Του Ν.Λυγερού
Δεν αρκεί να υπάρχουν απαιτήσεις από παντού, για να υπάρξει επίλυση ενός προβλήματος, ειδικά όταν αυτό έχει τις διαδράσεις μιας κρίσης. Επιπλέον οι αντιδραστικές κινήσεις δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα εκτός από εκτόνωση βέβαια. Οι διαπραγματεύσεις που έχει να διαχειριστεί η Ελλάδα, είναι από μόνες τους μια μορφή κρίσης. Και γι’ αυτόν τον λόγο χρειαζόμαστε μια στρατηγική διαχείρισης κρίσεων για να έχουμε απτά αποτελέσματα. Σε πρώτη φάση δεν πρέπει να αναζητούμε μόνο σημεία ισορροπίας, αλλά τις στρατηγικές που πρέπει να αναπτυχθούν για να υπάρξει μια αντεπίθεση. Διότι ακόμα κι αν η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι η καλύτερη επίθεση είναι η αντεπίθεση. Αυτή τη στιγμή η πατρίδα μας βρίσκεται αποκλειστικά σε φάση άμυνας και προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές πιέσεις. Όμως τα οικονομικά προβλήματα δεν λύνονται με οικονομικά μέτρα, αλλά με στρατηγικές κινήσεις που επιλέγονται πολιτικά. Αν εξετάσουμε λοιπόν τι μπορεί να προσφέρει η πατρίδα μας ως πλαίσιο αντεπίθεσης με την οικονομική έννοια και λόγω της υψηλής μας στρατηγικής, τότε έχουμε την έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, όχι βέβαια με μια νομικίστικη προσέγγιση, αλλά με μια γεωπολιτική που συνυπολογίζει όλους τους παίκτες της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όποιες και να είναι οι οικονομικές διαφορές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε οικονομικό επίπεδο, όλες χρειάζονται ενέργεια. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ξεπεράσουμε το νομικό πλαίσιο της θέσπισης της ΑΟΖ και να περάσουμε άμεσα στο πλαίσιο των οριοθετήσεων για να δώσουμε έμφαση στα θαλάσσια οικόπεδα που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε μετά από τη φάση της αδειοδότησης. Διότι αυτό είναι το ουσιαστικό επιχείρημα της Ελλάδας. Δεν έχει μόνο θεωρητικά τη δεύτερη μεγαλύτερη ΑΟΖ της Μεσογείου, αλλά έχει επίσης πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου βρίσκονται από τα καλύτερα κοιτάσματα του κόσμου της τελευταίας δεκαετίας. Αυτή η διπλή ιδιότητα είναι η σπανιότητα της Ελλάδας σε ενεργειακό επίπεδο. Πρέπει όμως κι εμείς να πείσουμε τους συνομιλητές μας όχι ότι όντως τις έχουμε, αλλά ότι τώρα βρισκόμαστε στη φάση που θέλουμε να εκμεταλλευτούμε αυτές τις δυνατότητες επί του πρακτέου. Πρέπει να ξέρουν ότι θα θεσπίσουμε την ελληνική ΑΟΖ συντομότατα και ότι εργαζόμαστε ήδη και σε στρατηγικό επίπεδο για την αξιοποίησή της. Πρέπει ν’ αλλάξουμε την παθητική εικόνα που έχουν και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αυτή την αντεπίθεση. Η διαχείριση της κρίσης δεν μπορεί να γίνεται πάντα σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Η στρατηγική είναι η μόνη που είναι ικανή ν’ αλλάξει ριζικά τα δεδομένα. Η Ευρωζώνη, η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει ν’ ακούσουν αυτά τα επιχειρήματα και μάλιστα θέλουν να τα ακούσουν, διότι όλες αυτές οι δομές αναζητούν μια ευρωπαϊκή ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος της στόχευσης της Αρκτικής και της Ανατολικής Μεσογείου. Στην Ελλάδα και στο υψηλότερο επίπεδο, το έχουμε συνειδητοποιήσει, πρέπει όμως να γίνει γνωστό σε όλους μέσω της πολιτικής που είναι πλέον ικανή να εφαρμόσει αυτές τις στρατηγικές κινήσεις.
Δεν αρκεί να υπάρχουν απαιτήσεις από παντού, για να υπάρξει επίλυση ενός προβλήματος, ειδικά όταν αυτό έχει τις διαδράσεις μιας κρίσης. Επιπλέον οι αντιδραστικές κινήσεις δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα εκτός από εκτόνωση βέβαια. Οι διαπραγματεύσεις που έχει να διαχειριστεί η Ελλάδα, είναι από μόνες τους μια μορφή κρίσης. Και γι’ αυτόν τον λόγο χρειαζόμαστε μια στρατηγική διαχείρισης κρίσεων για να έχουμε απτά αποτελέσματα. Σε πρώτη φάση δεν πρέπει να αναζητούμε μόνο σημεία ισορροπίας, αλλά τις στρατηγικές που πρέπει να αναπτυχθούν για να υπάρξει μια αντεπίθεση. Διότι ακόμα κι αν η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι η καλύτερη επίθεση είναι η αντεπίθεση. Αυτή τη στιγμή η πατρίδα μας βρίσκεται αποκλειστικά σε φάση άμυνας και προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές πιέσεις. Όμως τα οικονομικά προβλήματα δεν λύνονται με οικονομικά μέτρα, αλλά με στρατηγικές κινήσεις που επιλέγονται πολιτικά. Αν εξετάσουμε λοιπόν τι μπορεί να προσφέρει η πατρίδα μας ως πλαίσιο αντεπίθεσης με την οικονομική έννοια και λόγω της υψηλής μας στρατηγικής, τότε έχουμε την έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, όχι βέβαια με μια νομικίστικη προσέγγιση, αλλά με μια γεωπολιτική που συνυπολογίζει όλους τους παίκτες της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όποιες και να είναι οι οικονομικές διαφορές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε οικονομικό επίπεδο, όλες χρειάζονται ενέργεια. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ξεπεράσουμε το νομικό πλαίσιο της θέσπισης της ΑΟΖ και να περάσουμε άμεσα στο πλαίσιο των οριοθετήσεων για να δώσουμε έμφαση στα θαλάσσια οικόπεδα που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε μετά από τη φάση της αδειοδότησης. Διότι αυτό είναι το ουσιαστικό επιχείρημα της Ελλάδας. Δεν έχει μόνο θεωρητικά τη δεύτερη μεγαλύτερη ΑΟΖ της Μεσογείου, αλλά έχει επίσης πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου βρίσκονται από τα καλύτερα κοιτάσματα του κόσμου της τελευταίας δεκαετίας. Αυτή η διπλή ιδιότητα είναι η σπανιότητα της Ελλάδας σε ενεργειακό επίπεδο. Πρέπει όμως κι εμείς να πείσουμε τους συνομιλητές μας όχι ότι όντως τις έχουμε, αλλά ότι τώρα βρισκόμαστε στη φάση που θέλουμε να εκμεταλλευτούμε αυτές τις δυνατότητες επί του πρακτέου. Πρέπει να ξέρουν ότι θα θεσπίσουμε την ελληνική ΑΟΖ συντομότατα και ότι εργαζόμαστε ήδη και σε στρατηγικό επίπεδο για την αξιοποίησή της. Πρέπει ν’ αλλάξουμε την παθητική εικόνα που έχουν και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αυτή την αντεπίθεση. Η διαχείριση της κρίσης δεν μπορεί να γίνεται πάντα σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Η στρατηγική είναι η μόνη που είναι ικανή ν’ αλλάξει ριζικά τα δεδομένα. Η Ευρωζώνη, η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει ν’ ακούσουν αυτά τα επιχειρήματα και μάλιστα θέλουν να τα ακούσουν, διότι όλες αυτές οι δομές αναζητούν μια ευρωπαϊκή ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος της στόχευσης της Αρκτικής και της Ανατολικής Μεσογείου. Στην Ελλάδα και στο υψηλότερο επίπεδο, το έχουμε συνειδητοποιήσει, πρέπει όμως να γίνει γνωστό σε όλους μέσω της πολιτικής που είναι πλέον ικανή να εφαρμόσει αυτές τις στρατηγικές κινήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου