμονισμού, που δεν είναι διόλου διμερές –όπως θέλει να προβάλει το Μέγαρο Μαξίμου, ή το Υπουργείο Εξωτερικών επί της παρούσης– αλλά αφορά εν τέλει την φυσιογνωμία που θα έχει το υποσύστημα ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή. Θα είναι πολυμερές και δημοκρατικό ή θα έχει ως κέντρο του την Τουρκία, όπως η ίδια επιδιώκει; Εδώ η ελληνική στάση χαρακτηρίζεται από μια τεράστια αναντιστοιχία: ενώ η Τουρκία αναδεικνύεται μέσω αντιπροσώπων σε πρωταγωνιστή της μετά-ασαντικής Συρίας, το Μέγαρο Μαξίμου μαζί με το Υπουργείο Εξωτερικών πλασάρει ως ρεαλισμό τον κατευνασμό του τουρκικού επεκτατισμού με συζητήσεις, εμπορικές και τουριστικές συμφωνίες.
Υπάρχει, βεβαίως, το επιχείρημα ότι έτσι ”κερδίζουμε χρόνο” –ο χρόνος όμως είναι χαμένος εφ όσον δεν αξιοποιείται στο πλαίσιο μιας ενεργητικής στρατηγικής. Και το τίμημα, είναι μεγάλο καθώς η Τουρκία επιδιώκει να νομιμοποιήσει τις αξιώσεις της εναντίον της Ελλάδας πλασάροντας εαυτόν ως ”αναντικατάστατο” για τον ρυθμιστικό της ρόλο, κι εμείς αντί να αποκαλύπτουμε τα ηγεμονικά της σχέδια, της εξωραΐζουμε το προφίλ…
από την huffingtonpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου