Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Η μάχη του Σαρανταπόρου (6-10 Οκτωβρίου 1912)

Η περίοδος που αρχίζει με την ήττα στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και φτάνει μέχρι τα χρόνια της έναρξης των Βαλκανικών Πολέμων χαρα­κτηρίζεται από ένα καθολικό αίτημα για ανανέωση της εθνικής ζωής σε όλους τους τομείς και ειδικά για αναδιάρθρωση της κρατικής λειτουργίας.
Στην Ελλάδα η συνολική κατάσταση το 1909 προκαλούσε δυσαρέσκεια στην πλειοψηφία των Ελλήνων.
Μέσα σε αυτή τη μάλλον αδιέξοδη κατάσταση σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου, εγκαινιάζοντας μια περίοδο ανασυγκρότησης και μεταρρύθμισης για τη χώρα. Την εποχή ακριβώς αυτή, που η Ελλάδα ανασυντάσσεται και αναδιοργανώνεται, ανα­ταραχές σημειώνονται σε διάφορα σημεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου επανέφερε το διάδοχο Κωνσταντίνο στη διοίκηση του στρα­τεύματος, ενώ καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας και παράλληλα κλήθηκαν γαλλική και αγγλική αποστολή για να αναλάβουν αντίστοιχα την εκπαίδευση του στρατού και του ναυτικού.
Από τις 16 Σεπτεμβρίου 1912, με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, και όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 του σχετικού διατάγματος, ο εν ειρήνη στρατός είχε τεθεί σε κατάσταση επιστράτευσης.
Ως τον Οκτώβριο του 1912 ο Βενιζέλος ανέβασε την ισχύ των ελληνικών Μονάδων που ήταν έτοιμες για κινητοποίηση και τις εξόπλισε με ένα σημαντικό αριθμό οπλισμού, ενώ υπήρ­χαν και είχαν παραγγελθεί στολές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών.
Φυσικά προβλήματα, έστω και μικρής έκτασης, συνέχιζαν να υπάρχουν, όπως προ­κύπτει και από διάφορα σχετικά έγγραφα, στα οποία αναφέρονται προβλήματα λόγω έλλειψης ιματισμού, εξαρτύσεων, οπλισμού, λίπους για την επάλειψη του οπλισμού, φορητών εργαλείων κ.ά.

Παρά ταύτα, η επιστράτευση βρήκε κατά γενική ομολογία το στρατό κατάλληλα εξοπλισμένο με απόλυτα σύγχρονο οπλισμό και με άρτια εκπαίδευση.
Ταυτόχρονα, η Επιτελική Υπηρεσία του Στρατού εξέδωσε διαταγές και οδηγίες προς τις Μονάδες, σχετικά με το σχέδιο επιστράτευσης. Αυ­τό είχε σαν αποτέλεσμα την άμεση ενεργοποίηση των Μονάδων για τη μελέ­τη και προεργασία του μη­χανισμού επιστράτευσης.

Από την 18η του μηνός Σεπτεμβρίου μέχρι την 26η του ίδιου μήνα κατέφθαναν οι έφεδροι, οι οποίοι, αφού εξοπλίζονταν, συγκροτού­σαν τις Μονάδες και οδηγούνταν προς τις ζώνες συγκεντρώσεως αυτών.
Παράλληλα, τα τμήματα προκαλύψεως, τρεις ώρες μετά την κοινοποίηση του διατάγματος επιστράτευσης, κινήθηκαν για τους προκαθο­ρισμένους σε αυτά τομείς και έτσι αυθημερόν η προκάλυψη ανέλαβε το έργο της.
Η κατάσταση στον τουρκικό στρατό δεν ήταν εξίσου καλή. Λεπτομέρειες παραδίδει στα απομνημονεύματά του ο Χασάν Ταξίν Πασάς, που ανέλαβε την αρχιστρατηγία στα ελληνοτουρκι­κά σύνορα στις αρχές Οκτωβρίου. Επικρατούσε σύγχυση και ακατα­στασία, οι ελλείψεις σε τρόφιμα και εφόδια ήταν τραγικές, δεν υπήρχε ούτε ένα ορεινό πυρο­βόλο, που ήταν απαραίτητο για την περιοχή, ενώ οι στρατιώτες χαρακτηρίζονταν από απροθυμία που πολλές φορές έφθανε ως τη λιποταξία.
Είναι φανερό ότι έχει έλθει η ώρα να δράσει και η Ελλάδα. Η θύελλα φαίνεται έτοιμη να ξεσπάσει στα Βαλκάνια. Είναι παραμονές της έναρξης, όταν στο πρωτοσέλιδο της εφημερί­δας «ΕΜΠΡΟΣ» μπορεί κάποιος να διαβάσει: «Η κήρυξις λοιπόν του πολέμου άνευ άλλης τινός παρεμβολής θα γίνει σήμερον ή αύριον εάν δεν εγένετο ήδη την στιγμήν καθήν γράφομεν τας γραμμάς ταύτας».
Έτσι η Ελλάδα θα μπει στο Βαλκανικό πόλεμο. Στα πρωτοσέλι­δα των εφημερίδων της 5ης Οκτω­βρίου 1912 καταγράφεται: «Η Ελλάς εκήρυξε τον πόλεμον την νύχτα».

Με την έναρξη των Βαλκα­νικών Πολέμων 1912-1913 οι δυνάμεις του Στρατού Ξηράς είχαν προσανατολιστεί προς τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και είχε οργανωθεί αντίστοιχα η Στρατιά Θεσσαλίας με Αρχιστράτηγο τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο και ο Στρατός της Ηπείρου με Διοικητή τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη. Η Στρατιά της Θεσσαλίας τις πρωινές ώρες της 5ης Οκτωβρίου 1912 πέρασε την ελληνοτουρκική μεθόριο και παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες στρατιώτες και πολλοί αξιωματικοί έβλεπαν μάχη για πρώτη φορά και παρά την πεισματική αντίσταση των Τούρκων, τα ελληνικά τμήματα πέρασαν τα σύνορα και απώθησαν τα τουρκικά φυλάκια.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα για την πρώτη αυτή μέρα συναντάμε στο ημερολόγιο του Απόστολου Η. Πουλόπουλου, του 10ου Λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζικού, που σήμερα βρίσκεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο:
«Παρασκευή 5 Οκτωβρίου: Την 5ην νυκτερινήν διετάχθημεν να εγερθώμεν και να ετοιμασθώμεν δια προχώρησιν. Την 6ην είμεθα παρατεταγμένοι και μετ’ ολίγον ανεχωρήσαμεν. Εξήλθαμεν προς τα σύνορα δια του Τυρνάβου υπό τας ευχάς των υπολειφθέντων κατοίκων.
Πριν ανεβώμεν το βουνόν διετάχθημεν να σταματήσωμεν. Ο λοχαγός μας μάς είπε μερικά λόγια ειπών ότι καθήκον είναι εις την παρούσαν περίπτωσιν να πολεμήσωμεν υπέρ του πο­λιτισμού και ότι εσφαλμένη η ιδέα μερικών λεγόντων ότι και ο εχθρός είναι όμοιος μας…
Ηκούαμεν αλλεπαλλήλους αρκετούς πυροβολισμούς, περί την 6ην δε ηκούσαμεν ισχυρόν κρότον ο οποίος προήλθεν εκ δυναμιτιδος την οποίαν οι ημέτεροι δυναμιτισταί έθεσαν. Ούτω κατεκρυμνήσθη ο τουρκικός σταθμός ούτος, μένει δε ο της Μελούνης…………………………… ».
Λίγο αργότερα και προς επιβεβαίωση τούτου, με έγγραφό της, η Ι Μεραρχία αναφέ­ρει: «Η Ι Μεραρχία κατέλαβεν άνευ αντιστάσεως υψώματα Μελούνας».

Η προέλαση του στρατού συνεχίστηκε με την απελευθέρωση της Ελασσόνας και της Δεσκάτης, δίνοντας στο Διάδοχο το βάπτισμα του πυρός, ο οποίος διηύθυνε αυτο­προσώπως και τον αγώνα.
Παράλληλα, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μεταφέρουν μήνυμα του Αρχηγού Δαγκλή: «Η Ελασσών κατελήφθη υπό του Ελληνικού Στρατού. Ο Διάδοχος διηύθυνε τον αγώνα. Ο επίδοξος διά­δοχος έλαβε το βάπτισμα του πυρός».

Ο δημοσιογράφος Γιώρ­γος Βεντήρης περιγράφει χαρακτηριστικά την πρώτη μέρα των επιχειρήσεων:
«Προ της Ελασσώνος οι Τούρ­κοι αντεστάθησαν με πείσμα. Οι Έλληνες οτρατιώται και πολλοί αξιωματικοί, έβλε­παν, πρώτην φοράν, μάχην.
Εις την αρχήν εκλονίσθησαν, αλλ’ οι νεώτεροι αξιωματικοί τους παρέσυραν εμπρός. 0 διάδοχος διηύθυνε την μάχην από της γραμμής του πυρός. Οι Τούρκοι απεσύρθησαν ατάκτως προς το Σαραντάπορον».
Την ίδια ημέρα συναντάμε στο ημερολόγιο του Απόστολου Η. Πουλόπουλου:
«Σάββατον 6 Οκτωβρίου: Ολίγον πάλιν ήπιαμε νερό και ετοιμάσθημεν διά αναχώρησιν. Καθ’ οδόν είδομεν λιποτάκτην Έλληνα του τουρκικού στρατού. Ότε εφθάσαμεν ημείς εκ του λόφου Σκόμπας το πυροβολικόν μας ήχε αρχίσει ήδη να κροτή βάλλων κατά του απέναντι τουρκικού πυροβολικού. Το θέαμα της μάχης ήτο θαυμάσιον εκείθεν.
Το βράδυ κατεσκηνώσαμεν, την δε επομένην πρωίαν μετέβην εις την πόλιν (Ελασσών) δια να την περιέλθω.
Τα τουρκικά καταστήματα είχον ανοιχθή υπό των στρατιωτών και εγίνετο αρκετό πλιάτσικο, όχι τόσον εκ μέρους του στρατού, όσον εκ μέρους των εντοπίων, οι οποίοι έπραξαν τούτο εκδικούμενοι τους Τούρκους.
Κυριακή 7 Οκτωβρίου: Ανάπαυσις καθ’ όλην την ημέραν. Ελλειψις άρτου καθολοκληριαν. Σφάζονται αρνιά τα οποία μισοψημένα τρώγαμεν άνευ άρτου».
Την πληροφορία αυτή από το ημερολόγιο του Πουλόπουλου την επιβεβαιώνει πλήρως και σχετική αναφορά της ΙΙ Μεραρχίας, της ίδιας ημέρας προς το Γενικό Στρατηγείο, με την οποία αναφέρεται: «…από χθες οι άνδρες στερούνται άρτου και τα κτήνη νομής».
Όπως είδαμε κατά τη φάση της επιστράτευσης, αλλά όπως θα δούμε και πιο κάτω κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, και εδώ εμφανίζονται μικρά μεν αλλά όχι αξεπέ­ραστα προβλήματα του στρατού. Οι αναφορές για έλλειψη άρτου, ο οποίος παρασκευα­ζόταν στην ζώνη των επιχειρήσεων, ήταν αρκετές. Παρόμοιες αναφορές θα δούμε και στη συνέχεια και για άλλα ζητήματα διοικητικής μέριμνας, αλλά επίσης και για θέματα υγειονομικού, επικοινωνιών κτλ.
Από τις 7 Οκτωβρίου η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις, που αποτελούνταν από δύο και περισσότερες Μεραρχίες, υπό το Στρατηγό Χασάν Ταξίν Πασά και ήταν εγκαταστημένες αμυντικά στην οχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου (Γλύκοβο) και Λαζαράδων – Βογκόπετρας.
Η πορεία αυτή ήταν αναμενόμενη, ωστόσο ο αντίκτυπος της υπήρξε ολέθριος για τους Τούρκους. Ο άμαχος μουσουλμανικός πληθυσμός της περιοχής υποχωρούσε, ακολουθώντας το δρόμο προς τα Σέρβια, μέσω των Στενών του Σαρανταπόρου, όπου βρίσκονταν οι μετόπισθεν υπηρεσίες. Το ηθικό των στρατιωτών άρχισε να κάμπτεται και τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα άρχισαν να επιδεινώνονται.
Την ίδια μέρα, συνεχίζοντας την καταγραφή των γεγονότων, ο Απόστολος Πουλόπουλος αναφέρει:
«Δευτέρα 8 Οκτωβρίου. Την πρωίαν την 7ην ανεχωρήσαμεν δια μέσου της Ελασσώνος ακολουθούντες την οδόν αμαξιτήν βαίνουσαν εις Σέρβια. Δρόμος ανηφορικός και κοπιώ­δης. Την 6ην βραδινήν εσταματήσαμεν επί λόφου ως πρωτοφυλακή.
Παρά το χωριόν Λακούδι περί την 5μ.μ. εσταθμεύσαμεν. Εβγάλαμεν σκοπούς και κατεκλίθημεν επί του εδάφους κρυπτόμενοι. Ο εχθρός είχε ανάψει πυρά επί του απέναντι βουνού. Ψύχος δριμύ».
Τα ελληνικά τμή­ματα είναι πλέον προ των στενών του Σαρα­νταπόρου, παραμονές της μεγάλης μάχης. Η τοποθεσία Σαρα­νταπόρου ήταν από τη φύση της εξαιρετικά ισχυρή και οχυρωμένη υπό την επίβλεψη του Αρχηγού της Γερμανι­κής Στρατιωτικής Απο­στολής στην Τουρκία, Στρατηγού Φον Ντερ Γκολτς, ο οποίος είχε δηλώσει ότι: «το Σαραντάπορο είναι απόρθητο φρούριο και θα γίνει ο τάφος των Ελλήνων, αν επιχειρήσουν να το καταλάβουν».

Ειδικότερα, το ύψωμα Σκοπιά δεσπόζει σε ολόκληρο το προς νότια και νοτιοανατο­λικά έδαφος. Η ισχύς της τοποθεσίας αυτής επαυξάνεται σημαντικά και από το ότι τα πλευρά της στηρίζονται ανατολικά στα απότομα νότια αντερείσματα του όρους Τίταρος και δυτικά στο δεσπόζον ύψωμα Αμάρβες, στα Καμβούνια όρη.
Αναλόγως, η τοποθεσία Λαζαράδες – Βογκόπετρα φράσσει τις οδεύσεις από Δεσκάτη προς Σέρβια και από Λουτρό και Λειβαδερό προς τον Αλιάκμονα ποταμό.
Έτσι για να διασχίσει το πέρασμα, ο επιτιθέμενος θα ήταν εκτεθειμένος στο τουρκικό Πυροβολικό, χωρίς να καλύπτεται από το δικό του και χωρίς να μπορει να ανταποδώσει τα πυρά. Ουσιαστικά, αυτή ήταν η μοναδική θέση, όπου η κατώτερη αριθμητικά τουρκική δύναμη μπορούσε να ανακόψει την ελληνική προέλαση.
Παρόλα αυτά, ο αμυνόμενος στα στενά είχε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα, που γνώριζε καλά ο Τούρκος αρχιστράτηγος: υπάρχει μόνο ένας δρόμος υποχωρήσεως, μέσω των στενών της Πόρτας και ο κίνδυνος εγκλωβισμού του στρατού του μέσα στη στενωπό ήταν σοβαρός. Ωστόσο, ο τουρκικός στρατός δεν διέθετε ούτε τα μέσα ούτε και το δυναμικό να διαφυλάξει ισχυρά τα νώτα του.


Η διάταξη του τουρκικού στρατού, σύμφωνα με στοιχεία του Τουρκικού Επιτελείου από το έτος 1929, είχε όπως παρακάτω:
· Μια (1) Μεραρχία στον αριστερό τομέα της τοποθεσίας Σαρανταπόρου.
· Μια (1) Μεραρχία στο δεξιό τομέα του Σαρανταπόρου.
· Δύο (2) ίλες ιππικού προωθημένες, οι οποίες κάλυπταν το δεξιό των Τούρκων προς την κατεύθυνση του χωριού Γιαννωτά.
· Τέσσερα (4) τάγματα Πεζικού με λόχο πολυβόλων στην τοποθεσία Λαζαράδων – Βογκόπετρας.
· Διάφορες τουρκικές δυνάμεις μικρότερης δύναμης στην ευρύτερη περιοχή.
Οι παραπάνω δυνάμεις των Τούρκων μπορούσαν να ενισχυθούν επίσης από τις πε­ριοχές Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης. Επομένως, ο τουρκικός στρατός που επρόκειτο να αντιπαραταχθεί στη Στρατιά Θεσσαλίας μπορούσε να ανέλθει, σύμφωνα με τις πλη­ροφορίες που υπήρχαν μέχρι την παραμονή της μάχης, σε 31 τάγματα Πεζικού, 10 ίλες ιππικού και 35 πυροβολαρχίες.
Αν οι τουρκικές δυνάμεις πλεονεκτούσαν λόγω της αμυντικής τους θέσης, οι ελληνι­κές υπερτερούσαν αριθμητικά. Η Στρατιά Θεσσαλίας είχε συνολικά 49 τάγματα Πεζικού, 6 τάγματα Ευζώνων, 60 πολυβόλα, 26 πεδινές πυροβολαρχίες, 5 ορειβατικές πυροβο­λαρχίες, 8 ίλες ιππικού, 6 ημιλαρχίες, 7 λόχους Μηχανικού, 2 λόχους τηλεγραφητών, 2 λόχους γεφυροποιών και 4 αεροπλάνα αναγνωρίσεως.
Οι Μονάδες της Στρατιάς Θεσσαλίας, το βράδυ της 8ης Οκτωβρίου, έφθασαν στις περιοχές συγκεντρώσεως μάχης, όπως παρακάτω:
· Οι I, II και III Μεραρχία, από το χωριό Κοκκινόγι μέχρι το χωριό Λυκούδι.
· Η ΙV Μεραρχία στο χωριό Γιαννωτά. Η V Μεραρχία στο χωριό Λουτρό.
· Η Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη στη Δεσκάτη.
· Το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου στο χωριό Καλύβια.
· Το πεδινό πυροβολικό των Μεραρχιών θα υποστήριζε τον αγώνα συγκεντρωτικά.
· Το Γενικό Στρατηγείο στην Ελασσόνα.
Με απόφαση που έλαβε η Τουρκική Διοίκηση, διατάχθηκε σθεναρή άμυνα, με το σύ νολο σχεδόν των διατιθέμενων δυνάμεων, στις οχυρές τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων – Βογκόπετρας.
Το σχέδιο ενεργείας του Γενικού Στρατηγείου βασιζόταν γενικά στην κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των αμυνόμενων στη Στενωπό Σαρανταπόρου κύριων τουρκικών δυνά­μεων, με ταυτόχρονη και από τις δύο πλευρές υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για αποκοπή της συμπτύξεώς τους και καταστροφή του εχθρού. Για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε στις 8 Οκτωβρίου τις σχετικές διαταγές και οδηγίες επιχειρήσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω της δυσκολίας που παρουσιαζόταν στους προϊσταμέ­νους να επικοινωνούν με τους υφισταμένους τους και αντίστροφα, τόσο εξαιτίας των δυσμενών εδαφικών και καιρικών συνθηκών, όσο και καθαρά λόγω των υλικών διαβιβάσε­ων, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος εξέδωσε μια μέρα νωρίτερα Γενική Διαταγή, με την οποία ουσιαστικά έδινε οδηγίες προς τις Μεραρχίες για το πώς θα ενεργήσουν σε περίπτωση καθυστερημένης ή ελλιπούς επικοινωνίας……………Η επίθεση άρχισε.
Οι διαταγές, όμως, του Κωνσταντίνου το προηγούμενο βράδυ ήταν σαφείς. Σκοπός ήταν να αποκοπεί η υποχώρηση και να καταστραφεί ο εχθρικός στρατός. Το βάρος έπεσε στη μετωπική επίθεση και οι τρεις Μεραρχίες στο κέντρο προχωρούσαν με δυσκολία, εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους, αλλά κυρίως λόγω των σφοδρών πυρών του τουρκικού Πυροβολικού. Το ελληνικό Πυροβολικό είχε καθυστερήσει εξαιτιας του ανώ­μαλου εδάφους και μόλις αργά το μεσημέρι άρχισε να υποστηρίζει την προέλαση του Πεζικού, που στο μεταξύ είχε υποστεί σοβαρές απώλειες.

Η συνδρομή του ελληνικού Πυροβολικού περιγράφεται χαρακτηριστικά από τον Χασάν Ταξίν Πασά: «…η δράσις πυρός του εχθρού επεκτεινεται καταστρεπτικός και αποτελεσμα­τικός, τα πυροβόλα του βροντούν διαρκώς, σχεδόν άτρωτα από την δράσιν των ιδικών μας, τα οποία, παρ’ όλην την μαθηματικήν ακρίβειαν βολής και του ιδιου βεληνεκούς δεν ημπορούν να σιγήσουν ούτε εν εχθρικόν πυροβόλον».
Την ατμόσφαιρα της μάχης μας διασώζει ο δημοσιογράφος Γιώργος Βεντήρης, που βρισκόταν στο Σαραντάπορο: «Στις 6 το βράδυ το πυρ δεν είχε παύσει. Κατά τις 7 το Σαραντάπορο φαινόταν σαν φλεγόμενο φρούριο. Ψηλά άστραφταν τα κανόνια. Άγρια θύελλα εξέσπασε τότε. Η κοιλάς του αιματηρού αγώνος εβυθισθη εις φρίκην, χειροτέραν από εκείνην της μάχης. Η νύκτα ήλθεν ως όνειρον τρόμου μετά τον εφιάλτην της ημέρας. Πληγωμένοι εσύροντο εις το λασπωμένο χώμα. Κανείς δεν επαράστεκε την αγωίαν των νεκρών. Οι νοσοκόμοι έτρεχαν ως φαντάσματα. ‘Οταν δεν έπεφτε αστροπελέκι, ακούοντο στεναγμοί Και η βροχή εμαστίγωνεν επίμονα, αλύπητα, τα πτώματα, τους ανθρώ­πους, τα άλογα, τα δένδρα…».
Αλλά και ο Πουλόπουλος στο ημερολόγιό του καταγράφει:
«Τρίτη 9 Οκτωβρίου: 06:30 συσσίτιον ζωμός και κρέας. Σύνταξις των λόχων και εκκίνησις προς πορείαν.
Εκκινήσαμεν βαδίζοντες διά λόφων οργωμένων. Εκεί ακούσαμεν κανονιο­βολισμούς προερχομένους εκ του εχθρού οχυρωμένου εις τα υψώματα Σαρανταπόρου βάλλοντος κατά του εξ αριστερών προχωρούντος 7ου πεζικού συντάγματος και εκ των προπορευομένων λόχων του 1ου τάγματος του συντάγματος μας. Αι οβίδαι εκρήγνυντο ολίγα βήματα μακράν μας άνωθεν των κεφαλών μας αλλά δεν μας κάμνουν καμμίαν εντύπωσιν. Ιδιάζουσα οσμή αισθανόμεθα προερχομένην εκ της πυρίτιδος.
 
Ηδη έχομεν πλησιάσει εις την βολήν τουρκικού και αι σφαίραι συρίζουν άνωθεν δεξιά και αριστερά.
Προχωρώ πρηνηδόν και τάσσομαι εις την γραμμήν …. Σκοπεύω αριστερά κατά διαταγήν του επιλοχίου επί της κλητείος και ολίγον κα­τωτέρω της κορυφογραμ­μής με πυρ ταχύ. Αίφνης ακούω τον Ρετσινόπουλον να φωνάζη: «Αποστόλη πάει το χέρι μου», γυρίζω και ατενίζω και βλέπω το πρόσωπό του καταματωμένον. Σφαίρα τον επλήγωσε εις τα μάγουλα και την χείρα, του φωνάζω «κουράγιο» και εξακολουθώ να ρίχνω. Είμεθα τόσο εκτεθειμένοι διότι ο εχθρός είναι του­λάχιστον 100 μέτρα υψηλότερά μας και μας βλέπει καλά.
Εις εκάστην βολήν του τηλεβόλου μας αισθανόμεθα άμετρον θάρρος και εις κάθε ομοβρο­ντία του φωνάζομεν «μπράβο, βάρα του». Ο επιλοχίας μου ζητεί καπνόν και μου στρίβει τσιγαρέτον καθώς και εις τον εαυτόν του, καπνιζομεν μετά δυσκολίας Καμία κίνηση, όμως, δεν παρουσιαζόταν στην πλευρά των Τούρκων. Από τις περιπόλους διαπιστώθηκε ότι είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Με δύο τηλεγραφήματα, του Διαδόχου και του Αρχηγού Δαγκλή, που δε μένουν κρυφά από τον τύπο, στη στήλη «επί του πιεστηρίου», επιβεβαιώνεται η πανωλεθρία υπό μουσικήν σφαιρών.
Ότε ήρχισεν να νυκτώνη περί την 6ην μ μ. έπαυσε το σφοδρόν πυρ και ο εχθρός και ηκούοντο μόνον κροτούντα τινά των τηλεβόλων του. Ηννοήσαμεν ότι τούτο εσήμαινε υποχώρησιν και οι τελευταίοι κανονιοβολισμοί ήσαν δια να υποστηρίξουν την υποχώρησιν του λοιπού στρατεύματος.
Η εμμονή εις την θέσιν μας και θαρραλέα προχώρησις εφόβησεν τον εχθρόν καθώς και η προς τα αριστερά επίθεσις της αριστερός πτέρυγάς μας, του έδωκε να εννοήση ότι θα αποκλεισθή και ούτω περί το εσπέρας υπεχώρησεν εν τάχει.
Το πυρ παύει εντελώς εις το μέτωπον το ιδικόν μας… Η λεπτή βροχή εξακολουθεί’, η νύξ δε υποφωτιζεται υπό σελήνης κρυπτομένης όπισθεν των συννέφων. Πίπτω εκεί έχων τον γυλιόν ως προσκεφάλιον και τυλιχθεις με το αντίσκηνόν μου απεκοιμήθην τον ηδύτατον των ύπνων.».
Την ίδια μέρα ο διάσημος χειρουργός Μαθιός Μακκάς, της δεύτερης μοίρας νοσοκομείων της I Μεραρχίας, αναφέρει στο ημερολόγιό του:
«Τρίτη 9 Οκτωβρίου: Από το πρωί άρχισε σήμερα η δουλειά της ιδρύσεως του νοσοκομείου. Υπήρχε έως τώρα ένα νοσοκομεί- ον με 40 κρεβάτια και πρόκειται να μείνη μόνο για τους παθολο­γικούς, για τραυματίας δε το καινούργιο. Χειρουργικά είδη υπάρχουν ελάχιστα, μόνον τα απολύτως αναγκαία. Το απόγευμα στις 2 ήτο το λεγόμενον νοσοκομείον έτοιμον. Φυσικά στρωματσάδα.
 
Στις 5 άρχισαν να φέρνουν τους τραυματίας. Φροντίς για μεταφοράν τραυματιών δεν υπάρχει. Εν γένει η υγειονομική υπηρεσία είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχη. Διοργάνωσις φρικωδώς ατελής.
Μας έφεραν έως το βράδυ 120 τραυματίας. Ευτυχώς ως επί το πλειστον ελαφρώς πληγωμένους. Όλα τα τραύματα τα εθεραπεύσαμεν με ιώδιον και ασηπτικόν επίδεσμον. Οι έτοιμοι επίδεσμοι του στρατού καλοί, αλλά πολύ μεγάλοι και δυσκολομεταχείριστοι. Τη νύχτα είχε γεμίσει το νοσοκομειόν μας και αρχίσαμε να στέλνωμε στον ακραίο σταθμόν, ο οποίος έπιασε ένα σπίτι και άνοιξε νοσοκομείον για να μπορέσει να χωρέση 40 τραυματίας».
Όταν βράδιασε, ο αγώνας στο μέτωπο των τριών Μεραρχιών του κέντρου διακόπηκε. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος, που άκουγε από μακριά τα πυροβόλα του να σιγούν, αναφέρει με απελπισία πως σώθηκαν μόνο τρία. Γνώριζε ήδη πως η μάχη είχε κριθεί. Όλα σχεδόν τα τμήματα της Στρατιάς, όλη τη μέρα της 9ης Οκτωβρίου, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, αφού πάλεψαν όχι μόνο εναντίον ισχυρά οργανωμένου αντιπάλου, αλλά και ενάντια στις εδαφικές και καιρικές δυσχέρειες.
Το επόμενο πρωί οι ελληνικές Μεραρχίες προετοιμάζονταν για τη συνέχιση της επίθεσης του τουρκικού στρατού.
Η υποχώρηση των Τούρκων δεν έγινε αντι­ληπτή από τα ελληνικά τμήματα, κυρίως λόγω της πυκνής ομίχλης και της βροχής. Πραγματοποιήθηκε δε τόσο βιαστικά, ώστε οι Τούρκοι δεν πρόλαβαν να ειδοποιήσουν ένα τάγμα τους που βρισκόταν στο χωριό Λιβάδι. Αυτό το συνάντησε το επόμενο πρωϊ το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου στην προέλασή του. Η μάχη διάρκεσε 3 ώρες και τελικά το τάγμα κατάφερε να ξεφύγει προς τα Σέρβια, αλλά άφησε πίσω του 80 αιχμαλώτους.

Για αυτή την επόμενη μέρα ο Πουλόπουλος καταγράφει:
«Τετάρτη 10 Οκτωβρίου: Ανιχνευταί και περίπολοι μας ειδοποιούν ότι ο εχθρός την νύχτα εγκατέλειπε την οχυρωτάτην του θέσιν. Περί ώραν 6η π.μ. διατάσσεται εκκινησις προς τα πρόσω. Ο συνταγματάρχης μας καλέσας ημάς μας γνωστοποίη- σεν διαταγήν του αρχηγού Διαδόχου εις ήν εξέφραζε την ευαρέσκειάν του προς το 1ον Πεζικόν Σύνταγμα. Επεσκέφθην τας θέσεις του εχθρού οπόθεν διέκρινα και την ιδικήν μας. Αι του εχθρού οχυρώτατοι, είχαν σκάψει τάφρους βάθους 1μ. κάτωθεν της κορυφογραμμής, η δε ιδική μας θέσις εφαίνετο πολύ χαμηλά. Το απόγευμα εγένετο εκκινησις προηγουμένου του 3ου Συντάγματος δια των Στενών του Σαρανταπόρου τα οποία διασχίζει αμαξιτή οδός».
Στο νοσοκομείο, όμως, του χειρουργού Μακκά τα νέα δεν είναι όλα ευχάριστα:
«Τετάρτη 10 Οκτωβρίου: Σήμερα το απόγευμα άρχισαν πάλι να φέρνουν τραυματί­ας. Έως το πρωί στις 11 έφεραν στο δικό μας νοσοκομείον 120 και άλλους 140 στο νοσοκομείο της πριγκίπισσας Αλίκης και στον Ακραιον σταθμόν του Χρηστίδου. Αρκετοί βαρέως πληγωμένοι. Το 1ον Σύνταγμα έπαθε πολύ, επίσης καθώς λέγουν το 4ον. Τοπρωί ήδη εγνώσθη ότι οι Τούρκοι υποχωρούν καταδιωκόμενοι».
Το Γενικό Στρατηγείο, όταν στο μεταξύ πληροφορήθηκε τη σύμπτυξη των Τούρκων, εξέδωσε διαταγές, με τις οποίες καθορίζονταν οι επιμέρους αποστολές των ελληνικών τμημάτων για την καταδίωξη των Τούρκων προς όλες τις κατευθύνσεις.
Για την υλοποίηση των νέων διαταγών του Γενικού Στρατηγείου, οι Μεραρχίες τέ­θηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, μέρος από το υπόλοιπο υλικό των Τούρκων και να αιχμαλωτίσουν περιορισμένο αριθμό αποκομμένων τμημάτων και ανδρών.
Μια μάλλον αναλυτικότερη περιγραφή έχουμε από το ημερολόγιο του Που­λόπουλου:
«Πέμπτη 11 Οκτωβρίου: Την πρωίαν μετά συσσίτιον διετάχθη η προχώρησις. Εξακο- λουθούμεν επί της οδού διερχόμενοι τα στενά. Καθ’ οδόν εύρομεν εγκαταλελειμμένα 24 ταχυβόλα τουρκικά μετά των βλητοφόρων των κα­θώς σκηνάς, οχήματα και διάφορα σκεύη μαγειρικά. Οκαιρός είναι κα­λός. Το απόγευμα εξήλθομεν των στενών. Εκεί εκείντο εκατοντάδες τουρκικών πτωμάτων και το πεδίον ήτο πυκτότατα κεκαλυμμένον υπό των τουρκικών πτωμάτων.
Το απόγευμα ευρέθημεν προ της πεδιάδος των Σερβίων. Το σύνταγμά μας κατεσκήνωσεν τρία τέταρτα της ώρας μακράν της πόλεως.
Οι τουρκικές απώλειες, όμως, περιγράφονται και από αναφορές των διαφόρων ελληνικών τμημάτων:

Από την άλλη ο χειρουργός Μακκάς συνεχίζει με την περιγραφή κάποιων ιδιαίτερα άσχημων εικόνων:
«Πέμπτη 11 Οκτωβρίου: Σήμερα ελάβαμε διαταγήν να φύγωμε για το Χάνι του Χατζη- γώγα. Στον δρόμο θα συναντήσαμε περί του 150 πληγωμένους που επήγαιναν πεζοί ή με κάρρα στην Ελασσώνα. Υπολογίζομεν τους τραυματίας του Σαρανταπόρου εις 700, καθώς έμαθα ύστερα ήσαν περίπου 1000. Νεκροί περί τους 100. Τα χειρουργεία δεν είχαν ούτε κονιάκ, ούτε τσάι, ούτε ψωμί ούτε ξύλα για να ψήσουν. Πολλοί από τους τραυματίας έμειναν 24 ώρες στο ύπαιθρον».
Συνολικά οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 182 νεκροί και σχεδόν 1000 τραυματίες, όπως φαίνεται και με λεπτομέρειες:

Σε αυτούς, όμως, τους τραυματίες και νεκρούς αναφέρεται και η Ημερήσια Διαταγή της ΙΙ Μεραρχίας της 11ης Οκτωβρίου, με την οποία ο στρατηγός διοικητής συγχαίρει όλα τα στρατεύματα της Μεραρχίας και τα καλεί να αποπερατώσουν το σκοπό τους.

Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού συνεχίστηκε. Στις 10 Οκτωβρίου εισήλθε ελευ­θερωτής στην πόλη των Σερβίων και στις 11 Οκτωβρίου απελευθερώνει την Κοζάνη, ενώ στις 13 Οκτωβρίου βρίσκεται στο υψίπεδο της Κοζάνης.

Η μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Ελληνικού Στρατού στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χασάν Ταξίν Πασάς, ήταν μια νίκη «περηφανής, λαμπρά δε και από απόψεως συνεπειών».
Στο γενικό θετικό απόηχο της νίκης, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τα προβλή­ματα που υπήρξαν και στις δύο πλευρές. Αυτά των Τούρκων ήταν αξεπέραστα. Αυτά των Ελλήνων ευτυχώς δεν επαναλήφθηκαν και δε στάθηκαν μοιραία ούτε για την πρώτη σημαντική μάχη ούτε για τη συνέχεια. Ήταν, όμως, αναμενόμενα, καθώς αυ­τή ήταν η πρώτη σοβαρή επιχείρηση και η πρώτη δοκιμή για τον Ελληνικό Στρατό και τον Κωνσταντί­νο μετά το 1897.
Το αρχικό σχέδιο του Γενικού Στρατηγείου δεν εφαρμόστηκε ακριβώς. Η κακή εκτίμηση του εδά­φους και του χρόνου που θα χρειαζόταν για την κάλυψη των αποστάσεων δεν επέτρεψε την έγκαιρη δράση του Πυροβολικού και των πλάγιων Μεραρ­χιών. Η έλλειψη συνοχής και συντονισμού μεταξύ των μονάδων επίσης δημιούργησε προβλήματα, όπως και η έλλειψη σταθερής επαφής με τον εχθρό. Για όλους αυτούς τους λόγους οι Τούρκοι κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Ωστόσο, η νίκη του Ελληνικού Στρατού τόνωσε το ηθικό των πολεμιστών και είχε ανοίξει το δρόμο για την απελευθέρωση της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Πηγή
Άρθρο του Τχη (ΠΒ) Γεώργιου Β. Σκαλτσογιάννη που δημοσιεύθηκε στην Στρατιωτική Επιθεώρηση τεύχος Σεπ. – Οκτ. 2006
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Yλικό της Διεύθυνσης Ιστορίας ΣτρατούΔΙΣ/ΓΕΣ.

ΠΗΓΗ chilonas

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου