σχόλιο Γ.Θ : Αφιερωμένο σε όοοοολους που ακούνε Ρωμηοσύνη, Ρωμιός, Ρωμαίικος, Ρωμανία και βγάζουν ανεμοβλογιά.
Απόσπασμα από το ε΄κεφάλαιο «ο ελληνικός πολιτισµός των Ρωµαίων», του μνημειώδες έργου του μακαριστού ιστορικού και θεολόγου, π. Ιωάννου Ρωμανίδου, «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», εκδ. Πουρνάρα.
«(…) Το παραδοξότερον φαινόµενον είναι ότι οι Ρωµαίοι της εποχής του Χριστού ήσαν περισσότερο Έλληνες από τους Νεογραικούς. Οι αρχαίοι Ρωµαίοι ουδέποτε επεχείρησαν να εκλατινίσουν και να εκπολιτίσουν τους Έλληνας, απλούστατα διότι είχον γίνει οι ίδιοι Έλληνες κατά την γλώσσαν, την παιδείαν και τον πολιτισµόν πριν κατακτήσουν τους Έλληνας.
Ιδού επιτροχάδην ιστορικά τίνα στοιχεία:
Ήδη κατά τον δ' αιώνα π.Χ. ο µαθητής του Πλάτωνος Ηρακλείδης ο Ποντικός αποκαλεί την Ρώµην «πόλιν Ελληνίδα Ρώµην».
Ο πρώτος Ρωµαίος συγγραφεύς και πατήρ της λατινικής γραµµατολογίας ήτο Έλλην, ονόµατι Λίβιος Ανδρόνικος, όστις διεµόρφωσε την ρωµαϊκήν φιλολογίαν κατά τα ελληνικά πρότυπα και ούτως εχάραξε την ελληνικήν γραµµήν των ρωµαϊκών γραµµάτων. Ήλθεν ως αιχµάλωτος εις την Ρώµην το 272 π.Χ. Μετέφρασε τον Οµήρον εις την υπ' αυτού διαµορφωθείσαν γραπτήν ρωµαϊκήν, δια να τον χρησιµοποίηση ο ίδιος ως διδακτικόν κείµενον της λατινικής και ελληνικής γλώσσης δια τους Ρωµαίους µαθητάς του. Μετέφρασε και άλλα έργα εκ του ελληνικού και έγραψε πρωτοτύπως τα πρώτα ρωµαϊκά θεατρικά έργα και ποιήµατα. Ούτως επεκράτησεν ευθύς εξ αρχής οι εγγράµµατοι Ρωµαίοι να εκµανθάνουν την ελληνικήν ως πρότυπον των ρωµαϊκών γραµµάτων. Έκτοτε ουδέποτε έπαυσεν ηδιγλωσσία να κατευθύνη την εξέλιξιν του πολιτισµού των Ρωµαίων.
Οι δυο πρώτοι ιστορικοί της Ρώµης, ο Fabius Pictor και ο Cincius Alimentus ήσαν Ρωµαίοι, οι οποίοι περί το 200 π.Χ. έγραψαν ελληνιστί και όχι λατινιστί τας ιστορίας των, διότι οι τότε µορφωµένοι Ρωµαίοι εγνώριζον καλώς την ελληνικήν.
Από το 150 π.Χ. προ της υπό των Ρωµαίων κατακτήσεως της Ελλάδος, όλοι οι µορφωµένοι Ρωµαίοι ως και εκείνοι οι όποιοι έκαµνον τους µορφωµένους εγνώριζον καλώς την ελληνικήν γλώσσαν και φιλολογίαν.
Κατά την ιδίαν εποχήν ακόµη και οι κατ' αρχήν διστακτικοί έναντι των ελληνικών παραδοσιακοί Ρωµαίοι προύχοντες ηναγκάσθησαν τελικώς να εκµάθουν την ελληνικήν δια το εµπόριον και δια την διοίκησιν των ελληνικών επαρχιών. Ούτως εξελληνίσθησαν οι κυβερνητικοί, οι διοικηταί, οι στρατιωτικοί, οι δηµόσιοι υπάλληλοι και οι έµποροι.
Από του α' αιώνος π.Χ. επεκράτησεν η παράδοσις οι Ρωµαίοι αριστοκράται, δια να ολοκληρώσουν την µόρφωσίν των, να σπουδάζουν εις την Ελλάδα.
Το 92 π.Χ. οι Ρωµαίοι έκλεισαν τας λατινικάς σχολάς ρητορικής και ούτως υπεχρέωσαν όλους τους φοιτητάς να φοιτούν εις τας ελληνικάς σχολάς. Τούτο διότι το επόµενον έτος ήρχισεν ο µέγας πόλεµος µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων, κατά την διάρκειαν του οποίου η Ρώµη εκινδύνευσε να καταστραφη. Εν καιρώ ήνοιξαν πάλιν αι λατινικάι σχολαί, αλλά το προβάδισµα εκράτησαν αι ελληνικαί. Η χρήσις της λατινικής γλώσσης ετονώθη πάλιν, εφ' όσον εχρησιµοποιήθησαν οι Λατίνοι εις την αποίκισιν και εκλατίνισιν των µετέπειτα κατακτηθεισών δυτικών επαρχιών.
Κατά την ιδίαν εποχήν κατηργήθη η θέσις του µεταφραστού εις την ρωµαϊκήν Σύγκλητον και έκτοτε επετράπη η άνευ µεταφράσεως χρήσις της ελληνικής εκ µέρους των εξ Ανατολής επισκεπτών οµιλητών, διότι όλοι οι Ρωµαίοι προύχοντες και αριστοκράται εγνώριζον απταίστως πλέον την ελληνικήν.
Οι αυτοκράτορες Ιούλιος Καίσαρ και Αύγουστος Καίσαρ (Οκτάβιος) και ο Κικέρων έγραψαν και ελληνιστί ιστορίας ή θεατρικά έργα. Ο αυτοκράτωρ Τιβέριος είχε µίαν σπανίως έξαιρετικήν γνώσιν της ελληνικής και έγραψεν ελληνικά ποιήµατα.
Ο θετός υιός του Τιβερίου, ο Γερµανικός, είχε και αυτός έξαιρετικήν γνώσιν της ελληνικής και έγραψεν ελληνιστί κωµωδίας.
Ο θαυµασµός του Νέρωνος δι' ο,τιδήποτε το ελληνικόν είναι γνωστός.
Ο αυτοκράτωρ στρατηγός Βεσπασιανός (69-79 µ.Χ.) εγνώριζεν απταίστως τον Όµηρον και επροίκισε λατινικάς και ελληνικάς έδρας ρητορικής εν Ρώµη.
Ο αυτοκράτωρ Τραϊανός (98 - 117) ίδρυσε την µεγαλυτέραν εν Ρώµη βιβλιοθήκην λατινικών και ελληνικών βιβλίων και ετίµησε σπουδαίως τον Έλληνα επιστήµονα Πλούταρχον µε τον τίτλον του Υπάτου.
Ο αυτοκράτωρ Αδριανός (117 - 138) ίδρυσε το Αθήναιον εν Ρώµη. Εξ αιτίας της υπερβολικής αφοσιώσεώς του εις τα ελληνικά ωνοµάσθη graeculus. Ο Σουετόνιος όστις υπήρξε γραµµατεύς του Αδριανού έγραψε και ελληνικά έργα.
Ο αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος (161 - 180) έγραψεν ελληνιστί τας φιλοσοφικός του µελετάς µε τίτλον «Τα εις εαυτόν».
Ο Ρωµαίος πολίτης απόστολος Παύλος έγραψε την προς Ρωµαίους επιστολήν του ελληνιστί. Τρανή απόδειξις ότι και ο λαός της Ρώµης ωµίλει την ελληνικήν.
Όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί της ∆ύσεως και οι επίσκοποι της Ρώµης έγραψαν ελληνιστί.
Η λειτουργία της εκκλησίας της Ρώµης ετελείτο ελληνιστί µέχρι του δ' αιώνος. Άλλη τρανή απόδειξις ότι η ελληνική ήτο η γλώσσα του πλήθους.
Η ελληνική γλώσσα ήτο η επικρατούσα εις όλην την περιοχήν της Ρώµης και κάτω Ιταλίας µέχρι τα µέσα του γ' και ίσως µέχρι τα µέσα του δ' αιώνος ότε εξησθένησε µόνον διότι µετεφέρθη η πόλις της Ρώµης µε τους προύχοντας κατοίκους της εις την Νέαν Ρώµην. Ο Μέγας Κωνσταντίνος µετέφερεν όχι την πρωτεύουσαν, άλλα την πόλιν. Μετώκησεν όχι µόνον ο Αυτοκράτωρ, αλλά η πόλις ολόκληρος.
Ούτω µετώκησαν εις την Νέαν Ρώµην οι ύπατοι, οι περισσότεροι συγκλητικοί, οι µορφωµένοι, οι αρχηγοί γενικώς του στρατού, ολόκληρος σχεδόν η τάξις των πατρικίων, και µέγα µέρος του πληθυσµού.
Το κενόν πού εδηµιουργήθη κατά τον τρόπον αυτόν εις την Πρεσβυτέραν Ρώµην επληρώθη ως επί το πλείστον από λατινοφώνους Ρωµαίους και δια τον λόγον αυτόν εντός 50 ετών υπεχρεώθη ο πάπας ∆άµασος να εισαγάγη την λατινικήν εις την λατρείαν της Πρεσβυτέρας Ρώµης.
Ο πρώτος εν Ρώµη γράψας λατινιστί και ο πρώτος γράψας µόνον λατινιστί είναι ο πρεσβύτερος Νοδατιανός µαρτυρήσας περί το 257 - 258.
Ο πρώτος λατινιστί γράψας Χριστιανός ήτο ο Αφρικανός Τερτυλλιανός, όστις έγραψεν όµως και ελληνιστί. Απεβίωσε το 250. Αυτός και όλοι οι µετέπειτα λατινιστί γράψαντες Χριστιανοί αντέγραψαν ελληνικά πρότυπα θεολογίαςεκτός από τον Αυγουστίνον, όστις δεν εγνώριζεν ελληνικά. Ούτος έγινεν ο εθνικός θεολόγος των Φράγκων. Κατά τον τρόπον αυτόν αι διαφοραί µεταξύ της θεολογίας του Αφρικανού Αυγουστίνου και των λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωµαίων έγιναν αι βασικαί διαφοραί µεταξύ των Φράγκων και των Ρωµαίων.
Οι µεγαλύτεροι λατινόφωνοι Ρωµαίοι Πατέρες, ως ο Μέγας Αµβρόσιος, ο Ιερώνυµος, ο Ιωάννης Κασσιανός, ήσαν πολύ επηρεασµένοι ή και µαθηταί µεγάλων ελληνοφώνων Ρωµαίων Πατέρων, ως του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγορίου του Νύσσης, και Ιωάννου Χρυσοστόµου.
Επανερχόµενα εις την αρχαίαν διάκρισιν µεταξύ Ρωµαιών και Λατίνων, δια να τονίσωµεν ότι εσφαλµένως σήµερον ταυτίζονται υπό των ξένων και των ηµετέρων.
Εις την αρχαίαν ρωµαϊκήν ιστορίαν ευρίσκοµεν τα εξής: Ενώ οι Ρωµαίοι είχον ανάµικτον εθνικήν προέλευσιν λατινικήν, ετρουσκικήν, οσκικήν και ελληνικήν, επεκράτει το λατινικόν στοιχείον, ως αποδεικνύεται από την κατ' αρχήν επικρατούσαν αλλ' όχι µόνην γλώσσαν των Ρωµαίων.
Ως ήτο φυσικόν αρκεταί λατινικαί πόλεις συµπεριελήφθησαν τελικώς εις το πολιτικόν σύστηµα της Ρώµης µε πλήρη πολιτικά δικαιώµατα, αφού οι κάτοικοί των έγιναν πλέον Ρωµαίοι. Παρά ταύτα πολλαί άλλαι λατινικαί πόλεις όχι µόνον δεν έγιναν ρωµαϊκαί, αλλά και αντέδρασαν εις την ρωµαϊκήν επικράτειαν γενόµεναι σφοδροί και επικίνδυνοι εχθροί των Ρωµαίων.
Ούτω προέκυψεν η ρωµαϊκή τακτική να µη συµπεριλαµβάνονται Λατίνοι εις στρατηγικής σηµασίας ρωµαϊκάς αποικίας, προ πάντων µετά τον µέγαν πόλεµον µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων ο οποίος έληξε το 338 π.Χ. Ούτω µεταξύ των ετών 350 και 270 π.Χ. ιδρύθησαν αµιγείς ρωµαϊκαί αποικίαι από την Ετρουρίαν µέχρι την Καµπανίαν. Κατά την περίοδον αυτήν έχοµεν σαφή διάκρισιν µετάξυ ρωµαϊκών και λατινικών αποικιών της Ρώµης. Μετά όµως το 183 π.Χ. οι Ρωµαίοι απηγόρευσαν εις τους Λατίνους να συµµετέχουν εις την περαιτέρω ίδρυσιν και λειτουργίαν αποικιών.
Κατά παράκλησιν των λατινικών πόλεων αλλά και κατά το ιδικόν των θέληµα απέσυραν οι Ρωµαίοι το 187 π.Χ. το δικαίωµα από τους εν Ρώµη διαβιούντας Λατίνους να αποκτήσουν την ρωµαϊκήν ιθαγένειαν ή υπηκοότητα εκτός εάν είχον απογόνους εις τον τόπον της προελεύσεως των. Εντός των πλαισίων του αυτού πνεύµατος απηγορεύθη το 126/5 π.Χ. η είσοδος των Λατίνων εις την Ρώµην.
Κατά την διάρκειαν του αναφερθέντος πολέµου του 91-83 π.Χ. µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων οι Ρωµαίοι έδωσαν υπηκοότητα εις τους παραµείναντας πιστούς Λατίνους, αλλά δεν έδωσαν µε αυτήν μπραγµατικόν δικαίωµα ψήφου.
Επί πολύν καιρόν επεκράτει εις την ρωµαϊκήν νοµοθεσίαν η διάκρισις µεταξύ Ρωµαίων υπηκόων και Λατίνων υπηκόων. Η λατινική υπηκοότης ήτο γνωστή ως «Λατίνιτας» και εθεωρείτο κατωτέρα της ρωµαϊκής, δηλαδή της «Ρωµάνιτας».
Πάντα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η Ρώµη ως πόλις - κράτος δεν εταυτίζετο ποτέ ούτε µε τους Λατίνους ούτε µε την λατινικήν γλώσσαν και δια τον λόγον αυτόν το 92 π.Χ. έκλεισαν οι Ρωµαίοι τα λατινικά σχολεία της Ρώµης, δια να υποχρεώσουν την φοίτησιν εις τα ελληνικά σχολεία. ∆ηλαδή δεν ήτο µόνον η έλξις προς την ελληνικήν γλώσσαν και τον ελληνικόν πολιτισµόν, ήτις συνετέλεσεν εις την ελληνοποίησιν της Ρώµης, αλλά και η ανωτέρω εν συντοµία περιγραφείσα διάκρισις και διαφορά µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων.
Οι Ρωµαίοι δεν είχον λατινικήν εθνικήν συνείδησιν αλλά ρωµαϊκήν. ∆εν ήσαν Λατίνοι. Ήσαν Ρωµαίοι. Ούτως εξηγείται πως επεκράτησεν οι Φράγκοι του µεσαίωνος να λέγονται υπό των εν Ανατολή Ρωµαίων «Λατίνοι», περίπου όπως επεκράτησεν οι Τούρκοι να λέ-γωνται «Πέρσαι». ∆ηλαδή οι εν Νέα Ρώµη ηµέτεροι συνήθιζον ως φαίνεται να δίδουν εις νεωτέρους εχθρούς ονόµατα αρχαίων εχθρών.
Επίσης φαίνεται ότι οι Ρωµηοί ωνόµασαν τους Φράγκους Λατίνους, διότι τους εθεωρούσαν ως κατωτέρους των Ρωµαίων και συγχρόνως ηνωµένους µε τους Ρωµαίους. Αγράµµατοι όντες και αγνοούντες την ρωµαϊκήν παράδοσιν οι Φράγκοι ευχαρίστως εδέχθησαν το όνοµα Λατίνος, νοµίζοντες, ως θα ίδωµεν ότι είναι ταυτόν µε το Ρωµαίος.
Έχοντες υπ' όψιν αυτά ως και άλλα όσα ελέχθησαν προηγουµένως περί της Ρωµαιοσύνης, πρέπει ναμ χαρακτηρίσωµεν τον ισχυρισµόν ότι η ρωµαϊκή αυτοκρατορία έγινεν ελληνική και ως εκ τούτου βυζαντινή όχι µόνον µύθον, αλλά και απάτην κακοήθη, αφού η ήδη εξελληνισθείσα Ρώµη µετεφέρθη εις την Νέαν Ρώµην. Εξ άλλου είναι πλάνη ότι εξελληνίσθη η ρωµαϊκή αυτοκρατορία. Ήδη η ρωµαϊκή δηµοκρατία είχε σχεδόν πλήρως εξελληνισθή, πριν γεννηθή εξ αυτής η ρωµαϊκή αυτοκρατορία ή η Ρωµανία.
Θα αναπτύξωµεν εις το κεφάλαιον στ' τα φεουδαλικά θεµέλια της µεσαιωνικής φραγκικής αντιλήψεως περί της µεταβολής της Ρωµαιοσύνης εις Γραικισµόν(...)».
ΠΗΓΗ lithosfotos
ΠΗΓΗ yiorgosthalassis
Απόσπασμα από το ε΄κεφάλαιο «ο ελληνικός πολιτισµός των Ρωµαίων», του μνημειώδες έργου του μακαριστού ιστορικού και θεολόγου, π. Ιωάννου Ρωμανίδου, «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», εκδ. Πουρνάρα.
«(…) Το παραδοξότερον φαινόµενον είναι ότι οι Ρωµαίοι της εποχής του Χριστού ήσαν περισσότερο Έλληνες από τους Νεογραικούς. Οι αρχαίοι Ρωµαίοι ουδέποτε επεχείρησαν να εκλατινίσουν και να εκπολιτίσουν τους Έλληνας, απλούστατα διότι είχον γίνει οι ίδιοι Έλληνες κατά την γλώσσαν, την παιδείαν και τον πολιτισµόν πριν κατακτήσουν τους Έλληνας.
Ιδού επιτροχάδην ιστορικά τίνα στοιχεία:
Ήδη κατά τον δ' αιώνα π.Χ. ο µαθητής του Πλάτωνος Ηρακλείδης ο Ποντικός αποκαλεί την Ρώµην «πόλιν Ελληνίδα Ρώµην».
Ο πρώτος Ρωµαίος συγγραφεύς και πατήρ της λατινικής γραµµατολογίας ήτο Έλλην, ονόµατι Λίβιος Ανδρόνικος, όστις διεµόρφωσε την ρωµαϊκήν φιλολογίαν κατά τα ελληνικά πρότυπα και ούτως εχάραξε την ελληνικήν γραµµήν των ρωµαϊκών γραµµάτων. Ήλθεν ως αιχµάλωτος εις την Ρώµην το 272 π.Χ. Μετέφρασε τον Οµήρον εις την υπ' αυτού διαµορφωθείσαν γραπτήν ρωµαϊκήν, δια να τον χρησιµοποίηση ο ίδιος ως διδακτικόν κείµενον της λατινικής και ελληνικής γλώσσης δια τους Ρωµαίους µαθητάς του. Μετέφρασε και άλλα έργα εκ του ελληνικού και έγραψε πρωτοτύπως τα πρώτα ρωµαϊκά θεατρικά έργα και ποιήµατα. Ούτως επεκράτησεν ευθύς εξ αρχής οι εγγράµµατοι Ρωµαίοι να εκµανθάνουν την ελληνικήν ως πρότυπον των ρωµαϊκών γραµµάτων. Έκτοτε ουδέποτε έπαυσεν ηδιγλωσσία να κατευθύνη την εξέλιξιν του πολιτισµού των Ρωµαίων.
Οι δυο πρώτοι ιστορικοί της Ρώµης, ο Fabius Pictor και ο Cincius Alimentus ήσαν Ρωµαίοι, οι οποίοι περί το 200 π.Χ. έγραψαν ελληνιστί και όχι λατινιστί τας ιστορίας των, διότι οι τότε µορφωµένοι Ρωµαίοι εγνώριζον καλώς την ελληνικήν.
Από το 150 π.Χ. προ της υπό των Ρωµαίων κατακτήσεως της Ελλάδος, όλοι οι µορφωµένοι Ρωµαίοι ως και εκείνοι οι όποιοι έκαµνον τους µορφωµένους εγνώριζον καλώς την ελληνικήν γλώσσαν και φιλολογίαν.
Κατά την ιδίαν εποχήν ακόµη και οι κατ' αρχήν διστακτικοί έναντι των ελληνικών παραδοσιακοί Ρωµαίοι προύχοντες ηναγκάσθησαν τελικώς να εκµάθουν την ελληνικήν δια το εµπόριον και δια την διοίκησιν των ελληνικών επαρχιών. Ούτως εξελληνίσθησαν οι κυβερνητικοί, οι διοικηταί, οι στρατιωτικοί, οι δηµόσιοι υπάλληλοι και οι έµποροι.
Από του α' αιώνος π.Χ. επεκράτησεν η παράδοσις οι Ρωµαίοι αριστοκράται, δια να ολοκληρώσουν την µόρφωσίν των, να σπουδάζουν εις την Ελλάδα.
Το 92 π.Χ. οι Ρωµαίοι έκλεισαν τας λατινικάς σχολάς ρητορικής και ούτως υπεχρέωσαν όλους τους φοιτητάς να φοιτούν εις τας ελληνικάς σχολάς. Τούτο διότι το επόµενον έτος ήρχισεν ο µέγας πόλεµος µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων, κατά την διάρκειαν του οποίου η Ρώµη εκινδύνευσε να καταστραφη. Εν καιρώ ήνοιξαν πάλιν αι λατινικάι σχολαί, αλλά το προβάδισµα εκράτησαν αι ελληνικαί. Η χρήσις της λατινικής γλώσσης ετονώθη πάλιν, εφ' όσον εχρησιµοποιήθησαν οι Λατίνοι εις την αποίκισιν και εκλατίνισιν των µετέπειτα κατακτηθεισών δυτικών επαρχιών.
Κατά την ιδίαν εποχήν κατηργήθη η θέσις του µεταφραστού εις την ρωµαϊκήν Σύγκλητον και έκτοτε επετράπη η άνευ µεταφράσεως χρήσις της ελληνικής εκ µέρους των εξ Ανατολής επισκεπτών οµιλητών, διότι όλοι οι Ρωµαίοι προύχοντες και αριστοκράται εγνώριζον απταίστως πλέον την ελληνικήν.
Οι αυτοκράτορες Ιούλιος Καίσαρ και Αύγουστος Καίσαρ (Οκτάβιος) και ο Κικέρων έγραψαν και ελληνιστί ιστορίας ή θεατρικά έργα. Ο αυτοκράτωρ Τιβέριος είχε µίαν σπανίως έξαιρετικήν γνώσιν της ελληνικής και έγραψεν ελληνικά ποιήµατα.
Ο θετός υιός του Τιβερίου, ο Γερµανικός, είχε και αυτός έξαιρετικήν γνώσιν της ελληνικής και έγραψεν ελληνιστί κωµωδίας.
Ο θαυµασµός του Νέρωνος δι' ο,τιδήποτε το ελληνικόν είναι γνωστός.
Ο αυτοκράτωρ στρατηγός Βεσπασιανός (69-79 µ.Χ.) εγνώριζεν απταίστως τον Όµηρον και επροίκισε λατινικάς και ελληνικάς έδρας ρητορικής εν Ρώµη.
Ο αυτοκράτωρ Τραϊανός (98 - 117) ίδρυσε την µεγαλυτέραν εν Ρώµη βιβλιοθήκην λατινικών και ελληνικών βιβλίων και ετίµησε σπουδαίως τον Έλληνα επιστήµονα Πλούταρχον µε τον τίτλον του Υπάτου.
Ο αυτοκράτωρ Αδριανός (117 - 138) ίδρυσε το Αθήναιον εν Ρώµη. Εξ αιτίας της υπερβολικής αφοσιώσεώς του εις τα ελληνικά ωνοµάσθη graeculus. Ο Σουετόνιος όστις υπήρξε γραµµατεύς του Αδριανού έγραψε και ελληνικά έργα.
Ο αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος (161 - 180) έγραψεν ελληνιστί τας φιλοσοφικός του µελετάς µε τίτλον «Τα εις εαυτόν».
Ο Ρωµαίος πολίτης απόστολος Παύλος έγραψε την προς Ρωµαίους επιστολήν του ελληνιστί. Τρανή απόδειξις ότι και ο λαός της Ρώµης ωµίλει την ελληνικήν.
Όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί της ∆ύσεως και οι επίσκοποι της Ρώµης έγραψαν ελληνιστί.
Η λειτουργία της εκκλησίας της Ρώµης ετελείτο ελληνιστί µέχρι του δ' αιώνος. Άλλη τρανή απόδειξις ότι η ελληνική ήτο η γλώσσα του πλήθους.
Η ελληνική γλώσσα ήτο η επικρατούσα εις όλην την περιοχήν της Ρώµης και κάτω Ιταλίας µέχρι τα µέσα του γ' και ίσως µέχρι τα µέσα του δ' αιώνος ότε εξησθένησε µόνον διότι µετεφέρθη η πόλις της Ρώµης µε τους προύχοντας κατοίκους της εις την Νέαν Ρώµην. Ο Μέγας Κωνσταντίνος µετέφερεν όχι την πρωτεύουσαν, άλλα την πόλιν. Μετώκησεν όχι µόνον ο Αυτοκράτωρ, αλλά η πόλις ολόκληρος.
Ούτω µετώκησαν εις την Νέαν Ρώµην οι ύπατοι, οι περισσότεροι συγκλητικοί, οι µορφωµένοι, οι αρχηγοί γενικώς του στρατού, ολόκληρος σχεδόν η τάξις των πατρικίων, και µέγα µέρος του πληθυσµού.
Το κενόν πού εδηµιουργήθη κατά τον τρόπον αυτόν εις την Πρεσβυτέραν Ρώµην επληρώθη ως επί το πλείστον από λατινοφώνους Ρωµαίους και δια τον λόγον αυτόν εντός 50 ετών υπεχρεώθη ο πάπας ∆άµασος να εισαγάγη την λατινικήν εις την λατρείαν της Πρεσβυτέρας Ρώµης.
Ο πρώτος εν Ρώµη γράψας λατινιστί και ο πρώτος γράψας µόνον λατινιστί είναι ο πρεσβύτερος Νοδατιανός µαρτυρήσας περί το 257 - 258.
Ο πρώτος λατινιστί γράψας Χριστιανός ήτο ο Αφρικανός Τερτυλλιανός, όστις έγραψεν όµως και ελληνιστί. Απεβίωσε το 250. Αυτός και όλοι οι µετέπειτα λατινιστί γράψαντες Χριστιανοί αντέγραψαν ελληνικά πρότυπα θεολογίαςεκτός από τον Αυγουστίνον, όστις δεν εγνώριζεν ελληνικά. Ούτος έγινεν ο εθνικός θεολόγος των Φράγκων. Κατά τον τρόπον αυτόν αι διαφοραί µεταξύ της θεολογίας του Αφρικανού Αυγουστίνου και των λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωµαίων έγιναν αι βασικαί διαφοραί µεταξύ των Φράγκων και των Ρωµαίων.
Οι µεγαλύτεροι λατινόφωνοι Ρωµαίοι Πατέρες, ως ο Μέγας Αµβρόσιος, ο Ιερώνυµος, ο Ιωάννης Κασσιανός, ήσαν πολύ επηρεασµένοι ή και µαθηταί µεγάλων ελληνοφώνων Ρωµαίων Πατέρων, ως του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγορίου του Νύσσης, και Ιωάννου Χρυσοστόµου.
Επανερχόµενα εις την αρχαίαν διάκρισιν µεταξύ Ρωµαιών και Λατίνων, δια να τονίσωµεν ότι εσφαλµένως σήµερον ταυτίζονται υπό των ξένων και των ηµετέρων.
Εις την αρχαίαν ρωµαϊκήν ιστορίαν ευρίσκοµεν τα εξής: Ενώ οι Ρωµαίοι είχον ανάµικτον εθνικήν προέλευσιν λατινικήν, ετρουσκικήν, οσκικήν και ελληνικήν, επεκράτει το λατινικόν στοιχείον, ως αποδεικνύεται από την κατ' αρχήν επικρατούσαν αλλ' όχι µόνην γλώσσαν των Ρωµαίων.
Ως ήτο φυσικόν αρκεταί λατινικαί πόλεις συµπεριελήφθησαν τελικώς εις το πολιτικόν σύστηµα της Ρώµης µε πλήρη πολιτικά δικαιώµατα, αφού οι κάτοικοί των έγιναν πλέον Ρωµαίοι. Παρά ταύτα πολλαί άλλαι λατινικαί πόλεις όχι µόνον δεν έγιναν ρωµαϊκαί, αλλά και αντέδρασαν εις την ρωµαϊκήν επικράτειαν γενόµεναι σφοδροί και επικίνδυνοι εχθροί των Ρωµαίων.
Ούτω προέκυψεν η ρωµαϊκή τακτική να µη συµπεριλαµβάνονται Λατίνοι εις στρατηγικής σηµασίας ρωµαϊκάς αποικίας, προ πάντων µετά τον µέγαν πόλεµον µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων ο οποίος έληξε το 338 π.Χ. Ούτω µεταξύ των ετών 350 και 270 π.Χ. ιδρύθησαν αµιγείς ρωµαϊκαί αποικίαι από την Ετρουρίαν µέχρι την Καµπανίαν. Κατά την περίοδον αυτήν έχοµεν σαφή διάκρισιν µετάξυ ρωµαϊκών και λατινικών αποικιών της Ρώµης. Μετά όµως το 183 π.Χ. οι Ρωµαίοι απηγόρευσαν εις τους Λατίνους να συµµετέχουν εις την περαιτέρω ίδρυσιν και λειτουργίαν αποικιών.
Κατά παράκλησιν των λατινικών πόλεων αλλά και κατά το ιδικόν των θέληµα απέσυραν οι Ρωµαίοι το 187 π.Χ. το δικαίωµα από τους εν Ρώµη διαβιούντας Λατίνους να αποκτήσουν την ρωµαϊκήν ιθαγένειαν ή υπηκοότητα εκτός εάν είχον απογόνους εις τον τόπον της προελεύσεως των. Εντός των πλαισίων του αυτού πνεύµατος απηγορεύθη το 126/5 π.Χ. η είσοδος των Λατίνων εις την Ρώµην.
Κατά την διάρκειαν του αναφερθέντος πολέµου του 91-83 π.Χ. µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων οι Ρωµαίοι έδωσαν υπηκοότητα εις τους παραµείναντας πιστούς Λατίνους, αλλά δεν έδωσαν µε αυτήν μπραγµατικόν δικαίωµα ψήφου.
Επί πολύν καιρόν επεκράτει εις την ρωµαϊκήν νοµοθεσίαν η διάκρισις µεταξύ Ρωµαίων υπηκόων και Λατίνων υπηκόων. Η λατινική υπηκοότης ήτο γνωστή ως «Λατίνιτας» και εθεωρείτο κατωτέρα της ρωµαϊκής, δηλαδή της «Ρωµάνιτας».
Πάντα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η Ρώµη ως πόλις - κράτος δεν εταυτίζετο ποτέ ούτε µε τους Λατίνους ούτε µε την λατινικήν γλώσσαν και δια τον λόγον αυτόν το 92 π.Χ. έκλεισαν οι Ρωµαίοι τα λατινικά σχολεία της Ρώµης, δια να υποχρεώσουν την φοίτησιν εις τα ελληνικά σχολεία. ∆ηλαδή δεν ήτο µόνον η έλξις προς την ελληνικήν γλώσσαν και τον ελληνικόν πολιτισµόν, ήτις συνετέλεσεν εις την ελληνοποίησιν της Ρώµης, αλλά και η ανωτέρω εν συντοµία περιγραφείσα διάκρισις και διαφορά µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων.
Οι Ρωµαίοι δεν είχον λατινικήν εθνικήν συνείδησιν αλλά ρωµαϊκήν. ∆εν ήσαν Λατίνοι. Ήσαν Ρωµαίοι. Ούτως εξηγείται πως επεκράτησεν οι Φράγκοι του µεσαίωνος να λέγονται υπό των εν Ανατολή Ρωµαίων «Λατίνοι», περίπου όπως επεκράτησεν οι Τούρκοι να λέ-γωνται «Πέρσαι». ∆ηλαδή οι εν Νέα Ρώµη ηµέτεροι συνήθιζον ως φαίνεται να δίδουν εις νεωτέρους εχθρούς ονόµατα αρχαίων εχθρών.
Επίσης φαίνεται ότι οι Ρωµηοί ωνόµασαν τους Φράγκους Λατίνους, διότι τους εθεωρούσαν ως κατωτέρους των Ρωµαίων και συγχρόνως ηνωµένους µε τους Ρωµαίους. Αγράµµατοι όντες και αγνοούντες την ρωµαϊκήν παράδοσιν οι Φράγκοι ευχαρίστως εδέχθησαν το όνοµα Λατίνος, νοµίζοντες, ως θα ίδωµεν ότι είναι ταυτόν µε το Ρωµαίος.
Έχοντες υπ' όψιν αυτά ως και άλλα όσα ελέχθησαν προηγουµένως περί της Ρωµαιοσύνης, πρέπει ναμ χαρακτηρίσωµεν τον ισχυρισµόν ότι η ρωµαϊκή αυτοκρατορία έγινεν ελληνική και ως εκ τούτου βυζαντινή όχι µόνον µύθον, αλλά και απάτην κακοήθη, αφού η ήδη εξελληνισθείσα Ρώµη µετεφέρθη εις την Νέαν Ρώµην. Εξ άλλου είναι πλάνη ότι εξελληνίσθη η ρωµαϊκή αυτοκρατορία. Ήδη η ρωµαϊκή δηµοκρατία είχε σχεδόν πλήρως εξελληνισθή, πριν γεννηθή εξ αυτής η ρωµαϊκή αυτοκρατορία ή η Ρωµανία.
Θα αναπτύξωµεν εις το κεφάλαιον στ' τα φεουδαλικά θεµέλια της µεσαιωνικής φραγκικής αντιλήψεως περί της µεταβολής της Ρωµαιοσύνης εις Γραικισµόν(...)».
ΠΗΓΗ lithosfotos
ΠΗΓΗ yiorgosthalassis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου