Του Ν. Λυγερού
Όλοι νόμιζαν ότι ήξεραν τι σημαίνει βαρβαρότητα μέχρι που είδαν τις πρώτες μαύρες σημαίες μέσα στην πόλη. Τις είχαν δει βέβαια στις τηλεοράσεις τους, αλλά δεν έδιναν την πρέπουσα σημασία. Όλοι πίστευαν ότι αυτά τα γεγονότα γινόντουσαν μακριά και δεν είχαν, στην ουσία, σχέση με τη ζωή τους. Είχαν δίκιο τελικά… Είχαν σχέση μόνο με το θάνατό τους. Στην αρχή είχαν την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα όνειρο ή κάποιο κακόγουστο ανέκδοτο. Όμως, το όνειρο πέθανε με το πρώτο αυτοκίνητο που ήρθε κυματίζοντας μια μαύρη σημαία. Δεν ήταν κάποιο αστείο… Οι βάρβαροι είχαν φτάσει στην πόλη μας, εκεί όπου ζούσαμε παλιά και ελεύθερα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά όλα άλλαξαν. Οι μαύρες σημαίες δεν ήταν πια η εξαίρεση. Όλο και περισσότερες καρφώνονταν πάνω στις στέγες και κυκλοφορούσαν μέσα στους δρόμους.
Σαν να μην έφτανε αυτό, όλοι όσοι μιλούσαν στο παρελθόν γι’ αυτές με τρόπο απαξιωτικό, ετοίμαζαν τα πράγματά τους, έφευγαν από την πόλη, εγκαταλείποντας τα πάντα. Δεν υπήρχε ίχνος αντίστασης. Κι όλα όσα έλεγαν πρωτύτερα, είχαν εξαφανιστεί. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, σαν να είχε σβήσει το παρελθόν. Στους δρόμους είχε μόνο τον κόσμο που έφευγε. Κανένας δεν θεωρούσε ότι θα μπορούσαν ν’ αντισταθούν στους τρομοκράτες. Όλοι ήθελαν να σώσουν το τομάρι τους και τίποτα άλλο. Το μόνο που τους σταματούσε στον δρόμο ήταν μια εκτέλεση. Άκουγαν τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που ζητούσαν έλεος και στη συνέχεια το τσεκούρι των δημίων που εκτελούσε τη βάρβαρη τιμωρία. Η πόλη πέθαινε μπροστά στα μάτια τους τα ανήμπορα.
Όλοι νόμιζαν ότι ήξεραν τι σημαίνει βαρβαρότητα μέχρι που είδαν τις πρώτες μαύρες σημαίες μέσα στην πόλη. Τις είχαν δει βέβαια στις τηλεοράσεις τους, αλλά δεν έδιναν την πρέπουσα σημασία. Όλοι πίστευαν ότι αυτά τα γεγονότα γινόντουσαν μακριά και δεν είχαν, στην ουσία, σχέση με τη ζωή τους. Είχαν δίκιο τελικά… Είχαν σχέση μόνο με το θάνατό τους. Στην αρχή είχαν την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα όνειρο ή κάποιο κακόγουστο ανέκδοτο. Όμως, το όνειρο πέθανε με το πρώτο αυτοκίνητο που ήρθε κυματίζοντας μια μαύρη σημαία. Δεν ήταν κάποιο αστείο… Οι βάρβαροι είχαν φτάσει στην πόλη μας, εκεί όπου ζούσαμε παλιά και ελεύθερα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά όλα άλλαξαν. Οι μαύρες σημαίες δεν ήταν πια η εξαίρεση. Όλο και περισσότερες καρφώνονταν πάνω στις στέγες και κυκλοφορούσαν μέσα στους δρόμους.
Σαν να μην έφτανε αυτό, όλοι όσοι μιλούσαν στο παρελθόν γι’ αυτές με τρόπο απαξιωτικό, ετοίμαζαν τα πράγματά τους, έφευγαν από την πόλη, εγκαταλείποντας τα πάντα. Δεν υπήρχε ίχνος αντίστασης. Κι όλα όσα έλεγαν πρωτύτερα, είχαν εξαφανιστεί. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, σαν να είχε σβήσει το παρελθόν. Στους δρόμους είχε μόνο τον κόσμο που έφευγε. Κανένας δεν θεωρούσε ότι θα μπορούσαν ν’ αντισταθούν στους τρομοκράτες. Όλοι ήθελαν να σώσουν το τομάρι τους και τίποτα άλλο. Το μόνο που τους σταματούσε στον δρόμο ήταν μια εκτέλεση. Άκουγαν τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που ζητούσαν έλεος και στη συνέχεια το τσεκούρι των δημίων που εκτελούσε τη βάρβαρη τιμωρία. Η πόλη πέθαινε μπροστά στα μάτια τους τα ανήμπορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου