Tου Δημήτρη Καλαντζή.
ΠΗΓΗ theancientwebgreece
Την τελευταία δεκαετία τηλεοπτικά δίκτυα παραγωγής ντοκιμαντέρ και Πανεπιστήμια του εξωτερικού με τεράστιους προϋπολογισμούς, επιδίδονται σε απόπειρες να «σπάσουν τους μύθους της ιστορίας» (myth busters) ή να παρουσιάσουν αμφιλεγόμενες θεωρίες ως πιθανές εκδοχές των μέχρι σήμερα τεκμηριωμένων δεδομένων από ιστορικές πηγές και σοβαρές μελέτες της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
Τέτοιες απόπειρες έχουν προφανώς οικονομική διάσταση, καθώς ανεβαίνουν οι πωλήσεις των ντοκιμαντέρ μετά από τον σχετικό θόρυβο που δημιουργείται, τα Πανεπιστήμια κερδίζουν ακόμα περισσότερη χρηματοδότηση και οι Πανεπιστημιακοί Καθηγητές που συμμετέχουν σε αυτά «χτίζουν» το όνομά τους.
Oι απόπειρες αυτές όμως υποδηλώνουν και τη δυσκολία της σύγχρονης έρευνας να βρει πρωτότυπα αντικείμενα μελέτης. Η επιλογή να προσπαθήσεις να ανατρέψεις προγενέστερα επιστημονικά δεδομένα είναι προφανώς πιο εύκολη από το να βρεις ένα πραγματικά καινούργιο αντικείμενο μελέτης.
Σε αυτό το πλαίσιο της εποχής μας, το ολλανδικό Πανεπιστήμιο του Αϊντχόβενχρηματοδότησε μία έρευνα με αντικείμενο το ερώτημα: «Είναι πραγματικότητα ότι στο θέατρο της Επιδαύρου μπορείς να ακούσεις μία καρφίτσα να πέφτει στην ορχήστρα ή το σκίσιμο ενός χαρτιού όταν κάθεσαι στην πιο απομακρυσμένη σειρά των καθισμένων;»
Η ολλανδική ερευνητική ομάδα ήρθε με τον τελειότερο τεχνικό εξοπλισμό στην Ελλάδα πριν από δύο χρόνια, έκανε πειράματα στο θέατρο της Επιδαύρου (αλλά και σε εκείνο του Άργους και του Ηρώδου του Αττικού), βιντεοσκόπησε τμήματα των δοκιμών της, ώστε να κάνει ένα προωθητικό video clip, και τελικά παρουσίασε τα αποτελέσματά των πειραμάτων της που συνοψίζονταν στο ότι «δεν είναι δυνατόν να ακουστεί καλά από τις πιο απομακρυσμένες θέσεις της Επιδαύρου η ρίψη μίας καρφίτσας, ενός νομίσματος, το σκίσιμο ενός χαρτιού ή ένας ψίθυρος στην ορχήστρα».
Παρά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας των Ολλανδών σε δύο επιστημονικά συνέδρια, η διεθνής επιστημονική κοινότητα παρέμεινε παγερά αδιάφορη, καθώς ποτέ και κανένας επιστήμονας δεν είχε υποστηρίξει το αντίθετο.
Ο τίτλος είναι παραπειστικός αλλά πραγματικά έξυπνος, καθώς προσελκύει το ενδιαφέρον του κοινού με το αβανταδόρικο «Η ακουστική των ελληνικών θεάτρων είναι ένας μύθος» αλλά παράλληλα κάνει αναφορά και στο ακριβές της μελέτης που έχει να κάνει με τους… «ψιθύρους».
«Το θέατρο της Επιδαύρου, από την αρχαιότητα ως και σήμερα, εμφανίζει ακουστική κατάλληλη για την αναπαραγωγή θεατρικού λόγου σε μεγάλο ακροατήριο, συχνά πάνω 10.000 ατόμων. Το ΕΛ.ΙΝ.Α., με εκλαϊκευμένο κείμενο που συνέταξε και διένειμε προς φορείς και ξεναγούς του θεάτρου, επισημαίνει ότι «καλή ακουστική» για τον χώρο αυτό πρωτίστως αφορά αυτή τη δυνατότητα: της αναπαραγωγής καταληπτής ομιλίας, ακόμη και στις πιο μακρινές θέσεις ακρόασης σε αποστάσεις σχεδόν 60m από την «ορχήστρα – σκηνή» του θεάτρου. Αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα στον ακουστικό σχεδιασμό του θεάτρου, έχει εν πολλοίς καταγραφεί – για περιπτώσεις όπου το σήμα της φωνής είναι ισχυρό – αλλά δεν έχει αναδειχθεί και από τη μελέτη στην οποία βασίστηκε το αρχικό δημοσίευμα του Guardian. Ο Ολλανδός συνάδελφος και η Βρετανίδα δημοσιογράφος επικεντρώθηκαν στις περιπτώσεις όπου το σήμα της φωνής ήταν εξαιρετικά αδύναμο ή όταν χρησιμοποιούνται άλλοι ήχοι, όπως συχνά γίνεται από τους επισκέπτες του θεάτρου. Επισημαίνεται ότι οι ειδικές αυτές περιπτώσεις δεν συνιστούν δόκιμο κριτήριο αποτίμησης της ακουστικής ενός χώρου. Όπως είναι αυτονόητο, για την σωστή μέτρηση, σε τέτοιες μεγάλες αποστάσεις ακρόασης, η πηγή-ομιλητής θα πρέπει να παράγει δυνατή ομιλία και ο θόρυβος από το ακροατήριο ή άλλες πηγές να είναι χαμηλός. Σημειωτέο ότι κατά την αρχαιότητα, τόσο το σήμερα κατεστραμμένο σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου, όσο και η χρήση θεατρικής μάσκας και προφανώς η ισχυρή εκφορά θεατρικού λόγου από τους ηθοποιούς, επέτρεπαν την ακόμη ισχυρότερη μετάδοση του ήχου προς τους ακροατές.
Ακόμη και στις σημερινές συνθήκες, είναι γνωστό στους περισσότερους ότι όταν το ακροατήριο σε παραστάσεις είναι ήσυχο και για ηθοποιούς με δυνατή φωνή, η ομιλία είναι κατανοητή σε όλες τις θέσεις. Αυτό έχει καταδειχθεί πέρα από κάθε αμφισβήτηση με μετρήσεις που έχουν πραγματοποιήσει οι επιστήμονες του ΕΛ.ΙΝ.Α. αλλά και ξένοι συνάδελφοί τους ακολουθώντας τις σύγχρονες μεθόδους αποτίμησης της καταληπτότητας και έχουν δημοσιευθεί επανειλημμένα. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει σε περιπτώσεις με μη εξοικειωμένο και θορυβώδες κοινό (ιδίως στις κωμωδίες), με σκηνικούς και σκηνοθετικούς πειραματισμούς που δυσκολεύουν την σωστή ακουστική λειτουργία του θεάτρου και με ηθοποιούς που απαιτούν χρήση μικροφώνων και ηχητικής εγκατάστασης για να πετύχουν την απαιτούμενη στάθμη στη φωνής τους. Επιπλέον, μελέτη Ελλήνων ερευνητών που κατέγραψαν – για πρώτη και μοναδική φορά διεθνώς – την ακουστική του θεάτρου αυτού με παρουσία ακροατηρίου, έχει αναδείξει το γεγονός ότι η «καλή ακουστική» δεν μεταβάλλεται παρουσία ήσυχου ακροατηρίου.
Το ΕΛ.ΙΝ.Α. τονίζει ότι η ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου, λόγω των ιστορικών συγκυριών που το έχουν διαφυλάξει σε καλή κατάσταση, αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο το εξαιρετικό αυτό επίτευγμα της αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην ανάπτυξη και συνέχιση της θεατρικής τέχνης.
Το πρόσφατο δημοσίευμα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως προσπάθεια εντυπωσιασμού από την πλευρά της Βρετανίδας δημοσιογράφου ή και της ομάδας Ολλανδών συναδέλφων – ίσως ένας σύντομος τρόπος για αυτούς να αποκτήσουν τα 5 λεπτά δημοσιότητας – δανειζόμενοι από την παγκόσμια και διαχρονική αίγλη του μοναδικού αυτού μνημείου των 2500 χρόνων».
Για το Δ.Σ. του Ελληνικού Ινστιτούτου Ακουστικής
Νικόλαος Μπάρκας
Καθηγητής ΔΠΘ
Πρόεδρος
Ανδρέας Φλώρος
Αναπλ. Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου
Γενικός Γραμματέας
Κλείνοντας, να σημειώσουμε ότι στο postmodern αντιμετωπίζουμε το δημοσίευμα του Guardian ως μία ακόμα αφορμή για την απαγόρευση – ή έστω τον περιορισμό – της χρήσης μικροφώνων στο θέατρο της Επιδαύρου. Οι εξαιρετικές παραστάσεις των Τσέζαρις Γκραουζίνης «Επτά επί Θήβας» και Κατερίνας Ευαγγελάτου «Άλκηστις» ήταν το περσινό καλοκαίρι από μόνες τους απόδειξη για το πώς ακούγεται άψογα η φωνή των υποκριτών σε όλο το θέατρο χωρίς καμία τεχνική υποβοήθηση. Αντίθετα οι «Πέρσες» του Άρη Μπινιάρη με την κατάχρηση των μικροφωνικών εγκαταστάσεων, δημιούργησε κακοφωνία, προσβλητική για τα 2,5 χιλιάδες χρόνια ιστορίας του θεάτρου, χωρίς να υπάρχει λόγος, καθώς οι ηθοποιοί είχαν δυνατές και σωστές φωνές.
Υ.Γ.2 Τα σχεδιαγράμματα της παρούσας ανάρτησης είναι από την εξαιρετική δουλειά του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Πάτρας Γιάννη Μουρτζόπουλου, The Origins of Building Acoustics for Theatre and Music Performances.
του Δημήτρη Καλαντζή.
ΠΗΓΗ theancientwebgreece
ΠΗΓΗ theancientwebgreece
Την τελευταία δεκαετία τηλεοπτικά δίκτυα παραγωγής ντοκιμαντέρ και Πανεπιστήμια του εξωτερικού με τεράστιους προϋπολογισμούς, επιδίδονται σε απόπειρες να «σπάσουν τους μύθους της ιστορίας» (myth busters) ή να παρουσιάσουν αμφιλεγόμενες θεωρίες ως πιθανές εκδοχές των μέχρι σήμερα τεκμηριωμένων δεδομένων από ιστορικές πηγές και σοβαρές μελέτες της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
Τέτοιες απόπειρες έχουν προφανώς οικονομική διάσταση, καθώς ανεβαίνουν οι πωλήσεις των ντοκιμαντέρ μετά από τον σχετικό θόρυβο που δημιουργείται, τα Πανεπιστήμια κερδίζουν ακόμα περισσότερη χρηματοδότηση και οι Πανεπιστημιακοί Καθηγητές που συμμετέχουν σε αυτά «χτίζουν» το όνομά τους.
Oι απόπειρες αυτές όμως υποδηλώνουν και τη δυσκολία της σύγχρονης έρευνας να βρει πρωτότυπα αντικείμενα μελέτης. Η επιλογή να προσπαθήσεις να ανατρέψεις προγενέστερα επιστημονικά δεδομένα είναι προφανώς πιο εύκολη από το να βρεις ένα πραγματικά καινούργιο αντικείμενο μελέτης.
Σε αυτό το πλαίσιο της εποχής μας, το ολλανδικό Πανεπιστήμιο του Αϊντχόβενχρηματοδότησε μία έρευνα με αντικείμενο το ερώτημα: «Είναι πραγματικότητα ότι στο θέατρο της Επιδαύρου μπορείς να ακούσεις μία καρφίτσα να πέφτει στην ορχήστρα ή το σκίσιμο ενός χαρτιού όταν κάθεσαι στην πιο απομακρυσμένη σειρά των καθισμένων;»
Η ολλανδική ερευνητική ομάδα ήρθε με τον τελειότερο τεχνικό εξοπλισμό στην Ελλάδα πριν από δύο χρόνια, έκανε πειράματα στο θέατρο της Επιδαύρου (αλλά και σε εκείνο του Άργους και του Ηρώδου του Αττικού), βιντεοσκόπησε τμήματα των δοκιμών της, ώστε να κάνει ένα προωθητικό video clip, και τελικά παρουσίασε τα αποτελέσματά των πειραμάτων της που συνοψίζονταν στο ότι «δεν είναι δυνατόν να ακουστεί καλά από τις πιο απομακρυσμένες θέσεις της Επιδαύρου η ρίψη μίας καρφίτσας, ενός νομίσματος, το σκίσιμο ενός χαρτιού ή ένας ψίθυρος στην ορχήστρα».
Παρά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας των Ολλανδών σε δύο επιστημονικά συνέδρια, η διεθνής επιστημονική κοινότητα παρέμεινε παγερά αδιάφορη, καθώς ποτέ και κανένας επιστήμονας δεν είχε υποστηρίξει το αντίθετο.
Η τέλεια ακουστική της Επιδαύρου αφορά στον αρθρωμένο λόγο των υποκριτών από την ορχήστρα, που αδιαμφισβήτητα ακούγεται άψογα μέχρι την τελευταία σειρά των καθισμάτων του θεάτρου.Τα περί καρφίτσας, νομίσματος, σκισίματος χαρτιού ή ψιθύρου ήταν πάντα απλουστεύσεις που χρησιμοποιούν οι ξεναγοί στο τουριστικό κοινό προκειμένου να κάνουν πιο εύληπτη τη μοναδικότητα της ακουστικής κατασκευής του θεάτρου, η οποία δίνει τη δυνατότητα σε έναν άνθρωπο να εκφέρει λόγο από την ορχήστρα και να ακούγεται σε έναν χώρο που φιλοξενεί 14.000 θεατές και η απόσταση μεταξύ ορχήστρας και τελευταίας σειράς καθισμάτων είναι παραπάνω από 60 μέτρα.
Το νόμισμα, ο ψίθυρος κλπ. μπορούν να ακουστούν και στις τελευταίες σειρές του θεάτρου αλλά υπό τις ιδανικές συνθήκες της απόλυτης ησυχίας και της πλήρους άπνοιας.Τα αποτελέσματα της πανάκριβης μελέτης του Πανεπιστημίου του Αϊντχόβεν επί δύο χρόνια άφησε ασυγκίνητη την επιστημονική κοινότητα. Και θα παρέμενε σε κάποιο συρτάρι ως «αδιάφορη», αν δεν έβρισκε διέξοδο στον βρετανικό Guardian και την δημοσιογράφο Nicola Davis που υπό τον τίτλο «Whisper it – Greek theatre’s legendary acoustics are a myth» («Ψιθύρισέ το – Η θρυλική ακουστική των ελληνικών θεάτρων είναι ένας μύθος»).
Ο τίτλος είναι παραπειστικός αλλά πραγματικά έξυπνος, καθώς προσελκύει το ενδιαφέρον του κοινού με το αβανταδόρικο «Η ακουστική των ελληνικών θεάτρων είναι ένας μύθος» αλλά παράλληλα κάνει αναφορά και στο ακριβές της μελέτης που έχει να κάνει με τους… «ψιθύρους».
Αν ο τίτλος απέδιδε τα πραγματικά συμπεράσματα των Ολλανδών ερευνητών θα έπρεπε να ήταν «Είναι μύθος ότι ένας ψίθυρος μπορεί να ακουστεί σε κάθε θέση των αρχαίων ελληνικών θεάτρων». Αλλά τότε το άρθρο δεν θα προκαλούσε κανέναν θόρυβο, όπως ακριβώς συνέβη και με την έρευνα των Ολλανδών, πριν αυτή υιοθετηθεί από τον Guardian…Αξίζει να διαβάσετε την ανακοίνωση του Ελληνικού Ινστιτούτου Ακουστικής (το σημαντικότερο Ινστιτούτο στην Ελλάδα για την Ακουστική με μέλη από την ακαδημαϊκή κοινότητα, μεγάλο ερευνητικό έργο και διοργάνωση σημαντικών συνεδρίων) σχετικά με το δημοσίευμα του Guardian:
«Το θέατρο της Επιδαύρου, από την αρχαιότητα ως και σήμερα, εμφανίζει ακουστική κατάλληλη για την αναπαραγωγή θεατρικού λόγου σε μεγάλο ακροατήριο, συχνά πάνω 10.000 ατόμων. Το ΕΛ.ΙΝ.Α., με εκλαϊκευμένο κείμενο που συνέταξε και διένειμε προς φορείς και ξεναγούς του θεάτρου, επισημαίνει ότι «καλή ακουστική» για τον χώρο αυτό πρωτίστως αφορά αυτή τη δυνατότητα: της αναπαραγωγής καταληπτής ομιλίας, ακόμη και στις πιο μακρινές θέσεις ακρόασης σε αποστάσεις σχεδόν 60m από την «ορχήστρα – σκηνή» του θεάτρου. Αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα στον ακουστικό σχεδιασμό του θεάτρου, έχει εν πολλοίς καταγραφεί – για περιπτώσεις όπου το σήμα της φωνής είναι ισχυρό – αλλά δεν έχει αναδειχθεί και από τη μελέτη στην οποία βασίστηκε το αρχικό δημοσίευμα του Guardian. Ο Ολλανδός συνάδελφος και η Βρετανίδα δημοσιογράφος επικεντρώθηκαν στις περιπτώσεις όπου το σήμα της φωνής ήταν εξαιρετικά αδύναμο ή όταν χρησιμοποιούνται άλλοι ήχοι, όπως συχνά γίνεται από τους επισκέπτες του θεάτρου. Επισημαίνεται ότι οι ειδικές αυτές περιπτώσεις δεν συνιστούν δόκιμο κριτήριο αποτίμησης της ακουστικής ενός χώρου. Όπως είναι αυτονόητο, για την σωστή μέτρηση, σε τέτοιες μεγάλες αποστάσεις ακρόασης, η πηγή-ομιλητής θα πρέπει να παράγει δυνατή ομιλία και ο θόρυβος από το ακροατήριο ή άλλες πηγές να είναι χαμηλός. Σημειωτέο ότι κατά την αρχαιότητα, τόσο το σήμερα κατεστραμμένο σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου, όσο και η χρήση θεατρικής μάσκας και προφανώς η ισχυρή εκφορά θεατρικού λόγου από τους ηθοποιούς, επέτρεπαν την ακόμη ισχυρότερη μετάδοση του ήχου προς τους ακροατές.
Οι
αρχαίοι Έλληνες έπαιζαν κυρίως επάνω στη σκηνή ή μπροστά από το
προσκήνιο ώστε να έχουν πίσω τους ένα φράγμα που αντηχούσε τον ήχο προς
τις κερκίδες.
Ακόμη και στις σημερινές συνθήκες, είναι γνωστό στους περισσότερους ότι όταν το ακροατήριο σε παραστάσεις είναι ήσυχο και για ηθοποιούς με δυνατή φωνή, η ομιλία είναι κατανοητή σε όλες τις θέσεις. Αυτό έχει καταδειχθεί πέρα από κάθε αμφισβήτηση με μετρήσεις που έχουν πραγματοποιήσει οι επιστήμονες του ΕΛ.ΙΝ.Α. αλλά και ξένοι συνάδελφοί τους ακολουθώντας τις σύγχρονες μεθόδους αποτίμησης της καταληπτότητας και έχουν δημοσιευθεί επανειλημμένα. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει σε περιπτώσεις με μη εξοικειωμένο και θορυβώδες κοινό (ιδίως στις κωμωδίες), με σκηνικούς και σκηνοθετικούς πειραματισμούς που δυσκολεύουν την σωστή ακουστική λειτουργία του θεάτρου και με ηθοποιούς που απαιτούν χρήση μικροφώνων και ηχητικής εγκατάστασης για να πετύχουν την απαιτούμενη στάθμη στη φωνής τους. Επιπλέον, μελέτη Ελλήνων ερευνητών που κατέγραψαν – για πρώτη και μοναδική φορά διεθνώς – την ακουστική του θεάτρου αυτού με παρουσία ακροατηρίου, έχει αναδείξει το γεγονός ότι η «καλή ακουστική» δεν μεταβάλλεται παρουσία ήσυχου ακροατηρίου.
Το ΕΛ.ΙΝ.Α. τονίζει ότι η ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου, λόγω των ιστορικών συγκυριών που το έχουν διαφυλάξει σε καλή κατάσταση, αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο το εξαιρετικό αυτό επίτευγμα της αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην ανάπτυξη και συνέχιση της θεατρικής τέχνης.
Το πρόσφατο δημοσίευμα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως προσπάθεια εντυπωσιασμού από την πλευρά της Βρετανίδας δημοσιογράφου ή και της ομάδας Ολλανδών συναδέλφων – ίσως ένας σύντομος τρόπος για αυτούς να αποκτήσουν τα 5 λεπτά δημοσιότητας – δανειζόμενοι από την παγκόσμια και διαχρονική αίγλη του μοναδικού αυτού μνημείου των 2500 χρόνων».
Για το Δ.Σ. του Ελληνικού Ινστιτούτου Ακουστικής
Νικόλαος Μπάρκας
Καθηγητής ΔΠΘ
Πρόεδρος
Ανδρέας Φλώρος
Αναπλ. Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου
Γενικός Γραμματέας
Κλείνοντας, να σημειώσουμε ότι στο postmodern αντιμετωπίζουμε το δημοσίευμα του Guardian ως μία ακόμα αφορμή για την απαγόρευση – ή έστω τον περιορισμό – της χρήσης μικροφώνων στο θέατρο της Επιδαύρου. Οι εξαιρετικές παραστάσεις των Τσέζαρις Γκραουζίνης «Επτά επί Θήβας» και Κατερίνας Ευαγγελάτου «Άλκηστις» ήταν το περσινό καλοκαίρι από μόνες τους απόδειξη για το πώς ακούγεται άψογα η φωνή των υποκριτών σε όλο το θέατρο χωρίς καμία τεχνική υποβοήθηση. Αντίθετα οι «Πέρσες» του Άρη Μπινιάρη με την κατάχρηση των μικροφωνικών εγκαταστάσεων, δημιούργησε κακοφωνία, προσβλητική για τα 2,5 χιλιάδες χρόνια ιστορίας του θεάτρου, χωρίς να υπάρχει λόγος, καθώς οι ηθοποιοί είχαν δυνατές και σωστές φωνές.
Το θέατρο της Επιδαύρου δεν είναι για όλους τους ηθοποιούς. Όσοι δεν έχουν δυνατές φωνές, θα πρέπει να αρκεστούν στα δεκάδες χιλιάδες άλλα θέατρα της Ελλάδας που μπορούν να τους φιλοξενήσουν με τους όρους τους. Η Επίδαυρος βάζει τους δικούς της όρους. Ας τους σεβαστούμε. Είναι το αρχαιότερο θέατρο του κόσμου. Το αξίζει.Υ.Γ.1 Ο Guardian δέχτηκε πολλές διαμαρτυρίες για το άρθρο του από Βρετανούς, λάτρεις του θεάτρου της Επιδαύρου. Κάποιες από αυτές μάλιστα είχαν εκατοντάδες «χτυπήματα», σχεδόν όσο το αρχικό άρθρο. Ένα παράδειγμα μπορείτε να δείτε ΕΔΩ.
Υ.Γ.2 Τα σχεδιαγράμματα της παρούσας ανάρτησης είναι από την εξαιρετική δουλειά του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Πάτρας Γιάννη Μουρτζόπουλου, The Origins of Building Acoustics for Theatre and Music Performances.
του Δημήτρη Καλαντζή.
ΠΗΓΗ theancientwebgreece
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου