Η ανακατάληψη της Πόλης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας
Επιμέλεια: Θάνος Δασκαλοθανάσης
Από το vizantinaistorika
Επιμέλεια: Θάνος Δασκαλοθανάσης
Από το vizantinaistorika
Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος γεννήθηκε στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Ήταν στρατηγός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και είχε λάβει το αξίωμα του Μεγάλου Δομέστιχου επί βασιλείας του Μιχαήλ Η´ του Παλαιολόγου. Έμεινε γνωστός, κυρίως λόγω της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Καταγόταν από αρχοντική γενιά. Στις γραπτές πηγές εμφανίζεται, όταν λαμβάνει ηγετικό ρόλο και ανακηρύσσεται στον βαθμό του στρατηγού. Συμμετέχει στις εμφύλιες συγκρούσεις των ελληνικών κρατών που είχαν σχηματιστεί μετά την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους.
Συγκεκριμένα ο Αξέξιος Στρατηγόπουλος, ως στρατηγός, ηγείται μαζί με άλλους της εκστρατείας της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας εναντίον του Δεσποτάτου της Ηπείρου που καταλήγει σε μεγάλη ήττα των Νικαιατών. Αιχμαλωτίζεται και φυλακίζεται στην Ήπειρο. Το 1261, απελευθερώνεται με ενέργειες του Δεσπότη της Νίκαιας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, με τον όρο να κατευθυνθεί με στρατό 800 στρατιωτών, στα περίχωρα της Βασιλεύουσας προκειμένου να κατασκοπεύσει και να τρομοκρατήσει τους αμυνόμενους Λατίνους.
Βρισκόμενος στη Σηλυβρία της Θράκης, πληροφορείται την απουσία του μεγαλύτερου τμήματος του λατινικού στρατού από αγρότες που καλλιεργούσαν κτήματα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Εκτός από το στρατό απουσίαζε και ο βενετικός στόλος για μια επιδρομή στα μικρασιατικά παράλια. Η πόλη ήταν ουσιαστικά αφύλαχτη. Τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου 1261, με τη βοήθεια ανθρώπων από το εσωτερικό της Πόλης και χάρη σε ένα ρήγμα που εντοπίστηκε, η Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής ανοίγει και ο Στρατηγόπουλος με τους στρατιώτες του γρήγορα εισβάλλουν και ανακαταλαμβάνουν την Πόλη. Οι Λατίνοι αιφνιδιάζονται, ο ίδιος ο Βαλδουίνος ο Β΄ προσπαθεί να αντισταθεί, αλλά η απουσία στρατού και στόλου είναι καθοριστική… Τελικά οι Λατίνοι επιβιβιβάζονται σε καράβια από το λιμάνι του Βουκουλέοντα και αναχωρούν…
Τα επόμενα χρόνια ο Στρατηγόπουλος συμμετέχει και πάλι σε εκστρατεία εναντίον του Δεσποτάτου της Ηπείρου που καταλήγει σε νέα αποτυχία. Πεθαίνει πιθανόν στην Πόλη, ανάμεσα στο 1271-1275.
Η περιγραφή του ιστορικού της Λατινοκρατίας και αυτόπτη μάρτυρα Γεώργιου Ακροπολίτη
<<… Ξαφνικά λοιπόν ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος εξορμώντας κατά τη διάρκεια της νύχτας, προσέγγισε την Κωνσταντινούπολη. Καθώς όμως είχε μαζί του και κάποιους άνδρες που προέρχονταν από την Πόλη και γνώριζαν επακριβώς τι συνέβαινε σ΄ αύτήν και αφού τους ρώτησε έμαθε ότι υπήρχε κάποια τρύπα στην περιφέρεια του τείχους της Πόλης, από την οποία θα μπορούσε να εισχωρήσει στρατιώτης. Χωρίς λοιπόν διόλου να χρονοτριβήσει, ανέλαβε την επιχείρηση. Και πέρασε από την τρύπα έναν και τον ακολούθησε άλλος, εκείνον ύστερα άλλος κι έτσι έγινε ως τον δέκατο πέμπτο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μπήκαν περισσότεροι άνδρες στην Πόλη. Όταν όμως ανακάλυψαν κατά το τείχος της πόλης έναν από αυτούς που ήταν επιφορτισμένοι με την υπεράσπισή του, σκαρφαλώνοντας και πιάνοντάς τον από τα πόδια κάποιοι από τους δικούς μας τον γκρέμισαν έξω από την πόλη. Οι υπόλοιποι παίρνοντας στα χέρια τους αξίνες και σπάζοντας τις αμπάρες των πυλών κατέστησαν απρόσκοπτη την είσοδο του στρατεύματος στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο καίσαρ Στρατηγόπουλος κι όλοι όσοι, Ρωμαίοι και Σκύθες τον ακολουθούσαν βρέθηκαν μέσα στην Πόλη
(…) Ο ηγεμόνας της πόλης Βαλδουίνος κατευθύνθηκε στο μεγάλο παλάτι. Και οι Λατίνοι που είχαν μεταβεί στη Δαφνουσία ( εννοεί το στρατιωτικό σώμα των Λατίνων που είχε βγει από την Πόλη και κινήθηκε για να καταλάβει τη νήσου Δαφνουσία) χωρίς να έχουν μάθει τίποτα, κάνοντας την αντίθετη κίνηση, επέστρεψαν στην πόλη (…) μόλις έφτασαν και πληροφορήθηκαν τα γεγονότα κινήθηκαν βιαστικά για να εισβάλλουν στην πόλη. Αλλά οι Ρωμαίοι στρατιώτες, όταν το αντιλήφθηκαν, έβαλαν φωτιά στα σπίτια των Λατίνων που βρίσκονταν κοντά στην προκυμαία και τα πυρπόλησαν και πρώτα τα σπίτια των Βενετών, στην περιοχή <<κάμποι>>. Κι όταν οι Λατίνοι στρατιώτες είδαν την πόλη να καίγεται, γρονθοκοπώντας τα μάγουλά τους και παίρνοντας μαζί τους όσους μπόρεσαν στις τριήρεις τους τράπηκαν σε φυγή μαζί με τον αυτοκράτορά τους Βαλδουίνο, που παραλίγο θα είχε συλληφθεί.
Χάρη λοιπόν στη Θεία Πρόνοια, η Κωνσταντινούπολη πέρασε ξανά στην εξουσία του βασιλιά των Ρωμαίων, όπως ήταν δίκαιο και όπως έπρεπε την εικοστή Πέμπτη Ιουλίου, κατά την τέταρτη επινέμηση και κατά το έτος έξι χιλιάδες εφτακόσια εξήντα εννιά από γενέσεως κόσμου, ενώ ήταν υπό κατοχή για πενήντα οχτώ χρόνια>>.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΗΣ, η χρονική συγγραφή της λατινοκρατίας (1204-1261)
Η θριαμβική είδοδος του Μιχαήλ Παλαιολόγου στη Βασιλεύουσα, ανήμερα της Παναγίας
Στις 15 Αυγούστου του 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος εισήλθε θριαμβικά στη Βασιλεύουσα, δυο βδομάδες μετά την ανακατάληψη της Πόλης από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο. Δείτε πώς περιγράφει ο ιστορικός της εποχής και αυτόπτης μάρτυρας Γεώργιος Ακροπολίτης την αυτοκρατορική είσοδο στην Πόλη:
<<Ο αυτοκράτορας έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τη 14η Αυγούστου. Δε θέλησε να μπει την ίδια μέρα στην πόλη, αλλά στρατοπ...έδευσε στη Μονή Κοσμιδίου, κοντά στη Μονή των Βλαχερνών. Από τα χαράματα σηκώθηκε και μεθόδευσε την είσοδό του στην Πόλη κατά τον ακόλουθο τρόπο: επειδή δεν παρευρισκόταν ο πατριάρχης Αρσένιος(ήταν απρόθυμος για τις λαμπρές εκδηλώσεις και έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς το βασιλιά), τον αντικατέστησε ο επίσκοπος Κυζίκου Γεώργιος. Ανέβηκε σε έναν από τους πύργους της Χρυσής Πύλης, κρατώντας την ανάγλυφη εικόνα της Θεοτόκου, η οποία είχε πάρει την ονομασία της από τη μονή των Οδηγών και απάγγειλε τις ευχές έτσι που να ακουστούν από όλους. Βγάζοντας λοιπόν το στέμμα του ο βασιλιάς και γονατίζοντας έπεσε στο έδαφος και όλοι οι άνθρωποι γονάτισαν πίσω από αυτόν. Και μόλις ολοκληρώθηκε η απαγγελιά της πρώτης ευχής κι ο διάκονος είπε <<Σηκωθείτε!>>, αφού σηκώθηκαν όλοι ανέκραξαν το <<Κύριε ελέησον>>, επαναλαμβάνοντας το εκατό φορές.
Και αφού η τελετουργία αυτή τελείωσε, ο βασιλιάς, με τρόπο που έδειχνε περισσότερο την ευσέβεια παρά τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, διαβηκε πεζός την Χρυσή Πύλη, ενώ προπορευόταν από αυτόν η εικόνα της Θεομήτορος. Αφού βάδισε ως τη Μονή Στουδίου και άφησε εκεί την εικόνα της πάναγνης μητέρας του Θεού, ανεβαίνοντας στο άλογό του έφτασε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί, αφού προσκύνησε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και τον ευχαρίστησε σύμφωνα με τα έθιμα, κατέλυσε στο μεγάλο παλάτι. Τότε λοιπόν το ρωμαϊκό πλήθος ευφράνθηκε και ενθουσιάστηκε πολύ και χαιρόταν υπερβολικά, γιατί δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην χοροπηδά και να μη νιώθει αγαλλίαση και σχεδόν να μην πιστεύει στα μάτια του, εξαιτίας της αναπάντεχης εξέλιξης και της υπερβολικής χαράς>>.
<<Ο αυτοκράτορας έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τη 14η Αυγούστου. Δε θέλησε να μπει την ίδια μέρα στην πόλη, αλλά στρατοπ...έδευσε στη Μονή Κοσμιδίου, κοντά στη Μονή των Βλαχερνών. Από τα χαράματα σηκώθηκε και μεθόδευσε την είσοδό του στην Πόλη κατά τον ακόλουθο τρόπο: επειδή δεν παρευρισκόταν ο πατριάρχης Αρσένιος(ήταν απρόθυμος για τις λαμπρές εκδηλώσεις και έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς το βασιλιά), τον αντικατέστησε ο επίσκοπος Κυζίκου Γεώργιος. Ανέβηκε σε έναν από τους πύργους της Χρυσής Πύλης, κρατώντας την ανάγλυφη εικόνα της Θεοτόκου, η οποία είχε πάρει την ονομασία της από τη μονή των Οδηγών και απάγγειλε τις ευχές έτσι που να ακουστούν από όλους. Βγάζοντας λοιπόν το στέμμα του ο βασιλιάς και γονατίζοντας έπεσε στο έδαφος και όλοι οι άνθρωποι γονάτισαν πίσω από αυτόν. Και μόλις ολοκληρώθηκε η απαγγελιά της πρώτης ευχής κι ο διάκονος είπε <<Σηκωθείτε!>>, αφού σηκώθηκαν όλοι ανέκραξαν το <<Κύριε ελέησον>>, επαναλαμβάνοντας το εκατό φορές.
Και αφού η τελετουργία αυτή τελείωσε, ο βασιλιάς, με τρόπο που έδειχνε περισσότερο την ευσέβεια παρά τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, διαβηκε πεζός την Χρυσή Πύλη, ενώ προπορευόταν από αυτόν η εικόνα της Θεομήτορος. Αφού βάδισε ως τη Μονή Στουδίου και άφησε εκεί την εικόνα της πάναγνης μητέρας του Θεού, ανεβαίνοντας στο άλογό του έφτασε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί, αφού προσκύνησε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και τον ευχαρίστησε σύμφωνα με τα έθιμα, κατέλυσε στο μεγάλο παλάτι. Τότε λοιπόν το ρωμαϊκό πλήθος ευφράνθηκε και ενθουσιάστηκε πολύ και χαιρόταν υπερβολικά, γιατί δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην χοροπηδά και να μη νιώθει αγαλλίαση και σχεδόν να μην πιστεύει στα μάτια του, εξαιτίας της αναπάντεχης εξέλιξης και της υπερβολικής χαράς>>.
Χρονική Συγγραφή, Γεώργιος Ακροπολίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου